Οκτώβριος 2013. Μερικές επισημάνσεις για την ιστορία και την ιστορική ανεκδοτολογία

Οκτώβριος 2013 Μερικές επισημάνσεις για την ιστορία και την ιστορική ανεκδοτολογία

Το κείμενο που ακολουθεί δεν αποτελεί επιστημονική πραγματεία αλλά παράθεση κάποιων απόψεων και πληροφοριών. Η επιστημονική έρευνα διεξάγεται σε άλλο πλαίσιο και ως είθισται είναι πολυετής και δημοσιεύεται όταν ωριμάσει η έρευνα, ο συνδυασμός των στοιχείων, η ένταξή τους στο ευρύτερο στρατηγικό και εθνικό πλαίσιο των εμπλεκομένων και η διασταύρωσή τους με άλλες δευτερογενείς μελέτες.
Η συγγραφή του παρόντος σημειώματος αποφασίστηκε μετά από διαδικτυακές συζητήσεις και τις όχι κατ’ ανάγκη συνδεδεμένες με αυτές έναρξη πριν λίγους μήνες μιας πιο συστηματικής προκαταρτικής εξέτασης της περιόδου 1945-74. Η έρευνα αυτή, βέβαια, πήρε τον δρόμο της και θα ολοκληρωθεί όταν εξεταστούν όλα τα κριτήρια και παράγοντες και όλα τα συμπλεκόμενα επίπεδα. Ως είθισται στην καλή ιστορική έρευνα, βέβαια, ιστορικά άλματα, προφητείες του παρελθόντος, δίκες προθέσεων ιστορικών προσώπων και άλλες τέτοιες ιστοριογραφικές φάρσες, αποκλείονται. Κρίνοντας διεθνολογικά τα ιστορικά γεγονότα μόνο εναλλακτικές εκτιμήσεις υψηλού ρίσκου μπορείς να κάνεις. Τα υπόλοιπα είναι ιστοριογραφικές τσαρλατανιές και προσωπικές γνώμες αγνώστων κινήτρων.
Τυγχάνει τέλη του 2012 αρχές του 2013 εκεί που γινόταν ανταλλαγή απόψεων για τις πολιτικές προϋποθέσεις των υποψηφίων και ιδιαίτερα την σχέση τους με το σχέδιο Αναν (παλαιό και επερχόμενο), οι συντρέχουσες πολιτικές εξελίξεις συνδέθηκαν με το σχέδιο Άτσεσον, τους δεξιούς και αριστερούς των δεκαετιών 1960 και 1970, την διαδρομή των ιδεολογικό-κομματικών συγκρούσεων σε Ελλάδα και Κύπρο έκτοτε, την σχέση ηρώων του αγώνα της ΕΟΚΑ όπως ο Αυξεντίου με αμετανόητους «ανανικούς» υποψηφίους και το μέλλον του ελληνισμού της Κύπρου ο οποίος, κατά μια άποψη, δεν του αξίζει ελευθερία όπως όλων των άλλων ή ότι θα την βρει μέσα στην σαπουνόφουσκα της «μεταεθνικής εποχής». Τέτοιες περίεργες ιδέες είχε γράψει το 2003 ο Στέλιος Ράμφος αλλά συχνά τις επαναλαμβάνουν και άλλοι. Ιδιαίτερα όσοι θέλουν με το να εισέλθουν σε ένα κενό πνευματικού αέρα και αλματωδών ιστοριογραφικών ανεκδότων, να δικαιολογήσουν το σχέδιο Αναν παλαιό και επερχόμενο. Επιλέγουμε λοιπόν ανανικούς πολιτικούς επειδή αυτοί θα μας οδηγήσουν ειρηνικά και εξ ανάγκης στον αιώνιο υποβιβασμό μας στις κατώτερες πολιτικές ιεραρχίες (των υποδούλων και υποτελών, αν κανείς μπορεί να τις ονομάσει «πολιτικές»).
Έτσι, στον ελληνικό πολιτικοστοχαστικό χώρο όπου η λέξη «αλαλούμ» και «χαβαλές» αποτυπώνει με τον ποιο γλαφυρό αλλά αληθινό τρόπο τις χαμηλές ποιοτικές βαθμίδες των συζητήσεων μέσα στην δημόσια σφαίρα, ούτε λίγο ούτε πολύ κάποιοι αναφέρονται στο σχέδιο Άτσεσον ως «χαμένη ευκαιρία» «ατόφιας ένωσης» της Κύπρου με την Ελλάδα το 1964. Το εκπληκτικό όμως δεν είναι αυτές οι προφητείες του παρελθόντος οι οποίες υποδηλώνουν πνευματική παρακμή και οι οποίες μπορεί να εκδηλωθούν και στις «καλύτερες (πολιτειακές) οικογένειες» όταν αυτές παρακμάσουν και υποδουλωθούν.
Το εκπληκτικό είναι οι γραμμικές ιστορικές ερμηνείες που καταλήγουν με τέτοιο ασυνάρτητο τρόπο σε τόσο αλματώδη συμπεράσματα δεν υπόκεινται σε ελέγχους και εξισορροπήσεις. Δεν εννοώ τους επιστήμονες γιατί αυτοί δεν συνομιλούν με παραγωγούς ιστοριογραφικών τσαρλατανιών. Εννοώ το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον στο οποίο ακόμη βρίσκονται άτομα που ξέρουν πολύ καλά την αλήθεια και από πρώτο χέρι για τα γεγονότα 1955-1974. Βρίσκονται βέβαια και πολλοί πολιτικά βεβαρημένοι με συμμετοχές σε ενέργειες κατά του κράτους και με αποκορύφωση τέτοιων στάσεων την υποστήριξη του σχεδίου Αναν πολλές δεκαετίες μετά. Το εάν κανείς ήταν οπαδός των δύο πόλων, του Μακαρίου και του Γρίβα, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η δικαιολόγηση των προσωπικών ενοχών και συνδρόμων μετατρέπεται σε ιστορική ανεκδοτολογία που ξεγελά όσους δεν ξέρουν το κυπριακό και ρυπαίνουν εμφυλιακά τις συζητήσεις μέσα στον δημόσιο χώρο.
Μοιάζει σαν και το και κοινωνικοπολιτικό και πολιτικοστοχαστικό περιβάλλον της Ελλάδας και της Κύπρου να είναι ανύπαρκτο ή παντελώς ροκανισμένο. Σίγουρα, εισήλθαμε πλέον σ’ ένα απελπιστικά ανιστόρητο και πολιτικά άκρως επικίνδυνο τέλμα αφελειών και ασυναρτησιών. Με ολίγη φαντασία, κάποιο αποσπασματικά παρατιθέμενο έγγραφο που ερμηνεύεται κατά βούληση, με ολίγα άλματα συλλογισμών, με δίκη προθέσεων ιστορικών προσώπων ή και ολόκληρων πληθυσμών και με πολωτική δεξιοαριστερή προδιάθεση, καταλήγει στο ιδεολόγημα των «χαμένων ευκαιριών» που μπορεί να δικαιολογήσει ακόμη και την σκλαβιά.
Σίγουρα, πάντως, σε αποκλεισμό πολιτικών προσώπων που υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία και στην θεοποίηση πολιτικών προσώπων που προγραμματικά δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να συζητήσουν την κατάργηση του κράτους.
Μετά τις πρώτες και λίγο πολύ αμυντικές αντιδράσεις του υποφαινόμενου με κείμενα στο διαδίκτυο τα κυριότερα είναι αναρτημένα πιο κάτω (Ελλάδα και Κύπρος σε συμπληγάδες) –υπάρχουν και άλλα κείμενα σε ιδιωτικές λίστες διαδικτυακής συζήτησης που για ευνόητους δεοντολογικούς λόγους δεν αναρτώ–, οι πληροφορίες άρχισαν να εισρέουν ορμητικά. Φίλοι από όλο τον κόσμο άρχισαν να μου αποστέλλουν φωτοτυπίες από βιβλία, τεράστια αρχεία τα οποία περιείχαν εκατοντάδες δημοσιοποιημένα έγγραφα της αμερικανικής και βρετανικής κυβέρνησης, εκθέσεις διπλωματικών αντιπροσώπων, συζητήσεις στο επιτελείο του αμερικανού προέδρου, συνδέσμους σε αποδεσμευμένο αρχειακό υλικό και πολλά άλλα που αριθμούν ήδη χιλιάδες σελίδες. Μερικά περιέχουν αξιολογήσιμες πληροφορίες, άλλα είναι κείμενα ρουτίνας που θα πρέπει να ειδωθούν σε συνάρτηση με άλλα σημαντικότερα και κάποια άλλα είναι «παλιοχάρτια», όπως λέμε όσοι συχνά βρεθήκαμε μπροστά σε όγκους πηγών αγωνιζόμαστε να τα αξιολογήσουμε και ιεραρχήσουμε παραμερίζοντας τα περισσότερα ως άχρηστα ή αποπροσανατολιστικά.

Κατ’ αρχάς και με δεδομένο ότι υπήρξαν ήδη τοποθετήσεις πριν διατρέξω πολλές από αυτές τις πληροφορίες, υπάρχει μια ανακούφιση καθότι ως «πολιτικός επιστήμονας» ο οποίος συχνά ανθρώπινα εξοργισμένος παρεμβαίνει για να πει τα αυτονόητα, διυποκειμενικά και πασίδηλα, φαίνεται να μην έχω πέσει έξω στις πρώτες μου εκτιμήσεις για την δεκαετία του 1960. Στην βάση στοιχειωδών γνώσεων –και κυρίως στο πεδίο της στρατηγικής ανάλυσης– οι πρώτες εκτιμήσεις που έγιναν και που βρίσκονται αναρτημένες κινούνται εντός λογικών και σωστών επιστημολογικών και επιστημονικών ορίων.
Κατά δεύτερον, μια γρήγορη η ανάγνωση μερικών κειμένων που κατέφθασαν βεβαιώνει την εκτίμηση ότι η περίοδος 1960-1964 ήταν ένα επεισόδιο της νεότερης ελληνικής ιστορίας το οποίο επειδή συνέβηκε σε μια κομβική στιγμή ενδέχεται ενταγμένο υπό ευρύτερο πρίσμα να είναι διδακτικό. Επαληθεύεται, επίσης, ότι το κυπριακό αποτελεί την σημαντικότερη αχίλλειο πτέρνα του νεοελληνικού κράτους στην μεταπολεμική και μεταψυχροπολεμική εποχή. Πιο σημαντικό, για ένα οποιοδήποτε πολιτικό επιστήμονα του διεθνούς συστήματος καθίσταται ακαριαία ολοφάνερο ότι στην στρατηγική των εμπλεκομένων με τις ελληνικές διεθνείς σχέσεις και ιδιαίτερα των μεγάλων δυνάμεων και της Τουρκίας υπάρχει μακροχρόνιος στρατηγικός σχεδιασμός γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής υφής που αφορά ευθέως μια αλυσίδα από αλληλένδετα ζητήματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Ζητήματα που βλέπει κανείς να ξεδιπλώνονται μέσα από αρχειακό υλικό που ήδη κατέφθασε, άλλο που αναμένεται και πολύ περισσότερο που δεν έχει ακόμη αποδεσμευτεί αλλά ερευνητές έχουν ήδη πολλά στοιχεία. Ορίστε, μεταξύ άλλων, μερικά ζητήματα που φωτίζονται με αρχειακό υλικό που ήδη διαθέτουμε και με άλλες αξιόπιστες πληροφορίες που έχουμε ή αναμένουμε:
· Εμφύλιος πόλεμος, τριμερής Διάσκεψη και εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας 1955-59.
· Βασικές ιδιότητες του εξαρτημένου μετά-εμφυλιακού ελληνικού κράτους, εσωτερικές διαιρέσεις, εσωτερικές αδυναμίες, πλαίσιο συνηγορίας με το εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των κυπρίων, στάσεις, αποφάσεις και συμπεριφορές.
· Κωνσταντινούπολη 1955 υπό το πρίσμα τουρκικών στρατηγικών σχεδιασμών.
· Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των κυπρίων και τα κύρια χαρακτηριστικά του.
· Ζυρίχη 1959-60 και ο τρόπος που επιβλήθηκε, οι δρώντες και οι αιτιολογήσεις τους.
· Το πολιτικό σκηνικό και οι εναλλακτικές επιλογές των δρώντων μερικά χρόνια μετά επιβολή της συμφωνίας της Ζυρίχης από το Λονδίνο και την Αθήνα.
· Η εμφυλιακή, μετά-εμφυλιακή, διδακτορική και μετά-διδακτορική εμπειρία, τα δεδομένα, οι δομές, η εξέλιξη των πολιτικών επιλογών των πολλών τάσεων, η πολιτειακή συνοχή του Ελλαδικού κράτους, τα εκκολαπτόμενα πραξικοπήματα, ο διπλωματικός ορθολογισμός των πολιτικών ηγετών και οι κοινωνικές τάσεις.
· Αίτια για κατά τα άλλα πασίδηλα σχιζοφρενή πολιτικά και πολιτειακά χαρακτηριστικά του κυπριακού κράτους και του Ελλαδικού κράτους.
· Κυπριακές προτάσεις αλλαγής της Συντάγματος αμέσως μετά από αγγλική ενθάρρυνση.
· Έναρξη τουρκοκυπριακών αρνησικυριών και ανταρσία του 1963.
· Τουρκική επιθετικότητα και απελπισμένη αν όχι απονενοημένη κυπριακή προσέγγιση της ΕΣΣΔ
· Αλματώδης άνοδος της γεωπολιτικής σημασίας της Τουρκίας λόγω εξελίξεων στον Ψυχρό Πόλεμο.
· Στρατηγικός σχεδιασμός και επανασχεδιασμός των μεγάλων δυνάμεων και άλλων κρατών.
· Ταραχώδης ελληνική πολιτική ζωή από το 1960 μέχρι το 67 (οι αμερικανοί την χαρακτηρίζουν «δημαγωγική» με επιθετικούς προσδιορισμούς κατά του Γεωργίου Παπανδρέου).
· Σχέδιο Άτσεσον και όλα τα συμπαρομαρτούντα στρατηγικά παρασκήνια, εναλλακτικά σενάρια δράσης (contingency plans) και χαρακτηριστικές μεθοδεύσεις που προσδιορίζουν τις συμπεριφορές στο άναρχο διεθνές σύστημα.
· Συμπεριφορές και στάσεις που προσδιορίζουν τον ρόλο της ισχύος στην εξέλιξη των διακρατικών σχέσεων και εκτιμήσεις για την κάθε συγκυρία της περιόδου 1945-1974.
· Συμπεριφορές και στάσεις που προσδιορίζουν με μαθηματική ακρίβεια την έννοια «ηθική» στην διεθνή πολιτική.
· Συμπεριφορές και στάσεις που προσδιορίζουν τον τρόπο που τίθενται ζητήματα όπως η αυτοσυντήρηση και η επιβίωση.
· Οι επανειλημμένες υποσχέσεις του Γεωργίου Παπανδρέου (και ασφαλώς πολλών άλλων που είχαν εμπλακεί) να εκτελέσει πραξικόπημα στην Κύπρο κατά του εκλεγμένου Προέδρου αρχές της δεκαετίας του 1960 και ανάλυση των δεδομένων στον Ελλαδικό και κυπριακό πολιτικό χώρο (υπάρχουν άφθονα πρωτογενή στοιχεία και αναρίθμητες δευτερογενείς αναλύσεις που πρέπει να συνεκτιμηθούν).
· Εκκόλαψη και διαρκώς μετεξέλιξη των εναλλακτικών στρατηγικών σχεδίων αμερικανοτουρκικής νομής του κυπριακού χώρου και οι στρατηγικές επιλογές της Βρετανίας.
· Η σημασία της ύπαρξης ισχυρών κομμουνιστικών ρευμάτων στην Ελλάδα και Κύπρο και χαρακτηριστικές ανεύθυνες στάσεις όπως του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου ο οποίος εκτός από πραξικοπήματα δεν έχανε ευκαιρία να τροφοδοτεί τον αμερικανικό αντί-κομμουνιστικό οίστρο.
· Η μετάβαση από τη μετά-εμφυλιακή φάση στην φάση της δεκαετίας του 1960 και οι παραστάσεις των ηγεμονικών δυνάμεων.
· Διαδηλώσεις στην Αθήνα και δημαγωγίες από τα μπαλκόνια που εκτιμούμενα λεπτομερέστερα προσδιορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της ελληνικής πολιτικής συνοχής ενόψει εμπλοκής σε στρατηγικά σχέδια που αφορούν ζητήματα ζωής και θανάτου.
· Αποστασίες στην Ελλάδα, Παύλος, Φρειδερίκη, Διάδοχος, 4-5 τουλάχιστον υπό εκκόλαψη πραξικοπήματα στην Αθήνα και ολοφάνερες μέσα από τα αρχεία διασυνδέσεις των αμερικανικών υπηρεσιών με πολλούς.
· Κάθοδος της ελληνικής επαρχίας στην Κύπρο που ενώ υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να αποτελέσει τρόπο επίλυσης του κυπριακού και σταθεροποίησης όλων των περιφερειακών σχέσεων διολίσθησε στο να είναι εργαλείο των αμερικανών για πραξικόπημα στην Κύπρο. Εξέταση του ζητήματος αυτού όσο το δυνατό πιο βαθιά καθώς επίσης κα εξέταση του κυπριακού και ελλαδικού πολιτικού περιβάλλοντος ενόψει σεναρίων έναρξης περιπετειών στην Κύπρο με αποβίβαση, για πρώτη φορά, τουρκικών στρατευμάτων πάνω στο νησί υπό ασταθείς συνθήκες (η Τουρδύκ είναι άλλη περίπτωση άκρως αμφιλεγόμενη ως προς την νομιμότητά της όσο και οι «εγγυήσεις» και ενταγμένες σε ένα άλλο νομικοπολιτικό πλαίσιο). Στάσεις και εξέλιξη αυτών των στάσεων στο επίπεδο των ηγεμονικών δρώντων.
· Εξέταση των εναλλακτικών θέσεων και στάσεων στα βαθιά κέντρα λήψης απόφασης του αμερικανικού πενταγώνου και του foreign office και η εξέλιξη αυτών των θέσεων ή σχεδίων ανάλογα με το πώς άλλαζαν οι στάσεις των εμπλεκομένων, ιδιαίτερα της Άγκυρας, της Αθήνας, της Βρετανίας και των υπερδυνάμεων.
· Διευκόλυνση μιας εν δυνάμει και για πρώτη φορά τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο (την ίδια στιγμή που ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός θολά, παραπονιάρικα και αδύναμα υπενθύμιζε την Συνθήκη της Λοζάνης.
· Αρχές της δεκαετίας του 1960, διολίσθηση για παραχώρηση ελληνικής γης ως «αντάλλαγμα» για να εισέλθουμε μέσα σε ένα τέτοιο ασταθές ναρκοπέδιο.
· Υπόγειες δραστηριότητες του αεικίνητου Υπουργού Εθνικής Άμυνας Γαρουφαλιά τον οποίο οι αμερικανοί θεωρούσαν τον «ισχυρό άνδρα» με τον οποίο η CIA θα μπορούσε με την πρώτη ευκαιρία να συνεννοηθεί για να εκτελεστεί αδίστακτα (σε αντίθεση με τον «ανίκανο» Παπανδρέου, όπως τον χαρακτήριζαν οι αμερικανοί) ένα ελλαδικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου για να για να διευκολυνθεί η «ελεγχόμενη» τουρκική εισβολή στην Κύπρο που θα μετάτρεπε το νησί σε αμερικανική βάση (συν βέβαια Βρετανική και τουρκική παρουσία οπότε το ερώτημα που θα ζούσαν οι αυτόχθονες κάτοικοι).
· Έλληνες πρέσβεις να εισηγούνται στους Αμερικανούς (αυτοί που διαπραγματευόντουσαν υποσχόμενοι λαγούς και πετραχήλια) την κατάληψη της Καρπασίας από τους Τούρκους.
· Στρατηγικά σημαίνουσες συναλλαγές ΗΠΑ και Τουρκίας και Τουρκίας-ΕΣΣΔ.
· Διαρκή τουρκική άρνηση και απόρριψη των πάντων από την Τουρκία με ολοφάνερο σκοπό να διευρύνει τις δυνατότητές της σε μια ευνοϊκή στιγμή για αυτή (που δεν άργησε να έλθει το 1974).
· Διαρκείς επαφές των Τούρκων με όλους συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης. Είδος, τακτικού ή στρατηγικού χαρακτήρα, μπλόφα και αποτελέσματα.
· Δραστήρια Βρετανικά ενεργήματα στο παρασκήνιο των εξελίξεων.
· Το Αμερικανικό σκεπτικό στο πιο υψηλό επίπεδο που δείχνει ότι γνώριζαν ότι η Σοβιετική κάθοδος στην Κύπρο είναι απίθανη κατιτί που υποδηλώνει τον προσχηματικό χαρακτήρα πολλών δηλώσεων στο διπλωματικό πεδίο και τον δημόσιο λόγο.
· Ρητές και άρρητες διασυνδέσεις του παρακράτους πολλών ειδών και αποχρώσεων της Ελλάδας και της Κύπρου και όλων μαζί με ξένες δυνάμεις.
· Τον τρόπο που συνδεόταν το ασταθές κοινωνικοπολιτικό πεδίο στην Αθήνα με το εξίσου ασταθές πολιτικό πεδίο της Κύπρου.
· Τα γεγονότα που αυτά οδήγησαν στο πραξικόπημα του 1967
· Οι σχέσεις Αθήνας – Λευκωσίας κατά την διάρκεια της διδακτορίας
· Οι διπλωματικές επιλογές της Αθήνας και της Λευκωσίας μετά το 1967
· Οι εξεγέρσεις κατά του κυπριακού κράτους αρχές του 1970, ρόλος όλων των πιο πάνω εμπλεκομένων
· Πραξικόπημα σε όλες τους διασυνδέσεις με τα πιο πάνω και όλους τους εμπλεκόμενους
· Εισβολή με όλες τις διασυνδέσεις του με τα πιο πάνω και όλους τους εμπλεκόμενους
· Εκτιμήσεις για τη πορεία της Ελλάδας και της Κύπρου υπό το πρίσμα εναλλακτικών διλημμάτων και αποφάσεων. Εκτιμήσεις υψηλότερου ρίσκου αναφορικά με αυτές τις αποφάσεις και τις δυνατότητες, στρατηγικές και σκοπούς των δρώντων.

Τα πιο πάνω είναι μερικά ζητήματα που εκτυλίσσονται μέσα από το αρχειακό υλικό που ήδη διαθέτουμε και του οποίου η επεξεργασία άρχισε πριν μερικούς μήνες. Αυτά και πολλά άλλα μπορούν να συνεκτιμηθούν με τον σωστό τρόπο σε αναφορά με την στρατηγική δίνη της εποχής εκείνης όπως εξελίχθηκε την δεκαετία του 1960 στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης του Ψυχρού Πολέμου. Αντιπαράθεση η οποία δημιουργούσε ένα πολύ ρευστό, ασταθές και δυναμικά κινούμενο ενδοκρατικό και διεθνές περιβάλλον. Υπό αυτό το πρίσμα οι παράγοντες που υπεισέρχονται σε κάθε ζήτημα διεθνούς πολιτικής όπως το επεισόδιο του σχεδίου Αναν είναι αναρίθμητοι και οι μεταξύ τους συνδυασμοί αμέτρητοι.
Γι’ αυτό και αποτελεί παρακμή η συναγωγή προφητειών του παρελθόντος για το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα μιας και η ιστορία διδάσκει ότι όλα μαζί θα εισέλθουν μέσα στην δυναμική κινούμενη δίνη της διεθνούς πολιτικής όπου όπως μας πληροφορεί ο Υποδειγματικός –για την θεωρία διεθνών σχέσεων– Θουκυδίδης, η έκβαση κατά πάσα πιθανότητα θα είναι η εξής: «Δίκαιο (αυτού που το επιδιώκει) υπάρχει όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του και όταν αυτό δεν συμβαίνει ο ισχυρός κάνει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και οι αδύναμοι υποχωρούν και προσαρμόζονται» ή σκοτώνονται και εξαφανίζονται (όπως έκαναν οι Αθηναίοι στους Μήλιους).
Ακόμη και αυτή η αξιωματική θέση, βέβαια, βρίσκεται υπό την αίρεση επαληθεύσεων και διαψεύσεων, λένε κάποιοι: Που ξέρεις, μπορεί να ήλθε η στιγμή όπου πλέον τα κράτη συμπεριφέρονται αλτρουιστικά και μεγαλόψυχα. Οπότε ξανά ο Θουκυδίδης μας προειδοποιεί: «λόγια που να στηρίζονται στο δίκαιο δεν λείπουν από κανένα, πιστεύουν όμως πως όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στη δύναμή τους … Η ελπίδα, παρηγοριά την ώρα του κινδύνου, όσους την έχουν από περίσσια δύναμη κι αν τους βλάψει δεν τους καταστρέφει όσοι όμως, στηριγμένοι πάνω της, τα παίζουν όλα για όλα (γιατί απ’ τη φύση της είναι σπάταλη), μονάχα όταν αποτύχουν την γνωρίζουν, όταν πια, για κείνον που έκαμε τη γνωριμία της, δεν έχει απομείνει τίποτε για να το προφυλάξει απ’ αυτήν».

Ο λόγος για τον οποίο οι πολιτικοί επιστήμονες του διεθνούς συστήματος προχωρούν στην μελέτη των ιστορικών γεγονότων μπορεί να είναι μόνο ένας και μοναδικός: Η άντληση διδαγμάτων, η αναγνώριση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών των δρώντων, η επαλήθευση ή διάψευση σταθερότερων κριτηρίων της διεθνούς πολιτικής, η ερμηνεία της διακρατικής δομής όπως προσδιορίζεται σήμερα και η συναγωγή αξιόπιστων πορισμάτων που αφορούν όλους ανεξάρτητα το τι μπορούν να κάνουν ή το πώς θα το κάνουν. Οι προφητείες και οι δίκες προθέσεων απαγορεύονται. Είναι τσαρλατανιές ή φτηνές εκλογικεύσεις δικαιολόγησης διαφόρων πραγμάτων.
Υπό το ίδιο πρίσμα, η συνωμοτική ερμηνεία της ιστορίας ή η απόδοση προθέσεων και οι αλματώδεις προφητείες του παρελθόντος οδηγούν σε έωλα πολιτικοστοχαστικά εγχειρήματα τα οποία άμα συνδυαστούν πνευματικούς εκτροχιασμούς προκαλούν αβάστακτα λανθασμένες αποφάσεις. Για παράδειγμα, είναι ένα πράγμα η συνομωσιολογία ως δήθεν πολιτική ανάλυση της διεθνούς πολιτικής και άλλο η εξέταση της στρατηγικής των κρατών που εμπεριέχει τόσο φανερές όσο και μη διαφανείς ή μυστικές πτυχές. Το ίδιο ισχύει για την εξέταση πάγιων κριτηρίων στρατηγικών στάσεων, συμπεριφορών και ιεραρχήσεων και υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι ένα κράτος είναι τόσο περισσότερο ανταγωνιστικό όσο περισσότερο μπορεί να συγκροτήσει σκοπούς και στρατηγικές επιλογές εκπλήρωσής τους.
Έτσι, για παράδειγμα, εξετάζοντας συγκριτικά την Ελλάδα και την Τουρκία ή άλλα κράτη με αφορμή το επεισόδιο των σχεδίων Άτσεσον την δεκαετία του 1990 διερευνούμε ζητήματα όπως τα εξής που προσδιορίζουν το ρίσκο, τις πιθανότητες επιτυχίας και τα διδάγματα για το παρόν και το μέλλον:
· Ποια είναι η κοινωνικοπολιτική συνοχή.
· Ποια δέσμευση της κοινωνίας στα εθνικά συμφέροντα επιβίωσης ενός κράτους.
· Ποια είναι η ποιότητα του στρατηγικού προβληματισμού στο επίπεδο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και των επιστημονικών συζητήσεων.
· Ποια είναι η σχέση δυνατοτήτων-σκοπών που τίθενται όταν ένα κράτος χαράσσει –εάν χαράσσει– μακροχρόνιους, μεσοπρόθεσμους και βραχυχρόνιους σκοπούς και όταν σχεδιάζει-εφαρμόζει στρατηγικές εκπλήρωσής τους.
· Ποια είναι η ικανότητα των πολιτικών ηγετών να κατανοήσουν τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος.
· Ποια είναι η ποιότητα της διπλωματίας.
· Ποιες είναι οι ποιοτικές βαθμίδες του επιστημονικού έργου που παράγεται σε εξειδικευμένους θεσμούς του κράτους ή στα πανεπιστήμια όσον αφορά την διεθνή πολιτική και την στρατηγική των άλλων κρατών.
· Ποια είναι η σύνδεση αυτού του επιστημονικού έργου (το οποίο όταν εκπορεύεται πανεπιστημιακά δεσμεύει γιγαντιαίους σπάνιους πόρους) με τα πολιτικά δρώμενα.
· Ποια η σχέση πολιτικής, στρατιωτικής και πνευματικής ηγεσίας.
· Ποια είναι η πολιτική συναίνεση μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων μιας χώρας γύρω από το έσχατο και υπέρτατο εθνικό συμφέρον της επιβίωσης.
· Ποιος είναι ο βαθμός διάβρωσης της πολιτικής και πνευματικής ζωής (και των Ενόπλων Δυνάμεων) από ξένα συμφέροντα και από διεθνικούς δρώντες,
· και τα λοιπά.

Πάντα υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, και με δεδομένο ότι το μέχρι στιγμής (2013) το υλικό που καταφθάνει αφορά κυρίως την δεκαετία τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ενώ υπάρχει περισσότερο αν όχι άφθονο για όλες τις περιόδους μέχρι και σήμερα, κανείς μπορεί να επιχειρήσει μια λογική διασύνδεση της στρατηγικής και των σκοπών των εμπλεκομένων γεγονότων παρελθουσών εποχών για να αντλήσει διδάγματα για το σήμερα ή το αύριο. Για παράδειγμα πως στοιχειοθετείται μια αλληλουχία αλληλένδετων γεγονότων και πως αυτό σχετίζεται με την συγκαιρινή συγκυρία. Μεταξύ άλλων:

· Η δικτατορία στην Ελλάδα.
· Το παρακράτος στην Ελλάδα και στην Κύπρο την δεκαετία του 1960.
· Η ΕΟΚΑ Β στην Κύπρο.
· Το πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο.
· Το πώς εξελίχθηκε η τουρκική εισβολή και ποιες οι ομοιότητες με στρατηγικές περιγραφές πχ του επεισοδίου των σχεδίων Άτσεσον ή και προγενέστερων περιπτώσεων.
· Πώς μεθοδεύτηκε διπλωματικά (και από τα ίδια μάλιστα πρόσωπα, πχ τον Μπώλλ) η διολίσθηση των ελλήνων σε διαπραγματεύσεις για δικοινοτική ομοσπονδία, στην συνέχεια σε διζωνική και λίγα χρόνια μετά στην αποκρυσταλλωμένη μορφή του σχεδίου Αναν που σήμαινε κατάλυση του κυπριακού κράτους, διασκορπισμό του πλούτου του και υποδούλωση της κοινωνίας του.
· Το ίδιο το σχέδιο Αναν ως μια καταγεγραμμένη αποτύπωση στρατηγικών σκοπών που βλέπουμε να επιχειρείται να εκπληρωθούν ήδη από τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και 1970.
· Τον εξαρτημένο ή ανεξάρτητο ρόλο των διεθνών θεσμών και τα διδάγματα.
· Την εξέλιξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην μεταψυχροπολεμική εποχή υπό το φως πιο μακροχρόνιων τάσεων και ιδιαίτερα της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων στις υπερπόντιες εξισορροπήσεις και ανταγωνισμούς.

1. Ο χαρακτήρας των ηγεμονικών παρεμβάσεων στην νεότερη ελληνική ιστορία και στην διεθνή πολιτική της ύστερης εποχής.

Κάθε διεθνές ζήτημα άμα τεθεί ενώπιο ενός πολιτικού επιστήμονα του διεθνούς συστήματος –πχ τα γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη ή το επεισόδιο του σχεδίου Άτσεσον– ακαριαία κατηγοριοποιείται και αρχίζει η εξέτασή του σε αναφορά με τα τρία επίπεδα ανάλυσης: Του Ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Η λογική αλληλουχία μιας τέτοιας εξέτασης είναι, ιεραρχικά, πρώτον, η αναζήτηση λογικών ερμηνειών για την ένταξη του ερωτήματος στο διεθνές σύστημα, δεύτερον, η αναζήτηση στρατηγικών και σκοπών εντός των κρατών που το φωτίζουν, τρίτον, εξέταση αυτών των στρατηγικών και σκοπών κατά κράτος, τέταρτον, επιδίωξη βάσιμων εκτιμήσεων για την κατανομή ισχύος και πέμπτον, προσπάθεια σταθεροποίησης ερμηνευτικών πορισμάτων γενικότερου χαρακτήρα απαλλαγμένων συνδρόμων προφητειών του παρελθόντος ή του μέλλοντος.
Η επιτυχία ποτέ δεν είναι δεδομένη και γι’ αυτό υπάρχει μόνιμη βάσανος συνάρτησης των λεπτομερειών με τις γενικότερες διαπιστωμένες τάσεις (πχ μακροχρόνιες στρατηγικές ή πάγια χαρακτηριστικά των ηγεμονικών στρατηγικών), πειθαρχημένη περιγραφική αντικειμενικότητα, εστίαση του ενδιαφέροντος σε σημαντικά γεγονότα και σημαντικούς σκοπούς ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάλυσης, προσπάθεια κατανόησης τι ενέχει διαχρονική και τι στιγμιαία σημασία, παραμερισμό γνωμών, προθέσεων και δικών προθέσεων, εστίαση στην σχέση αιτίων και αιτιατών υπό περιπτωσιολογικό πρίσμα αλλά και υπό το πρίσμα πιο εδραιωμένων τυπολογιών στρατηγικής συμπεριφοράς, ανάδειξη διλημμάτων και προβλημάτων, εκτιμήσεις ρίσκου χωρίς τολμηρές εκτιμήσεις και προφητείες και αναζήτηση διδαγμάτων ηθικοπρακτικών και κοινωνικοπρακτικών προεκτάσεων.
Επειδή στο πεδίο της πολιτικής σκέψης η πολιτική θεολογία αφθονεί και επειδή στο μεγάλο αλισβερίσι του πνεύματος –το κυριότερο εκ των οποίων είναι το παρασιτικό αλισβερίσι στους ακαδημαϊκούς χώρους όπως διαμορφώθηκαν τους τελευταίους αιώνες και τα ιστοριογραφικά καφενεία ή τα στρεβλά απομνημονεύματα καταστροφικών πολιτικών ηγετών– οι πασαρέλες είναι πολλές. Αυτά δεν ενδιαφέρουν. Εμείς θα εμείνουμε σε μερικά ακόμη βασικά, ουσιώδη, αναγκαία και μη εξαιρετέα επιστημονικά και επιστημολογικά ζητήματα που προτάσσονται σε κάθε θεώρηση της διεθνούς πολιτικής. Αρχίζουμε με ιεραρχικά αντίστροφη αναφορά στα προαναφερθέντα τρία επίπεδα ανάλυσης.

Πρώτο επίπεδο: Άνθρωπος. Ο Άνθρωπος ότι και να πιστεύουμε παραμένει γεγονός ότι εξ αντικειμένου είναι πολιτειακά ενταγμένος. Γωνιές στον πλανήτη όπου κανείς θα μπορούσε να διαφύγει την πολιτειακή ένταξη πλέον δεν υπάρχουν. Πολιτικά ορθολογιστικά μιλώντας και επειδή κανείς δεν μπορεί να κατέβει μέσα στον άγνωστο υπαρξιακό ψυχικό και πνευματικό πυρήνα των όντων, ο άνθρωπος σταθμίζεται και εκτιμάται πολιτικά αναφορικά με τον τρόπο που είναι ενταγμένος στο πολιτειακό περιβάλλον.
Μεταξύ άλλων, οι βαθμίδες συμμετοχής του στο πολιτικό γίγνεσθαι, η πίστη και η νομιμοφροσύνη στην πολιτική κοινότητα στην οποία ανήκει, οι βαθμίδες ιδιωτείας ή πολιτειακά συμβατών πολιτικών στάσεων και η θέση του στην πολιτική ιεραρχία. Κανείς βουλιάζει στο βούρκο των ασυναρτησιών και των δικών ιδιοτελών προθέσεων –και πολλοί έτσι βουλιάζουν, διολισθαίνοντας συχνά και στο χείριστο είδος πολιτικής σκέψης, την απόδοση συλλογικών ευθυνών– αν δεν κατανοήσει ότι η ανθρώπινη φύση είναι παντελώς άγνωστη στις αισθήσεις.
Η δίκη προθέσεων ιστορικών προσώπων είναι στοχαστική και πολιτική αθλιότητα. Η ανθρώπινη φύση είναι ευμετάβλητη και αστάθμητη και μπορεί να κυμαίνεται άγρια και απρόβλεπτα πάνω στο εκκρεμές όπου στον ένα πόλο είναι το κατά εποχή και κατά συγκυρία πολιτικά προσδιορισμένο ηθικά «χείριστο» ή «βέλτιστο» και το «θηριώδες και απολίτιστο» ή το «αγαθό και ενάρετο».
Μέτρο στάθμισης εκτίμησης της κάθε ατομικής ανθρώπινης φύσης δεν υπάρχει παρά μόνο ένα: Οι βαθμίδες προσαρμογή της ανθρώπινης ετερότητας στις πολιτικά πολιτισμένες προϋποθέσεις ενός έκαστου πολιτειακού βίου ανάλογα με την περίπτωση, την εποχή και την συγκυρία. Αυτές όπως λογικό κυμαίνονται ανάλογα με την πολιτική ανάπτυξη του πολιτικού πολιτισμού στις βαθμίδες της δημοκρατίας –όχι των ιδεολογικά και δογματικά προσδιορισμένων καθεστώτων αλλά τις καθοδικής ή ανοδικής φοράς κίνησης προς την πολιτική ελευθερία– και στις βαθμίδες κοσμοθεωρητικής δέσμευσης στην συλλογική Ελευθερία.
Συλλογική Ελευθερία η οποία, όπως είναι επίσης λογικό, προηγείται του πολιτικού πολιτισμού της δημοκρατίας ή καλύτερα αποτελεί προγραμματική προϋπόθεσή του. Αυτά είναι μερικά από τα πολλά κριτήρια που προσδιορίζουν τις βαθμίδες και ποιότητες της πολιτειακής συγκρότησης και που αξιολογούν το άτομο ως πολίτη πάνω στο ευρύ φάσμα του εκκρεμούς των κοσμοθεωρητικών, ηθικών, νομικών και εθιμικών στάσεων και συμπεριφορών. Δεδομένου μάλιστα ότι η ανθρώπινη φύση είναι εξ ορισμού ευμετάβλητη και αστάθμητη μόνο πολιτικές τυπολογίες την σταθμίζουν και εκτιμούν και όχι οι δίκες προθέσεων και ο ημέτερος υποκειμενικός κόσμος. Σπαρτιάτης ήταν τόσο ο Λεωνίδας όσο και ο Εφιάλτης πλην ο δεύτερος Μήδισε και ο πρώτος αποτύπωσε την διαχρονική υπέρτατη στάση υπεράσπισης της Ελευθερίας. Αμφότερα είναι φαινόμενα που ερμηνεύονται πολιτικά και όχι με παρατηρήσεις του υπαρξιακού τους πυρήνα ο οποίος μας είναι άγνωστος.
Εκτός αυτής της λογικής μόνο «αστυνομικές» αρμοδιότητες υπάρχουν. Οι δε επιθυμητές αξιολογήσεις μπορούν να γίνονται μόνο σύμφωνα με σταθεροποιημένα κοσμοθεωρητικά και πολιτικά πρότυπα για την (συλλογική) Ελευθερία. Τέλος, όσον αφορά τον άνθρωπο, πρέπει να πούμε ότι πάντοτε στην ιστορία της πολιτικής οργάνωσης υπήρχαν λιγότερο ή περισσότερο πολιτικά αξιολογήσιμα φαινόμενα που σχετίζονται με άτομα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαθμίδας ιδιωτείας. Είναι εκείνα τα άτομα που διαφεύγουν εν μέρει ή εν όλω της πολιτειακής ένταξης και των δια-πολιτειακών (διεθνών) ελέγχων.
Αυτοί μπορεί να είναι ανεξάρτητες μεταβλητές ή αντίστοιχα εξαρτημένες μεταβλητές πρακτικών ιδιωτείας ή στον διακρατικό ανταγωνισμό εξαρτημένες μεταβλητές άλλων κρατών εχθρικών προς το δικό τους. Η ιδιωτεία, δηλαδή, είναι και αυτή ένα πολιτικό φαινόμενο το οποίο υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να σταθμιστεί και να εκτιμηθεί.

Δεύτερο επίπεδο: Κράτος. Τα προαναφερθέντα μας οδηγούν στο δεύτερο επίπεδο: Το πολιτικό άτομο υπάρχει μόνο στον πολιτειακά ενταγμένο βίο τον οποίο και κρίνουμε σύμφωνα με τις εκάστοτε οντολογικές, ανθρωπολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις. Η σύμμειξη και μέθεξη του απέραντου πνευματικοψυχικού κόσμου των πολιτών με όσα κριτήρια και παράγοντες του αισθητού κόσμου γνωρίζουμε, προσδιορίζει τις ανά πάσα στιγμή οντολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε πολιτικά οργανωμένης κοινωνικής οντότητας.
Προσδιορίζει επίσης τις βαθμίδες και τις ποιότητες κοινωνικοπολιτικής ωριμότητας στην προαναφερθείσα ανοδική ή καθοδική φορά του πολιτικού πολιτισμού. Τι μπορούμε λοιπόν να περιγράψουμε και να διδαχθούμε από την συγκρότηση των κρατών ή άλλων δρώντων στις κλίμακες, βαθμίδες και ιεραρχίες εάν κανείς επιχειρήσει να εξετάσει την διαδρομή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1945 μέχρι σήμερα.
Πως κινείται, πως δομείται, πως λειτουργεί και πως συγκροτείται το διεθνές σύστημα της Βεστφαλίας μεταπολεμικά και μεταψυχροπολεμικά με δεδομένο ότι αποτελείται από κυρίαρχα κράτη που δεν αποδέχονται καμιά εξουσία εκτός του δικού τους κράτους. Πως κρίνονται σημαντικά χαρακτηριστικά και λειτουργίες που αφορούν τις ιεραρχίες και την κατανομή συμφερόντων σε αναφορά με ζητήματα όπως η κρατική κυριαρχία, η συνεπαγόμενη διεθνής αναρχία, οι συναρτημένοι –με αυτή την αναρχία– διεθνείς θεσμοί, η κρατική ισχύς ως μέσο επιβίωσης ή ως μέσο πρόκλησης διεθνών αλλαγών και τα μονιμότερα χαρακτηριστικά της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων απόρροια του μεγέθους τους, των στρατηγικών τους βλέψεων ή και των φόβων επιβίωσης από κινδύνους που προέρχονται από άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι σημασία έχει να εκτιμήσουμε όχι το καθεστώς κάθε κράτους αλλά τις βαθμίδες πολιτικής του ανάπτυξης και τον τρόπο που θέτει την ιεραρχία των σκοπών της διεθνούς πολιτικής. Ποιες ήταν για παράδειγμα οι βαθμίδες ανάπτυξης του νεοελληνικού κράτους τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και πως αυτό συνδέεται με την εξωτερική πολιτική στην ιεραρχία της τυπολογίας των εθνικών συμφερόντων. Για να μιλήσουμε υπαινιχτικά, από τις ποιοτικές βαθμίδες τέτοιων πορισμάτων της πολιτικής επιστήμης της διεθνούς πολιτικής είναι που κρίθηκαν τα συμφέροντα της Ελλάδας –όπως κάθε άλλου κράτους και πρωτίστως σε αναφορά με την επιβίωση και την ευημερία– όταν η πανεπιστημιακά παραγόμενη γνώση ή γνώμη οδηγούσε σε ορθές ή αντίστροφα λανθασμένες εκτιμήσεις του μεταψυχροπολεμικού περιβάλλοντος ή του χαρακτήρα και των λειτουργιών της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας και των διεθνών θεσμών.

Τρίτο επίπεδο: Διεθνές σύστημα. Λογικά έχει ήδη γίνει κατανοητός ο αλληλένδετος χαρακτήρας των τριών επιπέδων ανάλυσης και κυρίως του τρόπου που ο άνθρωπος συνδέεται με το κράτος και το κράτος με το διεθνές σύστημα. Το κρατικό γίγνεσθαι και κυρίως η εθνοκρατική του συγκρότηση τους τελευταίους αιώνες προσδιόρισε τα ήδη αναφερθέντα χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής και του πολιτικού ορθολογισμού ή αντίστροφα του πολιτικού ανορθολογισμού: Κρατική κυριαρχία, διεθνής αναρχία, εξαρτημένοι διεθνείς θεσμοί, εθνική ανεξαρτησία ως υπέρτατη κοσμοθεωρητική δέσμευση που προσδιορίζει την Ελευθερία όσων εθνοκρατών είναι πολιτικά κυρίαρχα, σωστή κατανόηση της ισχύος ενδοκρατικά και διακρατικά και σωστή κατανόηση της απουσίας παγκόσμιας πολιτικής ανθρωπολογίας και παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Σωστή επίσης σύγκριση με τις κοσμοσυστημικές δομές της προ-νεοτερικής εποχής που προϋποθέτει μια σωστή κατανόηση της συνεπαγόμενης εθνοκρατοκεντρικής δομής.
Όλως ιδιαιτέρως ως προς το τελευταίο, δύο επισημάνσεις: Πρώτον, η εξόχως πολιτικά αναπτυγμένη προ-νεοτερική εποχή (πριν τον 15ο αιώνα) δεν ήταν ανθρωπολογικά εξομοιωτική και δεν ήταν γραμμικά πολιτικά εξισωτική. Για να μην επεκταθούμε στο ανθρωποκεντρικά ώριμο κοσμοσυστημικό Υπόδειγμα της Βυζαντινής Οικουμένης αναφέρουμε μόνο ότι σε καμιά ιστορική φάση της προ-νεοτερικής εποχής δεν παρατηρήθηκε κυριαρχία ιδεολογικών αντιλήψεων παρόμοιων με τα πολιτικά εξισωτικά και ανθρωπολογικά εξομοιωτικά ιδεολογικά δόγματα της μοντερνιστικής εποχής. Ακόμη και στις πιο δεσποτικές εποχές και με την εξαιρουμένων των λεηλασιών και εθνοκαθάρσεων εκ μέρους πολλών ηγεμονιών του παρελθόντος, η κοινωνική ετερότητα του κάθε έθνους εντός των αυτοκρατοριών προσδιόριζε και τον τρόπο της πολιτικής και πολιτισμικής του συγκρότησης όσο και, ανάλογα με τις βαθμίδες των κατά περίπτωση πολιτικών ιεραρχιών, την συμμετοχή του κάθε έθνους στο κοσμοσυστημικό πολιτικό γίγνεσθαι. Δεύτερον, η αντιστροφή αυτών των ιστορικών τάσεων μετά τον 16ο αιώνα οδήγησε σε δύο αντίρροπες τάσεις.
Από την μια πλευρά η εδαφικά οριοθετημένη εθνοκρατική συγκρότηση (παρακάμπτω το πώς έγινε υπό μοντερνιστικό πρίσμα, καθότι έχει εξεταστεί εκτενώς στο Κοσμοθεωρία των Εθνών) η οποία εισερχόμενοι στον 20 αιώνα είχε ήδη ριζώσει βαθύτατα εμπεδώνοντας το προαναφερθέν καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας με όλα τα συμπαρομαρτούντα που κωδικοποιήθηκαν και ή επικυρώθηκαν στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το 1945. Αυτό το σύστημα δεν είναι καλό ή κακό αλλά Υπαρκτό και επιδεχόμενο περιγραφής και ερμηνείας. Αφετέρου, την αλλόκοτη και αντίρροπη τάση των ανθρωπολογικά και πολιτικά εξισωτικών και ανθρωπολογικά εξομοιωτικών διεθνιστικών δογμάτων.
Οι ανθρωπολογικά εξισωτικοί διεθνισμοί του 19ου και 20ου αιώνα γεννήθηκαν, κατά κάποιο τρόπο, εκ του γεγονότος της εθνοκρατοκεντρικής ανάπτυξης της διεθνούς πολιτικής και της νοσταλγίας των ανθρώπων να συνεχιστεί η κοσμοσυστημική δύο χιλιετιών μετά την κρατοκεντρική κλασική εποχή. Αφήνοντας κατά μέρος την συναρτημένη με τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις της νεότερης εποχής ερμηνεία της γένεσης των ιδεολογιών, στο σημείο αυτό στεκόμαστε σ’ ένα τρισδιάστατο κύριο ζήτημα χωρίς την κατανόηση του οποίου δύσκολα γίνονται αντιληπτά πολλά από τα ελλείμματα της σύγχρονης εποχής και του κάθε κράτους ξεχωριστά:
α) Η εθνοκρατοκεντρική πορεία μετά τον 16ο αιώνα έθρεφε, ταυτόχρονα, νοσταλγικές αναμνήσεις κοσμοσυστημικών εποχών οι οποίες. Αντί αυτό να οδηγήσει την πολιτική σκέψη στην αναζήτηση κοσμοσυστημικών προϋποθέσεων στα Υποδείγματα του παρελθόντος που λίγο πολύ άφηναν άθικτη την πνευματική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας κατάληξαν λόγω κυριαρχίας του μοντερνιστικού υλισμού στα κυρίαρχα υλιστικά ιδεολογικά δόγματα του 20ου αιώνα. Μια δηλαδή επίπεδη, εξισωτική και εξομοιωτική αντίληψη ένωσης του πλανήτη που παραγνωρίζει τις συλλογικές ουσίες και νοήματα παλιών και νέων εθνών.
β) Η αλληλεπίδραση εθνοκρατικής υποστασιοποίησης, διεθνιστικών εκκλήσεων και υλιστικών κρατικών δομών προκάλεσε αλλόκοτες, παράδοξες και μπερδεμένες κρατικοεθνικιστικές συμπεριφορές που έφθαναν μέχρι τα άκρα μιας μονοσήμαντης ρατσιστικής νοηματοδότησης του Κοινωνικού: Συμπληγάδες, από την μια μονοσήμαντες αξιώσεις ένωσης του πλανήτη και από την άλλη καθοδική πορεία του πολιτικού πολιτισμού προς ζωώδεις ρατσιστικές αντιλήψεις.
γ) Αναπόδραστα –και για κάθε λογικό πολιτικό επιστήμονα ορατό και αναμενόμενο– οι εκάστοτε ηγεμονικές δυνάμεις των δύο τελευταίων αιώνων δεν έχασαν την ευκαιρία να αδράξουν αυτά τα διεθνιστικά και ή κοσμοπολίτικα δόγματα για να μεταμφιέσουν οικουμενικιστικά τις πλανητικές αξιώσεις ισχύος στο πλαίσιο του πλανητικού τους ανταγωνισμού.

Εκτιμάται λοιπόν ότι η μελέτη της ελληνικής περίπτωσης σε μια κομβική ιστορική στιγμή που καλύπτει τον Ψυχρό Πόλεμο και την μεταψυχροπολεμική εποχή προσφέρεται ως έξοχο παράδειγμα μελέτης των ποικίλων πτυχών του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής μέχρι όπως αυτό ταξιδεύει σε πολυτάραχες θάλασσες. Μια τέτοια ανάλυση είναι συγκρίσιμη με πολλές άλλες που αφορούν άλλες περιοχές, άλλα κράτη και παρόμοιες συνθήκες διεθνούς πολιτικής όπου λιγότερο ισχυρά περιφερειακά κράτη είτε λόγω απροσεξίας είτε λόγω ατυχίας βρέθηκαν στις συμπληγάδες των ηγεμονικών ανταγωνισμών.

1. Το «σχέδιο Άτσεσον» ως ένα επεισόδιο για την Ελλάδα και το διεθνές σύστημα

Σκοπός. Σκοπός στις γραμμές που ακολουθούν δεν είναι να αναλυθεί το σχέδιο Άτσεσον καθότι δεν είναι παρά μόνο ένα επεισόδιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου 1945-1974. Λόγω φλύαρων δημόσιων παρεμβάσεων που θολώνουν το τοπίο της δημόσιας συζήτησης θα κάνουμε μερικές μόνο αναφορές.
Θα δούμε λοιπόν συνοπτικά το τι θα μπορούσε και τι θα έπρεπε, μεταξύ άλλων και στοιχειωδώς, να συνεκτιμήσει κανείς πριν σταθμίσει και αποφανθεί για το σχέδιο Άτσεσον. Ενδεικτικά και αλληλένδετα θα αναφερθώ σε πέντε ζητήματα τα οποία στο πλαίσιο που αναφέρθηκε πιο πάνω επιβάλλεται να εξεταστούν περαιτέρω.
Πρώτον, την πολιτική δομή στην Ελλάδα και στην Κύπρο η οποία αν και διϋποκειμενικά γνωστή και αληθής είναι υπό την αίρεση βαθύτερων διερευνήσεων.
Δεύτερον, τις στρατηγικές ή την ανυπαρξία στρατηγικών των εμπλεκομένων.
Τρίτον, στοιχειώδεις αναφορές της στρατηγικής συγκυρίας της περιόδου 1955-1967 που αναβάθμισαν αλματωδώς την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας στην ιεραρχία των αμερικανικών μεθοδεύσεων.
Τέταρτον, στις στρατηγικές των μεγάλων εμπλεκομένων δυνάμεων και κυρίως στα τυπολογικά χαρακτηριστικά στην χάραξη, σχεδιασμό και εφαρμογή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής, καθώς επίσης και σε παγιωμένες ιεραρχίες σκοπών και μεθοδεύσεων.
Πέμπτον, εκλεκτικές παραθέσεις μερικών μόνο ενδεικτικών αποσπασμάτων οι οποίες από μόνες τους ανατρέπουν πλήρως τις γραμμικές ερμηνείες και τις προφητείες του παρελθόντος. Διαδοχικά, ο οξυδερκής αναγνώστης θα παρατηρήσει ολοφάνερα το γεγονός ότι η τύχη της Κύπρου και της Ελλάδας παίχτηκε στην κόψη του ξυραφιού και ότι σχεδόν συμπτωματικά διασώθηκαν προσωρινά εκ συμπτώσεως ή συγκυριών που θα φωτιστούν και αυτές δοκιμαστικά.
Επαναλαμβάνω ότι ανεξαρτήτως της ευκολίας με την οποία κανείς καταλήγει σε εύλογες εκτιμήσεις για τα γεγονότα και την σημασία τους, α) προφητείες του παρελθόντος δεν μπορούν να γίνουν, β) βαθύτερη γνώση θα απαιτήσει μια συγκροτημένη έρευνα, αξιολόγηση των διαφόρων επιπέδων ανάλυσης και κυρίως συνάρτησής τους με μετέπειτα γεγονότα που καταμαρτυρούν την αλληλουχία στρατηγικών σκοπών και μεθοδεύσεων.

Σκιαγράφηση της συγκυρίας των αρχών του 1960. Αρχές της δεκαετίας του 1960 διαφαίνεται τόσο ο εύθραυστος χαρακτήρας των διευθετήσεων της Ζυρίχης όσο και οι τουρκικές μεθοδεύσεις να λησμονήσει τελείως την Συνθήκη της Λοζάνης και να κτίσει πάνω στα «εγγυητικά δικαιώματα» (κατά πολλούς αντίθετα στο διεθνές δίκαιο).
Στο πεδίο της ελλαδικής πολιτικής το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι όλοι εισήλθαν σε μια αστάθμητη δίνη κάτω από την οποία εκκολάπτονταν πολλά σχέδια πραξικοπημάτων από πολλούς σχεδόν πάντοτε συνδεδεμένων με στρατηγικές ξένων κρατών και τις μυστικές τους υπηρεσίες (εδώ τα αρχεία μπορούν να φανούν χρήσιμα καθότι μας πληροφορούν για σχέδια όχι και τόσο γνωστά).
Στο στρατηγικό πεδίο, έχουμε την κορύφωση της έντασης του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την κρίση της Κούβας οι ΗΠΑ στην βάση πάγιων γεωπολιτικών κριτηρίων και σε αναφορά με το δόγμα της ανάσχεσης στην περίμετρο της Ευρασίας πίεζε την Σοβιετική Ένωση να συγκρατηθεί στην γεωπολιτική ενδοχώρα ενώ η τελευταία χωρίς να φθάνει στα άκρα πίεζε αντίστροφα.
Η ζώνη που κάλυπτε το CENTO βρισκόταν στον πυρήνα αυτής της στρατηγικής και η Τουρκία αναβαθμίστηκε στις ιεραρχίες των Δυτικών στρατηγικών ως υψίστης σημασίας κράτος. Στο πεδίο της ισχύος και των συμμαχιών η πλάστιγγα έγερνε υπέρ της Τουρκίας και εις βάρος της Ελλάδας. Με δεδομένη την ιστορική συγκυρία και στα δύο επίπεδα ανάλυσης (κράτη και στρατηγικό) η μόνη στρατηγική συμβουλή που θα μπορούσε να δώσει κανείς είναι η Ελλάδα και η Κύπρος ευφυώς να αποφύγουν να εισέλθουν στις συμπληγάδες του ηγεμονικού ανταγωνισμού γιατί θα βρίσκονταν σε άκρως μειονεκτική θέση.
Επίσης, ότι στην βάση πάγιων στάσεων και συμπεριφορών το ηγεμονικό κράτος όταν δύο περιφερειακά κράτη συγκρούονται επιλέγει ενεργήματα που οδηγούν σε κατανομή ισχύος που ωφελούν τον γι’ αυτό το ηγεμονικό κράτος γεωπολιτικά σημαντικότερο σύμμαχο. Εξίσου χρήσιμη συμβουλή είναι να μην εμπιστεύεται κανείς οποιονδήποτε και να συνομιλεί –πάντοτε με επιφύλαξη και αξιόπιστα– με τους ιεραρχικά σημαντικότερους συντελεστές του συστήματος λήψης αποφάσεων (στις ΗΠΑ με συντελεστές του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και κατ’ ευθείαν με τον Πρόεδρο, ο ρόλος του Υπουργού Εξωτερικών εξαρτάται από το πρόσωπο και είναι κατά κύριο λόγο βοηθητικός και ενίοτε δεύτερης ή και τρίτης τάξης).
Την περίοδο 1960-63 η Τουρκία διαρκώς απειλούσε την Κύπρο, συνωμοτούσε ακατάπαυστα και στην Ελλαδική και Κυπριακή πλευρά αντί συντεταγμένης συνεννόησης πάρθηκαν αποφάσεις χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο υπόστρωμα πολιτικής συνοχής, στρατηγικής οργάνωσης και εφαρμογής στρατηγικής σε όλα τα πιθανά επίπεδα.
Έτσι, η αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο (λογική κατά τα άλλα απόφαση και στο κλίμα της εποχής και των αντιπαλοτήτων γύρω από την Κύπρο – όπως είπαμε όπως και όλα τα άλλα διερευνάται επιστημονικά αρμοδίως) αντί μέσο διεξόδου κατάντησε να είναι πιόνι έξωθεν υποκινούμενων σχεδίων ενδό-ελληνικού πραξικοπήματος και διολίσθησης στο κενό ή καλύτερα στα χέρια των αντίπαλων κρατών.
Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί για την τότε συγκυρία, ενώ οι παίχτες απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο λειτουργούσαν με σιδερένια συνοχή, οργάνωση και πειθαρχία η εικόνα στα δύο ελληνικά κράτη υποδήλωνε διάλυση, ασυνεννοησία, διλήμματα ασφαλείας!, αντιπάθειες, αποδιοργάνωση, παντελή άγνοια των στρατηγικών σκοπών και ιεραρχιών, διάβρωση από ξένες υπηρεσίες, καταστάσεις παρακράτους που και αυτές βρίσκονταν υπό ξένη επήρεια και αποδυναμωτική σπασμωδικότητα και νευρικότητα.

Σχέδια Άτσεσον τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 1964.

Η ανάγνωση του υλικού που έχουμε μέχρι στιγμής στην διάθεσή μας καθιστά σαφές ότι το σχέδιο Άτσεσον αποτελούσε μια αμερικανική στρατηγική ελέγχου της Κύπρου με σκοπούς η ιεραρχία των οποίων αναμενόμενα θα άλλαζε (και έτσι έγινε) ανάλογα με την ισχύ, την στρατηγική και τους ελιγμούς των εμπλεκομένων. Μια τέτοια στρατηγική εμπλοκή για τις ΗΠΑ σήμαινε πολλές στρατηγικά ιεραρχημένες αποχρώσεις. Έτσι είναι πάντα στο πλαίσιο των εναλλακτικών σχεδίων δράσης ανάλογα με την συγκυρία και την εξέλιξη της κατανομής ισχύος, συμφερόντων και στρατηγικών. Όποιος πει ότι ανά πάσα στιγμή μια θέση θεωρείται δεδομένη είναι λάθος και στις πολιτικές της προεκτάσεις άκρως επικίνδυνη για την κοινωνία που απορροφά άκριτα τέτοιες τσαρλατανιές. Άλλη είναι η λογική λειτουργίας των μεγάλων δυνάμεων και εάν δεν την ξέρεις μένεις στην άβυσσο της άγνοιας και των επικίνδυνων απλουστεύσεων. Οι πασίδηλοι σκοποί λοιπόν που διερευνώνται περαιτέρω ήταν οι εξής:
α) Να καταστεί η Κύπρος ορμητήριο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης (και ασφαλώς να μην περιπέσει η Κύπρος στην Σοβιετική Σφαίρα, κατιτί που όπως και θα ειπωθεί από τον Μπωλλ στον Πρόεδρο στην κρίσιμη σύσκεψη της 8ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν κάτι το αναμενόμενο).
β) Προσπάθεια μεν να εκπληρωθεί αυτός ο στόχος χωρίς όμως κατά προτίμηση να συγκρουστούν Ελλάδα και Τουρκία (αυτό ακαριαία και άκαμπτα οριοθετούσε το εγχείρημα και τα εναλλακτικά σχέδια των ΗΠΑ εκτός και αν κανείς έχει ένδειξη ότι η Τουρκία θα δεχόταν οτιδήποτε άλλο εκτός από μια εδραία και μόνιμη παρουσία στην Κύπρο ως αφετηρία του επόμενου βήματος στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης που ποτέ δεν σταμάτησε – και που αποτελούσε συστημικού χαρακτήρα διένεξη, όπως τα γεγονότα καταμαρτυρούν διαχρονικά).
γ) Εάν η Τουρκία δεν συναινέσει σε μια περιορισμένη (σύμφωνα με τα αμερικανικά κριτήρια) κατάκτηση στρατιωτικού προγεφυρώματος στην Κύπρο (κατά την εκτίμησή μου ενοίκιο ή μόνιμη είναι δευτερεύον εκτός και αν τερματιζόταν για πάντα η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση κατιτί που όπως γνωρίζουμε δεν ισχύει) τότε εξώθηση σε «ελεγχόμενη κρίση που θα έφερνε την Τουρκία σε διαπραγματευτική ισχυρή θέση» (βλ. στα έγγραφα πιο κάτω) και επιβολή των προδιαγεγραμμένων σκοπών.
δ) Οι Αμερικανοί με συγκλονιστικό για την Ελλάδα τρόπο –αλλά και καθοριστικό για την έκβαση της κρίσης αν άρχιζε κατιτί με σπασμωδικές ανακηρύξεις εν μέσω ελληνικού εμφυλίου– θεωρούσαν δύο πράγματα δεδομένα: Αφενός ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν αναλώσιμο υποχείριό τους απαξιώνοντάς τον διαρκώς ως δημαγωγό, ανίκανο κτλ. Αφετέρου, ότι ανά πάσα στιγμή ήλεγχαν πλήρως το ελλαδικό πολιτικοστρατιωτικό πεδίο με προεξάρχοντα βέβαια «άνθρωπό τους» τον Υπουργό Άμυνας Γαρουφαλιά. Είναι εξίσου συγκλονιστική, επιπλέον, προσδοκία των ΗΠΑ και ο θυμός τους αργότερα όταν δεν εκπληρώθηκε, ότι έλληνες θα εκτελούσαν ενδό-ελληνικά στρατιωτικά πραξικοπήματα τα οποία αυτοί στην συνέχεια θα ενέτασσαν στα γνωστά εναλλακτικά σενάρια δράσης (contingency plans μερικά από τα οποία αναδύονται εδώ και εκεί μέσα από όσες πληροφορίες διέτρεξα μέχρι στιγμής.
ε) Οι Τούρκοι απέρριπταν πάντοτε όλες τις προτάσεις αναμένοντας καλύτερη ευκαιρία που ήλθε το 1974. Τελεσιδίκως απέρριψαν το σχέδιο Αναν με την αποστολή της επιστολής Ερκίν ενώ η Τουρκία την ίδια στιγμή είχε δίαυλους επικοινωνίας με την Σοβιετική Ένωση για το θέμα της «ομοσπονδίας» (που ευνοούσε την περαιτέρω ενδό-Νατοϊκή διχόνοια που κατά βάση ήθελε η ΕΣΣΔ). Ο πασίδηλος σκοπός της Άγκυρας ήταν να συρθούν όλοι στο πεδίο στρατιωτικών παιγνίων όπου η γεωπολιτική της σημασία θα μετρούσε εξαιρετικά. Τρόπος να γίνει διαφορετικά ότι εκδουλεύσεις και να προσέφεραν οι ελλαδίτες συνομιλητές τους δεν υπήρχε γιατί η Τουρκία χαρακτηριστικά είπε αν ανακηρυχθεί η ένωση θα εισβάλει «ακόμη και εάν όλος ο κόσμος θα στραφεί εναντίον της». Εξαιρετικά σημαντικό και συναφές, πολλά κείμενα που έχουμε ήδη στην διάθεσή μας οι αμερικανοί καθιστούν ξανά και ξανά σαφές (μεταξύ τους και σε συνομιλίες με Έλληνες) αφενός ότι ποτέ δεν θα πολεμήσουν τον τουρκικό στρατό και αφετέρου ότι ποτέ δεν θα παρεμβληθούν μεταξύ τουρκικού στρατού και Κύπρου. Μόνο και μόνο αυτή η ανέλπιστα ξεκάθαρη θέση (γιατί είναι ανέλπιστο να υπάρχει έστω και μια σταθερή θέση, πλην αυτή δικαιολογείται από την στρατηγική συγκυρία) δείχνει τους κινδύνους που διέτρεξαν οι Έλληνες εάν σύρονταν στην κλίνη του Προκρούστη των στρατηγιών παιγνίων.
στ) Το πώς θα εξελίσσονταν τα εναλλακτικά σενάρια δράσης κανείς δεν μπορεί να ξέρει γιατί έχουν όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω την δική τους δυναμική πάντοτε αρνητική για τον λιγότερο ισχυρό.

Μια πρώτη εκτίμηση είναι ότι το πραξικόπημα που ο πρωθυπουργός της Ελλάδας σχεδίαζε, υποσχέθηκε και τελικά δεν έκανε συνωμοτώντας με ξένες δυνάμεις θα έβαζε Ελλάδα και Κύπρο σε ναρκοπέδιο τελικού θανάτου. Για τι επιτυχία να μιλάμε όταν θα διατρέχαμε ένα κίνδυνο ενδο-ελληνικού εμφυλίου και ταυτόχρονης πολυμέτωπης στρατιωτικής σύγκρουσης. Κάτι σημαντικό που δεν μπόρεσα να δω μέχρι στιγμής είναι το κατά πόσο είχε εμπλακεί και η σοβιετική ένωση, με την οποία η Άγκυρα βρισκόταν σε επικοινωνία. Ότι διάβασα μέχρι στιγμής επιβεβαιώνουν αυτές τις πρώτες εκτιμήσεις και επιφυλάσσομαι.

Σε μια πολιτική συζήτηση και περισσότερο σε μια συγγραφή πολιτικής ιστορίας δίκη προθέσεων, όπως είπαμε, δεν χωρεί. Υπάρχει όμως ένα κόκκινο σύνορο και μια διόλου αμελητέα ελαστική κλίμακα. Όσοι στην κυπριακή πλευρά το 1964 δεν δέχθηκαν τους κινδύνους μιας εισόδου σε ναρκοπέδιο ή αντέδρασαν με θυμό στις συνομωσίες (με ξένους!) του Γεωργίου Παπανδρέου για πραξικοπήματα, η στάση τους συνάδει με μια βασική αρχή εξωτερικής πολιτικής: Σεν χωρούν τυχοδιωκτικές στάσεις επί ζητημάτων που αφορούν την εθνική επιβίωση. Εδώ έχουμε όχι πρόθεση αλλά σύνεση και διπλωματικό ορθολογισμό. Ο Μακάριος και στο τέλος ο Γρίβας φαίνεται ότι έτσι στάθηκαν.
Μελετώντας τα παθήματα για να αντλήσουμε μαθήματα, κανείς θα πρέπει να καταλήξει σε εκτιμήσεις για το χαμηλό ή υψηλό ρίσκο μιας απόφασης ή μιας στάσης. Για παράδειγμα, είναι ένα πράγμα να εισέλθεις εντός ενός ναρκοπεδίου απροετοίμαστος και έχοντας πλήρη άγνοια του πεδίου και άλλο να ριψοκινδυνέψεις μια μάχη ακόμη και ένοπλη συνεκτιμώντας τους παράγοντες που την επηρεάζουν και προσπαθώντας να σχεδιάσεις μια στρατηγική ελέγχου και επηρεασμού αυτών των παραγόντων σύμφωνα με τα συμφέροντά σου.
Για να φωτίσουμε έστω και λίγο –για όνομα του Θεού, να φωτίσουμε λίγο, όχι για να γίνουμε προφήτες του παρελθόντος– μείζον είναι αφενός έγκυρη γνώση πάγιων στρατηγικών συμπεριφορών των κρατών που κάθε καλός διεθνολόγος (ή ως προς τούτο πολιτικός ηγέτης πρέπει να) γνωρίζει και αφετέρου, οι μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί σκοποί στους οποίους προσαρμόζονται ευέλικτα και ελαστικά οι βραχυπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στρατηγικοί σκοποί. Για παράδειγμα, την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, αυτό πρέπει να ξέρουμε για να διατυπώσουμε έγκυρες εκτιμήσεις στην Συρία ή την Αίγυπτο, το Ιράν ή την Λιβύη και όχι για να έλθουμε μετά από εκατό χρόνια για να προφητέψουμε τι θα γινόταν εάν ο Α ή Β τηρούσε την Α έως Ω στάση την στιγμή που πολλά για να μην πω σχεδόν όλα είναι αγνώστων συνδυασμών και αγνώστου επενέργειας.
Σε κάθε ιστορική εποχή, σε κάθε περιοχή, σε κάθε κράτος, σε κάθε στιγμή και σε κάθε φάση όπως εξελίσσονται τα πράγματα έχουμε μια δυναμική δίνη ενδοκρατικών, διεθνών και συχνά τυχαίων και πάντοτε ρευστών γεγονότων και ρευστών διαμορφωτικών δυνάμεων.
Το υπόβαθρο είναι άγνωστο πως συγκροτήθηκε και εξελίχθηκε. Κυρίως είναι άγνωστη η δυναμική αλληλεπίδραση της ετερογονίας και ρευστότητας των σκοπών και των εκατοντάδων ή και χιλιάδων κριτηρίων και παραγόντων εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής που μεταξύ τους επιδέχονται δισεκατομμύρια!!! συνδυασμούς ανάλογα με τις ποιοτικές βαθμίδες στην χάραξη, σχεδιασμό και εφαρμογή μιας κρατικής δύναμης.
Συχνά, εάν ένα εθνοκράτος είναι ανεπαρκές στην χάραξη και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής ή εάν οι σκοποί είναι αντικειμενικά ανέφικτοι αυτά τα δισεκατομμύρια συμπλέκονται δυναμικά και αυτόνομα και «ότι βγάλει το χάος» (αυτό συμβαίνει πολύ συχνά στους Έλληνες αλλά και σε πολλούς άλλους απρόσεκτους και ασθενείς ως συλλογικότητα εξ ου και συχνά αγόμαστε και φερόμαστε άβουλα, σπασμωδικά και απρόβλεπτα).

Για αυτούς και πολλούς άλλους λόγους ιστορικοί προφήτες του μέλλοντος δεν υπάρχουν!! Είτε κατανοεί κανείς αυτή την αλήθεια είτε κοιτάζει το δάκτυλο του ποδιού του εθελοτυφλώντας και φορώντας παρωπίδες για να εκπληρώσει άλλους σκοπούς (κατά τα άλλα ενδεχομένως για αυτόν και τους φίλους τους στην βάση ιδιοτελούς αντίληψης της ζωής αυτοί οι σκοποί να είναι πολύ θεμιτοί αλλά δεν κρίνεται αυτό εδώ αλλά η επιστημολογία και η μεθοδολογία της πολιτικής επιστήμης του διεθνούς συστήματος και οι επικίνδυνα αιωρούμενες εκτιμήσεις ή οι πιο γήινες, νηφάλιες και σταθμισμένες εκτιμήσεις).
Το ζήτημα κατά συνέπεια άρχισε να γίνεται πιο σοβαρό και ξεφεύγει τελείως της συζήτησης που άρχισε στο διαδίκτυο με αφορμή μια επιφυλλίδα στον Φιλελεύθερο και με αιτιολογημένα επιχειρήματα στην βάση θέσεων και όχι προσώπων συνηγόρησα με την υποψηφιότητα του Γιώργου Λιλλήκα για πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η αγριότητα των εχθρικών αντιδράσεων σε αναφορά με πρόσωπα και ιστορικά γεγονότα ήταν ενδεικτική και χαρακτηριστική και πυροδότησε δεκάδες απρόκλητους διαξιφισμούς ενταγμένους στην ανεπίτρεπτη για μια πολιτεία, διχοτομία «εχθρών» και «φίλων» επί υποθέσεων που αποτελούν έσχατες λογικές κάθε βιώσιμης κοινωνίας, δηλαδή για το θέσφατο της Ελευθερίας-Εθνικής Ανεξαρτησίας (το μοναδικό ζήτημα που ανέδειξα στις παρεμβάσεις μου θεωρώντας το ως είθισται απαραβίαστο και ανεύθυνο να το θέτεις σε κίνδυνο).
Προσωρινά λοιπόν για τις ανάγκες του παρόντος προκαταρτικού σημειώματος βάζω τίτλους και συνδέσμους για να διευκολύνω όποιο θα ήθελε να το δει κάποιες άλλες αναλύσεις. Τα ζητήματα που θίγονται στο παρόν τυγχάνουν, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, επιστημονικής έρευνας που αναγκαστικά θα είναι μακρόχρονη.
Τα παρόν κείμενο ως εκ της φύσεώς του περισσότερο την λογική επικαλείται και όχι κάποια αξίωση για βαθυστόχαστες αναλύσεις. Ούτως ή άλλως, στα επίπεδα και πρόχειρα ιστορικά ανέκδοτα που πρέπει να απαντώνται στη εκάστοτε συγκυρία που εκδηλώνονται, το παρόν όπως διαμορφώθηκε επαρκεί.
Μέρος διατυπώσεων που αφορούν επιστημολογικές και ιστορικές πτυχές είναι χρήσιμες ως μαγιά μιας ερευνητικής αφετηρίας. Πολλές από τις τυπολογίες και πολλοί από τους ορισμούς είναι πρωτότυποι και προσαρμοσμένοι στην επιστημονική ανάπτυξη ενός πολιτικού επιστήμονα ή μιας ομάδας επιστημόνων.
Υπογραμμίζω: Δεν με ενδιαφέρουν τα ιδεολογικό-κομματικά, λειτουργώ αναλυτικά με όρους πολιτικής τυπολογίας, όρων και εννοιών με τα οποία είμαι από καιρό δεσμευμένος, παρεμβαίνω μόνο για ζητήματα που αφορούν την Ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία, τα επιχειρήματα σχετίζονται με θέσεις και τυποποιημένους πολιτικούς ελέγχους και όχι πρόσωπα και η ιεράρχηση των προσώπων στην κλίμακα των προτιμήσεων εντάσσεται και πειθαρχείται από αυτή την λογική.

Το «παλιοχάρτια», τώρα. Είναι γνωστός αυτος ο προκλητικός όρος για πολλούς ασκητικούς τύπους οι οποίοι αφοσιώνονται στην αρχειακή δουλειά ή στο ξεφύλλισμα χιλιάδων σελίδων οι οποίες υποχρεωτικά παρελαύνουν μπροστά τους και τους κατακλύζουν.
Η ιεράρχηση τω σημασιών αποτυπώνει μια αναπόφευκτη και αναγκαία βάσανο των σοβαρών ερευνητών όταν κολυμπώντας μέσα σε ένα ωκεανό «εγγράφων», εκθέσεων και δηλώσεων ή αναλύσεων που τα αξιολογούν «ιστορικά» προσπαθούν να μιλούν γήινα και όχι προπαγανδιστικά η με όρους πολιτικής θεολογίας ή αυθαίρετων αλμάτων συλλογισμών που εξυπηρετούν γούστα και ιδιοτροπίες.
Τα έγγραφα και άλλες αποτυπωμένες πληροφορίες σχεδόν πάντα τα γράφουν διαφορετικά άτομα ή ομάδες και σε χρονικά κα πολιτικά διαφορετικές περιόδους και περιστάσεις. Για το ζήτημα αυτό, βέβαια, υπάρχου έξοχα κείμενα ιστορικής μεθοδολογίας τα οποία κανείς μπορεί να αναζητήσει.
Τα «έγγραφα» λογικό είναι συχνά να αποτυπώνουν την στιγμή και συχνά την προσωπική γνώμη ή εκτίμηση χωρίς την παραμικρή αξία. Λογικό είναι επίσης είναι ακόμη και αν αξίζουν κάτι να πρέπει να αξιολογηθούν μέσα σε ένα μεγάλο ιστορικό χείμαρρο που τα παρασέρνει ή μέσα σε μια δυναμική δίνη ενδοκρατικών και διακρατικών επιλογών οι οποίες σχεδόν πάντοτε ακόμη και εάν είναι συμμαχικές (η ακόμη και να συγκρούονται για ενδοκρατικούς λόγους ή και ενδο-κυβερνητικούς λόγους). Αυτά όλα και πολλά άλλα «αξιολογούνται». Δηλαδή: «τρέχα γύρευε». Γι’ αυτό και με τα έγγραφα κανείς θα πρέπει να είναι επιφυλακτικός εάν δεν συνδέονται με αποτελέσματα και διϋποκειμενική εμπειρία όπως η ιστορία ρέει.
Το κάθε τι από αυτά είναι καραβάκι μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα της ενδοκρατικής και διεθνούς πολιτικής, για να μην μιλήσω για τα τυχαία γεγονότα. Επίσης, τις σκόπιμες ή μη παρανοήσεις ή παραπληροφορήσεις επί μιας υπόθεσης της εξωτερικής πολιτικής η οποία την «στιγμή» της πολιτικής πράξης για τα σοβαρά κράτη είναι μέσα σε «κλειστό και αδιαφανές διπλωματικό κουτί» όπου χαράσσεται, σχεδιάζεται και εφαρμόζεται η στρατηγική της οποίας μερικοί σκοποί είναι γνωστοί και σκόπιμα διακηρυγμένοι και άλλοι άγνωστοι συχνά ακόμη και στους ίδιους τους εργαλειακά κινούμενους αντιπροσώπους και διαπραγματευτές στην βάση ρητών οδηγιών που διαρκώς αλλάζουν.
Αυτός είναι εξάλλου ο ρόλος των διπλωματών και συχνά και των υπουργών εξωτερικών οι οποίοι συχνά κινούνται με τις παρωπίδες που τους φορούν τα «γεράκια» που σχεδιάζουν, χαράσσουν και συνεχώς επαναπροσδιορίζουν την στρατηγική. Θα τόνιζα ότι ο καλός διπλωμάτης και ο καλός υπουργός εξωτερικών εάν κατ’ εξαίρεση δεν είναι ο ίδιος που χαράσσει και εφαρμόζει την στρατηγική όπως η περίπτωση ενός Κίζιγκερ, πρέπει να φορά αυτές τις παρωπίδες αδιαμαρτύρητα για να αφήνει τους «κεντρικούς» να ενώνουν τα νήματα και να επαναπροσανατολίζουν.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο διαβάζουμε δηλώσεις η θέσεις ενός Υπέξ και ο γνώστης διερωτάται γόνιμα για να βοηθήσει ή αν συνοψίζει ότι ξέρει για να δείξει ότι υπάρχει ή για να εκμαιεύσει πληροφορίες, οδηγίες ή και εντολές. Συχνά οι διπλωμάτες και μερικές φορές οι ίδιοι οι υπουργοί εξωτερικών είναι άβουλοι και εργαλειακοί μεταδότες λανθασμένων μηνυμάτων προς του υπόλοιπους δρώντες. Στις ΗΠΑ πχ είναι γνωστός ο παραγκωνισμός των υπουργών εξωτερικών οι οποίοι είθισται να είναι αγγελιαφόροι ή και κράχτες παραπληροφόρησης, εξ ου και υπάρχουν παράπονα και παραιτήσεις.
Αν νομίσουμε ότι μια «άποψη» ή κάποια άλλη που είδαμε μετά από 100 χρόνια είναι «μπάμπ και κάτω» ερμηνεία πολύ πιθανό σφάλλουμε φρικτά. Και την στιγμή της πολιτικής πράξης αν κανείς κάνει τέτοια λάθη είτε παθαίνει μεγάλες ζημιές είτε πεθαίνει. Για τις ΗΠΑ θα επανέλθω πιο κάτω γιατί η δομή και τρόπος λήψης αποφάσεων και οι ιεραρχίες των συντελεστών αν δεν είναι γνωστές δυνατό να οδηγήσουν σε αναπόδραστα και ιλαροτραγικά λάθη μοιραίων προεκτάσεων.

Τα έγγραφα λοιπόν, οι εκθέσεις και κάθε άλλο που σήμερα είναι μπροστά μας ή και κατά εκατομμύρια αναρτημένες πληροφορίες στο διαδίκτυο, απαιτούν βασανιστική αξιολόγηση και ιεράρχηση. Αυτό είναι προϋπόθεση για να ξεπεταχθούν τα δευτερεύοντα ή αποπροσανατολιστικά και να κρατηθούν τα ενδεχομένως σημαντικά τα οποία στην συνέχεια είναι νόμος πως πρέπει να αναλυθούν και αξιολογηθούν «in context». Με επιφύλαξη, επίσης, του γεγονότος ότι είναι μια σταγόνα του ωκεανού ή και μια παραπληροφόρηση της στιγμής ή μια διατύπωση γνώμης σε ένα μεγάλο σύστημα λήψης αποφάσεων.
Διόλου τυχαία πολλοί διεθνολόγοι, και πολύ σωστά κάνουν, στέκονται στα μακροϊκονομικά γεγονότα και μόνο όταν αυτά έχουν τελείως και πασιφανώς εμπεδωθεί ως πραγματικότητα. Κρατούν έτσι τον ρόλο, κατά το δυνατό, του αξιολογικά ελεύθερου αναλυτή που σταθμίζει, εκτιμά και αντλεί σωστά μαθήματα αφήνοντας την εμπράγματη στρατηγική και πολιτική τέχνη στους πολιτικούς δρώντες οι οποίοι ανά πάσα στιγμή είναι επιτυχείς και αποτελεσματικοί μόνο εάν εκπληρώσουν προδιαγεγραμμένους και ιεραρχημένους σκοπούς.
Υπέρτατος αξιολογικά ελεύθερος, σωστά περιγραφικός και παραγωγός ερμηνειών διαχρονικής σημασία είναι, αναμφίβολα, ο Θουκυδίδης. Όπως εξήγησα σε προγενέστερο σημείωμά μου, μεταξύ άλλων, αποσυνδέει την ιδιοτέλειά του ή τις προτιμήσεις του από την περιγραφή, βλέπει καθαρά την λογική και την ιδιοτέλεια των φορέων πολιτικής δράσης, κρατά ότι είναι σημαντικό από τις στιγμές (το μεγαλύτερό του επίτευγμα, κατά πολλούς), είναι επιφυλακτικός και συγκρατημένος στις εκτιμήσεις δυναμικών και αστάθμητων γεγονότων και αναδεικνύει σε αξιωματικά πορίσματα διαχρονικής και αναλλοίωτης σημασίας ότι είναι μάθημα της ιστορίας.
Μπορούμε να ξέρουμε έτσι τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου και πάγιες συμπεριφορές των ανθρώπων ως άτομα και ως συλλογικότητες αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε τους προφήτες για το τι θα γινόταν αν πχ ο Περικλής δεχόταν ή δεν δεχόταν το ένα ή το άλλο ή πως θα εξελισσόταν η ιστορία αν το πρωί πριν πάει στον Δήμο είχε πονοκέφαλο ή τσακώθηκε με την γυναίκα του. Σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε δίκη προθέσεων του Περικλή. Μπορούμε να πούμε όμως ότι διαβάζοντας τις δημηγορίες του πάνω στο εκκρεμές της πίστης και της νομιμοφροσύνης είναι αδιατάραχτα προσκολλημένος στην Ελευθερία, την εθνική συμφέροντα και τα έσχατα συμφέροντα επιβίωσης της πατρίδας του Αθήνας.
Με βάση την αξιωματική γνώση ή νόμο του Θουκυδίδη και τις μετέπειτα θεμελιωμένες επεξεργασίες αιτίων και αιτιατών στην διαχρονική αλυσίδα της ενδοκρατικής και διακρατικής ζωής κρίνονται και οι ποιοτικές βαθμίδες της γνώσης στην πολιτική επιστήμη και στην πολιτική επιστήμη του διεθνούς συστήματος. Αυτό, παρεπιπτόντως είναι και το μέτρο στάθμισης της θεωρητικής γνώσης και των ποιοτικών βαθμίδων όσων εμφανίζονται με κάποιο τίτλο λέγοντας ότι είναι «θεωρία». Η καλή θεωρία κτίζει πάνω στο Υπόδειγμα της αξιωματικής γνώσης –εκτός και αν ανατραπεί το Υπόδειγμα, πχ έχουμε ένα βιώσιμο και κοινωνικά νομιμοποιημένο παγκόσμιο κράτος– και βασανιστικά επιχειρεί ασταμάτητα να αντλήσει μαθήματα χρήσιμα για την εμπράγματη πολιτική ζωή που φωτίζουν καλύτερα την Υποδειγματική γνώση.
Τα «μαθήματα» του Υποδείγματος και της καλής θεωρίας είναι οντολογικά εδρασμένα και αυτή ενώ όταν δεν είναι μια από τις πολλές σαπουνόφουσκες της πολιτικής θεολογίας που κατά καιρούς παράγουν οι άνθρωποι.
Η καλή γνώση έχει γήινη σημασία –πνευματική και αισθητή– και όχι εναέρια ή επουράνια. Εδώ ακριβώς πρέπει να αναζητήσουμε και τα εκατομμύρια σαπουνόφουσκες των ιδεολογιών, των ιδεολογημάτων και των θεωρημάτων των τριών τελευταίων αιώνων όταν κυριάρχησαν επίπεδες υλιστικές θεωρήσεις πνευματικά στερημένες («ανάγκη» διαμόρφωσης των δουλοπαροίκων) και που ακούνε σε διάφορα αριστερά και δεξιά ονόματα και στις άπειρες αποχρώσεις τους. Από την μια πλευρά είναι οι ιδεολογικά εκπαιδευμένοι μέσα στα προπαγανδιστικά εκκολαπτήρια της Δύσης και της Ανατολής (πολλά έχουν και επιθετικό προσδιορισμό προγραμματικής «εγκυρότητας»: «πανεπιστήμιο») και από την άλλη πλευρά είναι οι αναρίθμητοι «οπαδοί». Όλοι μαζί –αφθονούν στα ασθενή και λικνιζόμενα μη βιώσιμα κράτη ή κρατίδια– είναι εξ αντικειμένου παρωχημένοι και απαρχαιωμένοι γιατί οι άνθρωποι και όσο έθνη αξίζουν αυτό τον προσδιορισμό οντοποιήθηκαν βαθειά και υποστασιοποιήθηκαν εθνοκρατικά. Όλοι μαζί –«διανοούμενοι» και ο «λαουτσίκος», δεξιοί, αριστεροί και όλες οι αποχρώσεις τους– είναι εμπόδιο στην δημοκρατική συγκρότηση των ανθρώπων. Δηλαδή μια εθνικά ανεξάρτητη φορά κίνησης προς πολιτική ελευθερία. Το πρώτο και ανελαστικά ασυμβίβαστο σημαίνει συλλογική Ελευθερία απαλλαγμένη εξωτερικών καταναγκασμών και το δεύτερο εσωτερικό άθλημα κατ’ αλήθειαν βίου και συγκρότησης κοινού τρόπου ζωής.
Μόνο μοντερνιστικά τυφλωμένοι δεν βλέπουν –και μέχρι στιγμής οι τυφλωμένοι είναι πολλοί– ότι δεν χρειαζόμαστε κόμματα ή τα παρωχημένα δεξιοαριστερά κλουβιά και ότι μέχρι να έχουμε αν ποτέ έχουμε άμεση δημοκρατία, τουλάχιστον, εάν πρέπει να στέλνουμε αντιπροσώπους σε κάποιο κοινοβούλιο ή εθνοσυνέλευση, οι πολίτες μπορούν ευθέως να τους εκλέγουν στους τόπους που ζουν, στα χωριά και στις περιφέρειες ενός εθνοκράτους. Η εκτελεστική εξουσία να ορίζεται από αυτούς και όλοι μαζί να επανεκλέγονται κάθε έξη μήνες ή κάθε ένα χρόνο. Αυτό είναι ανέφικτο;
Η καλή γνώση του εαυτού μας, των κρατών και των σχέσεών τους, λοιπόν, εξ αντικειμένου και λογικά μπορεί να είναι μόνο απαλλαγμένη από κατασκευαστικά των ανθρώπων ιδεολογήματα και να προσκολλάται στην απορρέουσα επιστημονική δεοντολογία λόγω ύπαρξης οντολογικών και ανθρωπολογικών προϋποθέσεων που προηγούνται κάθε αναλυτή. Ο «μικρός» αναλυτής γονατίζει με δέος μπροστά στην οντολογία και ότι λέει δεσμεύεται από αυτή. Αν πρωτογενώς ή ως ηθικός αυτουργός θέλει να την κατασκευάσει είναι γελοίος ή χυδαίος προπαγανδιστής ή γενοκτόνος. Κοσμοπλάστης και ανθρωποπλάστης είναι μόνο ο Θεός, για όσους πιστεύουν. Επίγεια αυτόν προγραμματικά πλασμένο άνθρωπο τον σμιλεύει η πολιτική καθημερινά προσαρμόζοντας έτσι την απέραντη ετερότητα των πολιτών στον ηθικά και κανονιστικά εύτακτο συλλογικό κατ’ αλήθειαν Πολιτιειακό βίο. Ο κάθε συλλογικός βίος είναι ένας τρόπος ζωής διαρκώς διαμορφούμενος σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας όπως αυτή προϋπήρχε και όπως αυτή εξελίσσεται πολιτειακά. Η γνώση και η πολιτική πράξη μπορεί να είναι μόνο συναρτημένη με τις οντολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις που γεννά η ιστορία όπως κινούνται πρόσω (ή όπισθεν) οι άνθρωποι τα κράτη και οι μεγάλες δυνάμεις. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Το ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε είναι και το πρόβλημα.

Αναλύοντας ιστορικά κείμενα για να ενταχθούν στην εξέταση της διεθνούς πολιτικής, κάθε έγγραφο, έκθεση ή άλλες πληροφορίες χρήζουν αξιολόγησης και ιεράρχησης και όχι στοιβάγματος ή πολύ χειρότερα δολοφονία των πληροφοριών με το να τις αρπάζει κανείς και να τις χρησιμοποιεί επιλεκτικά σύμφωνα με τις προσωπικές ιδεολογικο-κομματικές προτιμήσεις, επιθυμίες για αυτό-δικαίωση υποκειμενικών στάσεων και εκδικητικών συνδρόμων κατά ιστορικών προσώπων σύμφωνα με πολωτικά κριτήρια της ιστορικής διαδρομής ενός κράτους.
Τα έγγραφα είναι άχρηστα εάν δεν συνεκτιμούν απόλυτα το απέραντο και απροσμέτρητο περιβάλλον της διεθνούς πολιτικής. Και επειδή ακόμη και ο Θεός της διεθνολογίας θα σας πει ότι αυτό είναι ανέφικτο συνιστάται περισυλλογή, νηφαλιότητα, επιστημονική ταπεινότητα, δέος μπροστά στην απεραντοσύνη της εμπράγματης διεθνούς και κρατικής ζωής και στις άκρως επιφυλακτικές εκτιμήσεις- συμπεράσματα. Ο σοβαρός πολιτικός επιστήμονας της διεθνούς ζωής δεν παραπέμπει σε κάποιο υψιτενή τίτλο αλλά σε εκείνη την ταπεινή αναλυτική υπευθυνότητα που αποκτά κανείς όταν συνειδητοποιήσει πόσο μικρός είναι «για να γράψει ιστορία».
Πολύ περισσότερο υπευθυνότητα εμποδίζει κάποιον να διαπράξει ένα επιστημονικό έγκλημα με το να γίνει επιθετικός προφήτης του παρελθόντος και μάλιστα με τρόπο που ισοπεδώνει ευθύγραμμα και απλουστευτικά τα πάντα για να εκτελέσει ένα τεράστιο αυθαίρετο άλμα που καταλήγει σε … δίκη προθέσεων. Αυτό εν τούτοις γίνεται καθημερινά στην μοντερνιστική ζωή που είναι γεμάτη με επιστήμονες, ιδεολόγους και κοσμοπλάστες. Εξ ου και το πρόβλημα.
Για την αρχειακή αξιολόγηση που επιδιώκει να κάνει ιστορική αποτίμηση και πολύ περισσότερο διεθνολογική κανείς κινείται επιστημονικά στο σκοτάδι και πολιτικά στο κενό (ως προς τις εκτιμήσεις του) εάν δεν διαβάσει σοβαρά κείμενα που το εξηγούν. Αν δεν διαβάσει χωρίς παρωπίδες, κυρίως, τον Θουκυδίδη και εάν καταλάβει την ανελέητα πειθαρχημένη επιστημολογία του διαχρονικής και αναλλοίωτης εμβέλειας.
Υπάρχουν και σύγχρονα κείμενα. Για παράδειγμα, το «προειδοποιητικό» κείμενο, του E.H.Carr, What’s History για το πόσο παραπλανητικά μπορεί να είναι τα ιστορικά αρχεία, ανάλυση που επηρέασε όσο καμιά άλλη την καλή ιστορική έρευνα. Το λέμε, το ξαναλέμε, αλλά κανείς δεν ακούει, γιατί στην πολιτική διαπάλη, ιδιαίτερα την αυτοκτονική, οι παρωπίδες αποτελούν ασφαλή προσανατολισμό που εξυπηρετούν εκείνους τους σκοπούς που παράγει η ιδιωτεία (ιδιωτεία υπάρχει σε κάθε τι το οποίο εν μέρει ή εν όλω δεν είναι Πολιτειακά ενταγμένο, κοινωνικοπολιτικά σμιλευμένο, κοινωνικά-δημοκρατικά νομιμοποιημένο και διαρκώς υποκείμενο την βάσανο των δημοκρατικών ελέγχων του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου).

Συνοψίζω λοιπόν λέγοντας ότι κανένας σοβαρός πολιτικός επιστήμονας του διεθνούς συστήματος (με την έννοια που μόλις ανέφερα) δεν θα προσποιηθεί ότι είναι κοσμοϊστορικός κριτής και πολύ λιγότερο προφήτης του παρελθόντος στηριγμένος σε κοντόφθαλμες κομματικές προσωπικές δίκες προθέσεων οι οποίες δεκάδες χρόνια ή και αιώνες μετά στηλιτεύουν αγέννητους, αθωώνουν ενόχους και εξομοιώνουν ανόμοια.
Ιστορικοί δικαστές δεν υπάρχουν. Στις συνοικιακές λαχαναγορές μπορεί. Στη αντικειμενική επιστήμη ή στην λογικά επεξεργασμένη πολιτική ανάλυση όχι. Όπως τα κράτη και οι σχέσεις τους εξελίσσονται δυναμικά μέσα στην δίνη της διεθνούς πολιτικής όπου επενεργούν άπειροι παράγοντες οι περισσότεροι άγνωστοι, η ίδια η ιστορία είναι το «παγκόσμιο δικαστήριο» (Hegel) και «κάθε εγχείρημα που δεν στέφεται με επιτυχία είναι λάθος» (Βενιζέλος).
Η πολιτική πάλη (ιδανικά εντός του Δημοκρατικού Δήμου) έπεται δεν προηγείται του αντικειμενικού πολιτικού στοχασμού. Συχνά στην ατελέστατη μοντερνιστική ζωή τα προαναφερθέντα κατασκευαστικά ιδεολογικά δόγματα προτάσσονται στην πολιτική. Προηγούνται για παράδειγμα στα πεδία του εθνομηδενισμού όταν προγραμματικά ιδεολογικά ταγμένοι να δουν ένα έθνος να ισοπεδώνεται αυθαίρετα σβήνουν την οντολογία, τις διαχρονικά σμιλευμένες ανθρώπινες ουσίες και νοήματα και επιχειρούν έτσι να εξανεμίσουν την εθνοκρατική του υποστασιοποίηση. Πετάνε έτσι υψιτενείς και συχνά επιστημονικά μεταμφιεσμένες σαπουνόφουσκες. Στον εθνομηδενισμό επίσης δεν κατηγοριοποιούνται μόνο τα ιδεολογικά εγγόνια του Μαρκησίου de Sade (βλ. Κονδύλης, Ευρωπαϊκός διαφωτισμός, τ. ΙΙ, Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών κεφ. 5) αλλά και κάθε ανάλυση που κλείνει τα μάτια μπροστά στις Υπαρκτές οντολογικές και ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και που επικαλείται «αναγκαιότητες» αναίρεσης της Ελευθερίας τους.
Μπορεί με ακριβώς τον ίδιο τρόπο να αξιολογηθούν και όσοι για τον ένα ή άλλο λόγο πίστεψαν και αυθαίρετα επιδιώκουν να μεταδώσουν στους άλλους αυτή την πίστη και με λόγια που εδράζονται σε θολές «αναγκαιότητες» καλούν για προσωρινή ή παντοτινή και μερική ή ολική υποστολή της σημαίας της εθνικής ανεξαρτησίας μιας κοινωνικής οντότητας και για εν μέρει ή εν όλω κατάργηση της συλλογικής της ελευθερίας.
Δεν εξετάζουμε προθέσεις ή κίνητρα γιατί αυτό όπως είπαμε είναι ανέφικτό και μέγιστη αθλιότητα. Αυτό είναι αδύνατο και άβυσσος η ψυχή όλων των ανθρωπίνων όντων. Ενδιαφέρει μόνο η πολιτική στάση και η πολιτική θέση. Να πάψει να υφίσταται αυτό που είναι η Ελευθερία χωρίς την οποία δεν αξίζει να ζεις: Δυνατότητα ελεύθερης πολιτειακής ζωής απαλλαγμένης κάθε εξωτερικού καταναγκασμού που καταστέλλει την απροκαθόριστη απόλαυση της ανθρωπολογικής ετερότητας μιας κοινωνικής οντότητας.
Αυτά είναι θέσφατα και έσχατα χωρίς τα οποία πολιτικός πολιτισμός δεν υπάρχει και για αυτό η εγκατάλειψη της Ελευθερίας-Εθνικής Ανεξαρτησίας είναι «έσχατη προδοσία» του οικείου εαυτού ως άτομο ή ως συλλογικότητα. Τέτοιες στάσεις μας οπισθοδρομούν στην βαρβαρότητα. Η ενδοκρατική και διακρατική πάλη εντάσσεται στο ένα ή το άλλο και όποιος δεν το συνειδητοποιεί είτε νεφελοβατεί είτε είναι επικίνδυνος για τον ίδιο τον εαυτό του και για την κοινωνία στην οποία ανήκει.
Ένα σύνηθες εργαλείο είτε αυτοτραυματισμού είτε ιδιοτελούς πρόκλησης ζημιάς κατά άλλων, επίσης, είναι η θανατηφόρα απόδοση συλλογικών ευθυνών στα μέλη μιας κοινωνίας. Μεταμφιέζεται με φιλοσοφήματα, ιδεολογήματα και ποικίλους υποκειμενισμούς και ιδιοτέλειες ή λογοτεχνικές ασυναρτησίες που εκμηδενίζουν κάθε πολιτική λογική και κάθε πολιτικό ορθολογισμό. Οι άνθρωποι επιστρέφουν στην ιδιωτεία και στην βαρβαρότητα (δηλαδή στην απουσία πολιτικής) όταν διολισθήσουν στο σημείο μηδέν (το κατά πόσο έτσι χάνουν τις εθνικές ουσίες και τα νοήματα είναι ένα ερώτημα που απαντάται με ένα άλλο: Σε ποιο βαθμό τις έχασαν). Μετά από αυτό το σημείο αρχίζει μια νέα ανηφόρα … πολλών αιώνων, ανθρωπολογικής, κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης και εθνοκρατικής υποστασιοποίησης, ενδεχομένως με μεταλλαγμένη πλέον υποστασιοποίηση (εξισλαμισμοί, εκτουρκισμοί κτλ). «Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες», όπως λέμε. Το ζήτημα είναι να μην συμβεί!!

Στο σημείο αυτό, παρενθετικά, θα μπορούσα να αναφερθώ περαιτέρω στην «εσχάτη προδοσία. Πρόκειται για επιστημονικό όρο που έχω από καιρό επεξεργαστεί σε δεκάδες κείμενα ως τυπολογία πολιτικών στάσεων συναρτημένων με την Εθνική Ανεξαρτησία ως διαχρονικού άξονα του πολιτικού πολιτισμού από καταβολής του. Από αρχαιοτάτων χρόνων (κλασική εποχή όπου η πολιτική ελευθερία και το «ιδεώδες της ανεξαρτησίας ήταν οι δύο έσχατες λογικές των δύο όψεων του πολιτικού πολιτισμού) η Εθνική Ανεξαρτησία ήταν το θεμέλιο του πολιτικού πολιτισμού και το θέσφατο της Ελευθερίας. Είναι έννοιες πέραν και υπεράνω κάθε εκλογίκευσης περί της μιας ή άλλης αναγκαιότητας, πολύ δε περισσότερο ανώτερης τάξης από τα πεζά και δεσποτικά ιδεολογήματα του μοντερνισμού. Τίποτα και ποτέ δεν εκλογικεύει την καταστολή την συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας ούτε είναι αποδεκτές οι πλειοψηφίες και οι μειοψηφίες επί ζητημάτων εθνικής ανεξαρτησίας. Μιλώντας για οποιονδήποτε εθνοκράτος αν κανείς θέλει να μην είναι ελεύθερος τιμιότερο είναι να προσχωρήσει στο αντίπαλο εθνοκράτος για να ζει εκεί αξιοπρεπώς. Κάθε βαθμίδα «εσχάτης προδοσίας» μικρής ή μεγάλης κλίμακας όπως την ορίζω συνιστά πολιτικό ανορθολογισμό για όλους και όχι μόνο για το πολιτικό σύστημα της πατρίδας του «δράστη» ή των «δραστών».
Εξ αντικειμένου και εξ ορισμού βρίσκεται στο επίκεντρο των στοχαστικών μου δραστηριοτήτων και ο όρος «εσχάτη προδοσία» επιστημονικά αποστασιοποιημένα συναρτά την Ελευθερία, τη Εθνική Ανεξαρτησία, το σύγχρονο Εθνοκράτος και τις στάσεις των πολιτών (απέναντι στην Εθνική Ανεξαρτησία).
Το σχέδιο Αναν αιτιολογημένα εμπίπτει πλήρως σε αυτή την κατηγορία και αυτός και μόνο αυτός είναι ο λόγος που έκανα όλες αυτές τις παρεμβάσεις που μέχρι σήμερα συνεχίζουν να συνδέουν θέσεις αρχής με την κυπριακή πολιτική όχι σε αναφορά με κόμματα ή πρόσωπα (τα πρόσωπα εμπλέκονται φυσιολογικά με τις πολιτικές τους στάσεις) αλλά σε αναφορά με πολιτικές θέσεις συναρτημένες με την εν λόγω επιστημονική τυπολογία. Κατά βάση με το ακροτελεύτιο πολύ σημαντικό κείμενό σου συμφωνούμε να διαφωνούμε ότι βρισκόμαστε στον αντίποδα των εκατέρωθεν παραδοχών.
Όχι επειδή είσαι λιγότερο έλληνας κα εγώ περισσότερο αλλά επειδή για τους λόγους που διατυπώνεις θεωρείς ότι θα μπορούσε η συλλογική ελευθερία των ελλήνων της Κύπρου εξ ανάγκης να συμβιβαστεί. Δεν βλέπω καμιά τέτοια ανάγκη και αν έβλεπα καλύτερα να μετοικούσα παρά να είμαι υποτελής στην ίδια την πατρίδα μου.
Η τυπολογία της «εσχάτης προδοσίας» πιο συγκεκριμένα αρχίζει από την στιγμή που προτείνεται ή επιχειρείται η καταστολή της συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας. Συνδέω πλήθος στάσεων και συμπεριφορών αυστηρά τυπολογικά ενταγμένων «χωρίς αίματα» ή κατατρεγμούς. Τις συναρτώ με πολιτικές σκέψεις εξίσου τυπολογικά ενταγμένων χωρίς προεκτάσεις τύπου «Γουδί» ή «εξορίες» ή εξοστρακισμούς. Αφορούν μόνο πολιτικούς ελέγχους αναγκαίους και μη εξαιρετέους για την ελευθερία μια κοινωνίας. Αυτούς που ρητά και ξάστερα, για παράδειγμα, αναφέρω στο άρθρο του Φιλελεύθερου και σε άλλα κείμενα: Ότι δηλαδή ηγέτες που διέπραξαν τέτοιο ολίσθημα θα πρέπει είτε να καταψηφιστούν από τους πολίτες είτε, καλύτερα, οικειοθελώς να αποχωρήσουν οι ίδιοι από την πολιτική. Αυτό δεν έγραψα;!
Για πολλούς δεν είναι αποδεκτός οποιοσδήποτε υπαινιγμός –έμμεσος, άμεσος ή εξ αποστάσεως υπονοημένος– που θίγει την ελευθερία της έκφρασης μέσα στον Δήμο της πατρίδας μου. Εν τούτοις, πολλοί κάνουν δίκη προθέσεων και καταδικάζουν αυθαίρετα και αντιδεοντολογικά εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ως ανθέλληνες ή αντίστοιχα κάποιους ηγέτες, στην βάση μιας έωλης εκτίμησης στηριγμένης αποσπασματικά σε μερικά «έγγραφα» τα οποία ανάγουν σε κοσμοϊστορικές ερμηνείες τις απόψεις του ενός ή άλλου υπάλληλου.
Καμιά σκέψη λοιπόν δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή όταν βάλλει κατά της ελευθερίας της σκέψης ή της επιστημονικής κριτικής στην βάση «παρελθουσών νοοτροπιών» της δεκαετίας του 1960 και 1970 (ή στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο πόλεμο την εποχή της Μακρονήσου όταν επικράτησε η μια από τις δύο «καλές» πλευρές ή κατά την διάρκεια της δικτατορίας στην Ελλάδα που αντιστάθηκα με σθένος, πλήρωσα μεγάλο κόστος και συλλήφθηκα).
Μπορεί επίσης να αμφισβητήσει το κατά πόσο μπορώ να συνδέω βάσιμα τις πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές με τις διάφορες βαθμίδες που οριοθετεί η τυπολογία. Ερωτώ: «Ήταν ή δεν ήταν το σχέδιο Αναν «εσχάτη προδοσία» με βάση την οικουμενικών προδιαγραφών και διαχρονικής εφαρμογής τυπολογία μου και πήραν ή δεν πήραν συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα συγκεκριμένες πολιτικές στάσεις και ποιες είναι οι προγραμματικές τους θέσεις σήμερα;». Δεν κρίνουμε προθέσεις αλλά δεδηλώμένες αποφάσεις και αποτελέσματα.
Πάντα καλόπιστα και για να φύγει κάθε απορία υπάρχει και σχετικά σύντομο σχόλιο στην διεύθυνση Ακαδημαικά ζητήματα 11.1.2005 όπου λέω λίγα και ενδεικτικά από τα πολλά που συναφώς κατά καιρούς γράφω σε εκτενέστερα κείμενα. Τώρα, επιστημονικά και επιστημολογικά μιλώντας, αυτός είναι ο ρόλος της τυπολογίας: Πάνω στο εκκρεμές στάσεων και συμπεριφορών που πάει και έρχεται ο καθείς κρίνει τον εαυτό του και όλοι μαζί κρίνουν που βρίσκεται ο καθείς. Για τις στάσεις του Αλκιβιάδη ή του ενάρετου πολίτη ή του αντίποδά του, πέρασαν αιώνες αλλά ακόμη το συζητάμε! Τυπολογίες πρέπει να ξέρετε γράφω πολλές, οι πιο αυστηρές και σκληρές για το πεδίο όπου έλαχε να βρίσκομαι, της πολιτικής σκέψης διαχρονικά. Όχι μόνο επειδή είμαι Αριστοτελικός αλλά επειδή πιστεύω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος επιστημολογικής ελαστικότητας στην πολιτικά πολιτισμένη περιγραφή σύνθετων καταστάσεων του ανθρώπου ως άτομο και ως συλλογικότητα. Για να το κάνω πιο σαφές: Για να συγκρατήσουμε τα θέσφατα και τα έσχατα ακέραια και άθικτα και για να εντάξουμε τις «ανθρώπινες» συμπεριφορές σε μια πιο «ανθρώπινη» διαδικασία πολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων.

Θα σταθώ τώρα, ενδεικτικά και στο πλαίσιο του πνεύματος και του γράμματος του παρόντος όπως το προδιάγραψα για να αναφερθώ σε κάποια ζητήματα της περιόδου Αύγουστος 1964 – Δεκέμβριος 1964 Κάποιες πρώτες εκτιμήσεις που θα εξεταστούν ξανά. Ότι ακολουθεί λοιπόν είναι προγραμματικές «εκτιμήσεις». Βέβαια, εκτιμώ ότι βρίσκονται σε πολύ καλή κατεύθυνση (κάτι είναι και αυτό από το να κινείσαι προς την αντίθετη κατεύθυνση).
Στη δε περίπτωση του σχεδίου Άτσεσον είχαμε μεταξύ άλλων ασταθή εσωτερικά μέτωπα στην δική μας πλευρά, στρατηγική ρευστότητα, ένα έξυπνα κινούμενο αντίπαλο στην Άγκυρα και ένα πρωθυπουργό του οποίου οι κινήσεις ήταν κλασικά σπασμωδικές και ανεύθυνες και η αποστασία και η διδακτορία μετά δείχνει το πόσο ανορθολογικός ήταν όταν διαχειριζόταν την μετά-εμφυλιακή Ελλάδα. Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα γιατί είχαμε όπως θα εξηγήσω πιο κάτω ένα ανεύθυνο πραξικοπηματία πρωθυπουργό στην Αθήνα που συνωμοτούσε με ξένους, που σχεδίαζε κατά μιας εκλεγμένης ελληνικής κυβέρνησης και που θα έδινε ελληνική γη αφήνοντας ταυτόχρονα την Τουρκία για πρώτη φορά να καβαλικέψει την Μεγαλόνησο επίσημα και συντεταγμένα με βάση.
Για όποιον στοιχειωδώς το αλφαβητάριο της χάραξης, σχεδιασμού και εφαρμογής στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων (για τις ΗΠΑ είναι τα περίφημα «contingency plans») εκτιμά ότι Ελλάδα και Κύπρος θα έμπαιναν στο τραπέζι του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων από το οποίο αν και διπλωματικά άσχετος και απαίδευτος «αυτός ο καλόγερος» (ο Μακάριος) μας έσωσε συμπτωματικά (Από πείσμα; Από ένστικτο; Οι αποφάσεις και η αιτιολόγησή τους διερευνώνται).
Σταδιακά βέβαια διαπιστώνω μας έσωσαν (τότε, τώρα μάλλον με τίποτα) και άλλα γεγονότα όπως ο «πατριωτισμός των τούρκων». Επίσης διατρέχοντας κάποια κείμενα, διακρίνω μια αγωνία των Αμερικανών πως μια ταυτόχρονη στρατιωτική εμπλοκή Ελλάδας και Τουρκίας συνδυασμένη με πραξικοπήματα και εμφύλια ενδο-ελληνική σύρραξη δεν θα μπορούσε να ελεγχθεί κατιτί που υπό τις τότε συνθήκες για τους αμερικανούς ήταν εκτός συζητήσεως.
Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει όταν το χτένι φτάνει στον κόμπο, όμως, χρειάζεται να έχουμε το μάτι στο «στρατηγικό» που κατά τα άλλα σε γενικές γραμμές γνωρίζουμε πιο ήταν όπως και πως ιεραρχούν τις ενέργειές τους: Geneva, August 22, 1964, 6 p.m.: From Acheson. «USG would deeply regret any development which might lead either ally to believe that its interests had not been sufficiently safeguarded but it must be guided by the interest and purposes of the Alliance as a whole». Αυτό δεν είναι κάτι που μαθαίνουμε από το «έγγραφο». Το λένε και άλλα «έγγραφα». Όποιος γνωρίζει στοιχειωδώς την τότε συγκυρία γνωρίζει τις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ και τον τρόπου που το Λονδίνο καιροφυλακτούσε. Μια μικρή επιβεβαίωση είναι και δεν θα αρκούσε, ιδιαίτερα εάν αντίβαινε στο διϋποκειμενικά γνωστό για τις στρατηγικές ιεραρχίες.
Αν πχ όπως διαβάζουμε σε όσα έχουμε μπροστά μας μπαίναμε στις συμπληγάδες ασαφών και θολών πραξικοπημάτων, ελεγχόμενων εισβολών, κτλ, το συμφέρον της Ατλαντικής Συμμαχίας στο σύνολό της ήταν η διαφύλαξη της Τουρκίας ως μείζονος γεωπολιτικής σημασίας. Αυτή είναι μια εκτίμηση με μεγάλες πιθανότητες να είναι σωστή και σε αναφορά με άλλες φάσεις της περιόδου αυτής. Τώρα, να δούμε και καμιά Σειρήνα να φωνάζει … αντικομουνιστικά, κάτι που επίσης αποτελεί μικρή επιβεβαίωση γνωστών γεγονότων.
Σε ένα τηλεγράφημα από τις ΗΠΑ προς τον Πρέσβη στην Αθήνα λένε να φωνάξουν το Γρίβα και αφού ανεμίζει καμπόσες αντικομουνιστικές σημαίες καταλήγει: «What must be gotten across to General Grivas is that what the American proposal offers is an opportunity for him to fulfill his Dighenis role and thus reclaim Cyprus for Hellenism and save it from Communism to which Makarios is leading it. He would also secure for the people of Cyprus the chance to make their Island blossom like a rose». Τριανταφυλλένια ζωή λοιπόν μετά από το εγχείρημα πραξικοπήματος που τότε ακόμη προσπαθούσαν να πείσουν τον Γρίβα, κάτι που μετά (δεκαετία του 1970) πέτυχε. Οι Τούρκοι, βέβαια, με πολύ αυτοπεποίθηση τον χαβά τους. Μιλούσαν, διαρκώς απέρριπταν, τελικά απέρριψαν τελεσίδικα αλλά … συνέχισαν να συνομιλούν για μήνες. Που παραπέμπει αυτό; Μα λογικά στην αναμονή ακόμη πιο ευνοϊκής στιγμής όταν αφού θα είχαν πειστεί αμετάκλητα οι Παπανδρέου και Γρίβας θα άρχιζε ο πραξικοπηματικός εμφύλιος πόλεμος σε Ελλάδα και Κύπρο. Λογικά όλα αυτά και δείχνουν πόσο υψηλού ρίσκου είναι κάθε εκτίμηση για μεμονωμένα γεγονότα. Μέσα στη ναρκοθετημένη διαδρομή των επόμενων ημερών κάποιες «νάρκες» θα ανατινάζονταν «τυχαία» και η στρατηγικά και διπλωματικά συντεταγμένη Άγκυρα θα άδραχνε την ευκαιρία να επιτύχει το μείζον ή το όλον που παρ’ ολίγο να επιτύχει το 1974 με το σχέδιο Αναν: Τον ολικό έλεγχο της Κύπρου. Εκτιμήσεις κάνουμε ή καλύτερα αποτίμηση των μεγάλων στρατηγικών στόχων των τότε δυνάμεων και της Τουρκίας όπως εξάλλου επιβεβαιώθηκαν στην συνέχεια.
Πάντοτε στο πλαίσιο εύλογων προκαταρτικών εκτιμήσεων χωρίς άλματα και στην βάση πάγιων γνώσεων για την αμερικανική στρατηγική, μπροστά τους στο Πεντάγωνο και ειδικά στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) πρέπει να είχαν καμιά εκατοστή «contingency plans» όπου κάθε πρωτοετής φοιτητής ξέρει ότι δεν ξέρουν «φίλους» και «εχθρούς» αλλά εναλλασσόμενα και μετακινούμενα πιόνια στην σκακιέρα την τύχη των οποίων συνδέουν με τους σκοπούς τους. Στην βάση πάγιων χαρακτηριστικών της αμερικανικής στρατηγικής οι σκοποί ιεραρχικά είναι οι εξής:
Α) Μακροπρόθεσμοι σκοποί (ευνοϊκή κατανομή ισχύος πλανητικά, περιφερειακά και τοπικά βαθειά μέσα το μέλλον πχ σε πενήντα χρόνια στην βάση δεικτών ισχύος και εκτιμήσεων για το ποιος είναι αναλώσιμος πχ Ελλάδα, Κύπρος, Λιβύη, Ιράκ, Συρία και ποιος ανθεκτικός και αξιόπιστος συνομιλητής για «συναλλαγές», πχ Ισραήλ, Τουρκία).
Β) Μεσοπρόθεσμοι σκοποί που εξυπηρετούν αντίστοιχα, ανάλογα και ρευστά τους στρατηγικούς μακροπρόθεσμους σκοπούς.
Γ) Βραχυχρόνιους-τακτικούς σκοπούς που αλλάζουν ανά πάσα στιγμή αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους αφελείς και όσους ανεπίγνωστα ή από απελπισία ή απόγνωση, όπως υπαινίχθηκε σαρκαστικά ο Μπωλλ για τον Παπανδρέου σε ένα briefing του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας [στο Παπαχελάς όπου και πολλά άλλα «έγγραφα» και πληροφορίες].
Ένας μακροχρόνιος σκοπός μιας μεγάλης δύναμης είναι να έχει υπό έλεγχο ή κατάσταση επικυριαρχίας όσες περισσότερες μικρότερες χώρες. Ο έλεγχος διευκολύνεται από κατακερματισμό και διασπορά της χώρας-στόχου και της κοινωνίας της. «Κατά προτίμηση» ο έλεγχος πρέπει να είναι πλήρης και ανελέητος (εάν βέβαια είναι εφικτό γιατί κάποια σφριγηλά και οργανωμένα κράτη κατά καιρούς στο ταξίδι-Οδύσσεια αντιστέκονται αποτελεσματικά και συναλλάσσονται ισόρροπα – δεν μπορούν να το κάνουν όταν ανά πάσα στιγμή έχουν ετοιμοπόλεμους πραξικοπηματίες έτοιμους να ενεργήσουν κατά του δικού τους κράτους που εδώ το εκπληκτικό είναι ότι εμείς είχαμε και τον … πρωθυπουργό έτοιμο να διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα κατά ενός ελληνικά κυριαρχούμενου κράτους, της ΚΔ).
Αναρίθμητα δε είναι τα παραδείγματα όσων από φόβο ή λάθος εκτίμηση σύρθηκαν στην θηριώδη φωλιά μιας μεγάλης δύναμης και μάλιστα χωρίς όρους για να καταστούν στην συνέχεια βορά των θηρίων. Από τη στιγμή που θα πάρουν την «βάση» τους στην συνέχεια μόνο υποτέλεια υπάρχει και με το παραμικρό λάκτισμα τρως χιλιάδες κλωτσιές.
Η σύμπραξη μιας μικρότερης χώρας με μια μεγαλύτερη χώρα έχει τύχει μεγάλης επεξεργασίας στην στρατηγική ανάλυση στο εξωτερικό και εγώ στην Ελλάδα με νεότερους διεθνολόγους έχω οργανώσει και αποδώσει διδακτορικά (για την στρατηγική του Βενιζέλου το 1922). Και εγώ έχω γράψει άρθρα στο εξωτερικό (για την σχετική στρατηγική της Τουρκίας, του Ισραήλ και άλλων μικρότερων κρατών το 1990-91).
Πολλά επεισόδια της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής όπως το σχέδιο Άτσεσον προσφέρονται ως σημαντικές περιπτώσεις όχι επειδή είναι «χαμένες ευκαιρίες» αλλά για να δείξουν ότι οι ιθύνοντες είχαν στρατηγική γνώση και σκέψη επιπέδου νηπίου για το πώς ένα λιγότερο ισχυρό κράτος διαπραγματεύεται. Είναι μια ανελέητη «πελατειακή αναμέτρηση» στην πλάστιγγα κόστους-οφέλους και όχι παρακάλια του «ξεμωραμένου γέρου» (έτσι χαρακτήριζαν οι Αμερικανοί τον Παπανδρέου, τόση υπόληψη είχαν για αυτόν και έτσι διαπραγματευτή τον έβλεπαν). Ή επιτυγχάνεις τα μέγιστα δυνατά και επιβιώνεις (όπως συμβαίνει με πολλά μικρά κράτη) ή γίνεσαι λικνίζεσαι αδύναμα, παρακαλείς, απεγνωσμένα υπόσχεσαι πραξικοπήματα κατά ελλήνων, δέχεσαι να εισέλθεις σε ναρκοπέδια ασταθών ενεργημάτων στην βάση «συμφωνιών» και … «συνεννοήσεων», γίνεσαι έτσι έρμαιο των χειρότερων για εσένα contingency plans και … καλόπιστα αυτοκτονείς.
Σε ένα από τα κορυφαία για την περίπτωσή μας κείμενο συναγωγής συμπερασμάτων από έγγραφα αναλυμένα «in context», του Douglas Brinkley Dean Acheson the cold war years 1953-1971 Yale University Press 1992, κεφ 7 «repairing cracks in Nato 1964-67» πχ σ. 203-236, βλέπουμε ότι οι αμερικανοί μιλούσαν για «πρωτόκολλα» όσον αφορά τις περιοχές που θα είναι τουρκικές βάσεις που θα ήθελαν να είναι υπό την υψηλή εποπτεία των αμερικανών διοικητών στην Ευρώπη.
Ολοφάνερη προσπάθεια να πατήσουν πόδι και μάλιστα κάπου αλλού διαφαίνεται ότι αυτό παραγκώνιζε και το Ηνωμένο Βασίλειο (δεν είναι η πρώτη φορά στις κατά τα άλλα αδελφικές και στενές σχέσεις των δύο αδελφών κρατών και το έχω αναλύσει πολύ και σε πολλά βιβλία – αυτό δεν αναιρούσε και δεν αναίρεσε μια στενή συνεργασία). Αυτές οι διπλωματικές μεθοδεύσεις είναι πολύ γνωστές και δημιουργούν ολισθηρό πολιτικοδιπλωματικοστρατιωτικό πεδίο πάνω στο ο οποίο ο λιγότερο ισχυρός στην συνέχεια γλιστρά διαρκώς ενώ ο ισχυρός τον παίζει επί μακρόν αν όχι για πάντα όπως η γάτα το ποντίκι (εδώ να μην ξεχνάμε ότι για πρώτη φορά θα πατούσε δυνατά στην Κύπρο μια άλλη άγρια γάτα, η Τουρκία).
Διαρκώς ανακύπτουν ή σχεδιάζονται καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, διαρκώς οι σκοποί της πλανητικής Υψηλής Στρατηγικής δικαιολογώντας τα πάντα (βλ. πιο πάνω Geneva, August 22, 1964, 6 p.m. 461: From Acheson. «… it must be guided by the interest and purposes of the Alliance as a whole»), διαρκώς με αστάθμητο και απρόβλεπτο τρόπο (ή άλλοτε με « the interest and purposes of the Alliance as a whole» με σταθμισμένο και για τους σχεδιαστές στρατηγικής προβλεπτό τρόπο), διαρκώς στο εμπράγματο πεδίο των εξελίξεων ο κάθε αστάθμητος και απρόβλεπτος «άνθρωπος» ως άτομο, ως κράτος ή ως ομάδα αλλάζει τα δεδομένα και προκαλεί επαναθεώρηση και επανασχεδιασμό των βραχυχρόνιων ενεργημάτων, διαρκώς γίνονται διαπραγματεύσεις με όλους (εκτός από τους αναλώσιμους οι οποίοι γονατιστοί παρακαλούν να κάνουν πραξικοπήματα κατά του εαυτού τους και τελικά ούτε αυτό μπορούν να κάνουν, οπότε γίνονται τελείως περίγελως και τελείως αναλώσιμοι), και τα λοιπά και τα λοιπά.
Συναφώς, στο τέλος της παραγράφου δέστε επακριβώς την καίριας ερμηνευτικής σημασίας αντίληψη των Αμερικανών για τους έλληνες διαπραγματευτές (και ιδιαίτερα για τον έλληνα «πρωθυπουργεύοντα»), για τις ικανότητές τους και για το πόσο τους λάμβαναν υπόψη ως παίχτες. Δες τε τι θεωρούσαν τον έλληνα διαπραγματευτή Γεώργιο Παπανδρέου που θα έπαιζε την ζωή της Ελλάδας και της Κύπρου κορώνα-γράμματα όταν «απελπισμένος-απεγνωσμένος» από την εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα και την χαώδη κατάσταση στην Κύπρο όπου ο Μακάριος έπαιζε με την φωτιά φλερτάροντας με τους σοβιετικούς [για το πώς φτάσαμε σε τέτοιες ανόητες πράξεις είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο όχι που δείχνει οτιδήποτε «ανθελληνικό του Μακαρίου» αλλά προδίδει την χαώδη κατάσταση στο δικό μας ελλαδοκυπριακό στρατόπεδο και που δείχνει επακριβώς ότι δεν είχαμε έλεγχο της κατάστασης, καθως επίσης και ότι πριν τον έχουμε με τον ένα ή άλλο τρόπο, κυρίως με συνεννόηση μεταξύ των Ελλήνων, δεν έπρεπε να εισερχόμαστε σε ναρκοπέδια που και τα ίδια τα ναρκοπέδια καθόταν πάνω σε κινούμενη διεθνή άμμο].
Δέστε, την ίδια στιγμή όταν Παπανδρέου εγκληματικά σκεπτόμενος πραξικοπηματικά (ο Γρίβας από ότι ξέρω αρχικά ήταν επιφυλακτικός, τελικά όμως φάνηκε να κλίνει προς σύμπραξη η οποία ευτυχώς τότε δεν επιβεβαιώθηκε γιατί τα πράγματα στην δική μας πλευρά ήταν τελείως εκτός ελέγχου και οι συνέπειες θα πολύ χειρότερα από το 1974) πόσο τον υπολόγιζαν οι Αμερικανοί. Αμερικανοί οι οποίοι ολοφάνερα και από πολλές πηγές βλέπουμε –δεν χρειαζόταν πηγές να το ξέρουμε, αυτό κάνουν ανά πάσα στιγμή και για κάθε ζήτημα, απλά κάποιες πηγές φτάνουν για να καταδείξουν την ένταση και πυκνότητα– ενάλλασσαν τα contingency plans το ένα μετά το άλλο στο τραπέζι (πώς να το κάνουμε: ή ξέρεις τι σημαίνει αυτό στην εφαρμογή στρατηγικών σχεδίων μιας μεγάλης δύναμης και σκέφτεσαι ορθολογιστικά ή διαβάζεις αποσπασματικά έγγραφα και μάλιστα όπως θέλεις εσύ να ήταν τα πράγματα οπότε και αναγκαστικά κινείσαι μέσα σε μια σαπουνόφουσκα ερμηνειών και εκτιμήσεων άκρως επικίνδυνη για την επιβίωσή σου). Στον Brinkley, λοιπόν: Dga 2lucb dec 7 1964. «our weakness was Papandreou weakness. A garrulous senile, windbag without power of decision or resolution», το ίδιο εδάφιο στον Παπαχελάς μεταφρασμένο: «η αδυναμία του Παπανδρέου ενός φλύαρου ξεμωραμένου κουφού ρήτορα που δεν έχει την δύναμη να αποφασίσει ή να λύσει οτιδήποτε. Φρόντισε, την πιο κρίσιμη στιγμή, να διαρρεύσουν τα σχέδιά μας στον Μακάριο».
Δηλαδή ο πρωθυπουργός ο οποίος καθόταν πάνω σε 5-6 εκκολαπτόμενα πραξικοπήματα σε μια «χώρα της Φρειδερίκης» της οποίας δεν είχε τον παραμικρό έλεγχο [ίσως το μόνο «έρεισμα» ήταν αρνητικό, δηλαδή τα διαγγέλματα (αντί ψύχραιμων και νηφάλιων ενεργειών που θα ένωναν αντί να οδηγήσουν σε αποστασίες) στα μπαλκόνια που ξεσήκωναν και διαιρούσαν ακόμη περισσότερο μια διαιρεμένη χώρα. Ή μήπως νομίζετε ότι οι αμερικανοί τυχαία τον θεωρούσαν δημαγωγό και ξεφουσκωμένο: Ανά πάσα στιγμή και τώρα που μιλάμε ακόμη και τα ηλεκτρονικά μας μηνύματα ή και τα λογοτεχνήματα κάνουν σταθμίσεις και βάσιμες εκτιμήσεις της κατάστασής μας] υποσχόταν και αυτός … πραξικόπημα σε ξένους (που τελικά φοβήθηκε να εκτελέσει και έντρομος διέρρευσε «τα σχέδιά τους» με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να τον υποτιμήσουν τελείως γιατί ούτε όργανό τους δεν μπορούσε να γίνει), υποσχόταν ελληνική γη για να ελέγχουν οι τούρκοι τις … προσβάσεις:
Σε όλη τη διαδικασία έπαιζε και προσφορά για Καστελλόριζο «PΜ was prepared to let Turkey have island of Kastellorizon as military base to protect its approaches.»(From Acheson to State, July 21 1964) (που οι Τούρκοι δεν αποδέχονται! γιατί λογικά θέλουν περισσότερα ή περιμένουν να τα αρπάξουν αν εμείς πατούσαμε την πεπονόφλουδα). Ενδεικτικά: Summary Notes of the 542nd Μeetting of the National Security Council [Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας], Washington September 1 1964. Global Briefing Cyprus Under Secretary Ball: With respect to Cyprus, the Geneva phase of the negotiations is over. Two months have been spent narrowing the gap between Greeks and Turks defining their differences. There are two reasons for the failure of the Acheson talks at Geneva [Δύο (κύριοι) λόγοι της αποτυχίας στην Γενεύη].
1. The weakness of the Greek Government [Η αδυναμία της Ελληνικής Κυβέρνησης να προχωρήσει] which was unwilling to move in and take over in Cyprus, and
2. The Turks’ insistence on having a sovereign base on the island, which in effect, meant partition. [«η εμμονή των Τούρκων για κυρίαρχη βάση που, κατά βάση, σήμαινε διχοτόμηση»].
Αμήν!
Δεν ήμασταν γεμάτοι ανθέλληνες. Γεμάτοι ερασιτέχνες έλληνες «ηγέτες» ήμασταν, όπως και σήμερα. Τότε και τώρα, μας παίζουν όπως η γάτα το ποντίκι και εμείς όταν εμείς αμέριμνα ονειρευόμαστε πρώτα τον παράδεισο που κάθετε πάνω σε ένα βουνό ψευδαισθήσεων και ευσεβών πόθων και δεύτερον, όταν καταντούμε τελείως πνευματικά υποχείριά τους εάν ακόμη και άνθρωποι του υψηλότερου φρονήματος καταλήξουν να εκλογικεύουν αντί την αξίωση ελευθερίας μια μακάρια βιολογική επιβίωση.

Ξανά: Στην διαχείριση της Υψηλής Στρατηγικής όπου συμπλέκονται μακροπρόθεσμοι σκοποί, βέλτιστα επιδιωκόμενοι μεσοπρόθεσμοι σκοποί και ρευστή βραχυχρόνια διαχείριση κρίσεων –μια μεγάλη δύναμη διαχείριση κρίσεων κάνει ασταμάτητα όπου εκατοντάδες χιλιάδες ιεραρχημένοι λειτουργοί δουλεύουν σαν μέλισσες–, εάν μια κοινωνία-στόχος (και όλοι είναι στόχοι εχθροί και φίλοι, (διαρκώς εναλλασσόμενοι στην ανελέητη και ασταμάτητη προσπάθεια ευνοϊκής διαχείρισης της κατανομής ισχύος με μύριες αδιαφανείς μεθοδεύσεις, βλ. Mearsheimer σε άλλο σημείο, βλ. πιο φανερά όταν ΗΠΑ επί Ρήγκαν «βοηθούσαν» τόσο το Ιράκ όσο και το Ιράν του Χομέινι με ισραηλινή μάλιστα σύμπραξη ή την παρούσα στιγμή πως εναλλάσσονται φιλίες και έχθρες με την Αλκάιντα και καμιά εκατοστή άλλους παίχτες συμπεριλαμβανομένων κρατών και των κούρδων οι οποίοι τις τελευταίες εβδομάδες βλέπουμε να κάνουν κάποιες «περίεργες» διαπραγματεύσεις όπου και η … Τουρκία εμπλέκεται, και τα λοιπά και τα λοιπά! Που δεν τα βλέπεις όταν βλέπεις το πόδι σου αντί δέκα τουλάχιστον μέτρα πιο πέρα όπου στέκονται τα αδέλφια σου ως επίγειες υποστάσεις πνεύματος και ύλης, όχι εχθροί επειδή την … δεκαετία του 1970 «παίξαμε μερικές μπουνιές»).
Αν η οποιαδήποτε εμπλεκόμενη κοινωνία είναι και διαιρεμένη οι σκοποί τους διευκολύνονται. Δέστε για παράδειγμα το Ιράκ, την Συρία, τον Λίβανο, την Λιβύη. Πριν μερικά χρόνια «διέρρευσαν» και contingency plans για «τρεις Τουρκίες». Δεν εφαρμόστηκε επειδή η Τουρκία μπορούσε να κρατήσει το κράτος και το κοινωνικοπολιτικό σύστημα ενωμένο. Ίσως τώρα να μην μπορέσει (η Τουρκία σήμερα) εάν εισέλθει σε διελκυστίνδα εμπλοκών που κάποια στιγμή δεν θα ελέγχει και η υπερισχύουσα μεγάλη δύναμη θα εμφανίσει ως αναγκαιότητα και τετελεσμένο. Πχ σε σχέση με την κουρδική ανεξαρτησία και την αναδιάταξη συνόρων και συμφερόντων (Η διαφορά μας με την Τουρκία είναι ότι αυτοί αν και διατρέχουν πολύ μεγαλύτερους κινδύνους από την Ελλάδα ίσως να έχουν επίγνωση του πως παίζονται τα στρατηγικά παιχνίδια, το διαπίστωσα και εγώ σε μελέτη που προανέφερα για την κρίση αρχές του 1990).
Θα μπορούσαμε να επεκταθούμε πολύ περισσότερο αλλά φοβάμαι ότι θα προκαλέσω αναιτιολόγητο θυμό αντί περισυλλογή, μετριοφροσύνη, περισσότερη μελέτη της διεθνούς πολιτικής και επιστημολογικών ζητημάτων. Αυτά τα λίγα επιπέδου για εμένα αλφαβηταρίου (τα διδάσκω στους δευτεροετείς του πανεπιστημίου) τα γράφω για να καταλάβουμε ότι τα πράγματα όταν συγκρούονται ή όταν κάνουν έρωτα οι ελέφαντες δεν είναι τόσο απλά για το γρασίδι. Ούτε και ισχύει αυτό που βλέπουμε, ή αυτό που νομίζουμε ότι βλέπουμε ή πολύ χειρότερο αυτό που θέλουμε μετά από μισό αιώνα. Δεν αφήνεις τον εαυτό σου να εισέλθει σε ναρκοπέδιο διαχείρισης αβεβαιοτήτων στο στρατηγικό πεδίο όταν μύριοι παράγοντες όχι μόνο είναι αστάθμητοι αλλά δεν τους ελέγχεις όλους, η ελέγχεις ελάχιστους η και καθόλου.
Μια ταπεινή προς το παρόν προκαταρτική εκτίμηση με αυτό το σκεπτικό είναι ότι δεν θα κατακρεουργούσαν και κατακερμάτιζαν μόνο την Κύπρο αλλά και την λικνιζόμενη και κοινωνικοπολιτικά βαθύτατα διαιρεμένη Ελλάδα (εκτιμώ προς το παρόν, και βλέπουμε όταν βρούμε νέα στοιχεία και τα συνδυάσουμε με πιο συγκεκριμένα contingency plans για τους μακροχρόνιους στρατηγικούς σκοπούς). Με δεδομένη την σημασία της Τουρκίας τότε, η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε υποστεί πλήγματα μπροστά στα οποία το 1967 και το 1974 είναι ανώδυνο χαστούκι. Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω αυτή την εκτίμηση –πάντοτε στο πλαίσιο μιας επιστημολογικά και μεθοδολογικά βάσιμης προσέγγισης και με την προαναφερθείσα επιφύλαξη ότι υποβόσκουν πολλά ερωτήματα και ότι η κάθε τέτοια προσπάθεια αν είναι εύλογα σωστή προσφέρεται για μαθήματα όχι για επανάληψη των παθημάτων, πχ την εξαφάνισή μας μέσα στο κενό αέρα ενός σχεδίου Αναν– σε εύθετο χρόνο και Θεού επιτρέποντος.
Την στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές και καθημερινά τις τελευταίες μέρες ακούω για εκατοντάδες «έγγραφα», σκοπούς κτλ. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Ιδιαίτερα στο τρίτο επίπεδο, το στρατηγικό. Στοιχεία ήδη βρίσκω αρκετά σε διάφορα βιβλία ή μου αναφέρουν με μηνύματα φίλοι και αναγνώστες που δεν γνωρίζω πολύ καλά. Κάποια στιγμή θα διαχειριστώ λεπτομερέστερα ότι μαζέψω.
Τα έγγραφα βέβαια δεν αποκαλύπτουν την κίνηση της ιστορίας παρά μόνο φωτίζουν στιγμιαία γεγονότα. Μόνο αν τα εντάξεις σε μια ευρύτερη οπτική έχουν αξία τα οποιαδήποτε ευρήματα. Και πάλιν, βέβαια, τα ερωτήματα μένουν γιατί υπάρχουν άπειρα πράγματα που δεν γνωρίζουμε και ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε. Αυτό θα πει κανείς κάθε σοβαρός ιστορικός και δεν γνωρίζω κανένα σοβαρό που λέει το αντίθετο.
Γι’ αυτό για τις ανάγκες της παρούσης «ανάλυσης» είναι σημαντικό να πούμε ότι είναι σαφές πως παραλογίζεται όποιος ισχυριστεί ότι είναι προφήτης του παρελθόντος. Για μια δε σύνδεση του σχεδίου Άτσεσον με το σχέδιο Αναν είναι αστείο ακόμη και να ειπωθεί. Εδώ δεν μιλάμε για «άνοιγμα της πόρτας του Φρενοκομείου» (ακόμη μια επίδειξη σπασμωδικότητας και στρατηγικής ανευθυνότητας του Παπανδρέου που στην Αθήνα ασκούσε ελάχιστη ή καθόλου πραγματική εξουσία). Το σχέδιο Αναν ήταν η αποκορύφωση μιας μακράς πορείας όπου καταγράφηκε ρητά και ξεκάθαρα το στρατηγικό ερώτημα: «Να πείτε ένα ΝΑΙ και να γίνεται για πάντα είλωτες των αγγλοτούρκων» ή «να πείτε ένα ΟΧΙ και θα πέσουν τόνοι τούβλα στο κεφάλι σας (Powell)». Δεν έπεσαν βέβαια τα τούβλα γιατί στην συνέχεια Παπαδόπουλος και Χριστόφιας (δύο πονηροί έλληνες πολιτικοί) με τακτικούς ελιγμούς κέρδισαν χρόνο.
Εάν προσπαθήσουμε να φωτίσουμε περισσότερο τον Αύγουστο του 1964 δύο εκτιμήσεις θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες ως υπόθεση εργασίας προς διερεύνηση και υπό το πρίσμα πολλών ερωτημάτων και επιφυλάξεων (χωρίς τα οποία είσαι απλουστευτικά γραμμικός, εκτός θέματος και διολισθαίνεις σε προφητείες του παρελθόντος).
Αφενός τα πεδία ρευστότητας και αστάθειας στους τομείς της στρατηγικής και της ισχύος και αφετέρου η πολύ πιο ασταθής εκτίμηση για το ρίσκο που θα διατρέχαμε αν εισερχόμαστε απροετοίμαστοι και διχασμένοι μέσα στις συμπληγάδες μιας στρατηγικής αντιπαράθεσης πολλών παιχτών.
Αρχίζουμε τονίζοντας ένα διασταυρωμένο «εύρημα» που ενέχει κομβική σημασία για την εκτίμηση του ρίσκου. Ποτέ δεν συνωμοτείς όπως έκανε ο Παπανδρέου και ποτέ δεν κάνεις πραξικόπημα κατά ομοεθνών χέρι-χέρι με άσπονδους φίλους και εχθρούς και στο όνομα τόσο ελαστικών οικουμενικών σκοπών η εκπλήρωση των οποίων θα μπορούσε να αιτιολογηθεί πολύ ελαστικά ακόμη και με τον θάνατό σου Πχ εάν το 1964 η Τουρκία κλιμάκωνε αυθαίρετα όπως συχνά κάνει παραβλέποντας «συμφωνίες» ή συμφωνίες και εάν το χάος που θα δημιουργούταν έθετε στην πλάστιγγα τα στρατηγικά της συμφέροντα, την θέληση της Τουρκίας και τον θάνατο της Κύπρου ή και της Ελλάδας. Θα μπορούσα να αναφέρω πάμπολλα παραδείγματα άλλων περιπτώσεων μετά το 1945 αλλά δεν γράφω βιβλίο προς δημοσίευση.
Ενώ θεωρείται βεβαία η αλληλεπενέργεια και δυναμική και αστάθμητη (για τους αδύναμους) αλληλεπίδραση πολλών ενδογενών και συστημικών μεταβλητών, μπορούμε να αναφερθούμε σε γενικές γραμμές στην κατάσταση της Ελλάδας, της Κύπρου, της Τουρκίας, την στρατηγική τους η την απουσία στρατηγικής, τα σχέδια των εμπλεκομένων δυνάμεων, κάποια συγκεκριμένα ενεργήματά τους και το πώς αυτό εντάσσεται στο ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον. Όχι για να προβλέψουμε πως άλλαζε ο ρους της ιστορίας αλλά για να εκφράσουμε εκτιμήσεις, για παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, για την εξέλιξη της σχέσης ισχυρού και ανίσχυρου, προσεκτικού και απρόσεκτου, οργανωμένου και ανοργάνωτου, διχασμένης και συνεκτικής κοινωνίας και ασυνάρτητου ή αντίστροφα συγκροτημένου ηγέτη.
Το σχέδιο Άτσεσον δεν έγινε δεκτό και η ζωή συνεχίστηκε. Ενώ εκ των υστέρων δεν μπορείς να εκτιμήσεις την αλληλεπίδραση των μεταβλητών μπορείς εν τούτοις να εκτιμήσεις τον βαθμό κινδύνου στην βάση αυτών ή παρόμοιων κριτηρίων.

Ένα από τα αναρίθμητα στοιχεία που συνεκτιμώνται χωρίς να υπερεκτιμώνται είναι το Acheson, Geneva, August 23 secret F768803-1592. Προστίθεται στην σωρό ακατέργαστων ακόμη κειμένων που σωρεύονται και βιβλίων που περιέχουν πολλές πληροφορίες και αρχεία και τα οποία προς το παρόν ξεφυλλίζω άναρχα πλην εκλεκτικά.
Για τις ανάγκες του παρόντος αξίζει να ειπωθεί ότι πληροφορίες όπως αυτές δείχνουν ότι αυτά που μας συνέβηκαν και αυτά που θα μας συμβούν δεν είναι τυχαία. Εκτιμήσεις κάνω ξανά. Δεν προδικάζω «χαμένες ευκαιρίες» κοσμοϊστορικών γεγονότων που υπό το πρίσμα της μιας ή άλλης οπτικής θα λάμβαναν χώρα. Σιγά-σιγά όμως σταθεροποιούνται κάποιες βάσιμες εκτιμήσεις: Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί, άλλοι κακοί, άλλοι καλοί, άλλοι ανάποδοι και άλλοι υπόγειοι πράκτορες ξένων στην Ελλάδα και στην Κύπρο έρεπαν στα πραξικοπήματα. Μάλλον πανταχόθεν πραξικοπηματίες είχαμε την περίοδο 1960-74! Αυτό ήταν ημέτερο πεδίο μέσα στο οποίο θα εισερχόμασταν σε διελκυστίνδα μεγαλεπήβολων πράξεων. Αν είναι έτσι φτηνά την γλιτώσαμε από χειρότερα.
Ποιο πάνω παρέθεσα εντός εισαγωγικών τι εκτιμούσαν οι αμερικανοί ότι είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο κάθε λογικός –εδώ λογική θέλουμε και όχι υψιτενείς ιστορικές γνώσεις ή «έγγραφα» ή συναισθηματικές εξάρσεις, «ξελαρυγγισμούς υποταγής» και διάθεση εισόδου στην φωλιά του λύκου (όχι του δικού μας)– μπορεί να κρίνει εύκολα κατά πόσο αυτός ο πανταχόθεν βαλλόμενος και ο ίδιος μεθυσμένα λικνιζόμενος πρωθυπουργός ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο υπό τις καταλληλότερες συνθήκες να σύρει την Κύπρο και την Ελλάδα στο θηριώδες τραπέζι του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων και της αποδεδειγμένα θηριώδους και απείρως την εποχή εκείνη πιο γεωπολιτικά σημαντικής Τουρκίας.
Ο «Γέρος της Δημοκρατίας» πραξικοπηματίας και αυτός!!, πρέπει να το πούμε και το ξαναπούμε να το εμπεδώσουμε γιατί το βρήκα σε πολλά «έγγραφα» και τέτοιες πληροφορίες είναι από τις πολυτιμότερες που στην συνέχεια εντάσσεις in context για να σκεφτείς νηφάλια και ορθολογιστικά. Θαυμάστε τον Παπανδρέου στο «έγγραφο» αυτό με τι ευκολία δηλώνει έτοιμος να κάνει πραξικοπήματα κατά ενός ελληνικού κράτους που με σύνεση, νηφαλιότητα και ψυχραιμία θα μπορούσε να τραβήξει άλλο δρόμο και σε κατάλληλο χρόνο να επιτύχει τους ιστορικούς σκοπούς της πλειονότητας των πολιτών προστατεύοντας ταυτόχρονα τους υπόλοιπους (πριν τους εποίκους οι περισσότεροι ήταν εκτουρκισθέντες Έλληνες). Ένας «ξεμωραμένος» Πρωθυπουργός (πάντα κατά τους αμερικανούς) δεδηλωμένα σε αυτούς πραξικοπηματίας και από κάτω πολλές υπόγειες ομάδες. Να θυμίσουμε ξανά μερικές: Φρειδερίκη, βασιλόπουλα, αποστάτες, στρατηγοί, υποστράτηγοι, συνταγματάρχες και ίσως πολλοί άλλοι. Και η Ασπίδα, τι ήταν; Όλοι λίγο πολύ με κάποιον συνωμοτούσαν. Άλλοι για το γούστο τους, άλλοι υπό την επήρεια ξένων και άλλοι χέρι-χέρι με ξένους άσπονδους φίλους. Λαμπρά! Στα άρματα στα άρματα: Όλοι έτοιμοι για αγώνες (όλοι εναντίον αλλήλων στο δικό μας πεδίο εν μέσω «ανακηρύξεων» ένωσης).
Στον περιβάλλοντα «κοινωνικοπολιτικό χώρο» της Ελλάδας πολλοί οι αγριεμένοι, όλοι και αυτοί εχθρικά διακείμενοι εχθρικά όλοι εναντίον όλων. Διαδηλώσεις, δημαγωγίες στα μπαλκόνια, άνοδος των κομμουνιστών με άλλη κομματική μεταμφίεση (δεν αξιολογώ αλλά το αναφέρω σε σχέση με τα στρατηγικά παίγνια και την μυωπία του Παπανδρέου να λέει και να καρφώνει και να ξανακαρφώνει στους αμερικανούς –το βλέπουμε στα έγγραφα να το κάνει, αυτός και οι πρέσβεις του)– τον αντι–κομμουνιστικό οίστρο των γερακιών-στρατηγιστών του Πενταγώνου για να φτιάξουν καμιά δεκαριά ακόμη contingency plans για το πώς θα μας πετσόκοβαν όταν θα διολισθάναμε μέσα στο Φρενοκομείο (αυτά είναι πάγιες στάσεις χάραξης και εφαρμογής των ΗΠΑ όχι εκτιμήσεις ή προβλέψεις εξέλιξης του παρελθόντος).
Οι περισσότεροι εξαγριωμένοι στον ελληνικό κοινωνικοπολιτικό χώρο, εξάλλου, μόλις έφυγαν από την Μακρόνησο και ήταν … «ημιαναγνωρισμένοι» (μέχρι να ξαναμπούν στην φυλακή), γνωστοί .. «ανθέλληνες» όπως ο Ρίτσος και ο Μίκης Θεοδωράκης, που ήθελαν να εισέλθουν στο πολιτικό σκηνικό με τον σωστό βηματισμό.
Οι «δεξιοί» επίσης που κατείχαν την εξουσία και τον στρατό και σκότωναν τους Λαμπράκηδες (αυτός ο «Ανθέλληνας» ο οποίος υπενθυμίζω κομμουνιστές μεν, για να παραφράσω τον Γρίβα, πλην Έλληνας: Ο Λαμπράκης κρατούσε πανό που έγραφε εθνική ανεξαρτησία όταν τον σκότωσαν οι πιστολέρο του υποκόσμου δεν ξέρω ποιανού ηθικού αυτουργού). Όποιος βρέθηκε τότε στην Αθήνα ακόμη και σε νεαρή ηλικία έζησε από πρώτο χέρι «δεξιούς» τραμπουκισκούς απείρου κάλλους, τους «αριστερούς» να τρίζουν τα δόντια όντας σε απόλυτη καταπίεση, την αστυνομία να συμπεριφέρεται με όρους σημερινής Σομαλίας, τους υπαλλήλους του κράτους να λειτουργούν με όρους Ουγκάντας, τους στρατιωτικούς διχασμένους σε βασιλόφρονες, αντί-βασιλόφρονες, δημοκρατικούς, φασίστες με κόκκινα μάτια και πατακούς κάθε είδους (μιλώ για αυτά που έβλεπαν ξεκάθαρα οι πάντες καθότι την διϋποκειμενική ιστορία κανείς δεν μπορεί να την παρακάμψει).
Στην δε Κύπρο ακόμη χειρότερα. Στο προσκήνιο συγκρούονταν τα μέλη του παρακράτους (ή καλύτερα πολλά παρακράτη συγκρούονταν μεταξύ τους και ο Μακάριος ενίοτε και με τον Γρίβα μαζί προσπαθούσαν να τους συγκρατήσουν ή τουλάχιστον να τους διαχειριστούν), οι αυτονομηθέντες «παλληκαράδες» του 1955 εκ των οποίων μερικοί (όχι όλοι και όχι οι περισσότεροι) έγιναν τραμπούκοι του χείριστου είδους και άλλοι που όντας πραγματικά γνήσιοι ήρωες του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έμειναν στο περιθώριο μη επιζητώντας αξιώματα και εξουσία. Αυτή ήταν η Ελλάδακαι αυτή ήταν η Κύπρος. Αμφότερα λοιπόν τα κράτη θα έμπαιναν σε πολλαπλά ναρκοπέδια εν μέσω πραξικοπημάτων, εισβολών και ρευστών στρατηγικών παρεμβολών κάθε είδους.
Εδώ κολλάει για όλους ανεξαιρέτως (τους «από πάνω», τους «από κάτω» και τους φυλακισμένους), η προαναφερθείσα τυπολογία μου για την «εσχάτη προδοσία» και οι ιδέες που κατά καιρό καταθέτω σε αυτό το (επιστημονικό) πλαίσιο για την πολιτική συγκρότηση των κρατών. Μπορεί κάλλιστα να προσφέρει «μη αιματηρές» πολιτικές διεξόδους για την αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού φάσματος ατοπημάτων Ελλήνων που κατά καιρούς αλληθώρισαν και συνεργάστηκαν με ξένους. Όποιος σφάλλει ή ολισθαίνει ή παρασύρεται κτλ, δεν του κολλάμε αμέσως το παρατσούκλι «ανθέλληνας», μάλιστα με αποκλειστικό κριτήριο υποκειμενικές δίκες προθέσεων.
Λογικά ο κάθε ένας από αυτούς που σχεδίαζε πραξικοπήματα και μπορούσε να χρησιμεύσει κάτι στους ξένους ήταν «συνομιλητής τους» (συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες). [Να θυμίσω εδώ ότι μετά τον εμφύλιο πόλεμο μυστικές υπηρεσίες κτλ θεωρούσαν υπηρεσιακά ανώτερους την Ουάσινγκτον όχι στην Αθήνα – αν είχαν κερδίσει οι άλλοι θα ανέφεραν στην Μόσχα]. Από «εσωτερικούς εχθρούς» δηλαδή, γεμάτες η Ελλάδα και η Κύπρος.
Ολόρθος ο Περικλής εκεί απέναντι στον Παρθενώνα απεγνωσμένα κήρυττε «Θουκυδίδου Α144: «Περισσότερο φοβούμαι τα ιδικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια των εχθρών μας» (Ελ. Βενιζέλος)». Οδυσσέα, σύνελθε, φύγε από τις Σειρήνες, φύγε από τα σπήλαια με τους Κύκλωπες, μην βρίζεις τα Θεία, δηλαδή τα ιερά και τα θέσφατα και τις ουσίες και νοήματα των Ελλήνων. Σε περιμένει μια Πηνελόπη η οποία δεν θέλει ούτε να εκπορνευτεί ούτε να αλλαξοπιστήσει για να επιβιώσει βιολογικά. Ποιος να τον ακούσει όμως τον Περικλή σε ένα δεξιοαριστερά πολωμένο χώρο (όχι χώρα-Πολιτεία: χώρο γεμάτο Έλληνες αλλά σκόρπιους όπως και σήμερα, μερικοί απελπισμένοι ή δειλοί ή δημαγωγοί που κρέμονταν πάνω στο κυμαινόμενο εκκρεμές της προαναφερθείσας τυπολογίας μου). Λίγο πιο κάτω δε ο Διογένης με το λυχνάρι έψαχνε για κανένα πολιτικά και στρατηγικά σκεπτόμενο άνθρωπο. Και μας προειδοποιούσε ο Διογένης: «Παιδιά δεν έχει ούτε ένα σκεπτόμενο άνθρωπο, και να είχε είναι πολύ μπλεγμένος».
Ένα τέτοιο περιβάλλον δεν επιτρέπει ενεργήματα μεγάλης εμβέλειας. Κάθε θέση περί του αντιθέτου είναι πολιτικά λάθος και θανάσιμα επικίνδυνη. Λογικό είναι αυτό το συμπέρασμα πέρα για πέρα στην βάση απλής λογικής και διϋποκειμενικής γνώσης. Φανταστείτε τι θα γίνει όταν θεμελιωθεί πως η κατάσταση αυτή και το πρόβλημα ήταν ακόμη πιο βαθύ και αγεφύρωτο.

Για την Κύπρο δεν χρειάζεται να πω πολλά γιατί η αναφορά πιο κάτω σε ορισμένες μόνο πτυχές του κλίματος της δεκαετίας του 1960 και 1970 που σε χονδρικές γραμμές είναι και διυποκειμενικά κοινός τόπος περιγράφουν μια ακόμη ημέτερη άλλη εξόχως θαυμαστή ζούγκλα, την ίδια στιγμή που οι Τούρκοι απειλούσαν, συνωμοτούσαν με τους άγγλους και αμερικανούς εν αγνοί μας κα σίγούρα είχαν τα δικά τους σχέδια, όπως εξάλλου καταμαρτυρήθηκε περίτρανα αργότερα:
Μακάριος που άγεται και φέρεται από τους άγγλους να αλλάξει το Σύνταγμα (χρήζει μεγάλης έρευνας για να θεμελιωθούν τα αίτια). Γρίβας που θέλει ένωση και δικαίως (πλην άλλο το θέλει και άλλο το μπορώ, άσε που δεν ξέρουμε με ποιους, λίγα χρόνια μετά, συνομιλούσε αυτός λεβεντόγερος του 1955-59). Πρωτοπαλίκαρα του αγώνα που άρχισαν όπως οι Ουρακοτάγκοι στην ζούγκλα να παλεύουν με πιστόλια για να οριοθετήσουν το δικό τους ζωτικό πεδίο στον εκκολαπτόμενο υπόκοσμο (πολλοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, δεν ζήτησαν τίποτα και δεν αναμείχθηκαν με αυτά –ξέρω πολλούς, ταπεινοί εργάτες μετά, όσοι ζουν μέχρι σήμερα ή δεν είναι συνταξιούχοι–, ενώ όσοι αναμείχθηκαν δεν κινούνταν ομοιόμορφα και στο ίδιο επίπεδο).
Εκκόλαψη πιστολέρο, εντός, εκτός και περιφερόμενους στο κράτος, στο παρακράτος και στον υπόκοσμο (πολλοί μάλιστα νεαρά παιδιά που δεν άκουαν από συμβουλές και που εύκολα τραβούσαν την σκανδάλη). Μακάριος που «φώναζε την Ρωσία» [Αλήθεια τι διάολο σχέσεις είχαμε η Ελλάδα και η Κύπρος για να κάνει μια τόσο αυτοκτονική κίνηση ο Μακάριος; Πως προσπάθησε να τον συμβουλεύσει η Αθήνα; Πόσο συνεργαζόντουσαν ή αλληλουπονομευόντουσαν και πως μετράει αυτό στην προσπάθειά μας να εκτιμήσουμε το περιβάλλον της περιόδου 1960-67; Τι διάολο «εθνικό κέντρο» ήταν η Αθήνα όταν δεν είχε την παραμικρή επιρροή σε μια τέτοια απόφαση; Ή μήπως είχε συναινέσει και μετά έσπευσε να καρφώνει τον Μακάριο και τους Κύπριους (πολλοί οι «κομμουνιστές» εκεί, όπως και στην Ελλάδα, πώς να το κάνουμε, να τους σφάξουμε;, ήταν σε κάθε περίπτωση υπεύθυνο Έλληνες «ηγέτες» να θρέφουν τον αντι-κομμουνιστκό οίστρο των Αμερικανών στρέφοντάς τους εναντίον μας όπως είπαμε;]
Από όλο αυτό τον όχλο πολλοί περνούσαν από σχολεία επιμόρφωσης Ιθαγενών από ψιλοκουρεμένους αμερικανούς πράκτορες που στα χωριά όλοι τους έβλεπαν να καταφθάνουν μαζί με τον Γεωργκάτζη (άλλο μεγάλο ζήτημα προς διερεύνηση και στοιχειοθέτηση του δικούς ρευστού πολιτικού πεδίου). Κομμουνιστές που με σφιγμένα τα δόντια καιροφυλακτούσαν αν μπορούσαν να κάνουν και αυτοί τα ίδια (και υποθέτω οι καθοδηγητές τους συμβούλευαν να περιμένουν μέχρι να έλθει η Μόσχα ή να βγει ο φίλος σοσιαλιστής Ινονού. Οι περισσότεροι πολίτες να πιστεύουν ότι εύκολα μπορεί να γίνει η ένωση (και το ΑΚΕΛ επίσημα) ενώ πριν 2-3 μόλις χρόνια όλη η θαυμαστή πολιτική ηγεσία της Ελλάδας και της Κύπρου (πλην 2-3 εξαιρέσεων) υπέγραψαν την επάρατη Ζυρίχη.
Τώρα, λίγο πιο πέρα σε γωνιές της Κύπρου είχαμε πολλούς αγωνιστές οι οποίοι δικαίως έτριζαν τα δόντια γιατί υπενθυμίζω οι Άγγλοι φρόντισαν οι βασανιστές-επικουρικοί αστυνομικοί να είναι τουρκοκύπριοι. Οι πανούργοι άγγλοι πράκτορες που κινούνταν σε όλα τα επίπεδα μόνο ο Θεός μπορεί να ξέρει για τι πράγμα συνωμοτούσαν. Εδώ και εκεί τέλος αλλά όχι το τελευταίο, όπως πάντα είχαμε και τους ευέλικτους, τους εκ φύσεώς τους δειλούς και τις ασθενείς ψυχές, τους εύκολα προσαρμοζόμενους σε κάθε περίσταση (εδώ πάλι κολλάει Καβάφης), τα παλληκάρια της φακής που μόνο με όπλα στο χέρι εναντίον ελλήνων είχαν δύναμη ενώ μπροστά στους ξένους ινστρούκτουρές τους εκλογίκευαν και εκλογικεύουν τις ηδονές του τομαριού τους. «Ανθρώπινα όλα αυτά», μας λέει ο Κονδύλης. Πολύ επικίνδυνα όμως όταν καμιά δεκαριά τουλάχιστον υπόγειοι «ηγέτες» στην Ελλάδα και στην Κύπρο ήταν έτοιμοι για γενίκευση των πραξικοπημάτων. Αυτό προειδοποιητικά αν έχουμε κουκούτσι λογική μας εξαποστέλλει ξανά κατευθείαν στον Θουκυδίδη και στα «κερκυραίικα».
Ξανά λοιπόν: Ένα τέτοιο περιβάλλον δεν επιτρέπει ενεργήματα μεγάλης εμβέλειας κάθε θέση περί του αντιθέτου είναι πολιτικά λάθος και επικίνδυνη.
Ένα σίγουρα ασφαλές συμπέρασμα είναι ότι ο –υπό τις περιστάσεις της τότε αξιοθρήνητης πολιτικής συγκυρίας– αμίμητος Παπανδρέου παρ’ ολίγο να σύρει Κύπρο και την Ελλάδα στο σφαγείο με το να αρχίσει πρώτος τα πραξικοπήματα. Δεν είναι πρόθεση ή υπόθεση. Είναι καταγεγραμμένη υπόσχεση στους ξένους που μετά φοβούμενος τις συνέπειες αλλά και λόγω αντιδράσεων δεν εκτέλεσε εισπράττοντας τους μύδρους των αμερικανών. Εγκληματική πράξη στην οποία ολοφάνερα τον έσερναν οι αμερικανοί οι οποίοι την ίδια εποχή τον χλεύαζαν και τον θεωρούσαν ανίκανο.
Μόνο και μόνο αυτά που έλεγαν για τον Παπανδρέου (βλ. πιο πάνω) οι Αμερικανοί δείχνουν ότι οι κινήσεις του ήταν ακραία επικίνδυνες όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για την Ελλάδα. Μόλις τρία χρόνια μετά την Ζυρίχη κινούμασταν πάνω σε κινούμενη άμμο ανεπίγνωστα ή λόγω πολιτικής ανευθυνότητας. Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς ότι εκεί που η Τουρκία βρισκόταν μετά την Ζυρίχη –η οποία πολιτικά μιλώντας μερικώς μόνο είχε αναιρέσει την Λοζάνη και στρατιωτικά μιλώντας δεν είχει ισχυρό στρατιωτικό έρεισμα πάνω στο νησί– οι συζητήσεις για να επιτρέψουν κάτι τέτοιο ήταν άμυαλες και αλόγιστες, γεγονός που δείχνουν πως δεν γνωρίζαμε πως σκέφτονται και πως λειτουργούν οι μεγάλες δυνάμεις οι οποίες βλέπουν κάθε ένδειξη υποχωρητικότητας επί ζητημάτων υψηλής αρχής ως ένδειξη ότι είμαστε αναλώσιμοι για ένα άλλο χειρότερο εναλλακτικό σενάριο δράσης (contingency plan) από τα πολλά που έχουν, όπως ξανά και ξανά τονίσαμε για να εμπεδωθεί, στο τραπέζι κάθε στιγμή. Διατρέχοντας στοιχειωδώς και προκαταρτικά κάποια κείμενα (και τις «απόψεις!» του Ράσκ) γίνεται περισσότερο από σαφές
α) ότι οι Τούρκοι διαρκώς και κάποια στιγμή τελεσιδίκως απόρριψαν το περίφημο σχέδιο Άτσεσον.
β) ότι το πώς θα είναι οι «ρυθμίσεις» ποτέ δεν σταθεροποιήθηκε και όταν ήταν ανοιχτά και ρευστά,
γ) ότι θα άρχιζε κάτι που θα μετρούσε η ισχύς, [η δε μη τήρηση των «συμφωνηθέντων» (ποιων αλήθεια και τι είδους συμφωνία!) για «τυχαίους» λόγους θα σήμαινε ότι εύκολα θα επιβάλλονταν τα τετελεσμένα του πιο ισχυρού],
δ) οι αμερικανοί δεν ήταν πρόθυμοι να συγκρατήσουν τους τούρκους και πολύ περισσότερο απέκλειαν να συγκρουστούν μαζί τους (το είδαμε ξανά και ξανά σε λίγα μόνο κείμενα των αμερικανών που έχουμε)
ε) όπως αναφέραμε και πιο πάνω οι ίδιοι οι αμερικανοί χαρακτήρισαν τις διαθέσεις του έλληνα πρωθυπουργού Παπανδρέου να κηρύξει την ένωση ήταν «σπασμωδική» ενώ οι Άγγλοι έλεγαν ότι έμαθαν πως την πήρε αυτή την απόφαση εν βρασμώ. Απόφαση ανορθολογική, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, με πολλές ασάφειες και ανοικτά παράθυρα για το τι ακολουθεί και που θα καταλήξουμε. Άλλοι μιλούσαν για βάση πριν, άλλοι μετά, άλλοι για κυριαρχία, άλλοι για σιωπηρές συμφωνίες, άλλοι για ξεκαθάρισμα του «καλόγερού» και βλέπουμε, άλλοι για την ακατανόητη ετοιμότητα παραχώρησης ελληνικής γης. Διαβάζουμε πχ: «PΜ was prepared to let Turkey have island of Kastellorizon as military base to protect its approaches.» Από τι «approaches» και γιατί;
Ας κάνουμε μερικά εναλλακτικά σενάρια με όρους αμερικανικής στρατηγικής. Τι να προστατέψει; Τους τουρκοκύπριους; Αυτό δεν είναι που ειπώθηκε το 1974 ενώ κάποια «έγγραφα» μας λένε κάποια άλλα ότι έλεγαν δυτικές πρωτεύουσες ενώ φαίνεται αυτά ήταν σαπουνόφουσκες και κάποιος άλλος σχεδιασμός εφαρμοζόταν εναλλακτικά και ανά πάσα στιγμή;
Άσε που στην επιστολή του Άτσενσον που προανάφερα γίνονται θολές αναφορές για «συντονισμούς» άγγλων, εθνοφρουράς, τούρκων; ΟΗΕ και αμερικανών στο πεδίο των επιχειρήσεων των πιθανών εξελίξεων που εμπλέκουν αυτό τον μεγάλο ήρωα της Ελευθερίας το Γρίβα. Θα ήταν ο ιδανικός διασυρμός του. Εκεί που με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και εξιλεώθηκε από την προϊστορία του Χίτη (σύμφωνα βέβαια με κάποια άποψη γιατί υπάρχουν και διαφορετικές για τους Χίτες) θα έμπαινε ξανά και για πάντα ως ο μεγάλος πρωτοστάτης μέσα στο θαυμαστό ιστορικό πάνθεο των ελληνικών εμφυλίων.
Τίποτε δεν σταθεροποιήθηκε. Καμιά ευκαιρία δεν υπήρξε ενώ πολλοί κίνδυνοι παραμόνευαν. Εμείς μόνο συρόμασταν από το ένα contingency plan στο άλλο. Παρά το ότι αυτό το συμπέρασμα είναι προκαταρτικό, είναι εν τούτοις ξεκάθαρο και με πολλές ομοιότητες με τα συμβάντα του 1974
Η Αθήνα ζητούσε δέσμευση των αμερικανών να ελέγξουν τους Τούρκους (για «ελεγχόμενη» εισβολή, όχι τίποτα άλλο). Οι αμερικάνοι τους έλεγαν «κάντε πρώτα εσείς το πραξικόπημα και θα ελεγχθεί η κατάσταση» ενώ την ίδια στιγμή εξανίσταντο και τόνιζαν «όχι βέβαια και να παρεμβάλουμε τις δυνάμεις μας και να πολεμήσουμε τους τούρκους»). Δεσμευτείτε για την μια ή άλλη βάση και βλέπουμε πως θα είναι και ποιας έκτασης θα είναι («θα έλθει επί τόπου ο αμερικανός διοικητής στην Ευρώπη να … ορίσει τα σύνορα» και κάπου αλλού διαβάζουμε «αυτό θα ήταν ντε φάκτο διχοτόμηση», εγώ υπογραμμίζω την εκτίμηση: σε πρώτη φάση!). Αυτά όλα, υπογραμμίζω, είναι ήδη διασταυρωμένα.
Το κατά πόσο οι τούρκοι θα δράσουν «μονομερώς και βλέπουμε» ή «συνεννοημένα» και «ελεγχόμενα» και «βλέπουμε» ήταν σενάρια που συζητούσαν όλοι, κτλ, πλην οι Τούρκοι πάντα ήξεραν τι ήθελαν απόρριπταν ότι δεν τους αρκούσε και ήταν πανέτοιμοι να πιουν ελληνικό αίμα ξανά μέχρι και στην Ελληνική ενδοχώρα.
Η Αθήνα εν τέλει: Δεν αποφάσισε αυτό που ήθελαν οι αμερικάνοι. Το οποίο έτσι και αλλιώς οι Τούρκοι δεν αποδέχονται. Διότι αποδέχονται μόνο κυριαρχία και το οποίο (αυτό που ήθελαν οι αμερικανοί) η Αθήνα αν είχε σχέδιο, εάν δηλαδή ήλεγχε τις δυνάμεις της (δηλαδή το σύνολο των κριτηρίων και παραγόντων της ελληνικής στρατηγικής κα του ελληνικού πολιτικού συστήματος) θα το έκανε ότι και να έλεγαν κάποιοι κύπριοι ή ο Μακάριος.

Εκτιμήσεις υψηλού ρίσκου μπορούν να γίνουν μετά από πολλά χρόνια όταν ολοκληρωθεί η συνολική περίοδος 1945-1974. Ακόμη κα προκαταρτικά, εν τούτοις, ακόμη και εάν κανείς έχει στοιχειώδη γνώση των στρατηγικών παιγνίων βεβαιώνεται ότι σε σφαγείο θα μπαίναμε και μετά πετσοκομμένοι και μισο-ζωντανοί στο κρεοπωλείο της στρατηγικής γειτονιάς για να εξυπηρετηθεί το «alliance» και οι οικουμενικοί σκοποί που όπως είδαμε ακόμη και ένας αντιπρόσωπος Άτσεσον κάτι ήξερε και τα έθετε ψηλά στις στρατηγικές ιεραρχήσεις, εάν ξεσπούσε μια διένεξη.
Έτσι, πάντα χωρίς να το παίζουμε «προφήτες του παρελθόντος» αλλά με λίγη γνώση της στρατηγικής διαπάλης και της χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής των ηγεμονικών ελεφάντων, μπορούμε εύλογα να διατυπώσουμε μια εκτίμηση ρίσκου: Τα πολλά contingency plans θα εναλλάσσονταν και θα προσαρμόζονταν στην εξέλιξη των σχέσεων ισχύος σε μια αναπόδραστα (με βάση και τα έγγραφα) είσοδό μας σε πραξικοπήματα, εμφύλιες συγκρούσεις, κοινωνική αναταραχή, κατάληψη της εξουσίας από υπόγειους περιφερόμενους πραξικοπηματίες που θα περιόριζαν αυτόν τον –όπως χλεύαζαν τον «άνθρωπό τους» οι αμερικανοί στις πιο επίσημες συσκέψεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας– «φλύαρο ξεμωραμένο κουφό ρήτορα που δεν έχει την δύναμη να αποφασίσει ή να λύσει οτιδήποτε και διαρρέει στον καλόγερο τις συζητήσεις μας»
Ο ηγέτης μας, άμα δεν ήταν χρήσιμος αρκετά να τους κάνει τις δουλειές τους, ήταν αναλώσιμος όπως και εμείς σήμερα από τους άσπονδους σωτήρες μας οι οποίοι ακόμη και αν υποστείλουμε την σημαία δεν σεβαστούν ούτε την επίγεια βιολογική μας υπόσταση, ούτε τις γυναίκες μας ούτε την τιμή μας.

Υπογραμμίζω ή συνοψίζω μερικές ακόμη συναφείς «εκτιμήσεις»: Κινούμασταν σαν ακυβέρνητο καράβι στο πλαίσιο ασταθών «απόψεων» του ενός και του άλλου για το τι θα έκαναν οι τούρκοι, με τους αμερικανούς και τους βρετανούς να δηλώνουν ότι δεν μπορούν να σταματήσουν τους τούρκους ή να συγκρουστούν μαζί τους, κτλ, πράγματα που κάθε λογικός αντιλαμβάνεται ότι θα οδηγούσαν Κύπρο και Ελλάδα σε δίνη εμφυλίων και πραξικοπημάτων εν μέσω πολέμου, με 5-6 ομάδες πρακτόρων αξιωματικών στην Ελλάδα που παραμόνευαν να κάνουν αυτά που έκαναν στον Έβρο και στην Κύπρο το 1974.
Εκτροχιασμοί με σχοινοβασίες για το πώς, πότε και με ποιες υπόγειες συνεννοήσεις θα έρχονταν οι Τούρκοι στην Κύπρο, πως, που και πόσο μεγάλη θα ήταν η τουρκική βάση (που θα ισοδυναμούσε με διχοτόμηση έλεγαν κάποιοι), κατιτί το οποίο εν τούτοις οι τούρκοι απόρριπταν όπως μονίμως κάνουν ζητώντας περισσότερα (τόσες πολλές απορρίψεις εκπλήττουν για την αυτοπεποίθησή τους).
Επίσης υποθέσεις για την στάση των Τούρκων αν εμείς προχωρήσουμε στην όπως είπαμε κατά τους αμερικανούς «σπασμωδική προκήρυξη» ενώσεως, υποθέσεις για κάποιες «συμφωνίες;», «συνεννοήσεις;» με τους Τούρκους, κτλ, οι οποίοι ξέρουμε πόσο τις τηρούν και τι θα έκαναν αν μεθοδευμένα όπως ενήργησαν σε άλλες περιπτώσεις όταν κλιμάκωναν την σύγκρουση. Μήπως θέλετε να θυμηθούμε το 1974 και την ελεγχόμενη απόβαση που θα ήταν προγεφύρωμα, που εξελίχθηκε σε ευρύτερη περιοχή για να φτάσει εκεί που ήταν κάποιο άλλο contingency plan όπως ξέρουμε πολύ καλά και διασταυρωμένα για την διαρκή μετεξέλιξη της αμερικανικής στρατηγικής όπως εξελισσόταν η κρίση.

Ο πόλεμος δεν είναι αστεία υπόθεση. Είναι ζωή ή θάνατος. Εάν είσαι αμυνόμενος και μάλιστα ο αδύναμος πρωτίστως τον αποτρέπεις και ποτέ δεν τον αρχίζεις πρώτος κινούμενος σε ολισθηρά πολιτικοστρατιωτικά-διπλωματικά πεδία.
Αν θες να διεκδικήσεις κάτι το μεθοδεύεις με σιδερένια σχέδια, σιδερένια στρατηγική και σιδερένια συσπείρωση γύρω από έσχατα και θέσφατα όλων των εμπλεκομένων ημετέρων. Όχι πραξικοπήματα εναντίον στο εσωτερικό μας και ταυτόχρονα διολίσθηση σε ασταθείς διαδικασίες την στιγμή που εκατέρωθεν στην Ελλάδα και στην Κύπρο η άμμος κάτω από τα πόδια μας κινούνταν άγρια. Ξανά: «Θουκυδίδου Α144: «Περισσότερο φοβούμαι τα ιδικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια των εχθρών μας
Τώρα, μερικά μόνο λόγια για τις «απόψεις» Ράσκ. Υπό το πρίσμα των πιο πάνω και συνεκτιμώντας τα υπόλοιπα που ξέρουμε, την στρατηγική κατάσταση της εποχής εκείνης, τον τρόπο λήψης στρατηγικών αποφάσεων και κυρίως εφαρμογής στρατηγικής η ανάγνωση των «απόψεων» Ράσκ δεν μας λέει κάτι άλλο ή κάτι σημαντικό από αυτά που διαβάζουμε και σε όποιο αρχειακό υλικό βλέπουμε.
Δείχνει, ακόμη, ότι όπως συνήθως κάνει ένας αμερικανός υπέξ –όπβε ήδη αναφέρθηκε πολλοί υπέξ στο παρελθόν παραγκωνίστηκαν τελείως και μερικοί άλλοι αποχώρησαν– προσπαθεί να είναι στην εικόνα αυτών που κάνει το Πεντάγωνο υπό την υψηλή εποπτεία του εκάστοτε προέδρου και που χαράσσει και εφαρμόζει το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ).
Το ΣΕΑ έχει πάντα τον αποφασιστικό έλεγχο και εποπτεία ανά πάσα στιγμή. Βασικά, εξαιρουμένου του Προέδρου που είναι ανά πάσα στιγμή ενήμερος (ενήμερος και για κάποιες «πιο απόκρυφες πτυχές» όπως συχνά ισχύει) κανείς άλλος πλην του ΣΕΑ δεν έχει πλήρη και ανά πάσα στιγμή εποπτεία για το συμβαίνει, τι αναμένεται να επέλθει, τι θέλουν να κάνουν ακριβώς και πως θα το κάνουν στην κατάλληλη στιγμή. Μεριμνούν βέβαια ο Υπέξ, άλλοι επίσημοι κα διπλωμάτες να είναι ευθυγραμμισμένοι με την εθνική στρατηγική και να ξέρουν αρκετά για να μην κάνουν μεγάλες γκάφες (αυτό συχνά συμβαίνει). Στον Υπέξ ασφαλώς κοινοποιούνται πολλά έγγραφα (το βλέπουμε στις κοινοποιήσεις πολλών εγγράφων που είναι δημοσιεύσιμα) αλλά όχι κατ’ ανάγκη μερικά άλλα, ειδικά αυτά που σχεδιάζονται και εφαρμόζονται σε κάποια βαθειά υπόγεια του Πενταγώνου.
Αλίμονο σε όποιον στηριχθεί μόνο σε συνομιλίες με τον Υπέξ ή σε εκτιμήσεις στην βάση κάποιων εγγράφων του και μάλιστα μετά από μισό αιώνα. Εδώ ολοφάνερα ο Ράσκ συνοψίζει μερικά πράγματα αλλά είναι φανερό ότι αν και έχει μια γενική γνώση των προσανατολισμών δεν έχει την πλήρη εικόνα. Τελεσίδικα αυτές οι απόψεις σε αυτό το έγγραφο δεν είναι η αποκάλυψη του αιώνα για κάποια μεγάλη κοσμοϊστορική χαμένη ευκαιρία. Εντάσσεται πλήρως στην λογική που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω, μια δηλαδή πολύ επικίνδυνη κατάσταση για εμάς σε όλο το φάσμα που για διάφορους λόγους –και κυρίως όπως οι φόβοι του αμήχανου Παπανδρέου– δεν οδηγηθήκαμε στο αποτρόπαιο πραξικόπημα, στην σφαγή κα ι στο κρεοπωλείο διανομής σφαγμένων απρόσεκτων.
Κάθε μελετητής της αμερικανικής διπλωματίας συνεκτιμά τα έγγραφα που κατά καιρούς αποδεσμεύονται με όλα τα άλλα γεγονότα, πληροφορίες, δηλώσεις και αντιδηλώσεις, ενεργήματα και πράξεις που σχεδιάστηκαν αλλά δεν εκτελέστηκαν (και που είναι τώρα άγνωστες ενώ ίσως ποτέ δεν τις μάθουμε). Ενώ εδώ κάνουμε εκτιμήσεις σχεδόν άναρχα αλλά στο πλαίσιο λογικών και αλληλένδετων σκέψεων που αφορούν τα επίπεδα δράσης στα οποία αναφερόμαστε, ο ηγέτης όταν αποφασίζει στρατηγικά ενεργήματα φέρει μεγάλη ευθύνη:
Εκτίμηση κινδύνου κάνει εκείνη την στιγμή και με βάση της γνώσης που έχει πρωτίστως του ημέτερου εαυτού, μετά του εχθρού και στην συνέχεια όλων των άλλων (Σουν Τζου). Αυτή την εκτίμηση κινδύνου εκείνης της στιγμή που μπορεί να οδηγήσει στο σφαγείο ή στον θρίαμβο κανείς δεν μπορεί να την εκτιμήσει ακριβώς εκ των υστέρων. Όπως επανειλημμένα υπογράμμισα, εκ των υστέρων φωτίζουμε ότι μπορούμε, σκεπτόμαστε το ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον και κυρίως όπως κάναμε πιο πάνω διατυπώνουμε εκτιμήσεις για το τι ίσχυε στο δικό μας πεδίο.
Τώρα, τι να πω, τον κοινό τόπο. Ότι δηλαδή ο ρόλος του εκάστοτε αμερικανού υπέξ ήταν πάντοτε, συγκριτικά με το επιτελείο του προέδρου, βοηθητικός. Διαβιβάζει μηνύματα, λέει απόψεις, μεταφέρει απόψεις τρίτων που συναντά και υπηρετεί την στρατηγική που χαράσσει το Πεντάγωνο και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας υπό τον Πρόεδρο. Αν και πολλά μπορούν να γραφτούν για αυτά που λέει in context στο έγγραφο που μου στάλθηκε και συναρτημένα με την ροή των γεγονότων, θα συμβούλευα ένα οποιοδήποτε πολιτικό μας όταν συνομιλεί με –ρητορικά μιλώντας, για να το τονίσουμε– «διακοσμητικούς» πολιτικούς ηγέτες ξένων κρατών, να τους αξιολογεί αναλόγως και κατά περίπτωση.
Στις ΗΠΑ, να μιλά πρωτίστως με τον Πρόεδρο, τα μέλη του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου και άλλους πολλούς που χαράσσουν, σχεδιάζουν και εφαρμόζουν τα contingency plans (υπάρχουν άπειρες περιπτωσιολογικές μελέτες, μερικές έκανα και εγώ, δες τες παράδειγμα το τετράγωνο Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ισραήλ (και άλλοι) τον τελευταίο μόνο μήνα. Ο Υπέξ το πολύ να του μεταφέρει κάποιο μήνυμα στο Πεντάγωνο, έτσι για να μην ταξιδεύει ο ίδιος ή για να γίνει πιο επίσημο.
Ο Υπέξ δεν αποφασίζει στις ΗΠΑ: Πόσες φορές άλλαξαν εχθροί και φίλοι, πόσες φορές ευκολόπιστοι βρέθηκαν στα κρύα του λουτρού, πόσες φορές επί χάρτου και στο πεδίο της μάχης άλλαξαν σχέδια, κατακρεουργήθηκαν κράτη, αναδείχθηκαν χθεσινοί εχθροί σε πρωταγωνιστές κτλ κτλ., επειδή δεν ήξεραν τις ιεραρχίας της λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ και άλλων κρατών!
Είναι φανερό από πολλά κείμενα, επίσης, ότι ο Ράσκ δεν είχε την πλήρη εικόνα. Πώς να γίνει έτσι είναι τα πράγματα και είτε το ξέρουμε είτε όχι και το ξανατονίζουμε: Στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας έχουν όχι μόνο την πλήρη εικόνα διαρκώς αλλά και το πώς αλλάζει και το πώς αλλάζουν τα συμφέροντά τους όταν μύριοι άλλοι παράγοντες εξελίσσονται μέσα την δυναμική δίνη της διεθνούς και περιφερειακής πολιτικής. Όσο καλύτερο παρακολούθημα του ΣΕΑ είναι ο αμερικανός Υπέξ τόσο καλύτερος Υπέξ είναι και το αντίστροφο. Κατά καιρούς σε μερικούς δεν αρέσει και παραγκωνίζονται ή και φεύγουν. Παίζει ρόλο και η προσωπικότητα και πόσο «καπάτσος» είναι. Είναι ένας ο Ράσκ, άλλος Powell και πολύ διαφορετικός ο Κίζιγκερ ο οποίος πριν γίνει υπέξ διετέλεσε ο ΣΕΑ του Προέδρου. Αυτά δεν ξενίζουν κανένα παρατηρητή ή αναλυτή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Συντομεύοντας λοιπόν υπογραμμίζω τα εξής:
α) Την εθνική στρατηγική των ΗΠΑ την χαράσσει η «γραφειοκρατία» του Πενταγώνου υπό την υψηλή εποπτεία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στο οποίο και καταλήγουν αναρίθμητα εναλλακτικά σενάρια δράσης τα οποία μάλιστα υπάρχει μέριμνα να αλλάζουν όπως ανά πάσα στιγμή αλλάζουν τα γεγονότα. Σε περιόδους κρίσεων υπάρχουν πολλές επί τόπου μονάδες παρατήρησης, ανάλυσης και μετάδοσης πληροφοριών και εκτιμήσεων στα κεντρικά για να αναδιαμορφώνονται τα εναλλακτικά σενάρια ανάλογα με τις παραστάσεις που δίνουν οι τρίτοι ή το πώς αλλάζουν τα δεδομένα στο έδαφος. Όταν εμείς είχαμε μια λανθασμένη εικόνα βεβαιοτήτων απόρροια της άγνοιάς μας, ένα πιθανό σενάριο το 1964 θα ήταν: Βάλτε ως σκοπό τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο της Κύπρου χωρίς μελλοντικές παρενοχλήσεις (να μείνουν μόνο ιθαγενείς που θα υπακούουν τυφλά – μήπως σε αυτό το μέλλον θα επιστρέψουμε μετά τον Φεβρουάριο 2013;
Να μείνουν μόνο όσοι τους αρκούν οι βιολογικές ηδονές, κα βλέπουμε με αυτούς σε ένα άλλο σενάριο σε άλλες περιπτώσεις – βλέπουμε τι γίνεται και με την Τουρκία μετά από λίγα χρόνια ή και με άλλες χώρες τις περιοχές που θα παρελάσουν από το σφαγείο μας). Θα έλεγαν σίγουρα, ακόμη: Όπως και να έχουν τα πράγματα, ανασύρατε το contingency plan που ικανοποιεί την Τουρκία που ήταν σημαντική στρατηγικά. Λογικό ακούεται αυτό και επαναλαμβάνουμε ότι είναι λογικοί συνειρμοί από άλλες περιπτώσεις διαχείρισης κρίσεων των υπηρεσιών των ΗΠΑ. Την δε αναλώσιμη Ελλάδα με τους πολλούς κομμουνιστές και τον «ξεμωραμένο, δημαγωγό και ανίκανο πρωθυπουργό» –έτσι εικόνα δίναμε από τα πιο πάνω– θα τη διαχειριστούμε με τον πρέποντα τρόπο. [Εδώ θα τολμούσα να κάνω την εκτίμηση ότι περισσότερο υπολόγιζαν τον Μακάριο οι Αμερικανοί και λιγότερο τον Παπανδρέου – το λάθος του Μακαρίου ίσως ήταν ότι δεν φρόντισε [αν μπορούσε, αν ήξερε να τις κάνει και αν δεν θα έμπαινε σε εμφύλιες λογικές του Παπανδρέου] να κάνει ο ίδιος τις διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς για να ξεφύγει και από τους Ρώσους. Ο Μακάριος για να ενώσει στρατηγικά και ελληνικά νήματα, όμως, απαιτείτο πρώτον, να έχει καμιά εικοσαριά ενημερωμένους συμβούλους-στρατηγιστές (ούτε ο Θεός δεν θα τους εύρισκε), δεύτερον, να εξασφαλίσει την συμφωνία του Γρίβα (εγκάρδια φιλαράκια αυτοί οι δύο, μόνο οι οπαδοί τους σκοτώθηκαν από υπερβάλλοντα ζήλο και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να καυγαδίζουν σαν νήπια τριών ετών) και τρίτον, να ενώσει τα ελληνικά νήματα αντικαθιστώντας το εθνικό κέντρο ως αντιπρόσωπος στις στρατηγικές διαπραγματεύσεις. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν και μυστικά, δηλαδή, βράσε όρυζα.
Συμπέρασμα: Το λιγότερο ριψοκίνδυνο θα ήταν να περάσουμε τον Ρουβικώνα με τις λιγότερους δυνατές ζημιές. Αυτό έγινε ούτως ή άλλως αλλά σε 5 χρόνια και με χούντα στην Ελλάδα ξανά από την αρχή: Ο ευκολόπιστος λεβεντόγερος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, τα παλληκάρια της φακής που άρπαξαν πάλι όπλα, το φοβισμένο ΑΚΕΛ, ο έντρομος Μακάριος που παρακαλούσε να σταματήσει αυτή η τρέλα, ο φυσικός(;) θάνατος του Γρίβα, κάποιες επιστολές προς Γκιζίκη, ο ανδρείος Πρωθυπουργός της Ελλάδας που μετά κρύφτηκε στο Παγκράτι, τα χουντικά παλληκάρια εκ των οποίων μερικοί αποδείχθηκαν «έσχατοι προδότες», κάποιος λικνιζόμενος Ιωαννίδης και σταθμάρχες της ΣΙΑ που δεν ήλεγχε ο Πρέσβης (ελάτε τώρα, δεν το ήξερε! Φανταστείτε κάποιος που δεν ξέρει τι έγινε να βρει κανένα έγγραφο αλληλογραφίας του Πρέσβη και του αμερικανού Υπέξ και να μας το κουνάει – οπότε θα τον εξαποστείλω να διαβάσει μερικές χιλιάδες κείμενα για το τι κάνουν οι μεγάλες δυνάμεις]
β) Το θανάσιμο δικό μας λάθος ήταν ο Παπανδρέου να λέει στους άσπονδους συμμάχους ότι θα κάνει πραξικόπημα [με ποιο ηθικό ή εθνικό δικαίωμα άραγε θα έκανε αυτή την ανεύθυνη εγκληματική πράξη κατά ελλήνων – και πως θα ήλεγχε την κατάσταση όταν στην Κύπρο και στην Ελλάδα «τα πάντα αναπόδραστα θα έρεαν»]. Τους έλεγε επίσης ότι φοβάται πως η ΕΣΣΔ θα … ελέγξει την Κύπρο. [την Κύπρο όπου υπήρχαν βάσεις και τρεις στρατοί του ΝΑΤΟ μάλιστα περίπου την ίδια εποχή της κρίσης της Κούβας – συν βέβαια το πάγιο στρατηγικό setting μη καθόδου της στα θερμά νερά. Θυμίζω ότι όταν φλέρταρε να κατέβει αποφασιστικά νότια στην Συρία η ΕΣΣΔ είχαμε πυρηνική απειλή από ΗΠΑ και στο Αφγανιστάν το δόγμα Κάρτερ που την καθήλωσε μέχρι θανάτου λίγα χρόνια μετά – Σίγουρα γι’ αυτό οι αμερικανοί τον κορόιδευαν λέγοντας ότι είναι ξεμωραμένος. Σίγουρα σκέφτηκαν ότι είναι άσχετος ή τους περνούσε και αυτούς για ηλίθιους – Μιλώ για τους στρατηγιστές στο Πεντάγωνο όχι για τους εκεί και εδώ «προσκόπους», πρέσβεις, διπλωμάτες ή τον περιφερόμενο αμερικανό Υπέξ που δεν έχει την βαθιά γνώση των κινήσεων και δυνατοτήτων που έχουν στο Πεντάγωνο. Εκεί ήξεραν ότι πρώτον, εύκολα θα σταματούσαν τον Μακάριο αν έκανε τέτοια τρέλα να προσφέρει βάσεις στους σοβιετικούς οπότε οι επί τόπου στρατοί τους θα αναλάμβαναν και δεύτερον, ήξεραν τα όρια μέσα στα οποία κινούταν η ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα την πολύ τεταμένη, μέχρι τήξεως, κατάσταση λόγω πυραύλων Πολάρις]
γ) Τελειώνω εδώ με τον Ρασκ για να υπογραμμίσω ότι ποτέ και σε καμιά περίπτωση και ανά πάσα στιγμή δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ο λόγος μιας μεγάλης δύναμης ως δεδομένος ή θεωρούμε βεβαιότητα ακόμη και αυτό που ακούμε με τα ίδια τα αυτιά. Τις στιγμιαίες «απόψεις» του Ράσκ (η προσεκτική ανάγνωση του αγγλικού κειμένου δείχνει πολύ θολές «απόψεις») θα πρέπει κανείς να τις δει in context. Μόνο κάποιος που είναι πολύ φαντασιόπληκτος θα μπορούσε να πει ότι κοντέψαμε έστω κα εξ αποστάσεων στην Ένωση το 1964. Σε ένα σφαγείο κοντέψαμε σίγουρα. Τα πάντα ρεί στο οπλοστάσιο μιας μεγάλης δύναμης η οποία δεν αρχίζει ή τελειώνει ένα πόλεμο αλλά βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο πολλών επιπέδων και ειδών και σε πολλά πλανητικά σημεία.

Για όποιον θέλει να συζητά σοβαρά καλά θα κάνει να μελετήσει αξιόπιστα κείμενα όπως του Mearheimer Η τραγωδία της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων στο οποίο παρέπεμψα και σε άλλο μήνυμα. Μεταξύ άλλων, ανά πάσα στιγμή τα επιτελεία χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής μιας μεγάλης δύναμης επιδιώκουν την εξυπηρέτηση των παγκόσμιων συμφερόντων τους με έλεγχο της κατανομής ισχύος και υπερπόντιες εξισορροπήσεις των άλλων μεγάλων δυνάμεων. Στο μικροεπίπεδό μας όποιος γλυτώσει και γλυτώνουν πολλοί που δένουν κοινωνικοπολιτικά το κράτος τους, δεν διαιρούνται γύρω από ανόητα δεξιοαριστερά δόγματα, δεν κάνουν άλματα στο κενό, δεν είναι ευκολόπιστα, είναι πανέτοιμα να επιβάλουν υψηλό κόστος σε όλους και τα λοιπά, οπότε μπορούν να διαπραγματευτούν με τις μεγάλες δυνάμεις με αξιόπιστο τρόπο. Αυτά και άλλα ίσχυαν το 1964 στην Κύπρο και Ελλάδα ή ο Παπανδρέου που ήθελε «να ανοίξει του Φρενοκομείου» έψαχνε απεγνωσμένος από την άθλια κατάσταση της Ελλάδας λειτουργούσε σπασμωδικά, ανεύθυνα και πολιτικά εγκληματικά!

Οι μεγάλες δυνάμεις για να επιτύχουν τους στρατηγικούς σκοπούς της Υψηλής Στρατηγικής τους παλεύουν ως ελέφαντες μέσα σε υαλοπωλείο για να επιτυγχάνουν μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προϋποθέσεις που εξυπηρετούν αυτή την ασταμάτητη και ανελέητη πάλη στο πλαίσιο της οποίας όποιος σκεφτεί ότι βλέπουν φίλους ή εχθρούς αυτοκτονεί προγραμματικά. Βλέπουν μόνο κράτη ή ομάδες (πχ την Αλ Κάιντα πανταχόθεν, ιδ. Λιβύη και Συρία) που μπορούν να εναλλάσσουν ως «φίλους» ή «εχθρούς» ανάλογα με το πώς εξελίσσεται η στρατηγική τους, η στρατηγική των άλλων κρατών και η στρατηγική των ίδιων των λιγότερο ισχυρών κρατών στις περιφέρειες. Υπό αυτό το πρίσμα τα σενάρια και τα έγγραφα πάνε και έρχονται με κεντρικά επιτελεία που ξέρουν τα πάντα για όποιους ενδιαφέρει την στρατηγική τους (ακόμη και πως … περπατάει στον δρόμο όποιος τους ενδιαφέρει).
Κύρια εισροή εκτιμήσεων είναι το πώς εκτιμούν τις δυνατότητες των τρίτων κρατών, ιδιαίτερα των λιγότερο ισχυρών «πιονιών» της στρατηγικής τους σκακιέρας. Δεν μιλάμε για συνομωσίες αλλά στρατηγικά σχέδια που συνεκτιμούν πλήθος στοιχείων. Η εφαρμογή της στρατηγική εκτυλίσσεται με τέτοιο τρόπο που προβλέπει την αποδυνάμωση «εχθρών» και «φίλων» με τρόπο που θα τους σέρνουν στο επεμβατικό χειρουργικό τραπέζι (ή καλύτερα στο τραπέζι του στρατηγικού τους Προκρούστη) όσο χρειαστεί ακόμη και επί δεκαετίες ή και για πάντα.
Μέτρο διαρκούς στάθμισης και εκτίμησης ασφαλώς είναι, μεταξύ άλλων, η ισχύς του τρίτου κράτους, η κοινωνική συνοχή, η κοινωνική ευρωστία, η συσπείρωση της πολιτικής ηγεσίας γύρω από έσχατες λογικές, η σχέση στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, η στρατιωτική οργάνωση και οι ιδιότητες των συντελεστών ισχύος, ο βαθμός ξένης εξάρτησης, ο βαθμός ξένης εξάρτησης των διανοουμένων και μέσων επικοινωνίας που διαμορφώνουν γνώμη, ο βαθμός διάβρωσης από ξένες υπηρεσίες πολιτών, πολιτικών, δημοσιογράφων κα διανοουμένων, η ικανότητα να αμυνθείς προκαλώντας μεγάλο κόστος στον οποιοδήποτε εισβολέα (ακόμη και στην ίδια την μεγάλη δύναμη), η διείσδυση άλλων μεγάλων δυνάμεων στον δικό τους χώρο επιρροής (και ασφαλώς ξέρουν με ακρίβεια και δεν χρειάζονται καρφώματα του κατ’ αυτούς «φλύαρο ξεμωραμένο κουφό ρήτορα που δεν έχει την δύναμη να αποφασίσει ή να λύσει οτιδήποτε» Παπανδρέου αν η ΕΣΣΔ μπορούσε να θέσει την Κύπρο υπό τον έλεγχό τους), την οικονομική σημασία τους στο πεδίο των πλουτοπαραγωγικών πόρων, την ικανότητά τους να ελέγχουν τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους (οπότε και ετοιμάζουν άλλους να το κάνουν όπως πχ τώρα εναλλάσσονται σχέδια στο Βόρειο Ιράκ σε σχέση με την Τουρκία, την Συρία και το Κουρδικό), και τα λοιπά.
Ανάλογα με τέτοιου είδους και πολλά άλλα κριτήρια και παράγοντες μπορεί εμείς αγέρωχοι να νομίζουμε συνομιλούν μαζί μας για Α και αυτοί να έχουν στο μυαλό Ω που μπορεί να σημαίνει και τον θάνατό μας σε 1, 5, 10 ή 30 χρόνια. Τα εναλλακτικά σενάρια στρατηγικής επαναλαμβάνω είναι σε διαρκή κίνηση προσαρμόζοντας τα συμφέροντά τους όπως και αυτά αλλάζουν πάνω στην κινούμενη άμμο της διεθνούς πολιτικής όπου τα κριτήρια που αυτοί ξέρουν και εμείς δεν ξέρουμε και οι δυνητικοί συνδυασμοί μεταξύ τους είναι άπειρα.
Όσα ξέρουμε μέχρι στιγμής συνηγορούν με την εκτίμηση πως με δεδομένη την κατάσταση στα διάφορα πεδία και κυρίως στο δικό μας, με το σχέδιο Άτσεσον θα οδηγούμασταν στο σφαγείο και στην συνέχεια στο κρεοπωλείο. Τώρα, τα περί ανθελλήνων ή τι έκρυβε μέσα στην ψυχή του ο ένας ή άλλος ηγέτης, μάλιστα και σε αναφορά σε πρόσωπα που φέρουν εθναρχικό σχήμα, όχι μόνο δεν τα θεωρώ σοβαρά αλλά εξ αντικειμένου είναι τερατώδη και τροφή εμφύλιων συνδρόμων.

Τα πιο πάνω και πολλά άλλα που θα μπορούσαν να ειπωθούν δεν σημαίνουν ότι ένα λιγότερο ισχυρό κράτος είναι καταδικασμένο σε θάνατο. Το αντίθετο λέμε. Σε προγενέστερο σημείωμα αλλά και σε πιο «επίσημες» δημοσιεύσεις αναλύονται οι σχέσεις ισχυρών και λιγότερο ισχυρών κρατών. Τα περιθώρια του λιγότερο ισχυρού κράτους είναι αν πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια που το 1960-67 δεν πληρούνταν. Τονίζουμε ή συμπληρώνουμε τα προαναφερθέντα:
α) Να είναι ισχυρό και να μπορεί επιβάλει υψηλό κόστος κατά όσων απειλούν τα συμφέροντά του καθιστώντας έτσι το κράτος και την κοινωνία μη αναλώσιμα.
β) Ποτέ να μην συναινεί σε θανατηφόρες προτάσεις που το αφορούν (αυτό το δικαίωμα του το αναγνωρίζουν όλοι, τουλάχιστον προσωρινά).
γ) Να είναι δυνατό, εύρωστο και σίγουρο για τον εαυτό του, να διαπραγματεύεται εφ’ όλης της ύλης με σοβαρότητα και αξιοπιστία (όχι να καταντούμε να θεωρούν οι άλλοι των πρωθυπουργό μας «φλύαρο ξεμωραμένο κουφό ρήτορα που δεν έχει την δύναμη να αποφασίσει ή να λύσει οτιδήποτε» ή μελλοντικά στην Κύπρο να έχουν απέναντί τους προέδρους που θα είναι έτοιμοι να συζητήσουν την κατάργηση του κράτους)
Αποτελεί κακόγουστο αστείο ακόμη και να υπονοηθεί ότι η κατάσταση στην Ελλάδα και στην Κύπρο την δεκαετία του 1960 έδειχνε κατιτί που θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι οι αγγλοαμερικανοί δεν μας θεωρούσαν αναλώσιμους και πανέτοιμα πρόβατα στο στρατηγικό τους θυσιαστήριο. Κανένα έγγραφο δεν χρειάζεται για να το ξέρουμε και μόνο μερικές φράσεις αν διαβάσει κανείς από δηλώσεις 5 ή 10 ελλήνων «ηγετών» στην Ελλάδα και στην Κύπρο θα οδηγούσε στο αναντίλεκτο συμπέρασμα ότι αναπόδραστα θα μας θεωρούσαν πρόβατα πανέτοιμα για σφαγή.
Αν πριν την δικτατορία στην Ελλάδα συρόμασταν στο τραπέζι του Προκρούστη της στρατηγικής τους ιδιαίτερα υπό τις τότε συνθήκες, θα σήμαινε μεθοδευμένο από την πλευρά τους άνοιγμα ασκών πολλών ανέμων που θα μας έβαζαν ήδη από τότε σε μια απελπιστική και εξοντωτική διαδικασία μέχρι πλήρους και τελεσίδικου ελέγχου μας ή αν χρειαζόταν και πλήρους εξόντωσης. Κύριος στρατηγικός εταίρος τότε ήταν η Τουρκία και αυτό μετρούσε πολύ για το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα και οι ρευστές κουβέντες δήθεν συνεννοήσεις που έκανε με τους αμερικανούς ο λικνιζόμενος Παπανδρέου. Ακολούθησαν άλλες πρακτικές που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, όπως η ΕΟΚΑ Β, το πραξικόπημα, η διζωνική παράκρουση, το σχέδιο Αναν και τα επερχόμενα σχέδια Αναν μετά τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο τον Φεβρουάριο 2013.
Εάν δε δούμε 7-8 χρόνια μετά, εν μέσω δικτατορίας πως λειτούργησαν οι ημέτεροι πιστολέρο εκατέρωθεν δείχνει το πόσο λίγο ασήμαντους και ανίκανους αν όχι τυφλούς ανθρώπους είχαν οι αγγλοαμερικανοί και οι τούρκοι ως συνομιλητές τους. Νομίζουμε πως δεν το ήξεραν;! Μα γιατί άλλωστε στην παρατεταμένη περίοδο μέχρι το 2004 μας έπαιζαν όπως η γάτα το ποντίκι και γιατί επίσης το 2003-04 μας θεώρησαν γαϊδούρια και μας σέρβιραν το δηλητηριώδες σανό του σχεδίου Αναν. Πως άλλωστε μας βλέπουν σήμερα όταν βλέπουν πολλούς στην Κύπρο να μην ανακαλούν ολικά το θανατηφόρο σχέδιο Αναν;
Οι άλλοι «έξω» βέβαια έμαθαν κάτι από το ΟΧΙ των κυπρίων του 2004. Ότι δηλαδή «δεν ξέρεις τι γίνεται και πως μπορούν να αντιδράσουν αυτοί οι τρελοί απόγονοι του Λεωνίδα και του Παλληκαρίδη». «Δώσε τους λοιπόν μπόλικα σακιά δηλητηριώδη σανό μέχρι τον Φεβρουάριο 2013 γιατί αυτή την φορά θα τους αρπάξουμε τελεσιδίκως», θα λένε σίγουρα. Που θα πάνε, άσε τους να συζητούν για το … 1964 για να δικαιολογήσουν τις υποχωρήσεις του 2013 και εμείς πανέτοιμοι θα τους ρίξουμε στο τραπέζι του στρατηγικού μας Προκρούστη.

Αρέσει σε %d bloggers: