Παναγιώτης Β. Ρουμελιώτης, για το βιβλίο του Αναστάση. Πεπονή

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ Ι. ΠΕΠΟΝΗ, «Για το ζήτημα του Αιγαίου»
Τα πετρέλαια, ο Μάρτης του ’87, οι «συνοριακές διαφορές» η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και η ενεργειακή γέφυρα
Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2008, σσ.182
Από τον Παναγιώτη Β. Ρουμελιώτη, Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου

– Ευχαρίστως αποδέχτηκα την τιμητική πρόσκληση του συγγραφέα, πρώην Υπουργού και αγαπητού φίλου Αναστάση Πεπονή, για την παρουσίαση του νέου βιβλίου του με τον τίτλο «Για το ζήτημα του Αιγαίου» των Εκδόσεων Α.Α. Λιβάνη.
– Ο συγγραφέας (σ.), Αναστάσης Πεπονής, βασικό στέλεχος των Κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, με την έκδοση του νέου αυτού βιβλίου του μας προσφέρει μια σημαντική προσωπική μαρτυρία και ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως διαμορφώθηκαν μετά το 1970 και ειδικότερα μετά τις επιδιώξεις της Τουρκίας στο Αιγαίο.
– Ανατρέχει σε ιστορικά στοιχεία, ντοκουμέντα, δηλώσεις, νομικά κείμενα αλλά και στις προσωπικές του εμπειρίες, ως Υπουργού Βιομηχανίας και Ενέργειας της περιόδου 1981-89, για να φωτίσει τις βασικές πτυχές του ζητήματος του Αιγαίου και των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
– Είναι φανερό ότι στόχος του σ. δεν είναι μόνο να εξιστορήσει και να αναλύσει γεγονότα του παρελθόντος. Μέσα από μια αντικειμενική νομική και πολιτική προσέγγιση καταλήγει σε σημαντικά συμπεράσματα, προβλέψεις και προτάσεις σχετικά με τις δυνατότητες στους χειρισμούς του ζητήματος του Αιγαίου, στα πλαίσια των νέων παγκοσμίων και περιφερειακών ενεργειακών συσχετισμών καθώς και της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
– Στο πρώτο μέρος του βιβλίου του, ο σ. επικεντρώνει την προσοχή του σε δύο κρίσιμα θέματα, τα εξής:

● Πώς η Τουρκία επιχείρησε και πέτυχε την αδρανοποίηση της άσκησης από την Ελλάδα των δικαιωμάτων ερευνών και εκμετάλλευσης των πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο (ΔΔ), σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκριπίδας.
● Πώς οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1974-89 χειρίστηκαν το πολύπλοκο θέμα των εκχωρήσεων δικαιωμάτων εκμετάλλευσης περιοχών της ελληνικής υφαλοκρηπίδας σε ξένες κοινοπραξίες, σε συνδυασμό με τα προβλήματα εξωτερικής πολιτικής που προέκυψαν από τις εκχωρήσεις αυτές, ώστε να μην πληγεί η αξιοπιστία της χώρας μας απέναντι στους ξένους επενδυτές.

– Ειδικότερα, ο σ. μας περιγράφει με ακρίβεια και αναλύει τις επιδιώξεις των ενεργειών της Τουρκίας, ώστε να παρεμποδιστεί η εκμετάλλευση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μετά την εκχώρηση δικαιωμάτων ερευνών και εκμετάλλευσης στην αμερικανική εταιρεία Oceanic τον Μάρτιο του 1970. Τριάμισι χρόνια αργότερα, η Τουρκία εκχωρεί με την σειρά της, στη κρατική της εταιρεία πετρελαίου, θαλάσσιες περιοχές στο Αιγαίο για έρευνες κοιτασμάτων πλησίον των νησιών του Αν. Αιγαίου και μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το 1974, η Τουρκία επεκτείνει την εκχώρηση αυτή και σε άλλα τμήματα της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
– Σκοπός της Τουρκίας, κατά τον σ. ήταν η επιβολή υπαρκτής διαφοράς με την Ελλάδα, ώστε να συρθεί η ελληνική πλευρά σε διαπραγματεύσεις.
– Το 1975, οι τότε πρωθυπουργοί της Ελλάδας και Τουρκίας Κ. Καραμανλής και Ντεμιρέλ αποφάσισαν την παραπομπή του θέματος της Υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Ωστόσο, στην παράγραφο 6 του πρακτικού της Βέρνης τα δύο μέρη «αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα ηδύνατο να παρενοχλήσει την διαπραγμάτευσιν»
– Τον Αύγουστο του 1976, το τουρκικό σκάφος «Χόρα» επιχειρεί έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η Ελλάδα προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. και στο Δ.ΔΧ. .
– Την ίδια χρονιά 1976 η καναδική εταιρεία Denison εξαγοράζει το μερίδιο της αμερικανικής εταιρείας Oceanic και της παραχωρείται δικαίωμα ερευνών εντός ελληνικών χωρικών υδάτων και στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, χωρίς τουρκικές αντιδράσεις.
– Όμως, το 1978, το ΓΕΝ απαγορεύει, για λόγους ασφαλείας, τη διεξαγωγή ερευνών σε περιοχές ανατολικά της Θάσου. Η απαγόρευση αυτή θα αρθεί λίγες ημέρες πριν τις εκλογές του ’81 και θα ενεργοποιηθεί έτσι η σύμβαση με την Denison. O πρώην υπουργός ΄Αμυνας Ε. Αβέρωφ δήλωσε, στον τότε Υπουργό Βιομηχανίας και Ενέργειας της πρώτης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ Αναστάση Πεπονή, ότι η άρση της απαγόρευσης ήταν αποτέλεσμα της ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων, των οποίων το επίπεδο κρίθηκε εκείνη την περίοδο πολύ ικανοποιητικό. Από την πλευρά του ο τότε Γενικός Γραμματέας της Προεδρίας της Δημοκρατίας κ. Πέτρος Μολυβιάτης, πληροφόρησε τον Αναστάση Πεπονή ότι η άρση αυτή έγινε εν αγνοία του Προέδρου της Δημοκρατίας και ότι η τυχόν ενεργοποίηση της σύμβασης θα εγκυμονούσε κινδύνους για αντίστοιχες ενέργειες της Τουρκίας.
– Η πάγια θέση των κυβερνήσεων του Α. Παπανδρέου ήταν ότι το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου μπορούσε να λυθεί με προσφυγή της Τουρκίας στο ΔΔΧ και όχι με διμερείς διαπραγματεύσεις.
– Παράλληλα, η πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου έπρεπε να αντιμετωπίσει τη γνωστοποίηση της Κοινοπραξίας για έρευνες πέραν των 6 μιλίων. Η Κοινοπραξία προχώρησε σε έρευνες ανατολικά της Θάσου τον Ιανουάριο του 1982. Η αντίδραση της Τουρκίας εκδηλώθηκε λίγες ημέρες αργότερα. Παρ’ όλα αυτά, η Κοινοπραξία επέμεινε στη διεξαγωγή ερευνών και πέραν των 6 μιλίων. Η ελληνική κυβέρνηση επεδίωξε και πέτυχε συμμετοχή της ΔΕΠ στη Κοινοπραξία, ώστε να ελεγχθούν οι αποφάσεις της και να μην αποτελεί εμπόδιο η Κοινοπραξία στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Παρά την εξασφάλιση συμμετοχής της ΔΕΠ στην Κοινπραξία, η Denison επανέρχεται το 1985 στις αξιώσεις της για έρευνες πέραν των 6 μιλίων. Η κυβέρνηση, με εντολή του Λιμενάρχη Καβάλας, απαγορεύει τις έρευνες Ανατολικά της Θάσου. Η Δικαιοσύνη, στην οποία προσέφυγε η Κοινοπραξία, δικαιώνει τον Λιμενάρχη. Η κυβέρνηση έπρεπε να λύσει οριστικά το πρόβλημα των επιδράσεων των αποφάσεων της Κοινοπραξίας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Το 1987 ο τότε αρμόδιος υπουργός Αναστάσης Πεπονής ανέλαβε νομοθετική πρωτοβουλία, ώστε να εξαγοραστούν ποσοστά συμμετοχής από τις ξένες εταιρείες, και να εξασφαλισθεί ο πλήρης έλεγχος των αποφάσεων της Κοινοπραξίας για την έναρξη γεωτρήσεων ή άλλων ερευνών. Η ρύθμιση αυτή έγινε κατά τρόπο που να μην επηρεαστούν αρνητικά οι ξένοι επενδυτές.
– Ωστόσο, παρά τη διευθέτηση του θέματος των ερευνών της Κοινοπραξίας, οι τουρκικές απειλές για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα εντάθηκαν τον Μάρτιο του 1987, με την επαναδραστηριοποίηση του Χόρα/Σισμίκ για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Οι ΗΠΑ ενεθάρρυναν την Τουρκία προς την κατεύθυνση αυτή, έστω και αν έπρεπε να διεξαχθεί ένας ολιγοήμερος πόλεμος με την Ελλάδα, ώστε να εξαναγκαστεί η τελευταία να δεχτεί διμερείς διαπραγματεύσεις για το ζήτημα του Αιγαίου. Η αποφασιστική, σθεναρή και ανυποχώρητη στάση του τότε πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου οδήγησαν τη Τουρκία σε υποχώρηση.
– Αλλά, γεγονός αποτελεί, για τον σ., ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν επιχείρησε γεωτρήσεις ακόμη και σε μη αμφισβητήσιμες περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Έτσι, υπογραμμίζει ο σ. αδρανοποιήθηκε από την Τουρκία η χώρα μας και δεν άσκησε τα δικαιώματά της, που αναγνωρίζονται από το ΔΔ, σε περιοχές της ελληνικής υφαλοκρηπίδας.
– Με βάση την ανάλυση αυτή, ο σ. καταλήγει σ’ ένα γενικότερο σημαντικό συμπέρασμα: η αιτία των μεθοδεύσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο δεν έχει τόσο σχέση με το άγνωστο μέχρι σήμερα οικονομικό διακύβευμα, δηλ. τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, αλλά περισσότερο με τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της, ώστε να υπηρετεί τη γεωστρατηγική ισχύ και το γεωστρατηγικό ρόλο της στην περιοχή.
– Τη σημαντική αυτή θέση του ο σ. την αποδεικνύει, στη συνέχεια του βιβλίου του, αναλύοντας και τις γενικότερες διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως:
● Tην αποτροπή, από την Τουρκία, της μονομερούς επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, που είναι δυνατή βάσει του άρθρ. 3 του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, με την επίκληση του Casus Belli.
● Την αμφισβήτηση από την Τουρκία, με αφορμή την κρίση των Ιμίων, ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε βράχους και νησίδες του Αιγαίου, που δεν έχουν παραχωρηθεί στην Ελλάδα με διεθνείς Συνθήκες.
● Την αμφισβήτηση από την Τουρκία του ελληνικού εναέριου χώρου.
● Την επίκληση από την Τουρκία του θέματος της στρατιωτικοποίησης των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου.
● Τις διεκδικήσεις και απαιτήσεις της Τουρκίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
– Ειδικότερα, σχετικά με την αποτροπή από την Τουρκία της μονομερούς επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, ο συγγραφέας υπογραμμίεζει ότι οι Τούρκοι, όπως και με τα Πρακτικά της Βέρνης, ερμηνεύουν το κοινό ανακοινωθέν που υπέγραψαν με την Ελλάδα στη Μαδρίτη τον Ιούλιο του 1997, ώστε η Ελλάδα να μην μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και η Τουρκία να μην καταφύγει σε στρατιωτική λύση. Συγκεκριμένα το ανακοινωθέν αυτό αναφέρει τη δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση και δέσμευση διευθέτησης των διαφορών με ειρηνικά μέσα και χωρίς χρήση βίας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1996-2004 δήλωναν, όμως, ότι διατηρούν το δικαίωμα της μονομερούς απόφασης για επέκταση των χωρικών υδάτων, αλλά ότι αυτό έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο που καθόριζε το Δ.Δ. της Θάλασσας, συνυπολογίζοντας τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής και των χωρών που γειτνιάζουν ή που χρησιμοποιούν τις διεθνείς θάλασσες. Στο σημείο αυτό ο σ. θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: Γιατί δεν προβαίνουμε σε μονομερή επέκταση αφού σταθμίσουμε τις παραπάνω ανάγκες; Και διερωτάται: μήπως έχουμε παραδεχθεί την τουρκική άποψη ότι το ζήτημα προς επίλυση αποτελεί μέρος των συνοριακών διαφορών;

– Συμπερασματικά ο σ. φαίνεται να συμφωνεί με τις επισημάνσεις των δύο πρώην πρωθυπουργών της χώρας μας Α. Παπανδρέου και Κ. Καραμανλή σχετικά με τις γενικότερες επιδιώξεις της Τουρκίας:
● O A. Παπανδρέου είχε επισημάνει την προσπάθεια της Τουρκίας να επανορθώσει το καθεστώς του Αιγαίου που έχει καθοριστεί από διεθνείς συμβάσεις
● Ο Κ. Καραμανλής είχε δηλώσει ότι οι Τούρκοι επιδιώκουν τη μονομερή μεταβολή του καθεστώτος του Αιγαίου, για να περιλάβουν 501 ελληνικάς νήσους και νησίδας εις ζώνην αποκλειστικών οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας και για τη διάσπαση της εδαφικής και πολιτικής ενότητας του ελληνικού κράτους.

– Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να αναφερθεί επίσης η εκτίμηση του σ. ότι μετά την κρίση των Ιμίων υπάρχει στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ως αποτέλεσμα διαβουλεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τις ΗΠΑ. ΄Ετσι ερμηνεύει την αποδοχή από τη χώρα μας του κοινού ανακοινωθέντος της Μαδρίτης του 1997 και τις αποφάσεις του Ελσίνκι του 1999, όπου η τότε ελληνική κυβέρνηση δεν επέμεινε, όπως οι Κ. Καραμανλής και Α. Παπανδρέου, ότι η μόνη διαφορά προς επίλυση με την Τουρκία είναι το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αλλά δέχθηκε στα πλαίσια του Ελσίνκι ότι οι εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και τα άλλα συναφή θέματα μπορεί να παραπεμφθούν, εφόσον δεν θα είχαν επιλυθεί μέχρι το 2004, στο ΔΔΧ.
– Ένα άλλο σοβαρό ερώτημα που επιχειρεί να απαντήσει ο σ. είναι αν η Τουρκία θα επιδιώξει την ικανοποίηση των βλέψεών της στο Αιγαίο με στρατιωτική βία κατά κράτους-μέλους της ΕΕ. Η απάντησή του είναι αρνητική και στηρίζεται στις παρακάτω υποθέσεις εργασίας:
● Μια τέτοια ενέργεια προϋποθέτει ανοιχτή εγκατάλειψη από τη Τουρκία του ευρωπαϊκού της προσανατολισμού, εφόσον θα διακόπτονταν έτσι οι ενταξιακές ή ειδικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας.
● Η ΕΕ δεν θα επιθυμούσε μια ανοιχτή διένεξη μεταξύ ενός κράτους-μέλους της και της Τουρκίας, λόγω των ενεργειακών της συμφερόντων και ειδικότερα της επιδίωξής της να περιορίσει την ενεργειακή εξάρτησή της από τη Ρωσια. Συγκεκριμένα, η ΕΕ επιθυμεί να καταστεί η Τουρκία εναλλακτική οδός μεταφοράς φυσικού αερίου (π.χ. προώθηση σχεδίου Nabuco έναντι South Stream) από την Κασπία και όχι μόνον. Από την πλευρά της η Τουρκία χρησιμοποιεί το νέο της ενεργειακό ρόλο για να βελτιώσει τη διαπραγματευτική της δύναμη στα πλαίσια της ΕΕ. Εξάλλου, η διασύνδεση ΕΕ με τον αγωγό Τουρκίας-Ελλάδας-Ιταλίας (εφόσον ολοκληρωθεί) θα λειτουργεί αποτρεπτικά για τη χρήση στρατιωτικής βίας από την πλευρά της Τουρκίας.
● Προς το παρόν δεν φαίνεται οι ΗΠΑ να ενθαρρύνουν την Τουρκία προς την κατεύθυνση μιας στρατιωτικής επιχείρησης στο Αιγαίο.

– Με βάση την ανάλυση αυτή ο σ. καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα και προτάσεις για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής σχετικά με το ζήτημα του Αιγαίου, τα εξής:
● Με την τακτική αποφυγής ή αναβολής μιας όξυνσης με την Τουρκία δε θα απαλλαγούμε οριστικά από τον παραλογισμό των εξοπλισμών ούτε θα προστατεύσουμε τα αναγνωρισμένα από το ΔΔ δικαιώματά μας.
● Θα έπρεπε να προπαρασκευαστούν και να προχωρήσουν οι διαφοροποιημένες, κατά περιοχή, επεκτάσεις της χωρικής θάλασσας στο Αιγαίο.
● Κρίνεται σκόπιμο να παραπεμφθούν οι διαφορές με την Τουρκία στο ΔΔΧ και να αναγνωριστεί από την τελευταία η δικαιοδοσία του.

– Τα ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση το σημαντικού αυτού βιβλίου είναι τα εξής:
● Τι θα συμβεί αν η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ ανατραπεί στην πορεία; Ποια εναλλακτική πολιτική μπορεί να προωθήσει η Ελλάδα για να πιέσει την Τουρκία να αποδεχτεί την παραπομπή των διαφορών μας στο ΔΔΧ;
● Η διεύρυνση της ενεργειακής συνεργασίας με την Τουρκία διασφαλίζει την αναξαρτησία της Ελλάδας και την επίλυση των διμερών προβλημάτων ή θα αυξήσει τη διαπραγματευτική δύναμη της Τουρκίας και την αδιαλλαξία της;
(Βεβαίως, η Ελλάδα έθεσε τις βάσεις, από το 1987, όταν υπουργός ενέργειας ήταν ο Αναστάσης Πεπεονής, για να δημιουργήσει εναλλακτικές υποδομές προμήθειας υδρογονανθράκων π.χ. αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, κύριος αγωγός φυσικού αερίου).
● Η υλοποίηση του αγωγού South Stream θα βελτιώσει τη διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας και πώς θα επηρεάσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και κατ’ επέκταση με την Τουρκία;
● Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θα ανατρέψει το status-quo όσον αφορά την μη εκμετάλλευση των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων του Αιγαίου; ΄Η οι πιέσεις από ΕΕ και ΗΠΑ για διεύρυνση νέων κοιτασμάτων θα διευκολύνουν την παραπομπή του ζητήματος του Αιγαίου στο ΔΔΧ;

– Ανεξάρτητα από τα ερωτήματα αυτά, τα οποία προκύπτουν από την ανάγνωση του σημαντικού αυτού βιβλίου του Αναστάση Πεπονή, θεωρώ ότι η σπουδαία αυτή προσπάθεια του πρώην Υπουργού και φίλου, αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο ανάλυσης, προβληματισμού και άσκησης εξωτερικής πολιτικής, που θα εμπλουτίσει την σχετική βιβλιογραφία και με μεγάλη χαρά θα συστήσω το βιβλίο αυτό στους μεταπτυχιακούς μου φοιτητές. Το βιβλίο συνδυάζει μια γεωστρατηγική κι γεωοικονομική προσέγγιση και αναλύει το θέμα της ισχύος στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
– Τέλος, θα ήθελα να συγχαρώ θερμά τον Αναστάση Πεπονή για την εργασία του αυτή αλλά και να τον ευχαριστήσω για την τιμή που μου έκανε να με καλέσει να παρουσιάσω το σημαντικό αυτό βιβλίο του.

Αρέσει σε %d bloggers: