Ευρωπαϊκό σύνταγμα και κυπριακό, Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.
Του Γιωργου Κασιματη
Ομ. Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δύο είναι τα μεγάλα γεγονότα που αποτέλεσαν τη νέα καμπή πορείας του Κυπριακού: α) η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και β) η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τον ελληνοκυπριακό λαό. Και τα δύο αυτά γεγονότα κατέστησαν το Κυπριακό, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, όχι μόνο de facto αλλά και de jure πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το Σχέδιο Ανάν, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία και από άλλες θέσεις να εξηγήσω, ήταν ένα μοναδικό τερατούργημα της παγκόσμιας συνταγματικής ιστορίας, γιατί αποτελούσε ένα κατασκεύασμα γραφείου όχι για τη σύνταξη, αλλά για την εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού για την κατάλυση ενός κυρίαρχου κράτους. Τα βασικά στοιχεία αυτού του μηχανισμού ήταν: α) Η ουσιαστική κατάλυση της αρχής της πλειοψηφίας, μέσω του δικαιώματος του βέτο, σε όλα τα συνταγματικά συλλογικά όργανα, με συνέπεια ότι οι κύριες κρατικές εξουσίες δεν θα πήγαζαν από τον λαό, όπως απαιτεί η δημοκρατική αρχή και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά από την πολιτική βούληση των αντιπροσώπων του 20% του λαού. β) Η κατεξοχήν πολιτική εξουσία, η διακυβέρνηση της χώρας, δεν θα ήταν πολιτική, αφού θα αποφάσιζε τελικώς -και εδώ με τη δύναμη του βέτο του 20%- διοριζόμενο συλλογικό όργανο από Ελληνοκυπρίους, Τουρκοκυπρίους και ξένους, με προκαθορισμένη τη ρυθμιστική εξουσία (μπαλλαντέρ) των ξένων. γ) Η αρχή της πολιτικής ισότητας θα ήταν πλήρως καταργημένη, αφού οι δύο εθνότητες, του 80% η μία και του 20% η άλλη (με τον επιεικέστερο υπολογισμό, αφού οι γνήσιοι Τουρκοκύπριοι έχουν πέσει σε πολύ χαμηλότερο ποσοστό), θα ήταν πλήρως ισότιμες και ισοδύναμες σε όλα τα βασικά πολιτικά όργανα. δ) Η λύση όλων των μεγάλων κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων για την ίδρυση του νέου κράτους θα ήταν στα χέρια άγνωστων ξένων, που, ως μπαλλαντέρ κάποιου άγνωστου παίκτη, θα έδιναν με τη δική τους ψήφο τελικώς τη «λύση». ε) Η διασφάλιση της κυρίαρχης και χωρίς περιορισμούς δυνατότητας επέμβασης της Τουρκίας σε κάθε βήμα του νέου «κράτους», με την ανέλεγκτη πρόφαση της παραβίασης των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων και των ιδικών της. στ) Για ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες δεν μπορεί κανείς να μιλήσει σε ένα τέτοιο καθεστώς. Αντίθετα, οι ρυθμίσεις του Σχεδίου παραβίαζαν στον πυρήνα τους τα πολιτικά δικαιώματα και βασικές προσωπικές ελευθερίες του κυπριακού λαού. ζ) Το χειρότερο δε είναι ότι αποτελούσε ένα δαιδαλώδες σύστημα ευρύτατων δυνατοτήτων παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και κάθε αρχής νομιμότητας σε όλα τα επίπεδα, που θα καθιστούσε παράνομη, αμφισβητούμενη ή επίδικη κάθε πράξη και κίνηση των οργάνων του εν λόγω «κρατικού» μορφώματος. Με μια φράση μπορεί να πει κανείς ότι το μόρφωμα αυτό δεν εγκαθίδρυε όχι μόνο δημοκρατικό κράτος, αλλά ούτε καν κράτος.
Το Σχέδιο Ανάν, με τη συντριπτική απόρριψή του από τον ελληνοκυπριακό λαό, ακυρώθηκε, ευτυχώς, απολύτως και έγκαιρα, με συνέπεια να μην μπορεί να αναβιώσει ούτε το ίδιο, ούτε η ίδια προσπάθεια του Γενικού Γραμματέα, παρά μόνο με τη θέληση όλων των ενδιαφερομένων μελών, πρωτίστως δε με τη θέληση της Κύπρου.
Εάν είχε εγκριθεί -εδώ αναφέρεται το «ευτυχώς»- πιστεύω ότι η κυριαρχία της Κύπρου θα είχε περάσει ουσιαστικά σε ξένα χέρια άγνωστων προθέσεων και οι λειτουργίες του «κράτους» θα αποτελούσαν ένα χάος. Φοβούμαι δε ότι και η ίδια η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν δεν είχε καταργηθεί, θα είχε, πάντως, καταστεί ανενεργός για την Κύπρο, αφού όλα τα κρίσιμα ζητήματα θα ήσαν σε χέρια εκτός αυτής και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστησε το Κυπριακό πρόβλημα de facto και de jure πρόβλημα της Ένωσης, ακόμη και αν η επίλυση του ανατεθεί σε εκτός αυτής όργανο ή επιβληθεί από εκτός αυτής δύναμη. Αυτό ενισχύεται νομικώς ακόμη περισσότερο σήμερα, με το υπό κύρωση Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Και τούτο γιατί οι θεμελιώδεις αρχές πού διέπουν την Ένωση και τα κράτη-μέλη της περιλαμβάνονται ρητά στο Σύνταγμα της Ευρώπης και αποκτούν έτσι πλήρη καταστατική δύναμη, αποκτούν δηλαδή την ανώτατη τυπική ισχύ δικαίου. Αυτό ισχύει και σήμερα, χωρίς το Σύνταγμα. Η ρητή, όμως, αναφορά τους στον Καταστατικό Χάρτη της Ευρώπης τις καθιστά σαφείς, αναμφισβήτητες και αδιαφιλονίκητες, με ελάχιστα περιθώρια αποκλίσεων. Αναφέρομαι ενδεικτικά ορισμένες από αυτές: α) Το απαραβίαστο και αναφαίρετο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας (Προοίμιο του Συντάγματος, άρθρο Ι 2, Ι 9, ΙΙ 61, Προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και πολλές άλλες διατάξεις του Συντάγματος). β) «Η Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας, και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα και εσωτερική αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και ανόθευτος» (άρθρο Ι 3 παρ. 2. γ) «Η Ένωση καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία…» (άρθρο Ι 3 παρ. 3). δ) «Η Ένωση εγγυάται στο εσωτερικό της την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, υπηρεσιών, εμπορευμάτων και κεφαλαίων, καθώς και την ελευθερία εγκατάστασης, σύμφωνα με το Σύνταγμα» (άρθρο Ι 4 παρ. 2). ε) «Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον του Συντάγματος…» (άρθρο Ι 5 παρ. 1). στ) «Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης» (άρθρο Ι 9). ζ) Οι πολίτες της Ένωσης έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Σύνταγμα. Έχουν: α) «το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών» (άρθρο Ι 10). η) «Οι πολίτες της Ένωσης έχουν» (…) το δικαίωμα να αναφέρονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το δικαίωμα να προσφεύγουν στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και το δικαίωμα να απευθύνονται στα θεσμικά και στα συμβουλευτικά όργανα της Ένωσης σε μία από τις γλώσσες του Συντάγματος και να λαμβάνουν απάντηση στην ίδια γλώσσα» (άρθρα Ι 10 παρ. 2 δ, ΙΙ 101 επ.). «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου» (άρθρο ΙΙ 80). θ) Διασφαλίζεται το δικαίωμα ατομικής προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρα Ι 29, ΙΙ 107).
Οι παραπάνω αρχές του Ευρωπαϊκού Συντάγματος -που αποτελούν και μέχρι σήμερα αρχές του «ευρωπαϊκού κεκτημένου»- είναι αρκετά εύγλωττες για τα όρια που θα πρέπει να τηρεί ένα νέο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Πρέπει, νομίζω, να συνειδητοποιήσομε ότι εάν τα πολιτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήθελαν να απεκδυθούν τις καταστατικές ευθύνες τους και αποφάσιζαν να δεχθούν ένα σχέδιο που θα παραβίαζε στον πυρήνα τους τις θεμελιώδεις αυτές αρχές -ή μερικές από αυτές- της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, δεν θα μπορούσαν να απαλλάξουν την Ένωση από την de jure εμπλοκή της στο Κυπριακό. Ακόμη και αν το σχέδιο επιβαλλόταν από τον ΟΗΕ και περιείχε απαγόρευση δικαστικής προσφυγής ή άλλης προσφυγής ή αναφοράς στα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Οι πολίτες της Κύπρου και κάθε πρόσωπο που θα είχε έννομο συμφέρον θα κατέκλυζαν κυριολεκτικά το Δικαστήριο και τα άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για διαρκείς παραβιάσεις θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων, με πολύ πιθανό το φαινόμενα να έχει η Ένωση διαρκή νομική και πολιτική απασχόληση με το Κυπριακό.
Η προσφυγή σε οποιοδήποτε όργανο δεν μπορεί πρακτικά να παρεμποδιστεί με απαγορεύσεις προσφυγών, τα δε δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης θα είχαν τον τελικό λόγο συμβατότητας των απαγορεύσεων αυτών και όλων των διατάξεων της όποιας συνθήκης επίλυσης του Κυπριακού.
Με άλλες λέξεις: Θα ετίθετο το βασικό ζήτημα, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ή κράτη μέλη της μπορούν να συνάψουν έγκυρη συνθήκη για ειδικό καθεστώς έννομης τάξης του εσωτερικού της Ένωσης που θα παραβίαζε στον πυρήνα τους θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Συντάγματος ή, μέχρι την κύρωση του, της έννομης τάξης της Ένωσης. Το ζήτημα αυτό είναι και νομικά και πολιτικά θεμελιώδες για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αυτό, νομίζω, που θα μπορούσε να δεχτεί, ακόμη και να επιβάλει, θα ήταν: περιοσμοί ορισμένων δικαιωμάτων και ορισμένων αρχών για πράγματι εύλογο μεταβατικό χρονικό διάστημα και, αντίστοιχα, ουσιαστικές και αποτελεσματικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής μειονότητας, όμοιες με εκείνες που έχουν όλες οι μειονότητες των κρατών μελών της Ένωσης.
Το ζήτημα, λοιπόν, ενός νέου σχεδίου επίλυσης του Κυπριακού καθίσταται, μετά την απόκτηση της ιδιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας -που σημαίνει: της Κύπρου- ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζήτημα συμβατότητας με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα -πρακτικά ακόμη και πριν από την κύρωσή του.