Εισαγωγική σημείωση. Ενδοκρατικός-διακρατικός ορθολογισμός, οι διεθνείς σπουδές και οι ΜΚΟ
Οι ΜΚΟ αποτελούν ένα σημαντικό ζήτημα στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Η ανάδειξη του έθνους-κράτους τα νεότερα χρόνια ως του κοινωνικοπολιτικού φορέα οργάνωσης των ανθρωπίνων σχέσεων στην βάση ενός συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης που ενσαρκώνει την συνισταμένη των κοινωνικών βουλήσεων που βρίσκονται διαρκώς υπό την αίρεση της λαϊκής κυριαρχίας έφερε μια άνευ προηγουμένου τάξη και δικαιοσύνη στον πλανήτη. Το κυρίαρχο έθνος-κράτος αν και οπωσδήποτε ακόμη ατελές ως η βασική μονάδα του καθεστώτος διεθνών σχέσεων συμβολίζει την απαλλαγή των κοινωνιών από δυναστικές και ηγεμονικές αξιώσεις. Το βεβαιώνει η συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, οι αξιώσεις διακριτής ύπαρξης, οι επαναστάσεις ανεξαρτησίας κατά των κατεξουσιαστικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών, η προσήλωση στην εθνική ανεξαρτησία της πλειονότητας των ανθρώπων του πλανήτη, το διεθνές δίκαιο και οι αποφάσεις δημιουργίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που σκοπό έχει ακριβώς να διασφαλίσει το έθνη-κράτη, την κυριαρχία τους και τα αυτόνομα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης στο εσωτερικό τους. Αν και λόγω αιτιών πολέμου οι διεθνείς συγκρούσεις και οι διεθνείς διενέξεις συνεχίζονται, το έθνος-κράτος τερμάτισε εν τούτοις τον πόλεμο στο εσωτερικό κάθε βιώσιμης κυρίαρχης κοινωνίας και εξορθολόγισε τον συλλογικό βίο. Οι πολιτειακές δομές είναι πλέον σε πολύ μεγάλο βαθμό συμβατές την κοσμοθεωρητική, πολιτισμική και ηθική ετερότητα μιας έκαστης κυρίαρχης κοινωνίας. Έτσι θρυμματίστηκαν ανεπίστροφα οι αυτοκρατορίες αν και παραμένει το φάσμα των ηγεμονικών αξιώσεων που αποτελούν και το κύριο αίτιο πολέμου των διεθνών σχέσεων της ύστερης εποχής.
Αυτή η πορεία κατάκτησης κυριαρχίας-συλλογικής ελευθερίας που ιστορικά μιλώντας συνιστά ανεπίστροφο πολιτικό εξορθολογισμό στο διεθνές επίπεδο ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση και συνεχίζει να είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα ιδιαίτερα για τις κοινωνίες που αν και κυρίαρχες είναι εν τούτοις κοσμοθεωρητικά και ηθικοκανονιστικά ασθενείς ή «απρόσεκτες». Το διεθνές σύστημα αν και προσανατολίστηκε σίγουρα δεν έφτασε ακόμη –και ίσως να μην φτάσει ποτέ– στο ιδεατό τέρμα ευθύγραμμης εφαρμογής του οντολογικά θεμελιωμένου δόγματος της κρατικής κυριαρχίας και των συμβατών με αυτό το δόγμα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου. Η σταθερή και ορθολογιστική ενδοκρατική και διεθνής ζωή είναι και θα συνεχίσει μάλλον να είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο. Σταθερή και ορθολογιστική ενδοκρατική και διακρατική ζωή, εξάλλου, δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρά μόνο, αφενός, φιλειρηνικά αλλά ισχυρά κοινωνικοπολιτικά συστήματα κοσμοθεωρητικά προσανατολισμένα και ηθικοκανονιστικά εύρωστα και αφετέρου, επαρκείς και αποτελεσματικές διεθνείς ρυθμίσεις που θα καθιστούν την διεθνή ζωή πρόσφορο έδαφος εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Όμως, στον δρόμο μεταξύ των διεθνών κανονιστικών δομών που θα μπορούσαν να επιτύχουν μια μη ηγεμονική διεθνή διακυβέρνηση και της ειρήνης κείνται τα αίτια πολέμου (βλ. πίνακα που παρεμβάλλεται). Κύριο αίτιο πολέμου είναι η άνιση ανάπτυξη, δηλαδή ένας μόνιμος δυναμίτης στα θεμέλια της διακρατικής ζωής και τα επαναστατικά θεωρήματα-ιδεολογήματα.
Πολλές κοινωνίες αν και αγωνίστηκαν να κατακτήσουν την συλλογική τους ελευθερία-ανεξαρτησία που ενσαρκώνεται στον θεσμό του έθνους-κράτους, παραπαίουν ακόμη από την εισροή επαναστατικού χαρακτήρα κοσμοπολίτικων και διεθνιστικών σειρήνων που θρέφουν τα αίτια πολέμου. Εκτός του ότι συχνά θέτουν σε κίνδυνο την συλλογική ελευθερία πολλών κοινωνιών, ιδιαίτερα των λιγότερο ισχυρών κρατών, προκαλούν επίσης, μεταξύ πολλών άλλων, μεγάλα ελλείμματα ορθολογισμού στην ενδοκρατική και διακρατική ζωή, ελλείμματα τάξης, ελλείμματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ελλείμματα οικονομικής αποτελεσματικότητας, υπανάπτυξη σε περιφέρειες, αβάστακτη φτώχια, θεσμική ανεπάρκεια στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και αβάστακτες ζημιές στο περιβάλλον. Κατά κύριο λόγο, τα αίτια πολέμου ροκανίζουν τον ορθολογισμό των κυρίαρχων κοινωνιών και των Πολιτειακών τους συστημάτων, διευκολύνουν τις ηγεμονικές αξιώσεις και αποδυναμώνουν τις δυνατότητες αποτελεσματικής και ορθολογικής οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής στο ενδοκρατικό και διακρατικό επίπεδο. Τα προβλήματα που δημιουργούν τα αίτια πολέμου οξύνονται ραγδαία λόγω δύο ακόμη εξαιρετικά σημαντικών αλλά λιγότερο γνωστών αλληλένδετων αιτίων:
ΗΘΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ – ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΡΑΤΟΣ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ |
3000 π.Χ. – 1648 μ.Χ. |
||
Þ |
ΥΠΑΡΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Þ
Φάση αυτοκρατορικών αξιώσεων: Διαρκής διαπάλη μεταξύ των αυτοκρατορικών αξιώσεων και των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας-πολιτικής κυριαρχίας
Ü
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ü
¯
1648 Μ.Χ. – 19Ο ΚΑΙ 20Ο ΑΙΏΝΑ: ΣΎΣΤΗΜΑ ΙΣΟΡΡΟΠΊΑΣ ΔΥΝΆΜΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΆΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΈΘΝΟΥΣ-ΚΡΆΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΏΝ ΘΕΣΜΏΝ-ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ |
|
¯
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥ ΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΛΛΟΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ-ΕΙΡΗΝΗΣ |
||
Þ |
Εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου και τήρηση της διεθνούς νομιμότητας
ÞÛ
- Άνιση ανάπτυξη σ’ όλες τις πιιθανές εκδοχές: οικονομικές, στρατιωτικές, ιδεολογικές, εδαφικές, πλουτοπαραγωγικές, τεχνολογικές, διακρατικές, διαπεριφερειακές.
- Άνιση κατανομή ισχύος σε συνδυασμό με άνιση ανάπτυξη προκαλούν ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, αξιώσεις παράνομων διεθνών αλλαγών, διλήμματα ασφαλείας, πόλεμο.
- «Κατάλοιπα» διενέξεων της φάσης του εθνικού-κρατικού γίγνεσθαι.
- Επαναστατικές αξιώσεις: Εξομοιωτικοί διεθνισμοί, κοσμοπολιτισμοί, ηγεμονισμοί που αντιβαίνουν στο οντολογικά θεμελιωμένο (στις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας) καθεστώς των διεθνών σχέσεων και που προκαλούν διακρατικό ανορθολογισμό
- Αναθεωρητικές συμπεριφορές: μη αποδοχή προσφυγής στους αρμόδιους διεθνείς θεσμούς για την ερμηνεία των Συνθηκών εάν και όταν εκατέρωθεν υπάρχει αξίωση διεθνών αλλαγών.
- Ανεξέλεγκτα διεθνικά φαινόμενα: τρομοκρατία, αναρχικές-ανατρεπτικές ιδέες, λαθρομετανάστες, εγκληματίες, ΜΚΟ, κ.ά.
Ü
Ειρήνη και σταθερότητα, αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί διακρατικής τάξης και εφαρμογή των διεθνών συμβατικών δεσμεύσεων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εσωτερική δικαιοταξία
Ü
Πηγή: Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2004) σ. 114.
Πρώτον, οι λεγόμενες διεθνείς σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου που αναπτύχθηκαν ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές δυτικές χώρες εξελίσσονται καταστροφικά. Εκτός ελάχιστων λαμπρών περιπτώσεων μερικών βιβλίων επιστημονικής μελέτης οι κατ’ όνομα ακαδημαϊκές διεθνείς σπουδές σε ανεξέλεγκτο ίσως βαθμό εξελίσσονται σε εργαλείο της διακρατικής προπαγάνδας και σε μερικές περιπτώσεις σε στυγνό μέσο σκοτεινών δυνάμεων του παρασκηνίου της διακρατικών ανταγωνισμών [Δεν πρόκειται να αναλύσω εδώ το μεγάλο αυτό ζήτημα. Εκτενής ανάλυση για το περιεχόμενο της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων βρίσκεται στην τελευταία μου μονογραφία . Τα εμπόδια ανάπτυξης της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων αυξάνονται λόγω ιδιομορφιών του διεθνούς συστήματος δημιουργούν και τεράστιο έλλειμμα στην επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων της ύστερης εποχής.
Δεύτερον και συναφές, υπάρχει πλέον μια αυτόνομη αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία πνευματικής παρακμής που θρέφεται από διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες πηγές πνευματικού και πολιτικού ανορθολογισμού:
1) Ποικίλων βαθμίδων και ποικίλων αποχρώσεων στράτευση των διεθνολόγων –που συμπεριλαμβάνει και διεθνολογούντες όλων των κλάδων του κοινωνικού επιστητού– στις ηγεμονικές αξιώσεις,
2) Πνευματική αχρήστευσή των κοινωνικών επιστημόνων λόγω παρωχημένων εξομοιωτικών ιδεολογημάτων και θεωρημάτων που μετατρέπει πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες σε δονκιχώτες ιεραπόστολους που θέλουν να υποδείξουν ή και να επιβάλουν τα δικά τους προσωπικά ιδεολογήματα πάνω στην κοινωνική βούληση [παλιό και γνωστό πρόβλημα, πηγή όλων των φασισμών των Νέων Χρόνων που κάνει κάποιους όπως ο υποφαινόμενος να αμφισβητούν την ύπαρξη κοινωνικών επιστημών. Το πρόβλημα αυτό οξύνεται ολοένα και περισσότερο].
3) Σκανδαλισμός των νεοεισερχομένων στις κοινωνικές επιστήμες που εξωθούνται έτσι σε προσαρμογή στην παρακμιακή ακαδημαϊκή τάξη πραγμάτων.
4) Δημιουργία συνδικαλιστικών ακαδημαϊκών συμφερόντων λόγω «παγίδας επένδυσης» σε καριέρες και σε μωροφιλοδοξίες.
5) Ασυλία τέτοιων παρακμιακών φαινομένων λόγω του κατά τα άλλα αναγκαίου και μη εξαιρετέου προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας.
6) Βαθύτατη άγνοια των κοινωνικών φορέων για την ενδεχομένως παρασιτική και επικίνδυνη για την κοινωνία δραστηριότητα πολλών διεθνολογούντων των διεθνών σπουδών και άλλων τομέων του κοινωνικού επιστητού.
Κυρίως, στις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες και/ή εξαρτημένα και παραπαίοντα κράτη πολλοί πλέον ελάχιστα ή καθόλου επιστημονικά καταρτισμένοι αλλά ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι διεθνολογούντες, καταντούν μάστιγα επειδή δημιουργείται ένα παράδοξο, αλλόκοτο και ανώμαλο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο: Αφενός η ακαδημαϊκή ιδιότητα και η ακαδημαϊκή ασυλία που την συνοδεύει ολοένα και περισσότερο δεν σημαίνει ασκητική και αξιολογικά ελεύθερη επιστημονική δουλειά γεγονός που σημαίνει, ουσιαστικά, ότι πολλές αξιώσεις επιστημονικής εγκυρότητας και αξιοπιστίας είναι μεταμφιέσεις πολιτικών αξιώσεων. Αφετέρου, αυτή η ανωμαλία δεν περιορίζεται στον ακαδημαϊκό χώρο (στην περιορισμένη έστω πνευματική ρύπανση φοιτητών και αναγνωστών) αλλά επεκτείνεται διττά στην κοινωνία προκαλώντας ποταμούς ανορθολογισμού. Σε πρώτη φάση πολιτικοί ακτιβιστές ελιτίστικης αν όχι αυταρχικής νοοτροπίας μπορούν πλέον κατά δεκάδες να πλημμυρίζουν επιφυλλίδες και τηλεοπτικά πάνελ όπου κορδωτοί αξιώνουν πως λόγω ακαδημαϊκής ιδιότητας ότι γράφουν και ότι λένε είναι αυθεντικό, έγκυρο, αξιόπιστο και αληθές.
Έτσι περιστέλλεται αν όχι αποθαρρύνεται η ορθολογιστική κοινωνικοπολιτική αναζήτηση της αλήθειας υπό το πρίσμα κοινωνικών ελέγχων που αφορούν τον πραγματικό συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο μιας κοινωνίας. Σε δεύτερη φάση, επειδή ακριβώς οι πολιτικές ύαινες των υπηρεσιών κυβερνήσεων φορέων ηγεμονικών αξιώσεων αντιλήφθηκαν το παράθυρο ευκαιρίας που διανοίγει γι’ αυτούς η «παγκοσμιοποίηση», ξεδιπλώθηκαν, οργανώθηκαν και ολοένα και περισσότερο απλώνουν πάνω από τις κοινωνίες τα πλοκάμια ενός τεράστιου συστήματος διανεμητικών προεκτάσεων για την ζωή, τα συμφέροντα και τις σχέσεις των υποκείμενων ειρηνόφιλων κοινωνιών. Ακόμη χειρότερα, διεθνικοί δρώντες κοινωνικοπολιτικά ανέντακτοι, και γι’ αυτό στερούμενοι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών που διαθέτουν εν τούτοις πόρους που τους επιτρέπουν να στήνουν διεθνικά οργανωτικά πλοκάμια –όπως τρομοκράτες, διεθνοαναρχικοί χρηματιστές, κακοποιά στοιχεία, ποικίλοι υπηρέτες ηγεμονικών αξιώσεων και αξιωματούχοι μυστικών υπηρεσιών που ενώνουν τα νήματα των δράσεών τους–, στήνουν ένα ολοένα μεγαλύτερο και βαθύτερο σύστημα παράκαμψης της λαϊκής κυριαρχίας που θίγει όλα τα επίπεδα, όλες τις βαθμίδες και όλες τις αποχρώσεις της κοινωνικοπολιτικής ζωής των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος. Συχνά παρατηρείται ότι προμετωπίδα τέτοιων ανορθολογικών διεθνικών συλλογικών δρώντων είναι φορείς ακαδημαϊκών τίτλων οι οποίοι εξ ορισμού λόγω της πολυάσχολης διεθνικής τους δράσης αποκλείεται να είναι ασκητικοί και έγκυροι επιστήμονες. Συναφώς και χαρακτηριστικά, δεν είναι τυχαίο ότι η πλέον συνήθης πλέον διαβρωτική πρακτική είναι να καθίσταται το πανεπιστήμιο εφαλτήριο κατάκτησης ακαδημαϊκών μεταμφιέσεων οι οποίες στην συνέχεια χρησιμεύουν για εργολαβική ενασχόληση με διεθνικές δραστηριότητες τεράστιων διανεμητικών προεκτάσεων. Έτσι, αλλόκοτα και – κοινωνικοπολιτικά και ακαδημαϊκά ανορθολογικά– μια μεγάλη πλέον και διαρκώς αυξανόμενη ομάδα προσώπων που θεωρητικά ανήκουν στο απυρόβλητο του άσυλο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας είναι στην πραγματικότητα κρίκοι ενός κοινωνικά ανέντακτου και στερούμενοι κοινωνικούς ελέγχους διεθνικού δικτύου. Διαβάζοντας ακριβώς για τις δραστηριότητες του Σόρος και των στρατιών διεθνικών παρακολουθημάτων του, ακαδημαϊκών και μη, αυτά τα φαινόμενα σίγουρα προκαλούν ρίγος σε κάθε ευαίσθητο και ορθολογικά σκεπτόμενο πολίτη μιας οποιασδήποτε κοινωνίας. [Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώστε τους ποταμούς ενδοκρατικού και διακρατικού ανορθολογισμού που πλημμύρισαν τα πολιτικά συστήματα των εμπλεκομένων κρατών όταν ένα τερατώδες διεθνικό δίκτυο που σχετίζεται άμεσα με τον Σόρος αλλά και υπηρεσίες κυβερνήσεων με ηγεμονικές αξιώσεις παρ’ ολίγο να επιβάλουν ένα φασιστοειδές καθεστώς σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην Κύπρο που θα κατέστελλε την ανθρώπινη ελευθερία τους για πάντα και που θα αποτελούσε εστία συγκρούσεων. Σημειώστε επίσης τους μικρούς εκείνους επιστημονικά ασήμαντους αλλά τηλεοπτικά «παραθυράτους» που κραύγαζαν υπέρ των συμφερόντων που ήθελαν να καταργήσουν την κυπριακή κυριαρχία και να καταστήσουν νησί παντοτινή βάση των μακάβριων ηγεμονικών αξιώσεών τους. Σημειώστε επίσης ότι το κυπριακό είναι περίπτωση που λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε, ότι δεκάδες ανάλογης σημασίας προβλήματα δημιουργούνται ή εκκολάπτονται στην ευρύτερη περιφέρειά μας και ότι κύριοι δράστες αυτών των διεθνοπολιτικών ανοσιουργημάτων είναι κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι δρώντες, μερικοί από αυτούς μάλιστα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι].
Εύλογα και αυτονόητα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι φαινόμενα όπως τα πιο πάνω αποτελούν επικίνδυνη ακαδημαϊκή, κοινωνικοπολιτική και διεθνοπολιτική ανωμαλία. Κοντολογίς, μια μεγάλη ομάδα πολιτικών κοινωνικοπολιτικά ανέντακτων ακτιβιστών που καλλιεργούν ένα ποικιλόχρωμο εξεζητημένο προπαγανδιστικό λόγο ενδύονται κίβδηλους μανδύες ακαδημαϊκής εγκυρότητας και αξιοπιστίας επηρεάζοντας δραστικά την ενδοκρατική και διακρατική ζωή. Ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι αυτές οι περισσότερο συνδικαλιστικές και λιγότερο επιστημονικές ομάδες εξελίσσονται σε ανεξέλεγκτη διακρατική μάστιγα βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων.
Αν και οι συνέπειες δυνατό να μην ωφελούν πάντοτε τις κοινωνίες των ισχυρών κρατών –και είναι προς τιμή πολλών διανοουμένων και πολιτικών στα ισχυρά κράτη ότι θίγουν αυτά τα προβλήματα– τα κύρια θύματα είναι οι κοινωνίες των λιγότερο ισχυρών κρατών. Αυτό επειδή όσον αφορά την ανάλυση της διεθνούς πολιτικής οι κρατικές υπηρεσίες των ισχυρών κρατών διαθέτουν αξιωματούχους που καθιστούν τους ακαδημαϊκούς είτε αχρείαστους είτε δεξαμενή επιλεκτικής διεθνοπολιτικής επιστράτευσής τους. Στα ισχυρά και ηγεμονικά κράτη, μου έλεγε πρόσφατα αμερικανός συνάδελφος, κανείς δεν έχει ανάγκη τους διεθνολόγους ή τους διεθνολούντες για να κατανοήσει το διεθνές σύστημα, τις λειτουργίες τους και τα προβλήματά τους. Οι πολιτικοί ηγέτες και οι υπηρεσίες των ηγεμονικών κρατών –διπλωματικές, δυνάμεις ασφαλείας, μυστικές υπηρεσίες, κατάσκοποι, πολιτικοί αναλυτές– είναι δεινοί γνώστες του διεθνούς συστήματος και επαγγελματίες που εκπληρώνουν τα ηγεμονικά συμφέροντα επιστρατεύοντας μέσα και υιοθετώντας μεθόδους που βρίσκονται σε αρμονία με τον διανεμητικό ρόλο της ισχύος, με τον εξαρτημένο χαρακτήρα των διεθνών θεσμών, με τις πραγματικότητες στις ρευστές και τρικυμισμένες περιφερειακές διενέξεις και με το αδυσώπητο γεγονός απουσίας προοπτικών μιας σταθερής διεθνούς διακυβέρνησης, καθώς επίσης και με τους κινδύνους που εμπεριέχουν οι δράσεις των διεθνικών δρώντων αλλά και οι ευκαιρίες που διανοίγονται για τα ηγεμονικά συμφέροντα από την δυνατότητα εύκολης επιστράτευσης αυτών των διεθνικών δρώντων. Όσο για τους ακαδημαϊκούς ή «ακαδημαϊκούς» των κοινωνικών επιστημών στα ηγεμονικά κράτη, προσαρμόζονται σ’ αυτές τις συγκυρίες και περιστάσεις. Βασικά, εκτός από μια μικρή ομάδα όπως στοχαστών όπως οι Morgenthau, Carr, Bull, Waltz, Gilpin et al που επιμένουν γνήσια ακαδημαϊκά-επιστημονικά, οι περισσότεροι των υπολοίπων είναι είτε αμειβόμενοι επιστρατευμένοι περιφερόμενοι «επιστημονικοί αλήτες» –με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου αλλά όχι κατ’ ανάγκη αρνητική έννοια για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα μιας και αν αναφερόμαστε στην περίπτωση των ΗΠΑ πρόκειται για κοινωνικοπολιτικά ενταγμένες ομάδες στρατευμένες στα ενίοτε καταχρηστικά έστω συμφέροντα αυτής της χώρας– που κινούνται μεταξύ πανεπιστημίων και υπουργείων παράγοντας προτάσεις πολιτικής που στοχεύουν στην εκπλήρωση ποικίλων συμφερόντων. Μεταξύ των δραστηριοτήτων τους και στο πλαίσιο της στρατηγικής μαλακής ισχύος, διοργανώνουν συζητήσεις, συνέδρια και κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα δήθεν επιστημονικές συναντήσεις όπου εκπαιδεύουν «ιθαγενείς διεθνολογούντες» ασθενών κρατών στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων (βλ. πιο κάτω).
Κοντολογίς, τα ηγεμονικά κράτη δεν έχουν ανάγκη από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες και διεθνολόγους επειδή το πεδίο καλύπτεται αποτελεσματικά από τους θεσμούς τους. Ουσιαστικά, εκ των πραγμάτων, οι περισσότεροι διεθνολογούντες ακαδημαϊκοί είναι ευθύγραμμα επιστρατευμένοι στην εκπλήρωση πολιτικών σκοπών συχνά άνομων, αθέμιτων ηγεμονικών συμφερόντων καθυπόταξης άλλων κυρίαρχων λαών και εκπλήρωσης άνομων ηγεμονικών συμφερόντων (αυτή είναι η ονομαζόμενη νεοφιλελεύθερη θεωρία διεθνών σχέσεων, με πολλούς και φανατικούς οπαδούς στην Ελλάδα). Συχνά μάλιστα χωρίς να το γνωρίζουν όπως πολλοί «κριτικοί κονστρουκτιβιστές», εκφράζουν την σύγχρονη εκδοχή των διεθνοαναρχικών ιδεολογημάτων περί ανάγκης δήθεν «αποσυναρμολόγησης» των κρατών, αποδυνάμωσης της εθνικής αντίληψης και μιας ηγεμονευμένης παγκοσμιοποιημένης ενότητας, προκαλούν μονόπλευρα αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό είναι ίσως χρήσιμο και σημαντικό να αναφερθώ στους κριτικούς κονστρουκτιβιστές, οι οποίοι είτε συνειδητά είτε ανεπίγνωστα αποτελούν την ισχυρότερη ομάδα στον χώρο των ελλήνων πανεπιστημιακών και διανοουμένων. Πρόκειται για μια συνονθυλευματική ομάδα που αν και συχνά ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένη αποτελεί ουσιαστικά μια ιδεολογικοπολιτική συνομάδωση της σύγχρονης εκδοχής του διεθνοαναρχισμού. Σκοπός τους είναι κατά βάση η αποσυναρμολόγηση και η διάσπαση όλων των κρατών. Ασφαλώς, τέτοιες επικίνδυνες για την ελευθερία των ανθρώπων απόψεις δεν ροκανίζουν-αποσυναρμολογούν το –κατά τα άλλα εθνικιστικό μέχρι σοβινισμού– αμερικανικό ή βρετανικό κράτος, αλλά τα κράτη-στόχους των διπλωματικών υπηρεσιών και των μυστικών υπηρεσιών λιγότερο ισχυρών κοινωνιών υπό το πρίσμα των στρατηγικών ανταγωνισμών [Βλ. αναλύσεις περί «μαλακής ισχύος» στο Mowat ό.π. Συναφείς είναι και η ανάλυση τριών γνωστών τριών γνωστών αμερικανών συναδέλφων: “more powerful states may be in position to alter the conceptions that the weaker actors have of their own self interests, especially when economic and military power has delegitimated ideological convictions in weaker or defeated societies. The United States, for instance, pressed for a particular vision of the international society should be ordered after World War II and renewed and reinvigorated this project after the en of the Cold War. The goal was not simply to promote a particular set of objectives, but to alter how other societies conceived of their own goals. The emphasis on what Nye has called soft power engages both realist concerns about relative capabilities and constructivism’s focus on beliefs and identity”. [Katzenstein/Keohane/Krasner , International Organization, vol. 52. 4 1998 p. 673.
Εάν προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τους «κριτικούς κονστρουκτιβιστές», των οποίων οι απόψεις, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, υιοθετούνται από την πλειοψηφία του ακαδημαϊκού και πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε πως αποσκοπούν στη διάβρωση των ιδεολογικών και άλλων δομών των εθνών-κρατών, στον εκφυλισμό της κρατικής κυριαρχίας ως έννοιας, στην απονομιμοποίηση των κανονιστικών συστημάτων και των εξουσιαστικών δομών και στην ανάδειξη μιας «παγκόσμιας κοινωνίας» εντός ενός κατακερματισμένου παγκόσμιου χώρου στο εσωτερικό του οποίου η εξουσία θα διαχέεται στο «μικροεπίπεδο». Όροι και έννοιες οι οποίες αναφέρονται στην κονστρουκτιβιστική βιβλιογραφία είναι «αποσυναρμολόγηση» «αποολοκλήρωση», «αποκέντρωση», «κατακερματισμός» κτλ. Έτσι, πιστεύουν οι ιδεολογικοί ακτιβιστές του κονστρουκτιβισμού, αλλάζει ο τρόπος σκέψης, επέρχεται ιδεολογικός μετασχηματισμός των συλλογικών οντοτήτων προς μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ταυτότητας των ατόμων ως «πολιτών του κόσμου» και μεταλλάσσεται ο τρόπος με τον οποίο άτομα και συλλογικές οντότητες «βλέπουν» αλλήλους [Δεν είναι τυχαίο ότι κύριος στόχος είναι η συγγραφή ιστορικών βιβλίων που δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη επιστημονικά κείμενα αλλά που συνάδουν με αυτούς τους διεθνοαναρχικούς πολιτικούς σκοπούς].
Είναι ευνόητο πως για τους περισσότερους κονστρουκτιβιστές αναλυτές (και οπωσδήποτε για τους «κριτικούς») η πίστη-νομιμοφροσύνη στις εθνικές πολιτικές άμυνας και ασφάλειας είναι εμπόδιο στην επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης. Ως εκ τούτου, ρητά οραματίζονται την κατάργησή των υπουργείων Άμυνας, των υπουργείων εξωτερικών, των συμμαχιών και οποιουδήποτε θεσμού σχετίζεται με την άμυνα και την ασφάλεια. Ανεξαρτήτως του πόσο είναι εφικτοί τέτοιοι στόχοι ή ποιες είναι οι επιπτώσεις επί της άμυνας-ασφάλειας ενός κράτους, με «κονστρουκτιβιστικούς» όρους ο πόλεμος και ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων, ομάδων ή κρατών είναι αξιολογικά και εκ προοιμίου αποκλειόμενοι, γεγονός που καθιστά τη στρατιωτική δύναμη και τα συναφή ζητήματα άμυνας και ασφάλειας αχρείαστα. Εξάλλου, αν και δεν προτείνεται τελικός πολιτικός προορισμός, η διαδικασία ορίζεται μάλλον επαρκώς. Όπως εξηγεί ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς κονστρουκτιβιστές, ο Robert Cox [«Labor and Hegemony: a Reply», International Organization, Winter 1980. Επίσης, Cox Robert, «Hegemony and International Relations: An Essay in Method», Millennium: Journal of International Studies, vol. 12, 1983], «η κριτική αντίληψη εστιάζεται στη διαδικασία της αλλαγής ανεξάρτητα από τον τελικό σκοπό. Εστιάζεται περισσότερο στις δυνατότητες συγκρότησης κοινωνικών κινημάτων [συλλογικής δράσης] παρά στο τι θα μπορούσαν να επιτύχουν αυτά τα κινήματα. Ουτοπικές προσδοκίες-προσμονές πιθανών να είναι ένα στοιχείο κινητοποίησης των πολιτών, αλλά τέτοιες προσδοκίες σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται. Οι συνέπειες της δράσης που αποσκοπούν στην αλλαγή είναι απρόβλεπτες». Είναι σαφές ότι αυτά τα ρεύματα σκέψης ή τουλάχιστον η τάση των «κριτικών κονστρουκτιβιστών» επιζητούν την ανάπτυξη μιας διαδικασίας συνεχούς αλλαγής των διεθνών δομών και των ιδεολογιών που τις επηρεάζουν προς την κατεύθυνση «αποκέντρωσης», «κοινοτισμού» και δήθεν ειρηνιστικών αντιλήψεων, ούτως ώστε, όπως ελπίζεται, να δημιουργηθεί μια νέα κοινωνική και πολιτική μορφολογία του διεθνούς χώρου εις βάρος της εθνικής-κρατικής δομής που πρέπει, κατ’ αυτούς να αποσυναρμολογηθεί και καταργηθεί. Προσδοκούν πως, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αποκέντρωσης και ανάπτυξης του «κοινοτισμού», η παραδοσιακή πίστη-νομιμοφροσύνη προς το έθνος-κράτος θα αντικαθίσταται σταδιακά από την «κοινοτική ηθική», ενώ το «αίσθημα ευθύνης» απέναντι στα άτομα της υπόλοιπης οικουμένης και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν θα εκτοπίζει την εθνική συνείδηση των λαών. Έτσι, όπως σημειώνει ο Ronnie Lipschutz, «ο περαιτέρω μετασχηματισμός της σχέσης μεταξύ του κράτους, του πολίτη και του συστήματος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο δεσμών νορμών που σχετίζονται με τον πολιτισμό του 20ού αιώνα, ο οποίος διαδίδεται ολοένα και περισσότερο. Αυτές είναι οι νόρμες του φιλελευθερισμού, ειδικά αυτές που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα (και το ατομικό συμφέρον), τα οποία τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν εστιακό σημείο της διεθνούς πολιτικής (…) [μετά τον ψυχρό πόλεμο και την κατάρρευση της κομουνιστικής ιδεολογίας] οι εναλλακτικές επιλογές φαίνεται ότι εκλείπουν (…) Στο επίπεδο των διεθνών δομών η αναρχία ως η κανονιστική αρχή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος [δηλαδή το σύστημα που στηρίζεται στην εθνική-κρατική κυριαρχία] εξανεμίζεται (…) και γίνεται ολοένα πιο αποδεκτός ο φιλελευθερισμός ως το παγκόσμιο “λειτουργικό σύστημα”. (…) Το “λειτουργικό σύστημα” στην παγκόσμια πολιτική –ο φιλελευθερισμός με το άτομο στον πυρήνα του– έρχεται να εκπληρώσει ρόλο παρόμοιο με το σύστημα κανόνων της Καθολικής Εκκλησίας πριν τη Βεστφαλία. (…) Η φροντίδα για ασφάλεια εκ μέρους των κρατών έγινε προβληματική όχι μόνον λόγω της καταστροφικού χαρακτήρα των όπλων νέας τεχνολογίας αλλά επίσης λόγω της “πυκνότητας” του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό, παραδόξως, προσφέρει τον πολιτικό χώρο σε μη κρατικούς δρώντες να αναπτύξουν συμμαχίες και διασυνδέσεις διαμέσου των συνόρων και σε όλη την υδρόγειο, οι οποίες, μακροπρόθεσμα, θα υπηρετήσουν τον σκοπό υπονόμευσης των “ιστορικών δομών” [δηλαδή των εθνών-κρατών] και θα επιφέρουν ορατές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική» [Lipschutz Ronnie, «Reconstructing World Politics: The Emergence of Global Civil Society», ό.π., σελ. 405,406,407,418,419].
Είναι σαφές πως, πρώτον, το μέσο δεν είναι μόνο οι ιδέες αλλά και συγκεκριμένες ενέργειες ιεραποστολικού χαρακτήρα οι οποίες σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις προωθούν μια ακραίας μορφής φιλελεύθερη ιδεολογική τάξη πραγμάτων εις βάρος του έθνους-κράτους και, δεύτερον, πως το «έθνος-κράτος» είναι ο κυριότερος ιδεολογικός αντίπαλος ο οποίος πρέπει να καταπολεμηθεί και να υπονομευθεί. Όπως ήδη σημειώθηκε, τα υπουργεία Άμυνας και οι θεσμοί ασφαλείας, ανεξάρτητα αν εξυπηρετούν αμυντικούς ή επιθετικούς σκοπούς, αποτελούν έναν από τους βασικούς στόχους έναντι των οποίων οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» τρέφουν αισθήματα που κυμαίνονται από αντιπάθεια μέχρι έκδηλη εχθρότητα που συνοδεύεται από συγκεκριμένες δράσεις υπονόμευσής τους ή και κατακερματισμού τους. [Στο πλαίσιο της θεωρίας διεθνών σχέσεων οι κριτικοί κονστρουκτιβιστές εξετάζονται σε όλες σχεδόν τις τελευταίες μου μονογραφίες. [Βλ. ιδ. το Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, παράρτημα, πληροφορίες στην διεύθυνση εδώ.
Στα λιγότερο ισχυρά κράτη οι εξ αντικειμένου ελάχιστα ακαδημαϊκού χαρακτήρα πανεπιστημιακές διεθνείς σπουδές που όλως περιέργως κυριαρχούνται από κριτικά κονστρουκτιβιστικά ιδεολογήματα –διόλου επιστημονικά, εκτός και αν με τον όρο επιστήμη θεωρούμε την ανεξέλεγκτη έκφραση πολιτικοποιημένων, ιδεολογικοποιημένων γνωμών ή την καλλιέργεια αβάσιμων θεωρημάτων στην υπηρεσία εφήμερων πολιτικών σκοπών της διακρατικής διαμάχης και/ή την πολιτική δράση κατά της συλλογικής ανθρώπινης οντολογίας– αποτελούν πλέον κύρια δύναμη αποδυνάμωσης και αποσυναρμολόγησης των κοινωνιών αυτών για να καταστούν εύκολη λεία άνομων συμφερόντων στο πλαίσιο των ηγεμονικών ανταγωνισμών που άλλοτε εξελίσσονται οροθετημένα και άλλοτε ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα. Σ’ ένα τέτοιο πολιτικοποιημένο και επιστρατευμένο σύνολο ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ατόμων που αν και κοινωνικοπολιτικά ανέντακτων –λόγω του ασύλου της ακαδημαϊκής ιδιότητας– προκαλούν εν τούτοις διανεμητικά αποτελέσματα βαθύτατων προεκτάσεων στις διακρατικές σχέσεις. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο μυστήριος διεθνοαναρχιστής Σόρος ιδρύει πανεπιστήμια και βοηθά «ιδρύματα» «προτάσεων πολιτικής» που όλως περιέργως ενισχύουν τέτοιες τάσεις στην «ανοικτή κοινωνία» των άναρχων χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων του.
Είναι υπό το πρίσμα των περισσότερο προπαγανδιστικών και λιγότερο επιστημονικών δραστηριοτήτων που πρέπει να κατανοηθούν πλέον αφενός η ελάχιστη διαφανής στράτευση ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων διεθνοαναρχικών προτάσεων πολιτικής (που συμπεριλαμβάνουν ή εξυπηρετούν και τις ηγεμονικές αξιώσεις της εκάστοτε συγκυρίας) και αφετέρου τα μεγάλα ελλείμματα δημοκρατίας, λαϊκής κυριαρχίας, πολιτικού ορθολογισμού, διακρατικού ορθολογισμού και διεθνών ρυθμίσεων. Οι ΜΚΟ, όπως θα υποστηρίξω στην συνέχεια, δυνατό να λειτουργήσουν ως θετική κοινωνική δράση αντιμετώπισης αυτών των ανωμαλιών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα ελλείμματα της ενδοκρατικής και διακρατικής κυβερνητικής δράσης δημιουργούν ελλείμματα και αναποτελεσματικότητα για την αντιμετώπιση των οποίων ομάδες πρωτοβουλίας πολιτών οργανώνονται σε ενδοκρατικούς και διεθνικούς ΜΚΟ. Δημιουργείται δηλαδή ανάγκη ανορθόδοξων διορθωτικών δράσεων από οργανωμένες ομάδες ποικίλων συμφερόντων της ενδοκρατικής και διακρατικής ζωής. Όπως θα υποστηριχθεί στην συνέχεια, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, οι ΜΚΟ θα πρέπει να αποτελούν κοινωνικά ενταγμένη δράση. Στην διεθνή ζωή χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη προσοχή επειδή δεν υπάρχει παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα ή κάποιου άλλου είδους σταθερή διεθνής διακυβέρνηση [οι διεθνείς θεσμοί είναι άλλη υπόθεση και η αναποτελεσματικότητά τους είναι μέρος των προαναφερθέντων κυβερνητικών δράσεων που προκαλεί την ανάγκη διεθνικών ΜΚΟ].
Είναι πλέον διυποκειμενικά πασίδηλο ότι τα ελλείμματα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων ρυθμίσεων ανοίγουν παράθυρα ευκαιρίας που προκαλούν τις πιο περίεργες και κοινωνικά ανεξέλεγκτες ομαδοποιήσεις. Τέτοια είναι όλα αδιαφανή και πολιτικά αλλόκοτα μείγματα 1) ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ακτιβιστών που αφήνουν την επιστήμη και επιδίδονται σε «προτάσεις πολιτικής», 2) αλητών του διεθνούς χρηματιστικού περίγυρου που στήνουν πλοκάμια-ιδρύματα σε ασθενή και παραπαίοντα κράτη, 3) μυστικών υπηρεσιών που ραδιουργούν ως συνήθως, 4) άσχετων συνοδοιπόρων που εμπλέκονται σε παγίδες επενδυμένων προσωπικών συμφερόντων, 5) προσαρμοσμένων αναρριχητών που διευκολύνονται στις μωροφιλοδοξίες τους, 6) πολιτικών προσώπων που επωφελούνται εφήμερα και συγκυριακά, 7) τραπεζιτών που εκπληρώνουν εξίσου εφήμερα συμφέροντα, 8) βιομηχάνων αναψυκτικών που ενδέχεται να δέχονται ατμοσφαιρικές πιέσεις των «μεγάλων μητροπολιτικών αδελφών τους», 9) υπαλλήλων της ΕΕ που αυτονομούνται στα περιθώρια που τους προσφέρει το έλλειμμα κοινωνικών ελέγχων που έφεραν οι υπερεθνικοί θεσμοί και 10) αθώων-αφελών ιδεαλιστών ιεραποστολικής νοοτροπίας.
Τέτοια –από κοινωνικοπολιτικής και επιστημονικής άποψης– τερατώδη μείγματα, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουν τα προαναφερθέντα προβλήματα αλλά δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα πολιτειακής οργάνωσης και τεράστια ελλείμματα διακρατικών ρυθμίσεων. Εν τούτοις σκοπός πολλών ΜΚΟ είναι η διαφανής δράση αντιμετώπισής τους. Συναφώς, σε μια από τις πιο εύστοχες επισημάνσεις που έχω διαβάσει όσον αφορά την σχέση κοινωνικοπολιτικών ελλειμμάτων και ΜΚΟ, ο Νικόλαος Χαραλαμπίδης, διευθυντής του Ελληνικού Γραφείου της Greenpeace έγραψε: «Οι ΜΚΟ λειτουργούν σε τομείς όπου οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται μη αποτελεσματικές. Συγκρινόμενες, μάλιστα, με άλλες ομάδες άσκησης πίεσης, οι ΜΚΟ είναι κατά πολύ διαφανείς και διαθέτουν σημαντικά λιγότερους πόρους [δική μου σημείωση: Μπορεί αυτό να ισχύει για την Greenpeace αλλά διαφωνώ ότι ισχύει για πολλούς άλλους ΜΚΟ που συνειδητά ή ασυνείδητα επιστρατεύονται στους διακρατικούς ανταγωνισμούς]. Ένα χαρακτηριστικό των ΜΚΟ είναι ο πλουραλισμός και η ποικιλία. Οι ΜΚΟ εμφανίζονται σε πολιτικά συστήματα όπου παρατηρούνται κενά στην διακυβέρνηση, την πολιτική ατσέντα, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και σε συστήματα που ενθαρρύνουν ή απλά επιτρέπουν την έκφραση γνώμης ή άποψης. Ο ρόλος των ΜΚΟ είναι να εντοπίσουν τις περιοχές (θεματικές και γεωγραφικές) που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή». Επειδή οι ομάδες πίεσης, όπως οι ΜΚΟ, συχνά εστιάζουν εκεί όπου οι κυβερνήσεις είναι αδύναμες, το έργο που επιτελούν είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Κατά κάποιο τρόπο εστιάζουν εκεί όπου οι κυβερνήσεις είναι αδύναμες, το έργο που επιτελούν είναι ιδιαίτερα σημαντικό» («ΜΚΟ και βιώσιμη Ανάπτυξη, από την θεωρία στη πράξη», στο Τσάλτας/Κατσιμπάρδης, επιμ., Αειφορία και περιβάλλον Εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 2004, σ. 422). Όντως, δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει με τον διευθυντή της Greenpeace στην Ελλάδα ότι για ποικίλους λόγους –τους οποίους όμως στο συγκεκριμένο δοκίμιο δεν κατονομάζει– τα κράτη και η διακρατική ζωή λειτουργούν ελλειμματικά και ανορθολογικά. Εξ αυτού, συνάγεται λογικά ότι η οργάνωση των πολιτών ενδοκρατικά και διακρατικά είναι αναμενόμενη και φυσιολογική και λογικά οι ΜΚΟ θα έπαυαν να έχουν λόγο υπάρξεως αν διορθώνονταν αυτές οι ανωμαλίες της ενδοκρατικής και διακρατικής κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης των ανθρώπων.
Για να το θέσω διαφορετικά οι ΜΚΟ θα ήταν αχρείαστοι αν υπήρχε πληρότητα κοινωνικής οργάνωσης και πολιτειακών ρυθμίσεων, επαρκείς κοινωνικοί έλεγχοι, αναπτυγμένη δημοκρατία, ενδυναμωμένοι λαϊκή κυριαρχία, ορθολογικά σκεπτόμενοι πολίτες αφοσιωμένοι στην Πολιτεία τους, αποτελεσματικοί θεσμοί ελέγχου των διακρατικών υπονομεύσεων και αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί ισόρροπης συνεργασίας. Για παράδειγμα, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων θεωρώ την ΜΚΟ οργάνωση σύνταξης της «Έκθεσης Εμπειρογνωμόνων για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού στην οποία και εγώ συμμετείχα, ως αχρείαστη αν είχαν λειτουργήσει ορθολογιστικά οι αρμόδιοι φορείς. α) Αν δηλαδή προσδιόριζαν έγκαιρα ήδη από το 2000-2003 την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα οι νομικές υπηρεσίες των ενδιαφερομένων κρατών, β) αν εκπλήρωναν το επιστημονικό τους καθήκον οι ακαδημαϊκές κοινότητες και γ) αν οι υπάλληλοι των αρμόδιων διεθνών θεσμών συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και του ΟΗΕ δεν μετατρέπονταν σε θλιβερά παρακολουθήματα των διεθνοφασιστικών αξιώσεων για κατάργηση ενός κυρίαρχου κράτους και παντοτινή υποδούλωση μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Το κεντρικό λοιπόν ζήτημα που τίθεται –και που αφορά ζωτικά την ύστερη συζήτηση για την νομοθετική ρύθμιση περί τους ΜΚΟ– είναι κατά πόσον η ύπαρξη και δράση των ΜΚΟ ενισχύει αυτά τα ελλείμματα και τις κοινωνικές ανωμαλίες ή κατά πόσον τα αποδυναμώνει εισάγοντας κοινωνικοπολιτικό ορθολογισμό. Για να συμβεί το τελευταίο, αναμφίβολα, απαιτείται κάθε ΜΚΟ να ενταχθεί απολύτως στο σύστημα κοινωνικοπολιτικών ελέγχων, άσκησης λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών. Αυτό σημαίνει, όπως ήδη συμβαίνει σε μερικά αναπτυγμένα κράτη με οικολογικές και άλλες οργανώσεις, ακόμη και να θέτουν την άποψή τους υπό την αίρεση της λαϊκής κυριαρχίας υπό συνθήκες απολύτως διαφανών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων. Στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων που κατά κύριο λόγο αφορά τον γράφοντα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για το τι συμβαίνει και πιστεύω πως όλοι οι καλοπροαίρετοι και ορθολογιστές διεθνικοί ακτιβιστές θα πρέπει να τοποθετηθούν απόλυτα: Η εκμετάλλευση των παγκοσμιοποιημένων διεθνών σχέσεων με τρόπο που ζημιώνει το κράτος δικαίου, την λαϊκή κυριαρχία και την δημοκρατία λιγότερο ισχυρών κρατών από ποικιλόχρωμα συμφέροντα μεταμφιεσμένα και ενσαρκωμένα σε ΜΚΟ, αποτελεί πολιτικά και επιστημονικά εγκληματική δραστηριότητα και στις μέρες μας σημαντικό αίτιο πολέμου. Κανένα αξιοπρεπές και τίμιο άτομο δεν πρέπει να δέχεται να γίνεται είτε μέλος είτε παρακολούθημα τέτοιων ανώμαλων μεταμφιέσεων. Συνολικά, όποιος και να είναι ο μεταμφιεσμένος σε ΜΚΟ φορέας, μόνο συμπτωματικά μπορεί να είναι αβλαβής εάν και όταν διαφεύγει επαρκών κοινωνικών ελέγχων.
Προστίθεται ότι όσοι διεθνικοί ΜΚΟ θέλουν καλόπιστα να ωφελήσουν τον κόσμο θα πρέπει να ζητούν επισταμένως και ανένδοτα ισχυρούς ελέγχους της δράσης τους, διπλές και τριπλές κανονιστικές ρυθμίσεις διαφάνειας και κυρίως θεσμοθέτηση ασφαλιστικών δικλείδων πως δεν θα επιστρατευτούν σε διεθνοναρχικούς χρηματιστές, ή τρομοκράτες ή μυστικές υπηρεσίες. Δικλείδες επίσης πως δεν θα τους καθιστούν εργαλεία ανελεύθερων αξιώσεων που άμεσα ή άμεσα παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τις υπάρχουσες κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες ρυθμίσεις που ενισχύουν την ορθολογική λειτουργία των πολιτειακών θεσμών και των διεθνών θεσμών [Ασφαλώς, κοινωνικά ενταγμένες δράσεις συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, επιστημονικών συνάξεων, προσβάσεων στα μέσα επικοινωνίας κτλ, δεν επηρεάζονται. Θα μπορούσαν ακόμη και να κατοχυρωθούν ενδοκρατικά και διακρατικά ή και να ενισχυθούν με νέες κανονιστικές ρυθμίσεις. Νέες ρυθμίσεις, βεβαίως, που θα προστατεύουν τους ΜΚΟ και όλους τους υπόλοιπους από αδιαφανείς και αντικοινωνικές δραστηριότητες. Σε όλους τους ενδιαφερόμενους για την ύπαρξη και λειτουργία των ΜΚΟ θα συνιστούσα μελέτη δύο εξαιρετικών περιπτώσεων που επιτρέπουν ενδελεχή διερεύνηση όλων των πτυχών. Πρόκειται για τις δραστηριότητες του διεθνοχρηματιστών Σόρος και των διεθνικών παρακολουθημάτων του και τα γεγονότα πριν και μετά το σχέδιο Αναν (μερικές πτυχές αυτών των δύο ζητημάτων, εξάλλου, σχετίζονται).
Αν και οι ΜΚΟ ως διεθνικό φαινόμενο βρίσκονταν πάντοτε στο επίκεντρο των θεωρητικών μου αναζητήσεων για τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος, η παρούσα παρέμβασή μου πυροδοτήθηκε από συζητήσεις με κυβερνητικούς υπεύθυνους για τους ΜΚΟ και με στελέχη των ΜΚΟ. Τα σημειώματα που ακολουθούν, εστιασμένα κυρίως στην διεθνή διάσταση των ΜΚΟ, θα αυξάνονται ανάλογα με την εξέλιξη της συζήτησης αλλά και των περιορισμών χρόνου λόγω άλλων υποχρεώσεων. Σίγουρα τα παρόντα σημειώματα θα οδηγήσουν σε αυτοτελή δημοσίευση. Το σημείωμα που ακολουθεί υπό μορφή επιστολής δεν αναφέρει τον αποδέκτη επειδή δεν υπήρξε σχετική συνεννόηση.
(γράφτηκε τον Ιούλιο 2005 και συμπληρώθηκε τον Μάρτιο-Απρίλιο 2006)
Π.Ήφ.