Λουκής Λουκαϊδης: Η επιδίωξη ευρωπαϊκής λύσης για το κυπριακό. Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005.

Λουκής Λουκαίδης*:

Η επιδίωξη ευρωπαϊκής Λύσης για την Κύπρο, Το Παρόν (ένθετο) 30.1.2005

* Δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τα στοιχεία της λύσης

Με τον κυπριακό λαό αδέσμευτο από σχέδια τύπου Ανάν και την Κύπρο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η επιδίωξη του Ελληνισμού θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση μιας λύσης του Κυπριακού που να συνάδει με τις αρχές και τις αξίες που επικρατούν στην ΕΕ ως θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν την κρατική λειτουργία των μελών της. Οι κανόνες αυτοί βρίσκονται στις πρόνοιες της Συνθήκης της ΕΕ όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα και στο κοινοτικό κεκτημένο και αναφέρονται στους εξής τομείς: α) Ελευθερία, β) Δημοκρατία, γ) Ανθρώπινα Δικαιώματα και δ) Κράτος Δικαίου (Rule of Law).

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου δεν χρειάζεται λεπτομερής ανάλυση όλων των στοιχείων που συνθέτουν τους τομείς αυτούς. Αρκεί πιστεύω μια αναφορά στις βασικές αρχές που έχουν ιδιαίτερη σχέση με το κυπριακό πρόβλημα.

Η Ελευθερία αποκλείει στρατούς κατοχής, καταπιέσεις από άλλες χώρες και επιβάλλει ελεύθερη επιλογή της λύσης από τον κυπριακό λαό.

Η Δημοκρατία συνεπάγεται ως γνωστόν την αρχή της πλειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία του κράτους προέρχεται από την ψήφο της πλειοψηφίας των νομίμων πολιτών της χώρας, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή. Άλλωστε οι φυλετικές διακρίσεις απαγορεύονται σε ένα ευρωπαϊκό κράτος και λόγω των αρχών του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έννοια λοιπόν της δημοκρατίας εφαρμοζόμενη στα κυπριακά δεδομένα σημαίνει ότι δεν μπορούν να υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ή άλλων εθνικών κοινοτήτων και ότι όλοι οι νόμιμοι πολίτες του κυπριακού κράτους ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή ανήκουν σε ένα και το αυτό εκλογικό σώμα, το οποίο εκλέγει τους αντιπροσώπους του στις πιο πάνω κρατικές εξουσίες. Οι αντιπρόσωποι αυτοί πρέπει να προέρχονται από το ίδιο εκλογικό σώμα. Οι νόμιμοι δε πολίτες δεν μπορούν να περιλαμβάνουν οπωσδήποτε έποικους, η παρουσία των οποίων στην Κύπρο είναι αποτέλεσμα εγκλήματος πολέμου που απαγορεύεται από το διεθνές δίκαιο, το οποίο αποτελεί μέρος των αναγκαστικών κανόνων που ισχύουν στα ευρωπαϊκά κράτη (και διεθνώς), διότι αυτό επιβάλλουν οι αρχές του κράτους δικαίου.

Όσο αφορά τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αυτά αποτελούν τον απαραίτητο κώδικα συμπεριφοράς των κρατών-μελών της ΕΕ σε σημείο που η ΕΕ, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, δικαιούται να προβεί σε κυρώσεις εις βάρος των μελών της αν διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρών παραβιάσεων. Πέραν των οικονομικών δικαιωμάτων, όπως είναι π.χ. το δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης αγαθών και εργασίας και ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων που προέρχονται από το κοινοτικό κεκτημένο αποτελεί καθιερωμένη αρχή της ΕΕ ότι τα κράτη-μέλη της πρέπει να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που έτσι και αλλιώς δεσμεύει τα κράτη αυτά ως συμβαλλόμενα μέρη. Η σύμβαση αυτή δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις, εκτός εν καιρώ πολέμου ή άλλης έκτακτης κατάστασης που απειλεί τη ζωή του έθνους και μόνο όσο είναι απαραίτητο για τις ανάγκες των καταστάσεων αυτών. Για παραβιάσεις της σύμβασης το κράτος είναι υπόλογο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ). Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στη σύμβαση περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης, ιδιοκτησίας, κατοικίας, θρησκευτικής ελευθερίας και εκδήλωσης αυτής, ίσης μεταχείρισης άσχετα από εθνική προέλευση, απαγόρευση φυλετικών διακρίσεων κ.ά. Είναι γι’ αυτό που στο Σχέδιο Ανάν περιέχεται πρόνοια (Άρθρο 48) σύμφωνα με την οποία στα πρώτα δύο χρόνια εφαρμογής του σχεδίου, οποιοδήποτε από τα «συνιστώντα» κράτη (ελληνοκυπριακό ή τουρκοκυπριακό) θα είχε το δικαίωμα να ζητήσει την καταγγελία της σύμβασης αυτής και άλλων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα λόγω αντίθεσης του σχεδίου με αυτές. Έτσι η τουρκική πλευρά θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για την εφαρμογή των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προβλέπει το σχέδιο.

Στα ανθρώπινα δικαιώματα που προβλέπει η εν λόγω σύμβαση θα πρέπει να προστεθούν και τα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το διεθνές δίκαιο του οποίου όπως ανάφερα προηγουμένως ο σεβασμός επιβάλλεται ως μέρος της έννοιας του κράτους δικαίου.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα εφαρμοζόμενα στα δεδομένα του κυπριακού προβλήματος συνεπάγονται α) την επιστροφή όλων των προσφύγων στις κατοικίες τους, β) την απόδοση στους Κυπρίους των περιουσιών που τους στέρησε η τουρκική κατοχή και την αποζημίωσή τους για τη στέρηση αυτή, γ) το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης όλων των Κυπρίων σε οποιοδήποτε μέρος της κυπριακής επικράτειας, δ) το δικαίωμα κάθε κύπριου πολίτη να εκλέγει και να εκλέγεται στα εκλέξιμα πολιτικά αξιώματα και να έχει πρόσβαση με ίσους όρους στη δημόσια υπηρεσία της χώρας του, ε) την απαγόρευση οποιωνδήποτε δυσμενών διακρίσεων με οποιαδήποτε μορφή με βάση την κοινότητα στην οποία ανήκει ο οποιοσδήποτε Κύπριος.

Η έννοια του κράτους δικαίου έχει ερμηνευθεί και επεκταθεί έτσι που να καλύπτει όχι μόνο την υποχρέωση όπως κάθε κρατική εξουσία ασκείται βάσει νόμου και μέσα στα πλαίσια αυτού, αλλά γενικότερα την υποχρέωση εφαρμογής της ευρύτερης έννοιας της δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης σε μια δημοκρατική κοινωνία, της απαγόρευσης κάθε είδους αυθαιρεσίας και της ανάγκης συμμόρφωσης προς τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτά εφαρμοζόμενα πάλι στα δεδομένα της Κύπρου σημαίνουν κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του κυπριακού κράτους, απαγόρευση επέμβασης στις εσωτερικές του υποθέσεις από άλλα κράτη είτε με τη μορφή της δυνατότητας στρατιωτικής επέμβασης ή αλλιώς, απαγόρευση άδικων ή αδικαιολογήτων διακρίσεων ή προνομίων και επικράτηση της αρχής της ισονομίας και ισοπολιτείας για όλους τους πολίτες αδιακρίτως.

Αποκλεισμός οποιουδήποτε διαχωρισμού

Τα πιο πάνω αποτελούν τον πυρήνα των κανόνων δικαίου που διέπουν τη λειτουργία των κρατών της ΕΕ και γι’ αυτό πρέπει να θεωρούνται ως ο βασικός αδιαπραγμάτευτος κώδικας αρχών που θα διέπει τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Έτσι αποκλείεται ο διαχωρισμός της Κύπρου σε επιμέρους αυτόνομες περιφέρειες με βάση φυλετικά κριτήρια και η διακυβέρνηση της Κύπρου με διαμοιρασμό των πολιτικών αξιωμάτων με τα ίδια κριτήρια. Άρα αποκλείεται η διζωνική και η δικοινοτική γεωγραφική ή άλλη διευθέτηση που έχει δυστυχώς εμπεδωθεί στην πολιτική αντιμετώπιση του κυπριακού προβλήματος. Παράλληλα επιβάλλεται το δημοκρατικό πολίτευμα, που αποκλείει ματαίωση των αποφάσεων της πλειοψηφίας με βάση αντιδημοκρατικά προνόμια οποιασδήποτε κοινότητας. Στα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη δεν επιτρέπεται ο διαχωρισμός της δομής, της διοίκησης ή των εξουσιών του κράτους και της άσκησής τους με βάση φυλετικά κριτήρια.

Η προτεινόμενη λύση ικανοποιεί οπωσδήποτε και τα συμφέροντα του τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Όχι βέβαια εκείνα τα οποία δημιουργεί η διαμελιστική πολιτική της Τουρκίας, αλλά τα πραγματικά συμφέροντα ισονομίας και ισοπολιτείας που θα διασφαλίζονται και από τα δικαστικά όργανα της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης και όχι από έναν αυθαίρετο τουρκικό στρατό κατοχής που στερεί την ελευθερία των Τουρκοκυπρίων τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Η ευρωπαϊκή λύση είναι εφικτή;

Βέβαια γεννάται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια τέτοια λύση, η οποία είναι μεν η πιο δίκαιη και ιδανική, αλλά προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια, όπως είναι η τουρκική κατοχή και γενικά η δύναμη της Τουρκίας και των χωρών εκείνων που υποστηρίζουν τις τουρκικές επιδιώξεις; Μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι και αυτός ο οργανισμός του ΟΗΕ και η ΕΕ πρότειναν και ενθάρρυναν λύσεις σαν εκείνη του Σχεδίου Ανάν, που είναι εντελώς ασυμβίβαστες με την προτεινόμενη «ευρωπαϊκή λύση». Θα υπάρξει βεβαίως και το επιχείρημα ότι η λύση αυτή είναι ασυμβίβαστη και με τη λύση της Ζυρίχης που ισχύει σήμερα σύμφωνα με το κυπριακό σύνταγμα και που πολλοί θα υιοθετούσαν με ιδιαίτερη ανακούφιση.

Τα ερωτήματα αυτά είναι βέβαια λογικά, έχοντας μάλιστα υπόψη την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία περίπου πενήντα χρόνια. Δηλαδή από τότε που πρόβαλε και επεδίωξε τον διαμελισμό της Κύπρου η αγγλική κυβέρνηση και στη συνέχεια η Τουρκία.

Ο στόχος αυτός επετεύχθη de facto και η Κύπρος συνεχίζει να βρίσκεται σε κατάσταση ημικατοχής.

Η πολιτική ηγεσία των Ελληνοκυπρίων αισθάνεται δεσμευμένη από τις πολιτικές παραχωρήσεις στις οποίες προέβη στο παρελθόν. Συγχρόνως, λόγω της πίεσης της Τουρκίας και των άλλων συνεργούντων με αυτήν κρατών, αλλά και της αντίστοιχης έλλειψης δυνατότητας τόσο της Ελλάδας όσο και της Κύπρου να αντισταθούν, η πολιτική ηγεσία αισθάνεται αδύναμη να επιδιώξει αναθεώρηση των θέσεών μας για λύση του κυπριακού προβλήματος. Όμως υπήρξαν στο μεταξύ σοβαρές εξελίξεις που μπορούν να αξιοποιηθούν για την προώθηση μιας «ευρωπαϊκής λύσης». Πρώτη και καλύτερη βέβαια είναι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία μάλιστα οδεύει στην υιοθέτηση ενός συντάγματος που ευνοεί τη λύση αυτή.

Υπάρχει η διαδικασία του ΕΔΑΔ, το οποίο έχει στο μεταξύ εξελιχθεί σε δικαστήριο με υποχρεωτική δικαιοδοσία για όλες τις χώρες-μέλη περιλαμβανομένης και της Τουρκίας. Υπενθυμίζω και την απόφαση του ΕΔΑΔ στη διακρατική προσφυγή η οποία είναι νομικά δεσμευτική για την Τουρκία και η οποία επιβάλλει μια λύση ευρωπαϊκή σε ένα ουσιαστικό μέρος του κυπριακού προβλήματος.

Προϋποθέσεις επιτυχίας

Οι εξελίξεις αυτές δικαιολογούν και επιβάλλουν αναθεώρηση της πολιτικής μας με στόχο τη διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος με βάση τους πιο πάνω κανόνες. Η επιτυχία αυτής της πορείας προϋποθέτει βέβαια μια νέα νοοτροπία και έναν ανένδοτο αγώνα διαφώτισης της Ευρώπης για το κυπριακό πρόβλημα. Μάλιστα θα πρέπει να προβάλουμε και ένα σχέδιο διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος με βάση τις αρχές και τις αξίες της Ευρώπης, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, προκαλώντας την αντίδραση των ευρωπαϊκών χωρών, διότι είναι δύσκολο να φανταστεί ένας την απόρριψη από τις χώρες αυτές μιας προτεινόμενης λύσης που θα στηρίζεται στα θεμέλια της ΕΕ. Για να επιτευχθεί η «ευρωπαϊκή λύση» χρειάζονται και τα εξής: Η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση μεταξύ των κυπριακών και ελλαδικών πολιτικών δυνάμεων ως προς τον στόχο και η στήριξη από τον κυπριακό λαό. Τη στήριξη αυτή η πλειοψηφία του κυπριακού λαού την έδωσε σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν το οποίο απέρριψε ως σύνολο. Για να υπάρξει όμως η συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων χρειάζεται ακόμα πολύς και κοπιώδης δρόμος. Πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια να πεισθούν οι πολιτικές ηγεσίες να μη βλέπουν πίσω σε αναχρονιστικές λύσεις και εφιαλτικά σχέδια. Σε μια εποχή που η Ευρώπη προχωρεί μπροστά, ανασυντάσσεται και επιδιώκει να υπαχθεί σε ένα σύνταγμα που να κατοχυρώνει με κάθε λεπτομέρεια όλες τις προοδευτικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας, είναι αδιανόητο σε ένα κράτος-μέλος όπως η Κύπρος να επιβάλλεται ένα καθεστώς ρατσισμού, σφετερισμού και λεηλασίας για να ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες ενός κατάλοιπου της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αντί να υλοποιούνται οι στόχοι της ΕΕ στην οποία επιδιώκει να ενταχθεί και η Τουρκία.

Αρέσει σε %d bloggers: