Πανεπιστημιακοί επαίτες – Επιφυλλίδα, το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ», 8.5.2005.

1ον σχόλιο Παναγιώτης Ήφαιστος: Πανεπιστημιακοί επαίτες – Επιφυλλίδα, το «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ», 8.5.2005 (το κείμενο είναι κατά 200 λέξεις μεγαλύτερο από το δημοσιευθέν επειδή περικόπηκε λόγω περιορισμένου χώρου της επιφυλλίδας)

Από ρεπορτάζ στο «Πρώτο Θέμα» της 1ης Μαίου μάθαμε για μια εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη, ότι δηλαδή ελληνικά ινστιτούτα υπέβαλαν αιτήσεις χρηματοδότησης από αμφιλεγόμενες πηγές πίσω από τις οποίες κρυβόταν η αμερικανική πρεσβεία στην Λευκωσία. Όταν αντίστοιχες αποκαλύψεις έγιναν στην Κύπρο πριν μερικές εβδομάδες προκλήθηκε θύελλα αντιδράσεων σ’ όλο το πολιτικό φάσμα και στιγματισμός των δραστών. Λογικά, το ρεπορτάζ στο «Πρώτο Θέμα» πρέπει να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για την σκοπιμότητα χρηματοδότησης ιδιωτικών οργανισμών με σπάνιους δημόσιους πόρους, τον ρόλο τέτοιων οργανισμών στα κοινωνικοπολιτικά και διπλωματικά δρώμενα και ασφαλώς, επιτέλους, να πυροδοτήσει σε επιστημονικό και πολιτικό επίπεδο μια σοβαρή συζήτηση για το τι ακριβώς συνέβηκε με το σχέδιο Αναν, ποιοι ευθύνονται και τι ρόλο διαδραμάτισαν ακαδημαϊκοί και ινστιτούτα και τι ρόλο διαδραματίζουν σήμερα στον ελληνικό κράτος δράστες τέτοιων δεοντολογικά-ακαδημαϊκά και πολιτικά αμφιλεγόμενων αιτήσεων.
Οι σφαίρες της ακαδημαϊκής ζωής και της πολιτικής ζωής είναι διακριτές. Δεν είναι δεοντολογικά αποδεκτό ακριβοπληρωμένοι ακαδημαϊκοί αντί να υπηρετούν ασκητικά την επιστημονική αλήθεια να περιφέρονται ως επαίτες με «δίσκους»-αιτήσεις χρηματοδότησης για σύμπραξη στην παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας και της συλλογικής ελευθερίας μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η θέση των ακαδημαϊκών είναι στο πανεπιστήμιο, στους φοιτητές και στην καλλιέργεια της θεωρίας, κάτι για το οποίο και πληρώνονται για να υπηρετούν αποκλειστικά και ασκητικά. Σε πολλά κράτη, όταν κατ’ εξαίρεση ώριμοι ακαδημαϊκοί αποφασίσουν να ασχοληθούν με προτάσεις πολιτικής, συνηθίζεται να αφήνουν το πανεπιστήμιο και είτε να ασκούν μονίμως αυτή την δραστηριότητα ως εμπειρογνώμονες είτε να επανέρχονται όταν αυτή η δραστηριότητα πρακτικού και πολιτικού χαρακτήρα τερματιστεί. Οίκοι, τέτοιες ευαισθησίες σπανίζουν. Το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο: Σε κρίσιμους κρατικούς τομείς μεγάλων διανεμητικών συνεπειών όπως της άμυνας, της ασφάλειας και της διπλωματίας που θεωρούνται ο προνομιακός χώρος των ανώτατων κρατικών λειτουργών δημιουργείται ένας παρακμιακός ακταρμάς αδρανοποιημένων κρατικών λειτουργών, φορέων ακαδημαϊκών τίτλων που αφήνουν το πανεπιστήμιο για να μετατραπούν σε ακτιβιστές και άλλων ατόμων που διορίζονται με εφήμερα πολιτικά κριτήρια και που κάθε νέα κυβέρνηση ή υπουργός παροπλίζει ή εκδιώκει. Το απόλυτο χάος και η απόλυτη σύγχυση που ενίοτε επικρατεί στον χώρο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι τυχαία και ο Πρωθυπουργός πρέπει να αναλάβει την ευθύνη διορθωτικών αποφάσεων.
Το ακαδημαϊκό λειτούργημα είναι τρόπος ζωής. Η προσωπική μου επιστημονική εμπειρία από συμμετοχή σε πάνελ ακαδημαϊκών από όλη την Ευρώπη, της «Επιτροπής για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού», είναι συγκλονιστική και επιβεβαιώνει την πίστη μου στον υψηλό ρόλο του ακαδημαϊκού λειτουργήματος και στην πεποίθησή μου ότι μεταξύ επιστημόνων που υπηρετούν την οικουμενική επιστημονική αλήθεια δεν υπάρχουν εθνικά, ιδεολογικά ή άλλα σύνορα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι στην επιτροπή αυτή υπάρχει σύγκλιση επιστημονικών θέσεων για το σχέδιο Αναν και για το γεγονός ότι παραβίασε ευθέως οτιδήποτε αποτελεί νομικό και πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων διεθνώς και στην Ευρώπη: τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, τις αποφάσεις της ΓΣ και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την Συνθήκη της Γενεύης για εγκλήματα πολέμου, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δημοκρατικές ελευθερίες και θεμελιώδη δικαιώματα, πάγιες αρχές δημοκρατίας, πάγιες αρχές συνταγματικού δικαίου και ασφαλώς το κεκτημένο του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ενώ λοιπόν τέτοια επιστημονικά πορίσματα θα μπορούσαν να είναι ισχυρά μέσα για μια βιώσιμη λύση του προβλήματος της Κύπρου προς όφελος όλων των εμπλεκομένων κρατών και λαών, η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα βαρύνεται με πλήθος λανθασμένων αναλύσεων, με διολίσθηση σε ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις που εξυπηρετούν τις άνομες ηγεμονικές αξιώσεις για βάσεις και στρατηγική εποπτεία και με συνηγορία υπέρ ανελεύθερων καθεστώτων. Βαρύνεται επίσης επειδή πολλοί δέχθηκαν να συμμετέχουν σε πάνελ και «σαλόνια επιφυλλίδων» όπου ουσιαστικά μια παρέα του «ακαδημαϊκο-μαζικο-επικοινωνιακού συμπλέγματος» με ποικιλότροπες διασυνδέσεις μονοπώλησαν –στα όρια της λογοκρισίας– τον δημόσιο διάλογο με μονομερείς και συχνά υποτιμητικές για την ανθρώπινη νοημοσύνη προπαγανδιστικές εκλογικεύσεις. Οι επιστημονικές φωνές σπάνιζαν και ο αριθμός τους δεν δικαιολογεί την δέσμευση τεράστιων σπάνιων κοινωνικών πόρων για την δημιουργία ακαδημαϊκών θεσμών, ιδιαίτερα στον ευαίσθητο τομέα των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών.

Αρέσει σε %d bloggers: