Στάθης, Ελευθεροτυπία 1.3.2007

ΣΤΑΘΗΣ Σ. 1.ΙΙΙ.2007 stathis@enet.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 01/03/2007
«Να φοβάσθε τον άνθρωπο του ενός βιβλίου…»

………………………………………

Υπάρχουν άνθρωποι που δημοσιολογούν χωρίς την περίσκεψη που προαπαιτείται, τις γνώσεις και, εν τέλει, τα επιχειρήματα. Μάλιστα, παρ’ ότι συχνά πιάνονται σε σκαστά λάθη, ουδέποτε επανορθώνουν.

***

Ο κ. Γιώργος Γιαννουλόπουλος συχνά στις επιφυλλίδες του στην «Ε» πέφτει σε τέτοια λάθη -γνώσεων- και συχνότερα εδραζόμενος σε αυτά επιτίθεται με αξιοπρόσεκτη ευκολία σε απόψεις άλλων συντακτών. Ποτέ ονομαστικώς. Μόνον «φωτογραφίζοντας».

Στο άρθρο του χθες (Τετάρτη 28.ΙΙ.2007), θέλησε να λάβει μέρος στον διάλογο περί το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού, παρ’ ότι, όπως ο ίδιος δηλώνει, δεν το έχει διαβάσει!!! Μικρό το κακό.

Ομως ο κ. Γ.Γ. στηρίζει την άποψή του, ότι η Ιστορία πιθανόν να μην είναι αυτό που νομίζουμε, στην πρόσφατη έκθεση με αναπαραστάσεις αρχαίων αγαλμάτων όπως ήταν στην αρχική τους μορφή, δηλαδή χρωματιστά.

Για κάποιον μυστήριο λόγο ή τέλος πάντων κάποιον λόγο που εμένα μου διαφεύγει, ο κ. Γιαννουλόπουλος νομίζει ότι αυτό είναι μια πρόσφατη… ανακάλυψη της επιστήμης, μάλιστα κάτι σαν… «ανακοίνωση».

Αναβιβάζει έτσι την άγνοιά του σε κανόνα της γνώσης των άλλων και με πάθος νεοφωτίστου εκστρατεύει σε διάφορες σκέψεις και συλλογισμούς για το «είναι» και το «φαίνεσθαι» στην Ιστορία.

Οτι τα αρχαία αγάλματα, όπως άλλωστε οι ναοί και τα δημόσια κτίρια ήταν χρωματιστά στην αρχαιότητα δεν το γνωρίζουν μόνον οι πρωτοετείς φοιτητές της αρχαιολογίας (και όλων των ανθρωπιστικών σπουδών) από (ανα)γεννήσεως των επιστημών, αλλά και κάθε προσεκτικός επισκέπτης των Μουσείων, καθότι τα ίχνη των χρωμάτων σε πολλά αγάλματα είναι εμφανέστατα.

Στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, επί παραδείγματι, τα χρώματα πάνω στην τερακότα του Διός που κλέβει τον Γανυμήδη, κάνουν και τα παιδιά ακόμα να ρωτάνε γι’ αυτά.

Είναι αλήθεια ότι ο ρομαντισμός έδωσε με τη ζωγραφική του, τη μουσική και τη λογοτεχνία μιαν ιδεατή και ιδανική εικόνα για την αρχαιότητα. Η ίδια η αστική επαναστατικότητα του ρομαντισμού είχε ανάγκη μιαν αφελή και φαντασιακή ανάγνωση (αλλά και αποτύπωση) της αρχαιότητας -ένα προταγματικό πρωθύστερο του ίδιου του του εαυτού.

Ο ρομαντισμός όμως υπήρξε μία ανάγνωση της αρχαιότητας, όχι η μόνη. Αν αυτή την εκδοχή εκλαμβάνει ο κ. Γιαννουλόπουλος όλα αυτά τα χρόνια ως την κατασκευασμένη αντίληψη των πολλών για τη σύνολη αρχαιότητα, δεν οικτίρει παρά την άγνοιά του. Το ερώτημα είναι η ευκολία με την οποίαν κάνει την άγνοιά του κανόνα τού τι γνωρίζουν ή δεν γνωρίζουν οι άλλοι -μάλιστα η κοινωνία.

Δεν χρειάζεται να ‘χει διαβάσει κανείς Πλίνιο για να γνωρίζει τη θέρμη των αρχαίων Ελλήνων με τα χρώματα (ή Παυσανία), αρκεί όταν κοιτάζει να βλέπει. Το Θησείον, τους πολεμιστές του Ριάτσε, τον Ηνίοχο.

Ομως αυτό είναι το λιγότερο. Χρειάζεται να έχει κανείς βροντώδη άγνοια για την ίδια του την άγνοια, αν αποφαίνεται ότι όσοι διακρίνουν ή διακριβώνουν συνέχεια στους Ελληνες και τη γλώσσα τους, πιστεύουν ότι «η ταυτότητα του Ελληνα δεν υπόκειται στον ιστορικό χρόνο».

Ακριβώς επειδή η ταυτότητα των Ελλήνων υπόκειται στον ιστορικό χρόνο, όπως άλλωστε των Εβραίων, των Κινέζων, των Τούρκων και όλων, η διερεύνηση της εξέλιξης ή της διακοπής αυτής της ταυτότητας μπορεί να βασίζεται μόνον στα ευρήματα και την επιστημονική έρευνα, όχι στα ιδεολογήματα, στα άνευ αποδείξεως συμπεράσματα ούτε στις ιδεοληψίες.

Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να βασίζεται σε σκιάχτρα, αφορισμούς και δαιμονοποιήσεις. Το τρυκάκι είναι απλό (κι ανατριχιαστικό): βάζεις στο στόμα κάποιου πράγματα που δεν λέει κι έτσι του… απαντάς κατά το δοκούν.

Προσέτι του κοτσάρεις και δυο-τρεις ετικέτες για «εθνικόφρονα Ιστορία» ή «ελληνοκεντρισμό» και τον καθαρίζεις. Κι άσε «τον Ιουλιανό» να βουρλίζεται – το «ουσιώδες είναι ότι θα σκάσει»…

Χυδαίο (διότι δεν περιέχει τη βάσανο της απόδειξης) αλλά αποτελεσματικό (η προπαγάνδα δεν χρειάζεται αποδείξεις, χρειάζεται μόνον την επανάληψή της).

***

Το θέμα της συνέχειας ή της ασυνέχειας (εν προκειμένω των Ελλήνων, αλλά και όλων των εθνών καθ’ οίον πολιτικό προσδιορισμό λαμβάνει η έννοια «έθνος» ανά τους αιώνες και τους τόπους) απαιτεί έρευνες και επιχειρήματα, τα οποία συχνά έχουν εκτεθεί, κι όχι μόνον επαγωγικούς συλλογισμούς. Ο κ. Γιαννουλόπουλος, παρ’ ότι στο κείμενό του σε καμμιά έρευνα δεν στέκει, ουδέ ένα έστω συνακόλουθο επιχείρημα επικαλείται, κατηγορεί τους εναντίους του ακριβώς γι’ αυτό: ότι δεν έχουν επιχειρήματα. Υπεράγαν! Ενώ ο συλλογισμός του είναι μόνον επαγωγικός με κίνδυνο να βρέξει στη γωνία της ράβδου, ενώ δεν μπαίνει στον κόπο να φοβηθεί ογκώδη κι έγκυρη υπερδισχιλιετή βιβλιογραφία, καταλήγει να αφορίζει για «αλαζονεία» και «γελοιότητα» όσους δεν διακρίνονται απ’ τη δική του άγνοια.

Το πράγμα έχει παρατραβήξει. Το επίπεδο της συζήτησης περί τα ελληνικά γράμματα και πράγματα έχει ξεπέσει. Ισως αυτό να επιδιώκεται. Αυτό το παράδοξο κόμπλεξ ορισμένων με την ταυτότητα των νεοελλήνων (αλλά και άλλων εθνών) εξηγείται πολιτικώς, αλλά δεν παύει να είναι πλέον αποκρουστικά λιποβαρές. Πριν κατηγορήσει για «γελοίους» τους άλλους ο κ. Γ. Γιαννουλόπουλος, ας μάθει πρώτα πώς έβαφαν τα αγάλματά τους οι Ελληνες, ας διαβάσει λίγο (δεν θέλει πολύ) απ’ τους εκατοντάδες Βυζαντινούς συγγραφείς να ξεστραβωθεί (τουλάχιστον για το πώς πραγματεύθηκαν λεπτές έννοιες όπως η «ιδεολογία της Ιστορίας»). Κι ύστερα ας μας πει «υστερικούς» και «αστείους». Θα το σεβαστούμε και θα ψαχτούμε. Ομως ας μην ασχημονεί ανέξοδα, όπως επί μακρόν πράττει, διότι ανέξοδα πια δεν θα είναι.

Αρέσει σε %d bloggers: