Βιβλιογραφικός οδηγός μονογραφιών Π. Ήφαιστου

θα συμπληρώνεται διαρκώς με αναφορές και πληροφορίες για τα υπόλοιπα βιβλία

  135564   image002  image004 image008 image010

Εισαγωγή όσον αφορά βιβλία που αφορούν το ζήτημα της «ολοκλήρωσης» ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Όλοι οι τίτλοι των βιβλίων του Π. Ήφαιστου για τα Ευρωπαϊκά και Ευρωστρατηγικά συμπεριλαμβανομένων των αγγλικών αναφέρονται στην διεύθυνση εδώ. Για μελέτη ανατρέξτε στα περιεχόμενα και στα ευρετήρια. Σκοπός του παρόντος είναι να πληροφορήσει τους φοιτητές ή άλλους ενδιαφερόμενους αναγνώστες για τις κεντρικές πτυχές που αφορούν συγκεκριμένα μαθήματα που διδάσκονται ή τις έρευνες που συνιστούνται. Αναφορές σε άλλα βιβλία δεν γίνονται εδώ. Περιέχονται στις παραπομπές και στα σχόλια των βιβλίων. Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση στο Κοσμοθεωρία των Εθνών αναπτύσσει επαρκώς την θέση ότι τα πεδία της μοντερνιστικής πολιτικής σκέψης είναι εξόχως ολισθηρά και χρειάζεται μεγάλη προσοχή όσον αφορά την συνιστώμενη αλληλογραφία. Το πλείστο της μοντερνιστικής βιβλιογραφίας που θεωρούσε το κράτος διοικητικό μηχανισμό η σύστημα απρόσωπων ατομιστών κινούμενων από κίνητρα υλιστικού κέρδους είναι βασικά ολοκληρωτικά παρωχημένη καθότι η εποχή των δουλοπαροίκων τους οποίους αφορούσε μια τέτοια μηχανιστική αντίληψη του κράτους (που σε κάθε περίπτωση ποτέ δεν επικράτησε πλήρως) έχει παρέλθει. Για την κοσμογονία των ανθρωπολογικών εξελίξεων και των προεκτάσεων που χαράσσουν την πολιτική τον 21ο αιώνα υπό συνθήκες ενός ολοένα βαθύτερου και συνάμα διαφοροποιημένου εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Στο ύστερο αυτό δοκίμιο προοίμιο επερχόμενων εκτενέστερων δημοσιεύσεων η ανάλυση στέκεται αταλάντευτα στο γεγονός ότι ενδοκρατικά η σύμμειξη και μέθεξη αισθητών και πνευματικών συγκροτεί την πολιτική ανθρωπολογία και βαθαίνει την κοινωνική ετερότητα αφήνοντας ελάχιστα ή καθόλου για πολιτικά άξια λόγου περιθώρια στις διακρατικές σχέσεις παρά μόνο να διεξάγονται με όρους υλικών συμφερόντων και με όρους όπου η κρατική ισχύς είναι ο κύριος διανεμητικός ρυθμιστικός παράγοντας. Υπογραμμίζεται επίσης ότι ενώ οι καλοί αναλυτές του μοντερνιστικού κόσμου όπως οι Waltz και Mearsheimer στέκονται στα σύνορα των υλικών σχέσεων θεωρώντας την αυτοσυντήρηση κύριο διαμορφωτικό παράγοντα των διακρατικών στάσεων (χωρίς μάλιστα να διευκρινίζουν κατά πόσο η αυτοσυντήρηση αφορά μόνο τον υλικό κόσμο ή και τον πνευματικό), η κατανόηση του ανθρωπολογικού παράγοντα απαιτεί μελέτη κειμένων κορυφαίων επιστημονικών προδιαγραφών όπως του Κονδύλη, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού ή το Από τον 20ο στον 21ο αιώνα. Συνάμα, επίσης, απαιτεί απλή λογική και θέαση της καταμαρτυρούμενης πραγματικότητας ότι οι συζητήσεις αυτές δεν αγγίζουν καν γύρω στα πέντε δισεκατομμύρια ανθρώπους του Πλανήτη πολλοί από τους οποίους ανήκουν σε αρχαία αναδυόμενα έθνη μακραίωνων πολιτικών πολιτισμών για τους πολίτες των οποίων η νοηματοδότηση του κράτους ως «σύστημα|» ή η θέση πως θα μπορούσαν να εκδιωχθούν τα πνευματικά κριτήρια και παράγοντες από την δημόσια σφαίρα των της πολιτειακής συγκρότησης μπορέσουν να γραφτούν μόνο ως κακόγουστο αστείο. Το ζήτημα που τίθεται είναι πολύ σημαντικό και αφορά την σχέση μεταξύ της επιστημονικής πολιτικής σκέψης και του κακέκτυπού της, της πολιτικής θεολογίας. Αφορά επίσης ευθέως την σχέση επιστήμης και των καταστάσεων του ανθρώπου τις οποίες επιχειρεί να περιγράψει και ερμηνεύσει. Σίγουρα, για παράδειγμα, εκατομμύρια δεινοπαθούντων άνθρωποι του ευρωπαϊκού νότου εάν ήξεραν τι γραφόταν μέσα στα γραφειοκρατικά εξαρτημένα πανεπιστημιακά εργαστήρια θα αναζητούσαν και εκεί ευθύνες για το κακό που τους βρήκε. Τέλος, σε πολλά κείμενά μας ακόμη και στα αρχικά της στοχαστικής διαδρομής η Σοβιετική Ένωση και η ΕΕ θεωρήθηκαν ως η ύστερη και ύστατη δοκιμασία των συγκρουόμενων πολιτικών παραδοχών για την συγκρότηση και συγκρότηση των κρατών και του κόσμου. Όπως γίνεται πασίδηλο και όπως συχνά υπογραμμίζουμε, ο πολιτικός στοχασμός δεν έχει πλέον νόημα εάν δεν συνεκτιμά δεόντως τις καταμαρτυρούμενες εμπειρίες αυτών των δύο ύστερων διεθνιστικών εγχειρημάτων των μοντερνιστικών παραδοχών.

Σύντομη περιγραφή κατά βιβλίο και σύντομος βιβλιογραφικός οδηγός

Προτάσσω το βιβλίο «Κοσμοθεωρία των Εθνών συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου» Εκδόσεις Ποιότητα 2009. Το κεφάλαιο 6 και οι εκτενείς «Σημειώσεις τέλους», συνολικά 100 περίπου σελίδες, δίνουν μια σφαιρική θεώρηση των ζητημάτων που αφορούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Το κείμενο αυτό γράφτηκε ως κατά κάποιο τρόπο καταληκτική αποκρυστάλλωση δέκα περίπου άλλων βιβλίων και πολλών μικρότερων δημσοσιεύσεων. Τόσο στο κεφάλαιο 6 όσο και στα συμφραζόμενα των υπόλοιπων κεφαλαίων, αναλύεται αυτό που εκτιμώ ότι είναι το σημαντικότερο ζήτημα για κάθε κράτος ή για κάθε σχήμα μετά-κρατικών εγχειρημάτων: Το ανθρωπολογικό ζήτημα. Το ανθρωπολογικό ζήτημα, υπογραμμίζω, σχεδόν δεν εξετάζεται από το σύνολο της μοντερνιστικής βιβλιογραφίας. Ακόμη πιο σημαντικό όταν αυτό αναφέρεται ή αποορρέει συνεπαγόμενα, η μοντερνιστική ανάλυση το εντάσσει σε ένα φάσμα κανονιστικών-αξιολογικών θεωρημάτων και ιδεολογημάτων με δύο κύρια χαρακτηριστικά: Την προπετή ανθρωπολογικά κατασκευαστική προδιάθεση («ο συγγρααφέας των εργαστηρίων των πανεπιστημίων παράγει κριτήρια και υποδείξεις κατασκευής υπερεθνικής ή άλλως πως πολιτικής ανθρωπολογίας») και την συνειδητή ή ανεπίγνωστη προπαγανδιστική επιστημονική στάση (τώρα, το τι κανείς μπορεί να προπαγανδίσει γύρω από αυτά τα ζητήματα είναι μια άλλη μεγάλη διαστροφή στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού για την οποία μόνο κριτική μπορεί να ασκηθεί). Έτσι, υπογραμμίζω, πέραν των εισαγωγικών αναφορά που αποκρυσταλλώνονται, η ανάλυση του κειμένου αυτού ενταγμένη στα συμφραζόμενα του υπόλοιπου βιβλίου επιχειρεί να στηριχθεί στους κώδικες επιστημονικής δεοντολογίας που θέλουν την επιστημονική πολιτική σκέψη να είναι πειθαρχημένη από τις οντολογικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του κράτους, μιας περιφέρειας ή του πλανήτη. Μια τέτοια ανάλυση ενέχει βαθύτατες προεκτάσεις καθότι προτάσσει το ερώτημα της συμβατότητας των εποικοδομημάτων κρατικών ή υπερεθνικών θεσμών με τις υποκείμενες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Κύριος άξονας είναι το ερώτημα: Ποια είναι η πολιτική ανθρωπολογία στην Ευρώπη και σε ποιους θεσμούς αντιστοιχεί και με ποιους θεσμούς είναι συμβατή και αρμονική. Η συντρέχουσα κρίση, βέβαια, απαντά αυτό το ερώτημα ακαριαία και καθημερινά. Στην πολιτική θεωρία, όμως, τα αυτονόητα δεν αποτελούν πάντοτε παράγοντα επιστημονικής συναίνεσης.

Στο Αγγλικό μου βιβλίο European Political Cooperation, Towards a framework of supranational diplomacy Gower 1986 αναλύονται σφαιρικά τα «κλασσικά ζητήματα» που αφορούν την μετάβαση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την «χαμηλή» στην «υψηλή» πολιτική και πιο συγκεκριμένα στο πεδίο της διπλωματίας. Από το βιβλίο αυτό όσον αφορά το ζήτημα της θεσμικής συγκρότησης της ΕΕ θα επέμενα στα κεφάλαια 13 και 17 όπου εξετάζονται πρωτογενώς συναφή ζητήματα και οι «πολιτικής δεσμεύσεις» των μελών. Επίσης, στο κεφ. 17 όπου τίθενται τα κύρια ζητήματα των ορίων και περιορισμών στον τρόπο λήψης αποφάσεων ως το κεντρικότερο ζήτημα μιας υπερεθνικής δομής αποτελούμενης από κυρίαρχα κράτη μέλη. Πιο συγκεκριμένα, αναλύονται τα λεπτά σύνορα μεταξύ πλειοψηφικών αποφάσεων, συναινετικών αποφάσεων και ομόφωνων αποφάσεων. Το ζήτημα αυτό αφορά καίρια την πολιτικοοικονομική συγκρότηση της ΕΕ στον βαθμό και στην έκταση που μια ολοένα μεγαλύτερη εμβάθυνση θέτει επί τάπητος διανεμητικά ζητήματα και δοκιμάζει τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ των μελών. Μερικά σημεία των θεωρήσεων του «Κοσμοθεωρία των Εθνών» (ό.π.) μπορούν να θεωρηθούν συμπληρωματικά αυτής της ανάλυσης καθότι θίγει το ανθρωπολογικό ζήτημα και κυρίως το γεγονός ότι μια υπερεθνική συγκρότηση απαιτεί νομιμοποιημένη υπερεθνική διανεμητική δικαιοσύνη. Η τελευταία, συνεπακόλουθα, απαιτεί μια ολοκληρωμένη και συνεκτική ευρωπαϊκή κοινωνία. Το κεφάλαιο 17 του European Political Cooperation και επειδή είναι εξαντλημένο θα μεριμνήσω να το προμηθευτούν οι φοιτητές κατευθείαν από εμένα. Σημειώνω ότι αποδίδω σε αυτή την ανάλυση μεγάλη σημασία καθότι αγγίζει όλα σχεδόν τα ζητήματα πολιτικής και οικονομικής συγκρότησης της ΕΕ. Το βιβλίο «Nuclear Strategy and European Security Dilemmas, Towards an autonomous European defense system» Gower 1987 (όπως και το European Political Cooperation” ως –αμφότερες – μονογραφίες γραμμένες από ένα μόνο συγγραφέα με σκοπό μια σφαιρική κάλυψη της άμυνας και της διπλωματίας) αποτέλεσε βασικά την πρώτη μονογραφία στην διεθνή βιβλιογραφία γραμμένη από ένα μόνο συγγραφέα και η οποία ανέλυσε εκτενώς και υπό διαχρονικό πρίσμα τα λεγόμενα «ευρωστρατηγικά ζητήματα». Η ανάλυση εμπίπτει αμιγώς στο πεδίο της στρατηγικής ανάλυσης και καλύπτει όλο το αναγκαίο φάσμα ζητημάτων με ενδιαφέρον μέχρι και σήμερα και πολύ πιθανό λόγω ανακατατάξεων κατά την διάρκεια των δεκαετιών που επέρχονται. Επιπλέον, η τριβή με τον «σκοπό της στρατηγικής ενός κράτους» κυρίως σε αναφορά με τον Clausewitz αποτέλεσε μια καλή αφετηρία εισόδου στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας του διεθνούς συστήματος ή άλλως πως ονομαζόμενης πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων.

Ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση (Εκδόσεις Οδυσσέας). 1994. Το βιβλίο αυτό ακολούθησε το «Ευρωπαϊκό σύστημα Ασφαλείας προς το 2000» Α μέρος του βιβλίου Το Ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας και η ελληνική εξωτερική πολιτική προς το 2000 (Εκδόσεις Σιδέρη) το οποίο κατέγραψε θεμελιώδεις τάσεις των Ευρωστρατηγικών δομών και το οποίο εν μέσω πλήθους απογειωμένων αναλύσεων προτίμησε να σταθεί σε εμπειρικά και θεωρητικά ερωτήματα στην φάση της μετάβασης από τη Ψυχροπολεμική στην Μεταψυχροπολεμική εποχή. Το Ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση αποτελεί μια περιγραφική, ερμηνευτική και πολύ κριτική (και εκ των πραγμάτων προβλεπτική) εξέταση των συμφωνιών του Μάαστριχτ στα πεδία της πολιτικής ενοποίησης όταν αναζητείται πέρασμα από την «χαμηλή» στην «υψηλή» πολιτική. Το βιβλίο γράφτηκε και για ένα ακόμη λόγο: Λόγω των παρακρούσεων που ακούονταν στην Ελλάδα για τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας και λόγω έγκαιρης διάγνωσης της επικινδυνότητας των επερχόμενων αποφάσεων για το νεοελληνικό κράτος. Ως είδος επιστημονικής παράκρουσης η ένταξη στην ΔΕΕ θεωρήθηκε περίπου γεγονός που οδηγεί στην εγγύηση των ελληνικών συνόρων και η δημιουργία της ΟΝΕ ως ο προάγγελος μιας κατάργησης των κρατών ενόψει της πολιτικοοικονομικής (και υποθέτει κανείς ανθρωπολογικής) ένωσης της Ευρώπης. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν εκτενέστερα και ακόμη πιο κριτικά σε μεταγενέστερες μονογραφίες. Σε πολλές επίσης μικρότερες παρεμβάσεις σε άρθρα. Μικρό δείγμα των τελευταίων και την ανάγκη να είχε γίνει αυστηρότερη κριτική από την επιστημονική κοινότητα (αντί σύμπλευσης με επίπεδες ιδεολογικοπολιτικές απόλυτα λανθασμένες θέσεις βλ. ΟΝΕ-Ελλάδα: Τρεις έγκαιρες προειδοποιήσεις. Αυτά τα μικρά κείμενα παραπέμπονται για να υπογραμμιστεί η κολοσσιαίας σημασίας διάκριση μεταξύ γνώσης και γνώμης και οι βαθύτατες προεκτάσεις για τα συμφέροντα ενός κράτους όταν κυριαρχήσουν παρακρούσεις, γνώμες, ιδεολογήματα και θεωρήματα κάθε είδους. Παραπέμπονται επίσης για να υπογραμμιστεί ότι αποστολή της επιστημονικής κοινότητας δεν είναι να υπηρετεί άκριτα τις πολιτικές αποφάσεις του ρευστού πολιτικοπαραταξιακού ή χειρότερα διεθνούς και ευρωπαϊκού γραφειοκρατικού συστήματος. Αποστολή της επιστήμης μπορεί να είναι μόνο η αξιολογικά ελεύθερη περιγραφή και ερμηνεία αιτίων και αιτιατών της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής. Η αντιπαραβολή γνώσης και γνώμης αντιστοιχεί, βασικά, και στην αντιπαραβολή «επιστήμης» και «ιδεολογίας» ιδιαίτερα όταν η τελευταία ενδύεται αυθαίρετους κανονιστικούς μανδύες και κατασκευαστικές αξιώσεις που αφορούν την πολιτική συγκρότηση και την πολιτική ανθρωπολογία. Ο επιστήμονας τα τελευταία δεν τα κατασκευάζει παρά μόνο τα περιγράφει και ερμηνεύει αξιολογικά ελεύθερα και όσο το δυνατό καλύτερα και ακριβέστερα.

Το βιβλίο Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης γράφτηκε σε μια κομβική στιγμή αποτελεί μια προσπάθεια συνολικής περιγραφικής και συγκριτικής ανάλυσης των θεωριών ολοκλήρωσης. Επιπλέον, κατιτί πρωτότυπο σε σχέση με την συνήθη θεωρία ολοκλήρωσης –όπως λίγο πολύ γίνεται και σε άλλα βιβλία του γράφοντος– η ανάλυση συνδέει την πολιτική θεωρία του κράτους με την θεωρία ολοκλήρωσης και την πολιτική θεωρία του διεθνούς συστήματος. Για τον μελετητή της ευρωπαϊκής πολιτικής η ανάλυση αυτή είναι αναγκαία για ένα ακόμη λόγο. Επειδή εντάσσει στο ιστορικό-θεωρητικό πλαίσιό τους τις εθνικές στρατηγικές των κρατών της ΕΕ και των ΗΠΑ, γνωστικό πεδίο που αναπτύχθηκε στο «Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία». Σε συνδυθασμό με το βιβλίο αυτό, όλως ιδιαιτέρως, μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή η «διακυβερνητική άποψη» ως τελικά η κυρίαρχη τάση (αν και όχι η μόνη) στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μεταξύ άλλων, κριτικά και συγκριτικά αναλύεται η Ευρωπαϊκή πολιτικής της Γαλλίας που περιστρέφεται γύρω από την πολιτική φιλοσοφία του Προέδρου Ντε Γκολ για το κράτος, την Ευρώπη και τον κόσμο. Τα κεφάλαια της θεωρίας ολοκλήρωσης εμβαθύνουν στην θυελλώδη και βαθύτατων προεκτάσεων συζήτηση λειτουργιστών, νεολειτουργιστών και διακυβερνητιστών η οποία όπως εξηγείται σταθεροποιήθηκε μετά τις παραδοχές του Ernst Haas στην διαμάχη του με τον Stanley Hoffmann. Το βιβλίο προχωρεί στην θεμελίωση της θέσης ότι μετά το τέλος της συζήτησης αυτής και της κατά κάποιο τρόπο γραμμικής κίνησης της ΕΕ προς την ΟΝΕ στο γνωστικό αλλά και πολιτικό πεδίο κυριάρχησε η συζήτηση νεοφιλελεύθερων και ρεαλιστών με τις παρεμβολές κατά τα άλλα πολύ χρήσιμων «μικροθεωριών» τομέων της εν εξελίξει ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Την σκυτάλλη αυτής της ανάλυσης την παίρνει το βιβλίο «Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας» βλ. πιο κάτω, όπου εξετάζονται και ζητήματα ευρωπαϊκής διακυβέρνησης ενόψει μεταξέλιξης των πολιτικών δομών αλλά και των επιστημονικών συζητήσεων. Σημειώνω ότι στο βιβλίο αυτό όπως και στο «Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση» αναπτύσσεται εκτενώς το καίριο ζήτημα του τρόπου λήψεως αποφάσεων. Όχι βέβαια μέσα από γραμμικά, θεσμικά, κανονιστικά και ιδεολογικά πρίσματα αλλά με άξονα τα ζητήματα διανεμητικής δικαιοσύνης ενός βαθύτατα αλληλεξαρτώμενου διακρατικού πολιτικού χώρου κυρίαρχων κρατών όπου ταυτόχρονα υφίστανται υπερεθνικοί θεσμοί και πλήθος άλλων ρυθμίσεων και προσεγγίσεων

Το βιβλίο «Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία» εντάσσεται στην αλυσίδα σταδιακών, μεθοδικών και συνδεμένων επιστημονικών προσπαθειών να εξεταστούν τα ζητήματα της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής σε αναφορά με τους κύριους και διαμορφωτικούς άξονές τους. Για τον συγγραφέα αποτελεί το πολυτιμότερο κείμενο των «ευρωπαϊκών αναλύσεών» του. Το «κρυφό» και για τους επιστημονικά μυημένους γνωστό ότι είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα, είναι η αναζήτηση –παρά την οικονομική και θεσμική ολοκλήρωση– διλημμάτων ασφαλείας στο υπόβαθρο της ΕΕ. Η προσπάθεια εξειδίκευσης και εμβάθυνσης οδήγησε σε εξαιρετικά σημαντικά (και προβλεπτικά) συμπεράσματα που αφορούν, μεταξύ πολλών άλλων, τις σχέσεις των τριών μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, τις υποβόσκουσες πολιτικοστρατηγικές και οικονομικές αντιφάσεις που αναπόδραστα οδήγησαν στην ΟΝΕ, τα ευρύτερα και βαθύτερα ζητήματα και τις βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις της ευρωπαϊκές ολοκλήρωσης και των στρατηγικών των κρατών που συμμετέχουν και τα διλήμματα και προβλήματα της μετάβασης από τη υψηλή στην χαμηλή πολιτική. Εξετάζεται, μεταξύ πολλών άλλων, η μετάβαση από τον Ψυχρό Πόλεμο στην Μεταψυχροπολεμική εποχή και οι αποφάσεις για την άμυνα, την ασφάλεια και την νομισματική ενοποίηση (που παραπλανητικά και καταχρηστικά βαφτίστηκε «οικονομική ένωση»). Η ανάλυση εμβάθυνε ακόμη περισσότερο το Γερμανικό ζήτημα, αποκρυστάλλωσε την σαθρότητα των προσδοκιών να «δεθεί η ενωμένη Γερμανία με νομισματικούς δεσμούς» και συνδέθηκε με τα γνωστικά κεκτημένα της στρατηγικής (δικών μου και άλλων). Κρίνοντάς το μια δεκαετία μετά αποφάσισα ότι δεν χρειάζεται νέα έκδοση γιατί τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας όχι μόνο σταθεροποιήθηκαν το 1996 αλλά και γιατί η ΟΝΕ προδιέγραψε μια πορεία που οδήγησε στην σημερινή κρίση (την οποία κανείς διαβάζοντας το βιβλίο μπορεί και να παρασυρθεί και να νομίσει ότι γράφτηκε μετά την κρίση του 2009). Το προνόμιο αυτού του βιβλίου είναι ότι γραμμένο στοχευμένο σε μια μεταβατική φάση όχι μόνο κατέγραψε με θεωρητικά θεμελιωμένο τρόπο τις τάσεις αλλά περιέγραψε και τις τάσεις όπως αναπτύσσονται στον 21 αιώνα γύρω από τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων του ευρωατλαντικού χώρου, το γερμανικό ζήτημα και τις εντεινόμενες αντιθέσεις της θεσμικής επιτάχυνσης ολοκλήρωσης. Θα επανέλθουμε όταν υπάρξει κάτι σημαντικό, ιδιαίτερα όσον αφορά τον ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ, στην Ευρώπη αλλά και ευρύτερα στην διεθνή πολιτική. Θεωρώ επίσης ότι επειδή οι βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού πολιτικοοικονομικού γίγνεσθαι συναρτώνται με την εθνική στρατηγική των τριών αυτών δυνάμεων, η διαχρονική ανάλυση των εθνικών τους στρατηγικών προσφέρει μια σταθερή πηγή περιγραφών και ερμηνειών της μετεξέλιξης των ευρωπαϊκών πολιτικών, θεσμικών και στρατηγικών δομών. Θα υπογράμμιζα, ως προς τούτο, την μεγάλη σημασία όχι μόνο του Γερμανικού ζητήματος αλλά και της Βρετανικής εθνικής στρατηγικής. Για μια εισήγηση για το Γερμανικό ζήτημα βλ. Γερμανικό ζήτημα και ΕΕ.

Στο βιβλίο «Ευρωατλαντικές σχέσεις» (Α και Γ μέρος Π. Ήφαιστος, Β Κ. Αρβανιτόπουλος) στα δικά μου κεφάλαια όσο και στο κεφάλαιο του σ. Αρβανιτόπουλου η ανάλυση εστιάζεται με εξειδικευμένο και στοχευμένο τρόπο στα διαχρονικά και σύγχρονα χαρακτηριστικά των δια-Ατλαντικών σχέσεων, θεσμών και στρατηγικών. Στο πρώτο κεφάλαιο και με τρόπο που δεν είχα αγγίξει βαθύτερα σε άλλες ελληνικές μονογραφίες εξετάζεται η αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφωτική φάση των θεσμικών και στρατηγικών αποφάσεων που θεμελίωσαν την μεταπολεμική πολιτικοστρατηγική αρχιτεκτονική της Ευρώπης και του Ευρωτλαντικού χώρου. Ακόμη πιο σημαντικό, αναλύονται οι αμφίπλευρες τάσεις στην Αμερικανική εξωτερική πολιτική και συνδέονται με την Βρετανική στρατηγική και εστιάζει την προσοχή στο πως ο άξονας αυτός ανάλογα με το πως κινείται και το πως αρθρώνεται επηρεάζει δραστικά τα δρώμενα της ηπειρωτικής Ευρώπης. Βασικά, σε συνδυασμό με το «Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων», η ανάλυση του βιβλίου αυτού προσδιορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα ευρωστρατηγικά ζητήματα στον 21ο αιώνα καθώς και τις βασικές παραμέτρους των δομικών αλλαγών που θα το μετασχηματίσουν ανάλογα με την εξέλιξη των ενδό-ευρωπαϊκών σχέσεων και την μετακίνηση του κέντρου βάρους της αμερικανικής στρατηγικής.

Το βιβλίο «Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, Ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση» θεωρώ ότι είναι μια ενδιάμεση -μετά από μερικές χιλιάδες σελίδων δημοσειεύσεων στην διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία και πριν τη δημοσίευση του «Κοσμοθεωρία των Εθνών»- ανάπτυξη της προβληματικής περί το ανθρωπολογικό ζήτημα και τους θεσμούς κάθε πολιτικής ολοκλήρωσης. Αποτελεί και την πρώτη συστηματική προσπάθεια να μετεξελιχθούν, εμπλουτιστούν και συναρτηθούν οι θεωρήσεις του υποφαινόμενου με τον μεγαλύτερο, εκτιμώ, πολιτικό επιστήμονα της σύγχρονης εποχής, τον Παναγιώτη Κονδύλη. Ο Παναγιώτης Κονδύλης είναι ένας ωκεανός βαθύτατης γνώσης μέσα στον οποίο πρωτίστως κινούνται πλέον όλα τα κείμενά μου. Αυτές οι πνευματικές αναζητήσεις συναρτώνται και με άλλους σημαντικούς πολιτικούς στοχαστές όπως ο Κοντογιώργης και ο Ζιάκας οι οποίοι εξετάζουν την πολιτική συγκρότηση και τις πολιτικές παραδόσεις ως διαμορφωτικούς παράγοντες κάθε πολιτειακής δόμησης. Στα κεφάλαια 13-18 όπου αναλύονται τα ζητήματα της πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης επιχειρώ να θεμελιώσω με ακόμη πιο εξειδικευμένο τρόπο ζητήματα μέσα από πολλές περιπτωσιολογικές μελέτες. Κτίζουν και εξειδικεύουν πάνω στις προγενέστερες δημοσιεύσεις αλλά και εμβαθύνουν περαιτέρω στο καίριο ζήτημα των διλημμάτων ασφαλείας καθώς και των διλημμάτων που αφορούν την εξέλιξη της ενοποίησης στην μεταψυχροπολεμική εποχή. Στα κεφάλαια 10-15 γίνεται μια επανασυγκρότηση των θεωρητικών διατυπώσεων γύρω από την θεωρία ολοκλήρωση για να συνδεθεί με το ζήτημα «ευρωπαϊκή διακυβέρνηση». Στο βιβλίο αυτό κανείς θα βρει λεπτομερέστερες αναλύσεις του γράφοντος γύρω από τα αμφίπλευρα διλήμματα και προβλήματα της πολιτικής ενοποίησης και των συμπαρομαρτούντων στρατηγικών, πολιτικών και θεσμικών υποθέσεων. Η ανάλυση επεκτείνεται ακόμη περισσότερο απ’ ότι σε προγενέστερες δημοσιεύσεις στα ζήτημα του τρόπου λήψης αποφάσεων και των διακρίσεων Gemeinschaft και Geselschaft, δηλαδή, την διάκριση μεταξύ μιας κοινωνιοκεντρικής και μιας εταιρικής αντίληψης της πολιτικής ενοποίησης. Αυτή η διάκριση, βέβαια, αφορά και κάθε κράτος και συνδέεται με την μοντερνιστική versus κοινωνιοκεντρική παραδοχή, ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο του «Κοσμοθεωρία των Εθνών».

Τέλος αναφέρω και το βιβλίο Οι σχέσεις της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Εκδόσεις Παπαζήση 1991) του οποίου είμαι συγγραφέας του μέρους Α. Το κείμενο αυτό ενέχει σημασία με την εξής έννοιας. Είναι μια ανάλυση η οποία συνδυάζει την ακαδημαϊκή τριβή με την τριβή λόγω συμμετοχής μου σε διπλωματικές αποστολές για μια δεκαετία στις Βρυξέλλες. Αποτύπωσε την πρώτη κατάθεση αναλύσεων για την ελληνική εθνική στρατηγική, ζήτημα για το οποίο στην συνέχεια γράφτηκαν βιβλία και άρθρα. Το σκεπτικό για μια προτεινόμενη υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ εντασσόταν σε μια προβληματική σταθεροποίησης των σχέσεων στην περιφέρεια σε συνδυασμό με μια ισχυρή αποτρεπτική στρατηγική, ενίσχυση της κυπριακής άμυνας από την Ελλάδα και διαπραγματεύσεις. Συναφές είναι το πρώτο μέρος του βιβλίου Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική Παπαζήσης 1992 (με. Αθ. Πλατιά). Για σύντομη περιγραφή αυτής της προβληματικής σε δημοσιευμένα δοκίμια βλ. εδώ και εδώ. Προστίθεται ότι αφορά ζωτικά τις συζητήσεις στην Ελλάδα τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν. Αν και αυτό ήταν μόνο η αφορμή, γράφτηκε σε αντίθεση με κυκλοφόρησε ίδρυμα προτάσεων πολιτικής με το οποίο αντιμετώπιζε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με πρωτοφανή μονοσήμαντο και μονοδιάστατο τρόπο. Στην συνέχεια στελέχη του ίδιου ιδρύματος πρωταγωνίστησαν στην αντίκρουση της υποβολής αίτησης ένταξης, στον κατευνασμό του Σκοπιανού αναθεωρητισμού, στο ροκάνισμα των αναλύσεων για την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική, στην εναντίωση στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο Κύπρου-Ελλάδας, στην υποστήριξη του φασιστικού και αντιδημοκρατικού σχεδίου Αναν, στην άκριτη υποστήριξη της βιαστικής, ανέτοιμης και άσκοπης ένταξης στην ΟΝΕ και γενικά στην στήριξη κατευναστικών στάσεων επί όλων των θεμάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Εν τέλει, η προσπάθεια ανάπτυξης πολιτικού στοχασμού στην Ελλάδα ενταγμένου σε ένα πλαίσιο θεωρίας που αντιστοιχεί στην διεθνή και ευρωπαϊκή ζωή δεν είναι το ευκολότερο πράγμα. Η παρακμή της πολιτικής σκέψης ερμηνεύει, εν μέρει, και την παρακμή που οδήγησε στην μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 2010.

Υστερόγραφο 24.10.2013. Σύντομα θα συμπληρωθεί με δοκίμια και πίνακες περιεχομένων και πληροφορίες για άλλες μονογραφίες του υποφαινόμενου

Αρέσει σε %d bloggers: