Το μεταβατικό σύστημα της Βεστφαλίας και του ΟΗΕ υπό την αίρεση των προϋποθέσεων που αναπτύσσονται στο κοσμοσυστημικό επίπεδο

Περιεχόμενα: 1. Άνθρωπος, κράτος, διεθνές σύστημα-πόλεμος, εθνοκράτος και το καθεστώς του συγχρόνου διεθνούς συστήματος. 2. Καθεστώς της Βεστφαλίας: τραγικό, αντιφατικό και τραγελαφικό. 3. Νεοτερικότητα: Φαρδύς δρόμος που γέννησε το εθνοκράτος. 4. Μοντερνισμός: διολίσθηση στην αντί-πνευματικότητα. 5. Η κατίσχυση του εθνοκρατικού και εθνοκρατοκεντρικού γεγονότος και οι κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις. 6. Οι προϋποθέσεις ενός μετά-νεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. 7. Τυπικές και ουσιαστικές ιδιότητες του Βεστφαλιανού καθεστώτος. 8. Προβολές τάσεων του μετά-νεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού συστήματος υπό το βάρος αντιφάσεων του παρελθόντος. 9. Έθνος versus εθνομηδενισμός και οι ιδιομορφίες Ανατολικά, Βόρεια και Νότια. 10. Οι συνέπειες μιας εθνοκρατοκεντρικής αποσύνθεσης

  1. Άνθρωπος, κράτος, διεθνές σύστημα-πόλεμος, εθνοκράτος και το καθεστώς του συγχρόνου διεθνούς συστήματος

 Σκοπός του κειμένου που ακολουθεί[1] είναι, αφού προηγηθούν μερικές αναφορές σε μερικά ιστορικοπολιτικά, και επιστημολογικά ζητήματα, να επιχειρηθεί μια σύντομη περιγραφή των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων και των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών του συγχρόνου διεθνούς συστήματος το οποίο έχει ως συμβολική αφετηρία την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 μ.Χ.. Από τον 16ο αιώνα μέχρι και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σταδιακά το δόγμα της κυριαρχίας των ηγεμόνων καθιερώθηκε ως άξονας της διεθνούς πολιτικής. Η σταθερότητα ήταν συνάρτησης ύπαρξης ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ηγεμονιών της Ευρώπης. Ηθικοκανονιστικά το καθεστώς αυτό ορίστηκε και οριοθετήθηκε επακριβώς πολύ αργότερα. Αρχικά στον Μεσοπόλεμο όταν συμφωνήθηκε η Κοινωνία των Εθνών που κατέρρευσε όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στην συνέχεια όταν ιδρύθηκε ο ΟΗΕ το 1945. Έτσι, επικυρώθηκαν ηθικά, νομικά και κυρίως πολιτικά το δόγμα της εδαφικά οριοθετημένης εθνικής κυριαρχίας και η αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας ως θεμελιώδης παραδοχή (αυτή η αρχή εκφράζεται από την α) μη επέμβαση, β) την διακρατική ισοτιμία και γ) την εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία). Μεταξύ αυτών των αρχών, κανόνων και νομικών προϋποθέσεων παρεμβάλλονται τα αίτια πολέμου που προκαλούν αστάθεια και πόλεμο[2].

            Σύμφωνα με την κυρίαρχη μοντερνιστική συμβατική άποψη για τον χαρακτήρα των κρατών μια εδαφικά οριοθετημένη κρατική κυριαρχία είναι περισσότερο χώρος είδος «δοχείου ισχύος και συμβάσεων μεταξύ των ατόμων-πολιτών» και λιγότερο χώρα-έθνος ανθρωπολογικά μεστό. Η δημόσια σφαίρα ήταν υλική και παγίως –αν και ποτέ δεν κατορθωνόταν πλήρως–αντικρουόταν η εισροή του πνευματικού κόσμου των πολιτών μέσα στην δημόσια σφαίρα[3]. Η δομή του κράτους σχετιζόταν και σε πολλά κράτη συνεχίζει να σχετίζεται με προγραμματικά «δικαιώματα» και «συμβάσεις» παρά σε αρχές, κανόνες και νόμους που όριζαν οι ίδιοι οι πολίτες. Υπό καθεστώς έμμεσης αντιπροσώπευσης οι πολίτες κινούνται εντός αυτών των συμβατικών οριοθετήσεων και οι βαθμίδες άσκησης λαϊκής κυριαρχίας εξαρτώνται από το κατά πόσο η έμμεση αντιπροσώπευση έχει φορά κίνησης προς διαδικασίες ενεργότεροι ρόλου των ανθρώπων ή αντίθετα από το κατά πόσο κινείται προς μεγαλύτερο δεσποτισμό.

Υπό αυτό το πρίσμα, ένας λογικός τρόπος εκτίμησης ων βαθμίδων δημοκρατίας πέραν ιδεολογικών παρωπίδων είναι ο εξής: Όσο πιο στενή και άμεση είναι η σχέση των εντολέων πολιτών και των εντολοδόχων κυβερνητών τόσο περισσότερη είναι η δημοκρατία και το αντίστροφο. Ακόμη: Όσο περισσότερο το «ταραχοποιό πνεύμα[4]» εισρέει μέσα στην δημόσια σφαίρα χωρίς να διαταράσσει την κοινωνική συνοχή και όσο περισσότερο αυτό δυναμώνει τον πολιτικό πολιτισμό της δημοκρατίας τόσο περισσότερο γίνεται σαφές ότι η ανθρωπολογία ενός κράτους είναι ώριμη, και το αντίστροφο.      

Το βάθεμα του εθνικού πολιτικού πολιτισμού και της εθνικής ανθρωπολογίας κατά κράτος,  υποστηρίζουμε, μετασχηματίζει το διεθνές σύστημα από κρατοκεντρικό σε εθνοκρατοκεντρικό. Τα κράτη ολοένα και περισσότερο –αν και λόγω ιστορικών περιστάσεων διαφοροποιημένα– δυναμώνουν την εθνική τους υπόσταση, παύουν να είναι περίφρακτα «δοχεία ισχύος» όπως τα θέλει η μοντερνιστική πολιτική θεολογία, το κράτος αποκτά ιδιότητες μιας πιο εύρωστης πολιτικής ανθρωπολογίας, δηλαδή, μετασχηματίζεται έτσι σε «εθνοκράτος». Αντίστοιχα, το διεθνές σύστημα από κρατοκεντρικό μετασχηματίζεται σε εθνοκρατοκεντρικό. 

 Πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για θεμελιώδη ανατροπή της Βεστφαλιανής κρατικής μονάδας με προεκτάσεις στην πολιτική ιδιοσυστασία του διεθνούς συστήματος: Οι πολιτικές παραδοχές των μελών του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος είναι ολοένα λιγότερο υλιστικές όσον αφορά την δημόσια σφαίρα του. Οι διεθνοπολιτικές τους στάσεις κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο από την περιρρέουσα κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας που αποτελεί κριτήριο σύμφυτο με την φύση των εθνοκρατικών ενοτήτων οι οποίες όσο μεγαλύτερη είναι η ανθρωπολογική τους ετερότητα τόσο περισσότερο θέλουν να την απολαύσουν αδέσμευτα και υπό καθεστώς απερίσπαστης εσωτερικής αυτοδιάθεσης.

Αυτό, τονίζουμε εμφατικά, δεν σημαίνει εξάλειψη των αιτιών πολέμου. Κανείς απαιτείται να κατανοήσει ότι η πορεία προς μεγαλύτερη ενδοκρατική δημοκρατία με οποιονδήποτε τρόπο και αν νοηθεί δεν καθιστά τα κράτη πιο ειρηνόφιλα, ενώ, κανείς δεν γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο μελλοντικά θα μπορούσε να εξαλειφθεί το σημαντικότερο και μεγαλύτερο αίτιο πολέμου, η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών[5]. Η ισχύς, για να παραφράσουμε τον Kenneth Waltz, θα παραμείνει το κυριότερο νόμισμα της διεθνούς πολιτικής[6] και η απουσία προϋποθέσεων διεθνούς πολιτικής οργάνωσης δικαιακά θεμελιωμένης μας περιορίζει να μιλάμε για διεθνή τάξη και όχι για παγκόσμια δικαιοσύνη. Εξάλλου, ο χρόνος μετάβασης σ’ ένα κοσμοσυστημικά ενοποιημένο παγκόσμιο χώρο που θα επιτρέπει αφενός τοπική πολιτική οργάνωση και αντίστοιχη κοσμοσυστημική πολιτική οργάνωση που θα διασφαλίζει στοιχειώδεις προϋποθέσεις δικαιοσύνης σε όλα τα επίπεδα, είναι σίγουρα αγνώστου χρονικού ορίζοντα[7].

Κύριο γνώρισμα του ισχύοντος εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος όπως πορεύεται στον 21ο αιώνα συνεχίζει να είναι η εδαφική κυριαρχία εντός της οποίας συγκροτείται πολιτική οργάνωση που εδράζεται πάνω σε μια νομιμοποιητική ανθρωπολογία και το οποίο διαθέτει τόσο ένα εδραίο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης όσο και εσωτερικά αποδεκτούς τρόπους κοινωνικοπολιτικών αλλαγών[8]. Αυτού του είδους η νομιμοποιημένη πολιτική οργάνωση είναι που συγκροτεί το κράτος και τους διεθνείς θεσμούς, και όχι οι κατά καιρούς συμφωνίες ή συμβάσεις η βιωσιμότητα των οποίων απαιτείται να δοκιμάζεται στον τόπο και στον χρόνο. Πέραν της εξόφθαλμης περίπτωσης των πρώην κομμουνιστικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, κατά νου έχουμε την ΕΕ όπου υπάρχουν συμβάσεις ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και συντελεστών παραγωγής αλλά το 2009-11 η απουσία υποκείμενης ευρωπαϊκής ανθρωπολογίας έθεσε υπό σκληρή δοκιμασία τις υπερεθνικές ρυθμίσεις όταν η οικονομικές και νομισματικές συμφωνίες (ΟΝΕ) δοκιμάστηκαν διανεμητικά λόγω αναταραχών στον χρηματοοικονομικών τομέα.

Η ύπαρξη έθνους, θα έλεγε ο Raymond Aron, συναρτάται ευθέως με την αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών και των περιφερειών και αυτό απαιτεί, αντίστοιχα, εδραία εθνική ανθρωπολογία. Ακόμη και αν η εδαφική κυριαρχία χαλαρώσει, αυτό που μετράει όσον αφορά την διανεμητική δικαιοσύνη και την βιωσιμότητα των πολιτικών ρυθμίσεων είναι α) η ύπαρξη ανθρωπολογικών προϋποθέσεων που νομιμοποιούν τις ηθικοκανονιστικές δομές και β) η ύπαρξη θεσμών που ενσαρκώνουν αυτό το γεγονός.

Άνθρωπος, κράτος, διεθνές σύστημα είναι τα τρία επίπεδα ανάλυσης της πολιτικής επιστήμης των διεθνών σχέσεων. Το εμβληματικό έργο του Kenneth Waltz, ίσως του σημαντικότερου σύγχρονου διεθνολόγου, με τίτλο Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος[9], δίνει μια πλήρη περιγραφή και ερμηνεία του συνόλου του προβληματισμού για μια ολιστική κατανόηση των παλινωδιών, των αμφιταλαντεύσεων και των κακουχιών που ταλανίζουν τους ανθρώπους από καταβολής κόσμου: Πολιτική οργάνωση κατά κράτος ή κατά κόσμο; Ποιο «καθεστώς» στο εσωτερικό των κρατών φέρνει την ειρήνη στον κόσμο; Πως, αντί πολιτικής οργάνωσης κατά κράτος θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να ενωθεί ο πλανήτης ανθρωπολογικά και πολιτικά, κτλ, ερωτούν εδώ και πολλούς αιώνες οι οπαδοί των μοντερνιστικών ιδεολογιών στο ευρύ διεθνιστικό φάσμα που συνθέτει η μοντερνιστική πολιτική σκέψη των Νέων Χρόνων. Πιο ουσιαστικά, τι συγκροτεί και τι συγκρατεί τα κράτη και τον κόσμο, ερωτούσε με νόημα ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, υποδηλώνοντας ότι αν κανείς δεν έχει να πει κάτι ουσιαστικό και αξιόπιστο για αυτό, καλύτερα να μην μιλά ή να αναμασά ημιμαθώς και αξιολογικά θεωρήματα και ιδεολογήματα. Στην πολιτική πράξη ενδοκρατικά και διακρατικά οι άνθρωποι έτσι κι αλλιώς κάνουν αυτό που θέλουν ερήμην των πολιτικών επιστημόνων και όποτε επηρεάστηκαν από αυτούς προγραμματικά το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντοτε το ευχάριστο[10].

Κανείς, δηλαδή, υπονόησε ο μεγάλος στοχαστής, καλά κάνει να περιγράφει και να αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα και να αφήνει τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που θέλουν, αντί να προσπαθεί να τους ποδογετήσει με το να μεταμφιέζει επιστημονικά τις αξιώσεις ισχύος η να ολισθαίνει στην μια ή άλλη πολιτική θεολογία[11]. Εν τέλει, κανένας «πολιτικός επιστήμονας» δεν βρέθηκε πίσω από τους επαναστάτες των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που τον τελευταίο αιώνα αύξησαν τον αριθμό των  κρατών σε δύο εκατοντάδες. Και η επιβίωση αυτών των κρατών στην βάση αξιώσεων εθνικής ανεξαρτησίας συντελείται ερήμην αν όχι ενάντια στους λεγόμενους πολιτικούς επιστήμονες του κράτους και της διεθνούς πολιτικής, καθότι αποτελεί κοινό τόπο το γεγονός πως συνειδητά ή ανεπίγνωστα πολλοί στα λιγότερο ισχυρά κράτη υπηρετούν τις ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος[12].

Αν και μια τέτοια στάση είναι ο κανόνας παρά η εξαίρεση, πάγια κριτήρια επιστημονικής δεοντολογίας απαιτούν όπως ο πολιτικός στοχασμός επιβάλλεται να τον χαρακτηρίζεται από περισυλλογή, ταπεινότητα και αξιολογική ελευθερία, και όχι το αντίθετο, δηλαδή προπέτεια και κοσμοπλαστική ιδεολογική έπαρση που παραγνωρίζει τις ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των κοινωνικών οντοτήτων. Αυτή είναι μια επιστημολογική επισήμανση βαθύτατων πολιτικοστοχαστικών προεκτάσεων που προσδιορίζει την δεοντολογία κάθε διεθνολογικής ανάλυσης επιστημονικών αξιώσεων, και που την διακρίνει από τις προπαγάνδες, τα θεωρήματα και τα ιδεολογήματα[13]. Δυστυχώς, κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων με ιδιαίτερη πυκνότητα τους δύο τελευταίους αιώνες η πολιτική θεολογία κυριαρχεί. Σε αυτό προστίθεται και το γεγονός ότι τον 18 και 19 αιώνα ο πολιτικός στοχασμός διαιρέθηκε σε πολλούς επιμέρους τομείς καθιστώντας την ημιμάθεια μια θεσμοθετημένη κατάσταση[14].

           Το έθνος ως έννοια υποδηλώνει πνευματικά, πολιτισμικά, ανθρωπολογικά και από άποψη πολιτικού πολιτισμού την συγκροτημένη κοινωνική οντότητα με φορά κίνησης της πολιτικής προς την άμεση δημοκρατία. Το κράτος στην σύγχρονη εποχή ενσαρκώνει την πολιτική-πολιτειακή οργάνωση ενός ανεξάρτητου έθνους. Κανένα βασικά κράτος δεν είναι εσωτερικά ανθρωπολογικά ομοιόμορφο. Η εθνική συνοχή όμως ανάγεται στο σύνολο της ανθρωπολογίας και συναρτάται τόσο με τον βαθμό ανάπτυξης του πολιτικού πολιτισμού της δημοκρατίας όσο και με την ιστορική ανθρωπολογική συγκρότηση κύριος συντελεστής της οποίας δεν είναι μόνο τα αισθητά αλλά και τα πνευματικά[15]. Η εδαφική οριοθέτηση των εθνών και η ρατσιστική νονηματοδότηση της ανθρωπολογίας τους είναι αποτέλεσμα της μοντερνιστικής νοηματοδότησης του κράτους ως του εδαφικά οριοθετημένου κρατικού χώρου μέσα στον οποίο οι ηγεμόνες βίαια και γενοκτονικά συγκρότησαν ανθρωπολογική συνοχή.

Υπό μετά-Νεοτερικές συνθήκες[16] που επαναφέρουν στο προσκήνιο μια δημόσια σφαίρα η οποία διαμορφώνεται και από τον πνευματικό κόσμο των πολιτών της, η ουσία δεν είναι αυτή αλλά η φορά κίνησης προς ολοένα μεγαλύτερη δημοκρατία, με τρόπο που συγκροτεί και διαιωνίζει μια ανθρωπολογική συνοχή πολιτικά άξια λόγου για να στηρίξει το Πολιτικό γεγονός. Η ανθρωπολογική συνοχή εδώ, διευκρινίζεται, δεν αναφέρεται στην κρατικοεθνικιστική μοντερνιστική θεώρηση του έθνους αλλά στην ανθρωποκεντρική ανάπτυξη του πολιτικού πολιτισμού με φορά κίνησης προς την ελευθερία[17].

Το τι συγκροτεί και τι συγκρατεί το έθνος, τα κράτη και τον κόσμο δεν νομίζω να έχει τύχη πειστικής απάντησης στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού. Στην ιστορική πράξη, βεβαίως, τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα όπως ήδη υπαινιχθήκαμε συγκροτούνται ερήμην και ενίοτε εις πείσμα της ιδεολογικής σκέψης. Την πιο εύλογη απάντηση, νομίζω, την έδωσε ο Raymond Aron όταν έγραψε πως γνωρίζει την ύπαρξη έθνους όταν διαπιστωθεί ότι τα μέλη του είναι έτοιμα να πεθάνουν για να το υπερασπιστούν[18]. Ο ίδιος ο Κονδύλης απέφυγε να δώσει απάντηση όταν έγραφε για το Πολιτικό γεγονός.

Κανείς δεν είναι στοχαστικά ασφαλής αν ισχυριστεί ότι οι λεγόμενοι πολιτικοί επιστήμονες συγκρινόμενοι με τους «απλούς» ανθρώπους, έχουν πιο καθαρή και πιο αληθινή σκέψη. Σίγουρα οι περισσότεροι πολιτικοί στοχαστές των Νέων Χρόνων δεν έχουν πολιτική σκέψη συμβατή με την ανθρώπινη οντολογία, καθότι η πολιτική θεολογία είναι επίφαση επιστήμης εργαλειακά επιστρατευμένη στις αξιώσεις ισχύος, και όχι επιστήμη. Η ιδεολογία ως φαινόμενο με οποιοδήποτε τρόπο και αν μεταμφιεστεί συνιστά κοσμοπλαστικό δόγμα ανθρωπολογικής διαμόρφωσης και όχι περιγραφή της οντολογίας. Για να υποδηλώσω την έκταση αυτού του προβλήματος, σημειώνω ότι όλα τα διεθνιστικά δόγματα των δύο τελευταίων αιώνων πολιτική θεολογία ασκούσαν, και μάλιστα στρατευμένα. Οι ηγεμονισμοί, οι οικουμενισμοί, οι διεθνισμοί, οι κοσμοπολιτισμοί και συγκαιρινά αναρίθμητες συνομαδώσεις διεθνικών συσπειρώσεων, ροκανίζουν την αντικειμενική πολιτική σκέψη και την εκτρέπουν προς κατευθύνσεις που αντιβαίνουν στην ανθρώπινη οντολογία[19]. Έτσι, κάθε αξίωση λογικής και ορθολογιστικής σκέψης ακυρώνεται προγραμματικά.

Αντίθετα, ο «άνθρωπος της καθημερινότητας», είναι και θα είναι για πάντα ο καλύτερος πολιτικός επιστήμονας. Φτάνει να είναι ικανός για λογική σκέψη και να αγαπά την πατρίδα του. Ο Ρήγας Βελεστινλής, όντας βαθιά εμποτισμένος με τα πνευματικά ερείσματα μιας μακραίωνα διαμορφωμένης πολιτικής παράδοσης, ενσάρκωνε μια τέτοια στάση ζωής. Όπως έγραψε: «ο ελληνικός λαός είναι φίλος και σύμμαχος με όλα τα ελεύθερα έθνη» και πως «δεν ανακατώνεται στη διοίκηση άλλων εθνών, αλλά ούτε και δέχεται να ανακατωθούν άλλα στη δική του»[20].

Η εθνική ανε­ξαρτησία, ακριβώς, είναι κοσμοθεωρητικό αίτημα κάθε πνευματικά ώριμης κοινωνικής οντότητας, που κτίστηκε πνευματικά στον στίβο των ανθρωπίνων σχέσεων της διαχρονίας. Είναι αξίωση συλλογικής ελευθερίας, απερίσπαστης δηλαδή απόλαυσης της ανθρωπολογικής της ετερότητας. Θα ήταν παράδοξο αν μία κοι­νωνία που αξιώνει να είναι ελεύθερη αρνιόταν αναίτια την ελευ­θερία των άλλων. Η ελευθερία είναι οικουμενική και καθολική έννοια και όποιος εμφορείται από αυτήν δεν μπορεί να την αρ­νείται στους άλλους.

Αναμφίβολα, ο μοντερνισμός των Νέων Χρόνων που αντικατέστησε επαξίως τη θεοκρατική πολιτική θεολογία και τον τρόπο που στην συνέχεια απαξάπαντες διολίσθησαν στον μεταμοντερνισμό, είναι ζητήματα τα οποία τα έχει εξαντλήσει μια και δια παντός ο ανεπανάληπτος και μοναδικός Παναγιώτης Κονδύλης. Για τις συνέπειες της παρακμής και της κατεδάφισης της Βυζαντινής Οικουμένης, εξάλλου, πέραν μερικών σημαντικών ξένων έργων, γράφουν πλέον και πολλοί σύγχρονοι έλληνες, μεταξύ των οποίων διακρίνω τους Γιώργο Κοντογιώργη, Θόδωρο Ζιάκα και Χρήστος Γιανναράς. Για να είμαι πιο ακριβής, η ελληνική πραγματεία στο δύσβατο αυτό πεδίο βρίσκεται στην πρωτοπορία. Εκτιμώ, βέβαια ότι, μετά από πολλούς αιώνες κατασυκοφάντησης του σημαντικότερου πολιτικού, διεθνολογικού και πνευματικού φαινομένου της ιστορίας, δηλαδή της Βυζαντινής Οικουμένης, η σοβαρή μελέτη αυτού του κορυφαίου πολιτικού και πνευματικού γεγονότος, μόλις αρχίζει.

Συντεταγμένα, λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε συντομογραφικά τους σταθμούς της μετά-Βυζαντινής εποχής που έχει ως συμβολική αφετηρία την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 μ.Χ. Για να ορίσουμε τις τάσεις όπως προβάλλονται στο ορατό μέλλον απαιτείται να προσδιορίσουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις της αφετηρίας του καθεστώτος της Βεστφαλίας, να τις αντιπαραθέσουμε με την προγενέστερη εποχή, να σκιαγραφήσουμε τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα μέχρι τις μέρες μας και να προβάλουμε τις μετά-Νεοτερικές τάσεις όπως είναι ήδη διαμορφωμένες.

 2. Καθεστώς της Βεστφαλίας: τραγικό, αντιφατικό και τραγελαφικό

Το κύριο γνώρισμα του καθεστώτος της Βεστφαλίας είναι το δόγμα της εδαφικά προσδιορισμένης πολιτικής κυριαρχίας. Αφετηριακά αποτελούσε τρόπο οριοθέτησης της επικράτειας των ηγεμονιών του 16ου και 17ου αιώνα. Στην συνέχεια, ενόσω εντείνονταν οι αξιώσεις άσκησης λαϊκής κυριαρχίας, η εδαφική κυριαρχία των αστικών και αστικοφιλελεύθερων κρατών απέκτησε και βαθύτερο κοινωνιολογικό περιεχόμενο, δηλαδή πιο διαμορφωμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ηγεμονιών, εν τω μεταξύ, κατέστησε αναγκαία και κοινώς συμφέρουσα την αρχή της μη επέμβασης η οποία όταν παραβιαζόταν πυροδοτούσε αντί-αναθεωρητικές συσπειρώσεις. Μέσα από αυτή την ταραχώδη διαδρομή γεννήθηκε και το σύγχρονο διεθνές δίκαιο που εδράζεται πάνω στις αρχές της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης, της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών[21].

Το καθεστώς της Βεστφαλίας όπως εξελίχθηκε τους πέντε τελευταίους αιώνες είναι εγγενώς τραγικό, αντιφατικό και τραγελαφικό. Η τραγικότητα έγκειται στο γεγονός ότι η αρχική προσπάθεια στοχαστών όπως ο Καρτέσιος ή ο Γαλιλαίος να αναβαθμιστεί η ύλη για να αντιμετωπιστεί η θεοκρατία προκάλεσε την σταδιακή αντικατάσταση της θεολογικής θεοκρατίας από μια υλιστική πολιτική θεολογία, εξέλιξη βαθύτατων προεκτάσεων για τον τρόπο κατανόησης της πολιτικής ενδοκρατικά και διακρατικά. Όπως σωστά θεμελιώνεται στα κείμενα του αείμνηστου Παναγιώτη Κονδύλη[22], στην πορεία των Νέων Χρόνων, οι επαναστατικές ιδεολογίες[23] του αστικοφιλελευθερισμού και κομμουνισμού, αλλά και όλες οι άλλες εσχατολογικές θεωρήσεις του κράτους και του κόσμου, είναι γέννημα-θρέμμα της ίδιας μάνας, της υλιστικής πολιτικής θεολογίας.

Η αντιφατικότητα έγκειται στο γεγονός, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, ότι η νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους υλιστικής ανθρωπολογικής ολοκλήρωσης των (ανθρωπολογικά) αδιαμόρφωτων δουλοπαροίκων της μετά-Μεσαιωνικής εποχής, και ιδιαίτερα οι προσπάθειες μετά την Γαλλική Επανάσταση δημιουργίας κρατικού έθνους με όρους σύμβασης, εκκόλαψαν και διέδωσαν πρωτόγνωρες και αντιφατικές παραδοχές πολιτειακής συγκρότησης όχι πλέον με όρους σύμμειξης και μέθεξης των αισθητών με τα πνευματικά αλλά με όρους «κοινωνικού συμβολαίου» ή καλύτερα «σύμβασης» μεταξύ των κυβερνητών της έμμεσης αντιπροσώπευσης και των πολιτών ενός κράτους. Τόσο πριν όσο και μετά την Γαλλική Επανάσταση, η τελική ανθρωπολογική διαμόρφωσης δεν συντελέστηκε με κλασικούς ανθρωποκεντρικούς όρος αλλά με ρατσιστικά κριτήρια που καταμαρτυρούνται στις γενοκτονίες και τις εθνοκαθάρσεις του 18 και 19 αιώνα στην Ευρώπη[24].  Βασικά εν πολλοίς, παραδοχές ρατσιστικές, καθότι, επιδιώκοντας μια ανθρωπολογική συνοχή επαρκή να συγκρατήσει τις πολιτειακές δομές αντέστρεψαν την σχέση κράτους και έθνους προτάσσοντας τις θεσμικές δομές του πρώτου ως κοσμοπλαστική προσέγγιση ταχύρρυθμης διαμόρφωσης ενός «κρατικού έθνους».

Έτσι, βασικά, αναζητώντας εσωτερική ανθρωπολογική συνοχή, γεννήθηκαν το ένα μετά το άλλο τα υλιστικά ιδεολογικά δόγματα. Γενικότερα και ευρύτερα, και συνεκτιμώντας το γεγονός ότι τα ηγεμονικά κράτη της Ευρώπης κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, οι υλιστικές ιδεολογίες που εκκόλαψαν οι ταραχώδεις 17ος και 18ος αιώνες, προκάλεσαν δύο εγγενώς αντίθετα γεγονότα που συνιστούν και δύο εγγενώς αντίθετες και αντίρροπες ζωντανές τάσεις που συμπλέκονται καθημερινά μέχρι και σήμερα: Η πρώτη τάση εκκολάπτει εθνικές ανθρωπολογίες στα θεμέλια των κρατών και η δεύτερη τάση αφορά την ανθεκτικότητα των υλιστικών εποικοδομημάτων διακυβέρνησης[25]. Στα θεμέλια των ιδεολογικά επινοημένων υλιστικών εποικοδομημάτων βρίσκονταν οι εθνικοί πολιτισμοί, οι εθνικές κοσμοθεωρίες και οι εθνικές ανθρωπολογίες, οι οποίες, απειθάρχητες, ποτέ δεν έπαψαν να συγκροτούνται, να αξιώνουν αυτορρύθμιση και να επιχειρούν, ευκαιρίας δοθείσης[26], να διαμορφώσουν τους υπερκείμενους θεσμούς, σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητά τους[27].

Πρόκειται για τραγική ασυμβατότητα που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό των καιρών μας, και που αναπόφευκτα θα μας συνοδεύει στο μέλλον. Είναι βασικά ένα γεγονός που καθιστά το σύστημα της Βεστφαλίας τραγελαφικό, γιατί δημιουργείται  θεμελιώδης αναντιστοιχία μεταξύ εθνοκρατικής ανθρωπολογίας και νομικοθεσμικών δομών, κυρίως στα δυτικά κράτη, αλλά όχι μόνο, όπως αποτυπώνονται στα θεσμικά εποικοδομήματα[28].

Αν αυτές οι εγγενείς αδυναμίες του Βεστφαλιανού καθεστώτος γίνουν αντιληπτές γίνονται καλύτερα κατανοητές πολλές από τις συγκαιρινές αναταράξεις: Τα απομακρυσμένα από τον άνθρωπο εξουσιαστικά ελίτ της μετά-αποικιακής εποχής, σε συμμαχία με παντελώς εξωπολιτικούς διεθνικούς δρώντες, με εξωπολολιτικά ιδρύματα και με εκατομμύρια επιστημονικά μεταμφιεσμένα ιδεολογικά στηρίγματα των ηγεμονομαχιών των δύο τελευταίων αιώνων, τα οποία επιδεικνύουν μια εκπληκτική και ευέλικτη προσαρμοστικότητα, έχασαν κάθε επαφή με τις υποκείμενες ανθρωπολογίες, τα μέλη των οποίων, ως εκ της φύσεως της φοράς κίνησης της έμμεσης αντιπροσώπευσης, ποτέ δεν κατορθώνουν να γίνουν εντολείς των κατ’ όνομα μόνο εντολοδόχων κυβερνητών.  

  1. Νεοτερικότητα: Φαρδύς δρόμος που γέννησε το εθνοκράτος

Κτίζοντας πάνω στην προηγηθείσα ανάλυση, ως νεοτερικότητα[29] ορίζεται εκείνος ο φαρδύς δρόμος που αρχίζει από τον 16ο αιώνα ως δυτικοευρωπαϊκή αντί-Θεοκρατική νοηματοδότηση του Πολιτικού γεγονότος. Το γεγονός ότι ο υλιστικός μοντερνισμός κυριάρχησε μετά τον 18ο αιώνα, δεν σημαίνει ότι σταμάτησε η συγκρότηση και η ανάπτυξη των κοινωνικοοντολογικών γεγονότων, των πολιτικών πολιτισμών κάθε κοινωνικής οντότητας, η συγκρότηση των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων κάθε έθνους και η εν γένει εθνική συγκρότηση νοούμενη ως πολιτικός πολιτισμός δημοκρατικά προσανατολισμένος.

Η διαδρομή των Νέων Χρόνων, πάντως, ήταν ταραχώδης, αντιφατική και σπαρμένη με εκατόμβες. Καταγράφω την διϋποκειμενική ιστορία χωρίς να χρειάζεται να γίνει περαιτέρω εμβάθυνσης: Ηγεμονικό κράτος, αστικό κράτος, αστικοφιλελεύθερο κράτος, εθνοκαθάρσεις, γενοκτονίες, αποικιοκρατική κατάκτηση μεγάλων και ιστορικών εθνών, δημιουργία υλιστικών πολυεθνικών κομμουνιστικών κρατών, εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, κατάλυση των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, κατάλυση των υλιστικών πολυεθνικών κομμουνιστικών κρατών, σταδιακή κατίσχυση της εθνικής ιδέας και ανάπτυξη εθνοκρατών, καθώς επίσης και σταδιακή ανάδειξη ενός εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Κύριο χαρακτηριστικό της νεοτερικότητας είναι το γεγονός ότι παρά το ιδεολογικό φαινόμενο και την κυριαρχία των συνεπαγόμενων υλιστικών παραδοχών, συγκροτήθηκαν εθνικά κοινωνικοοντολογικά γεγονότα που καταμαρτυρούνται ακόμη και σε περιοχές όπου επιχειρήθηκε μια συνεπής εξαναγκαστική ή αντίστοιχα και εξίσου συνεπής εθελούσια υλιστική ολοκλήρωση, για παράδειγμα, όπως ήδη επισημάνθηκε, στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά και στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το κοινωνικοοντολογικά γεγονότα, όπως συγκροτήθηκαν στην πορεία των Νέων Χρόνων, αναγνωρίστηκαν πανηγυρικά και περιγράφηκαν νομικοπολιτικά στους Καταστατικούς Χάρτες, σε πρώτη φάση της Κοινωνίας των Εθνών και σε δεύτερη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Νομικά, ηθικοκανονιστικά και οντολογικά η Εθνική Ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε, έτσι, η κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή όλων των ανεξαρτήτων εθνών[30].

Πολλά μετά-αποικιακά και μετά-κομμουνιστικά εθνοκράτη, όπως η Ινδία, η Ρωσία και η Κίνα, είναι, επιπλέον, μεγάλες δυνάμεις. Το μέγα ερώτημα των διεθνών σχέσεων του 21ου αιώνα, είναι κατά πόσο θα προσκολληθούν στην κοινή για όλα τα κράτη κοσμοθεωρία της Εθνικής Ανεξαρτησίας η οποία ως εκ της φύσεώς της υποβαστάζει τις Υψηλές και κλασικές αρχές του διεθνούς δικαίου (κλασικές, καθότι στην αρχαιότητα σε σύγκριση με σήμερα το «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» αποτελούσε μια πολύ πιο εμπεδωμένη αρχή), ή κατά πόσο αντίστροφα θα εισέλθουμε σε ένα νέο πολυπολικό ηγεμονικό ανταγωνισμό πιο ανελέητο και πιο καταστροφικό[31].

Το κατά πόσο το προαναφερθέν γεγονός της συντελούμενης ανθρωπολογικής θεμελίωσης των εθνοκρατών δημιουργεί προοπτικές ή αντίστροφα προβλήματα για την συγκρότηση ενός μη αυστηρά εδαφικά οριοθετημένου εθνοκεντρικού διεθνούς συστήματος, δεν είναι του παρόντος αλλά και δεν απαντάται εύκολα. Αναμφίβολα, οι πολιτικοί στοχασμοί του συνάδελφου Γιώργου Κοντογιώργη, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε[32] είναι άκρως ενδιαφέροντες, χειραφετημένοι αλλά και πρωτοποριακοί. Σίγουρα, η πολιτική τυπολογία για τα 3 στάδια του πολιτικού πολιτισμού –ισχύος, εξουσίας και δημοκρατίας ως ελευθερίας– και οι συναφείς ιστορικοπολιτικές του αναφορές είναι εξαιρετικός μπούσουλας στην δαιδαλώδη πολιτική, λεγόμενη, επιστήμη.

Η προαναφερθείσα περίπτωση της ΕΕ, πάντως, είναι εξόχως διδακτική: Είτε μιλούμε για υπερεθνική ανθρωπολογική ολοκλήρωση είτε για κοσμοσυστημικές παραδοχές μεταξύ των εθνών, κοντά οκτώ δεκαετίες εμπειριών καταμαρτυρούν ότι δεν επιτυγχάνονται σε υλιστική μόνο βάση. Απαιτούνται υψηλότερες βαθμίδες πολιτικού πολιτισμού, νοηματοδοτημένες ως πολιτική κινούμενη με φορά προς άμεση δημοκρατία. Μια πορεία ανθρωπολογικής συγκρότησης με όρους δημοκρατίας, συμπεριλαμβάνει, αναπόδραστα, τόσο τον πνευματικό όσο και τον αισθητό κόσμο των ανθρώπων. Καταμαρτυρείται καθημερινά ότι η διακρατική δημόσια υλιστική και νομικοθεσμική σφαίρα είναι επίπλαστη και τρωτή, εάν δεν πληρούνται ένα πλήθος αναγκαίων και μη εξαιρετέων ανθρωπολογικών και πολιτικών προϋποθέσεων που εκπληρώνουν ολοένα και μεγαλύτερες δημοκρατικές βαθμίδες. Η απελευθέρωση και η ενοποίηση των παραγωγικών και καταναλωτικών συντελεστών είναι αποσπασματική και απρόσφορη αν δεν υπάρχει συγκροτημένη ανθρωπολογία, μια συμβατή με αυτή την ανθρωπολογία νομιμοποιητική διανεμητική δικαιοσύνη και μια συναρτημένη ηθικοκανονιστική δομή, η οποία θα δημιουργεί μια εύτακτη και εύρυθμη ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα[33].

Θέτοντας παρά απαντώντας ερωτήματα, θα έλεγα ότι δύο είναι τα πιθανά ενδεχόμενα μιας μη κατεξουσιαστικής πολιτικής συγκρότησης ενός χώρου πολλών εθνών. Είτε συγκροτείται μια υπερεθνική ανθρωπολογία είτε συγκροτούνται κοσμοσυστημικές πνευματικές παραδοχές που ασφαλώς θα συνοδεύονται, σχεδόν αυτόματα, θα έλεγα, από υλική βάση. Αυτές οι παραδοχές απαιτείται, επιπλέον, να είναι συναρτημένες τόσο στο επίπεδο της κάθε κοινωνίας όσο και στο επίπεδο του κάθε εθνοκράτους, με πολιτικό πολιτισμό των υψηλότερων δυνατών βαθμίδων δημοκρατικής ανάπτυξης. Στο σημείο αυτό και σε αναφορά με τις θεωρήσεις του Γιώργου Κοντογιώργη στις οποίες προαναφέρθηκα, η συζήτηση αυτή δεν σχετίζεται είτε με την φιλελεύθερη είτε με την κομμουνιστική θεώρηση περί είδους του καθεστώτος αλλά με βαθμίδες πολιτικής ωρίμανσης στις προαναφερθείσες κλίκακες ανάπτυξης του δημοκρατικά θεμελιωμένου πολιτικού πολιτισμού.

Πως όμως σε ένα κόσμο διακριτά οργανωμένων εθνών μπορεί να υπάρξει πολιτική και ανθρωπολογική υπέρβαση των εξής, μεταξύ άλλων, ιστορικών κοινωνικοοντολογικών «τετελεσμένων»[34]και των πολιτικών και ανθρωπολογικών προεκτάσεών τους: i) Της εξέλιξης του κόσμου μετά τον 16ο αιώνα, ii) όχι μόνο της θεμελίωσης της κυριαρχίας εδαφικά αλλά επίσης και της εκκόλαψης διακριτών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης τα οποία ανάλογα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας ανάπτυξαν ιδιομορφίες που διαφοροποίησαν τα κράτη βαθύτατα iii), την δημιουργία βαθύτατων ανισοτήτων μεγέθυνσης και ανάπτυξης μεταξύ κρατών και περιφερειών, iv) την ανάδυση τον 20ο αιώνα μεγάλων πολιτικοθρησκευτικών συμπλεγμάτων σε περιφέρειες και v) την ανάδειξη πολλών και γιγαντιαίων εθνοκρατικών συμπλεγμάτων όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία και πιθανώς άλλων στον μουσουλμανικό κόσμο.

Αν λάβουμε αυτά και άλλα κριτήρια και παράγοντες μπορούμε να μιλάμε, έστω και αν εννοούμε το πολύ απώτερο μέλλον, για κοσμοσυστημικές παραδοχές σε πλανητικό ή σε περιφερειακό επίπεδο; Και πως τίθεται το ζήτημα σε μεγάλα των βαθμίδων πολιτικού πολιτισμού στην αχανή και πελώρια Ανατολή όπου δισεκατομμύρια ανθρώπων έχουν πολιτικοθρησκευτικές παραδόσεις καλές μεν γι’ αυτούς αλλά δεσποτικού χαρακτήρα σύμφωνα με πάγια κριτήρια του κλασικού και μετά-κλασικού πολιτικού πολιτισμού; Ακόμη και αν περιοριστούμε σε αναφορές σε περιφέρειες όπως η Ευρώπη ή η Μέση Ανατολή ως πιθανά κοσμοσυστήματα στον μεσοπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα πως συγκροτείται μια αρμονική κίνηση με φορά ανοδική όταν οι ανισότητες είναι ανυπέρβλητες τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και για πολιτικούς; Ως προς το τελευταίο ερώτημα, ακριβώς, κανείς θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι μετά από μισό αιώνα «ολοκλήρωσης» στην Ευρώπη η κρίση της Οικονομικής και Νομισματικής «Ένωσης» καταμαρτυρεί βαθύτερη ετερότητα των εθνοκρατών, μεγαλύτερη διαφοροποίηση της Ευρώπης και παρά το «κράτος δικαίου» αγεφύρωτες διαφορές πολιτικού πολιτισμού στο ευρωπαϊκό κοσμοσύστημα.

Ανεξάρτητα των μελλοντικών προϋποθέσεων της κοσμοσυστημικής θεώρησης[35] οι οποίες ως αντικείμενο ανάλυσης δεν είναι δυνατό να εξεταστούν στο παρόν δοκίμιο, οι προϋποθέσεις του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος διαθέτουν εδραία πλέον οντολογία. Για να γίνουμε πιο σαφείς, μιλάμε για το κρατοκεντρικό σύστημα το οποίο επειδή η εθνική ανθρωπολογία βαθαίνει ολοένα και περισσότερο μετασχηματίζεται σε μια πιο εμπεδωμένη εθνοκρατοκεντρική δομή. Σε μια κατά  κράτος δηλαδή βαθύτερη ανθρωπολογία. Το λογικό συνεπαγόμενο είναι αφενός η μεγαλύτερη προσκόλληση στην κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας και αφετέρου η μεγαλύτερη οντολογική διαφοροποίηση του πλανήτη.

Ως ενδιάμεση εθνοκρατική και εθνοκρατοκεντρική κατάσταση, επακριβώς, περιγράφω i) την εμβάθυνση της εθνοκρατικής ανθρωπολογικής ιδιοσυστασίας με φορά κίνησης προς ολοένα μεγαλύτερη δημοκρατία, ii) την εμπέδωση της ήδη πανίσχυρης παραδοχής της εθνικής ανεξαρτησίας ως κοινής κοσμοθεωρίας των εθνών και iii) την ενίσχυση των αντί-ηγεμονικών στάσεων και συσπειρώσεων ως τρόπου α) υπεράσπισης της ανθρωπολογικής ετερότητας κάθε ανεξάρτητης κοινωνικής οντότητας β) υπεράσπισης της διεθνούς νομιμότητας που διασφαλίζει την εθνική ανθρωπολογία και γ) αντίκρουσης των ηγεμονικών αξιώσεων στο ευρύτερο διεθνές σύστημα.

Επειδή πρόκειται για διατυπώσεις που ισορροπούν ριψοκίνδυνα πάνω στα λεπτά σύνορα μεταξύ πολιτικής επιστήμης του εθνοκράτους και πολιτικής επιστήμης του διεθνούς συστήματος, τονίζω ότι η παρούσα ανάλυση με κανένα τρόπο δεν  παρακάμπτει ή παραβλέπει τα αίτια πολέμου που υποβόσκουν στο υπόβαθρο του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος όπως ακριβώς συνέβαινε τους πέντε τελευταίους αιώνες. Ούτε ασφαλώς υπάρχει, θα υποστηριχθεί στην συνέχεια, κάποια χλοερή εθνοκρατοκεντρική Ιθάκη στην οποία το μέγα αίτιο πολέμου θα έχει εξαφανιστεί. Δεν υποτιμάται, επίσης, η ολοένα βαθύτερη διαπάλη μεταξύ της μετά-νεοτερικής εθνικής ανθρωπολογίας και της εκμηδενισμένης μεταμοντέρνας ανθρωπολογίας. Η τελευταία, εν τέλει, στηρίζεται από ένα μεγάλο στρατό μεταμοντέρνων ιδεολόγων, όπως είπαμε, εθνομηδενιστών παραδοχών, οι οποίοι λόγω κεκτημένης ταχύτητας συνεχίζει να καλλιεργεί το ιδεολογικό φαινόμενο μέσα σε πολλά δυτικά πανεπιστήμια[36]. Πλην, όμως, μεταξύ ενός εθνοκρατοκεντρικού συστήματος έτσι νοούμενου και του κρατοκεντρικού Βεστφαλιανού κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος των πέντε τελευταίων αιώνων υπάρχει γιγαντιαία διαφορά. Κυρίως, υπάρχουν πολλές ειδοποιοί διαφορές στο καθαυτό ανθρωπολογικό επίπεδο των Ανατολικών κοινωνιών στις οποίες επανέρχεται στο προσκήνιο η μακραίωνα σμιλευμένη εθνική ανθρωπολογία.     

  1. Μοντερνισμός: διολίσθηση στην αντί-πνευματικότητα

Θα δούμε τώρα λεπτομερέστερα την αντί-πνευματική διολίσθηση των μοντερνιστικών κρατών μετά τον 16 αιώνα. Ήδη αναφέρθηκε ότι ορίζεται ως μοντερνισμός το σύστημα των υλιστικών παραδοχών που κυριάρχησε στο εσωτερικό της νεοτερικότητας και που απέληξε στο ιδεολογικό φαινόμενο του 19ου και 20ου αιώνα. Συνοπτικά σημαίνει το εξής[37]:

            Η κυριολεκτικά φοβισμένη αντί-Ρωμαιοκαθολική αντίληψη στοχαστών όπως ο Καρτέσιος και ο Γαλιλαίος στην αφετηρία της νεοτερικότητας, οι οποίοι επιχειρούσαν να αναβαθμίσουν την ύλη για να αντιμετωπίσουν την επαχθή Θεοκρατία, οδήγησε στην πρόκληση ενός μεγάλου ιστορικού ατυχήματος[38]: Την κυριαρχία αντί-Αριστοτελικών παραδοχών ως τρόπο αντίκρουσης της Θεοκρατίας, αντί να συμβεί το αντίθετο. Δηλαδή, να είχε επιστρατευτεί η ανθρωποκεντρική Αριστοτελική πολιτική φιλοσοφία για να πληγεί η Ρωμαιοκαθολική πολιτική θεολογία. Αυτό είχε ως συνέπεια πολλοί νεοτερικοί στοχαστές, πολλές φορές σημαίνοντες και υψηλών βαθμίδων, να διολισθήσουν διαδοχικά σε αντί-εκκλησιαστικές, αντί-θρησκευτικές, αντί-μεταφυσικές και στο τέλος αντί-πνευματικές νοηματοδοτήσεις της πολιτειακής δημόσιας σφαίρας. Η εκδίωξη του πνεύματος ως διαμορφωτικής εισροής της δημόσιας σφαίρας, όμως, αποδείχθηκε όχι μόνο ατελέσφορη αλλά και καταστροφική με προεκτάσεις μέχρι τις μέρες μας.

Στο σημείο αυτό απαιτείται να τονιστεί ότι μια βασική θέση που απαιτείται να γίνει κατανοητή αφορά το γεγονός πως η αντί-πνευματική και θεμελιωδώς υλιστική φύση των συνεπών μοντερνιστικών παραδοχών βρίσκεται στα θεμέλια του συστήματος της Βεστφαλίας, και πως στην συνέχεια κυριάρχησε ως η κύρια παραδοχή των πολιτικών ελίτ και ως η κύρια ιδεολογική εισροή των αποικιοκρατικών και ηγεμονικών στάσεων. Οπωσδήποτε αντιδιαστέλλεται κάθετα στην ύστερη φάση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στην πνευματικά πανίσχυρη Βυζαντινή Οικουμένη. Οι κοσμοθεωρητικές παραδοχές της τελευταίας, αυτονόητα, βρίσκονται στον αντίποδα κάθε μοντερνιστικής νοημαδότησης του ανθρώπου, του κράτους και της διεθνούς ή κοσμοσυστημικής δομής.

Ο μοντερνισμός, βασικά, όσο περισσότερο διολίσθαινε στην απόλυτη υλικότητα τόσο περισσότερο νοηματοδοτούσε τον άνθρωπο, το κράτος και τον κόσμο με όρους ωμής και δολοφονικής ισχύος. Αυτό ίσχυε για τους δικούς του ανθρώπους όπως καταμαρτυρούν οι γενοκτονίες και οι εθνοκαθάρσεις αλλά πολύ περισσότερο για όσους λαούς βρέθηκαν κάτω από την αποικιοκρατική μπότα. Συνοπτικά, είχαμε μια αναπόδραστη διολίσθηση σε μηδενιστικές στάσεις και παραδοχές και μια συνεπακόλουθη αναπόδραστη νοηματοδότηση των ανθρωπίνων σχέσεων όλων των επιπέδων με όρους ισχύος.

            Η εγγενής νοηματοδότηση των πάντων με όρους ισχύος, ενισχύθηκε από την εδαφική οριοθέτηση των εθνών και λόγω αφαίρεσης έκτοτε μέχρι και το 1990 κάθε ελπίδας κοσμοσυστημικών πολιτικών παραδοχών όπως αναπτύσσονταν μεταξύ των εθνών της μετά-Κλασικής και μετά-Αλεξανδρινής Βυζαντινής Οικουμένης μέχρι και τον 15ο αιώνα. Μετά τον 16ο αιώνα τα έθνη επί αιώνες αποτελματώθηκαν μέσα στους ηγεμονικούς, αποικιακούς και στην συνέχεια μέσα στις μετά-αποικιακές ηγεμονικές διαπάλες.  

            Αν και ποτέ δεν ενσαρκώθηκε ως κάποιου είδους αμιγή πολιτειακή κατάσταση –ούτε ακόμη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση–, η βασική υλιστική παραδοχή είναι πως αν εκδιωχθεί ο πνευματικός κόσμος των ανθρώπων από την δημόσια σφαίρα όλοι μπορούν να χωρέσουν και να λειτουργήσουν εύτακτα μέσα σε μια προγραμματικά, βάση δόγματος, νομικοθεσμικά οριοθετημένη υλιστική δημόσια σφαίρα[39]. Τα ιδεολογικά δόγματα βέβαια είναι πολλά και οι καταστροφικές παλινωδίες και πάλιν καταμαρτυρούμενες.

Αυτή την υλιστική δημόσια σφαίρα πολλοί μοντερνιστές την βλέπουν  απλά ως κρατική, οι ποιο συνεπείς υλιστές μοντερνιστές ως διεθνιστική και οι ακόμη πιο συνεπείς και ακραιφνείς κολεκτιβιστές ως ηγεμονική ή και γενοκτονικά αυτοκρατορική. Πέντε αιώνες διαμάχες απροσμέτρητης ποικιλομορφίας τάσεων, όρων, λεκτικών και εννοιολογικών μεταμορφώσεων και ιδεολογικοπολιτικών συμπλοκών μέσα στους δαιδαλώδεις μηχανισμούς της ετερογονίας των σκοπών κρατών, συμμαχιών, επαναστατών και σήμερα πολλών διεθνικών δρώντων, συγκροτούν ένα απόλυτο πολιτικοστοχαστικό χάος. Με θαυμαστή σταθερότητα, εν τούτοις, κατά την διάρκεια αυτής της ταραχώδους και συγκεχυμένης μακραίωνης διαδρομής, η εθνική ανθρωπολογική αυτοσυγκρότηση ποτέ δεν έπαυσε να συντελείται αναζητώντας την εθνοκρατική ενσάρκωσή της.  

Οι μοντερνιστικές αξιώσεις ισχύος των φορέων των υλιστικών εποικοδομημάτων, εν τούτοις, αποδείχθηκαν εξίσου ανθεκτικές. Χιλιάδες στοχαστές επέμεναν και εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι πείστηκαν ότι η ανθρωπολογία του κράτους μπορεί και πρέπει να είναι υλιστική. Η ιδέα ενός υλιστικά-λειτουργικά συνεπούς διεθνιστικού τέρματος που πολλούς συνάρπασε, θα πρέπει, για τους υλιστές, να είναι το κεντρικό δόγμα και το καθοδηγητήριο νήμα. Ως προς τούτο όλες οι υλιστικές ιδεολογικές παραδοχές είναι μορφικά πανομοιότυπες. Ένα έκαστο ιδεολογικά επινοημένο υλιστικό δόγμα, εν τούτοις, συγκροτεί διαφορετικό περιεχόμενο.

 Εμπειρικά καταμαρτυρείται ότι οι πολιτικές συνέπειες των υλιστικών παραδοχών συναρτώνται με τις εκάστοτε βαθμίδες κοσμοπλαστικών προθέσεων και την δύναμη των εκάστοτε πεφωτισμένων να επιβάλουν την άποψή τους ανάλογα με την περίπτωση και την συγκυρία ή ακόμη και τις ιστορικές συμπτώσεις. Σύμφωνα με όλες σχεδόν τις μοντερνιστικές παραδοχές από τον αστικοφιλελευθερισμό μέχρι τον κομμουνισμό, αφετηριακά πρεσβεύεται ότι αυτό μπορεί να γίνει με όρους σύμβασης, με δικαιώματα που προσδιορίζονται εκτός της κοινωνικοπολιτικής διαδικασίας και με υποθέσεις ή υποσχέσεις για το πώς θα διαμορφωθεί η ανθρωπολογία αν υπερτεθεί η μια ή άλλη ιδεολογικά επινοημένη κοσμοπλαστική θεσμική δομή. Διόλου τυχαία όλες οι υλιστικές ιδεολογίες είναι εσχατολογικές: Στο τέλος όλα θα είναι εύκολα, εύτακτα, ευθύγραμμα, δίκαια, περίπου παράδεισος.

Η βασική αρχή είναι: Οι πεφωτισμένοι υπερθέτουν ιδεολογικά επινοημένα εποικοδομήματα μέσα ή κάτω από τα οποία διαμορφώνεται μια υλιστική ανθρωπολογία. Τους θεσμούς δεν τους δημιουργεί μια προϋπάρχουσα ανθρωπολογία αλλά οι εκάστοτε ιδεολογικά επινοημένοι θεσμοί οι οποίοι αναφορικά με την μια ή την άλλη εσχατολογική πρόβλεψη δημιουργεί προϋποθέσεις εύτακτου, δίκαιου και σταθερού βίου, περιφερειακά ή και παγκόσμια.  

            Παρακάμπτοντας πολλά που αφορούν την περιπετειώδη πορεία των ευρωπαϊκών κρατών, τον τρόπο επέκτασης στην Βόρεια Αμερική, τις γενοκτονίες, τις εθνοκαθάρσεις, τον αφετηριακό καπιταλισμό και την κομμουνιστική υπόσχεση για ένα αταξικό κόσμο που θα τα διόρθωνε όλα τα ελλείμματα του αστικοφιλελεύθερου καπιταλισμού, σημειώνω μόνο ότι πολλά περιθώρια για μια πιο ορθολογική συζήτηση τους τελευταίους αιώνες ποτέ δεν υπήρξαν. Όλος ο πλανήτης μέχρι βασικά και το συμβολικό 1990 μ.Χ., ήταν εγκλωβισμένος στις συμπληγάδες των ηγεμονομαχιών που άρχισαν τον 16ο αιώνα και συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση κατά την διάρκεια των δήθεν ιδεολογικών ηγεμονομαχιών του 19ου και 20ού αιώνα. Πολλά και μάλιστα μεγάλα έθνη, όπως είπαμε, βρίσκονταν κάτω από τον αποικιακό ζυγό μιας πρωτοφανούς στην ιστορία του πολιτικού πολιτισμού βάρβαρης νοηματοδότησης των ανθρωπίνων σχέσεων.        

  1. Η κατίσχυση του εθνοκρατικού και εθνοκρατοκεντρικού γεγονότος και οι κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις

Η εκπνοή των ιδεολογικά μεταμφιεσμένων ηγεμονομαχιών στο κατώφλι του 21 αιώνα και η πασίδηλη για κάθε λογικό άνθρωπο αναξιοπιστία των ιδεολογικά μεταμφιεσμένων εσχατολογικών ηγεμονικών κοσμοϊστορικών σχεδίων, ανάδειξε την εθνοκρατοκεντρική φύση του μετά-νεοτερικού διεθνούς συστήματος, και τις μακραίωνα συγκροτημένες ανθρωπολογικές ιδιότητες των κυρίαρχων εθνοκρατικών μονάδων.

            Στην Ευρώπη, στους χώρους των πρώην κομμουνιστικών κρατών, και στις υπόλοιπες περιοχές όπου υπάρχουν μικρά και μεγάλα έθνη μακραίωνης διαμόρφωσης, το τέλος της αποικιακής εποχής, ο τερματισμός της διπολικής ηγεμονομαχίας και η ανάδειξη μεγάλων εθνών στην ιεραρχία ισχύος εξ αντικειμένου και πασίδηλα θέτει το διεθνές σύστημα σε μια γόνιμη μεταβατική εθνοκρατοκεντρική ιστορική φάση. Ο Βεστφαλιανός κρατοκεντρικός κόσμος που κυριαρχούταν από την ιδέα της ύλης και της λειτουργίας, σταδιακά αλλά σταθερά, και πιο ταχύρρυθμα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αντικαθίσταται από ένα εθνοκρατοκεντρικό κόσμο αποτελούμενο από ολοένα εθνοκράτη ολοένα και πιο μεστής ανθρωπολογίας.

            Το σημαντικότερο και ουσιωδέστερο που απαιτείται να τονιστεί σε αναφορά με μια τέτοια επισήμανση, είναι ότι, όσον αφορά τον πόλεμο και την τήρηση των συμφωνιών σύμφωνα με τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου, επηρεαζόμαστε και θα συνεχίσουμε να επηρεαζόμαστε επί μακρόν από τα ίδια αίτια πολέμου που συνόδευσαν το καθεστώς της Βεστφαλίας μετά το 1648 μ.Χ. Το αναδυόμενο εθνοκρατοκεντρικό σύστημα του 21ου αιώνα αλλάζει ιδιοσυστασία αλλά συνοδεύεται από τα ίδια ή και περισσότερα αίτια πολέμου που του κληροδότησε η μοντερνιστική εποχή. Δεδομένης της εδαφικά οριοθετημένης κρατικής κυριαρχίας και εξ αυτού αναπόδραστα λόγω ύπαρξης διακριτών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης, επιπλέον, οι λειτουργίες του μετά-Ψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος παραμένουν οι ίδεις με αυτές των πέντε αιώνων που προηγήθηκαν.

Μέχρι να δημιουργηθούν στο πολύ μακρινό μέλλον, πιθανές περιφερειακές ή παγκόσμιες εθνοκεντρικές κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις, παρόμοιες ή αντίστοιχες της Βυζαντινής Οικουμένης, οι ιδιότητες του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος θα είναι οι ίδιες με αυτές του συστήματος της Βεστφαλίας.

            Ως προς το ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις, πέραν των πρωτοποριακών στοχασμών του Γιώργου Κοντογιώργη που προανέφερα, δεν έχει διερευνηθεί με επιστημονικά αξιόπιστο τρόπο από την πολιτική επιστήμη. Κάτι τέτοιο στο επίπεδο της επιστήμης απαιτεί ενοποίηση των τριών επιπέδων ανάλυσης στην βάση πολιτικών παραδοχών που δεν επιζητούν κοσμοπλαστική ανθρωπολογική εξομοίωση και πολιτική εξίσωση και που είναι έτσι από άποψη δεοντολογίας της επιστήμης συμβατές με την ανθρώπινη οντολογία.

            Χωρίς την παραμικρή πρόθεση ανάπτυξης του  θέματος και παρά το γεγονός ότι θίγω το σημαντικότερο επιστημονικό και πολιτικό ζήτημα του μέλλοντος, το κεντρικό ερώτημα είναι κατά πόσο θα υπάρξει μια προσκόλληση σε εξομοιωτικά και εξισωτικά δόγματα όπως στο πρόσφατο παρελθόν, ή κατά πόσο αντίθετα θα επιδιωχθεί επιστροφή στο μέλλον της μετά-κλασικής εποχής που διήρκεσε μέχρι τέλος της Βυζαντινής Οικουμένης (και κατά κάποια άποψη και ως προς κάποια ζητήματα μέχρι και το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Μετά την εκπνοή του ιδεολογικού φαινομένου το κεντρικό ερώτημα της πολιτικής επιστήμης και της πολιτικής εν γένει είναι οι κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις μετάβασης από τον παρόντα κόσμο εδραιωμένων εθνοκρατοκεντρικών ιδιοτήτων σ’ ένα κόσμο λιγότερο κρατοκεντρικό και περισσότερο εθνοκεντρικό που θα μπορούσε να είναι και πιο χαλαρά εδαφικά-κυριαρχικά οριοθετημένος. Μια τέτοια επιστημονική και πολιτική προβληματική δεν μπορεί παρά να έχει στον πυρήνα της το έθνος ως έννοια που ενσαρκώνει τον διαχρονικό πολιτικό πολιτισμό αλλά και που προσφέρει, ενδεχομένως, τις προϋποθέσεις σε ένα  κοσμοσύστημα συγγενών εθνών που δεν θα είναι μόνο υλιστικός αλλά και πνευματικός. Έχοντας υπόψη την περίπτωση της Βυζαντινής Οικουμένης, επιπλέον, το μέγα ζήτημα της ασφάλειας που εμπεριέχει το ύστατο και υπέρτατο κριτήριο της αλληλεγγύης στην βάση της αυτοθυσίας, θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάθε κοσμοσυστημικής ρύθμισης. Στην επερχόμενη διαδρομή του 21ου αιώνα και με δεδομένα τα κεκτημένα πολιτειακών συγκροτήσεων τα οποία είναι εδαφικά οριοθετημένα, η πορεία προς μια μη εδαφικά-κυριαρχικά οριοθετημένη κοσμοσυστημική δομή δεν μπορεί παρά να είναι πολύ μακρά. Τίθενται το ερώτημα επίσης κατά πόσο ρεαλιστικά μιλώντας πρέπει να μιλάμε για περιφερισμό ή για τον πλανήτη ολόκληρο και με ποιο χρονικό ορίζοντα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, συναφώς, ότι η συγκρότηση του κοσμοσυστήματος της Βυζαντινής Οικουμένης αποτέλεσε την απόληξη μιας μακράς και ελάχιστα ευθύγραμμης διαδρομής που άρχισε στα Αρχαία χρόνια κινούμενη ανοδικά στην βάση του ελληνικού πολιτικού πολιτισμού ο οποίος επί δύο περίπου χιλιετίες συνιστούσε την κυριότερη κοσμοσυστημική παράμετρο.

Μέχρι λοιπόν να υπάρξουν –εξ αντικειμένου στο πολύ μακρινό μέλλον– κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις στο επίπεδο των πολιτικών πολιτισμών κάθε κοινωνίας και κάθε περιφέρειας, το διεθνές σύστημα θα παραμείνει θεμελιωδώς εθνοκρατοκεντρικό και η διεθνής σταθερότητα θα είναι συνάρτηση της δυνατότητας αντίκρουσης των αναθεωρητικών τάσεων και των ηγεμονικών αξιώσεων από αντί-ηγεμονικές εθνοκρατοκεντρικές συσπειρώσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα και σύμφωνα και με την άψογη και μοναδική αξίας θεωρία του Kenneth Waltz –τα δύο βιβλία του, το Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος και το Θεωρία διεθνούς πολιτικής μόλις κυκλοφόρησαν στην ελληνική γλώσσα–, σε ένα σύστημα όπου η κυριαρχία συνεπάγεται αναρχία, δηλαδή απουσία διεθνούς ρυθμιστικής εξουσίας, αναγκαστικά υποβόσκει ο κίνδυνος του ανταγωνισμού, της σύγκρουσης και του πολέμου.

Ακόμη πιο σημαντικό, όσον αφορά το υπέρτατο ζήτημα της ασφάλειας των κρατών, δεν μπορεί παρά να ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Αναπόδραστα, επιπλέον, οι διεθνείς θεσμοί θα είναι εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος, των αιτιών πολέμου και ιδιαίτερα των συγκρούσεων μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων. Η επιβίωση και η ακεραιότητα της εδαφικής κυριαρχίας των κρατών οδηγεί σε επιδίωξη ισχύος που τροφοδοτεί τα διλήμματα ασφαλείας, ιδιαίτερα σε ανταγωνιστικές σχέσεις και στις σχέσεις των ηγεμονικών δυνάμεων.

Για να επιβιώσουν υπό συνθήκες αναρχίας και αυτοβοήθειας τα κράτη επιχειρούν να εξισορροπήσουν τα άλλα κράτη με αύξηση των εσωτερικών συντελεστών ισχύος και με συμμαχίες. Σε αυτό το φαύλο κύκλο εν μέσω αιτιών πολέμου, η κατανομή ισχύος στο διεθνές σύστημα είναι διανεμητικού χαρακτήρα για τα συμφέροντα των δρώντων και η θέση και ο ρόλος των κρατών στην ιεραρχία ισχύος καίριας σημασίας για τα συμφέροντά τους.

Αυτορρύθμιση του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων, οδηγεί σε σταθερότητα και το αντίστροφο, δηλαδή σε αστάθεια και πόλεμο. Η εναλλαγή μεταξύ ηγεμονικών και αντί-ηγεμονικών συσπειρώσεων είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορικής διαδρομής και είναι ένα φαινόμενο εγγενές με την απουσία μιας παγκόσμιας ρυθμιστικής εξουσίας.

            Σε ένα λοιπόν εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα όπου ισχύουν οι ίδιες προϋποθεσεις με την κρατοκεντρική φάση η αστάθεια θα είναι αντιστρόφως ανάλογη των εθνοκρατοκεντρικών αντί-ηγεμονικών συσπειρώσεων. Το πόσο αδιάκοπες και αποτελεσματικές είναι οι αντί-ηγεμονικές συσπειρώσεις εξαρτάται, εν μέρει τουλάχιστον, υποστηρίζουμε, από τις βαθμίδες εμπέδωσης της εθνικής ανεξαρτησίας ως κοινής κοσμοθεωρητικής παραδοχής μεταξύ των εθνών. Η αυτορρύθμιση της διεθνούς πολιτικής, τεκμηριώνει ο Kenneth Waltz, όπως και πολλοί άλλοι, είναι συνάρτηση της ισορροπίας δυνάμεων. Στο εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα, προσθέτω εγώ, οι αντί-ηγεμονικές εθνοκρατοκεντρικές συσπειρώσεις, θα είναι το κυριότερο μέσο αυτορρύθμισης, σε ένα αιώνα, μάλιστα, που εξ αντικειμένου θα είναι απαιτητικός και πιο ταραχώδης. Όπως είπαμε, όσο περισσότερες μεγάλες δυνάμεις προσχωρήσουν σε αυτή την λογική, τόσο περισσότερο θα έχουμε ρύθμιση σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα, και τόσο περισσότερο θα αντικρούονται οι ηγεμονικές και αναθεωρητικές στάσεις. Ποτέ δεν πρέπει να λησμονούμε, όπως ήδη τονίσαμε, ότι θα ισχύει πάντοτε η αρχή της αυτοβοήθειας.

            Η σημερινή εμπέδωση της εθνικής ανεξαρτησίας ως θέσφατο απέχει πολύ από το αντίστοιχο «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» της κλασικής εποχής. Αυτή η παρατήρηση συνηγορεί και επαυξάνει την προαναφερθείσα άποψη ότι ευρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από κοσμοσυστημικές παραδοχές πλανητικά ή σε κάποιο περιφερειακό υποσύστημα, οι οποίες θα λειτουργούσαν αντίστοιχα και ανάλογα με τις προϋποθέσεις της Ανατολικής Ρωμαϊκής Οικουμένης.

Στην Βυζαντινή Οικουμένη, συγκροτήθηκε μια εξεζητημένη διαλεκτική σχέση μεταξύ τοπικής δημοκρατίας και κοσμοσυστημικών σχέσεων που απορροφούσαν τα αίτια πολέμου. Κύρια αποστολή της Βασιλεύουσας Πόλης ήταν η εξωτερική ασφάλεια. Τοπικά, οι αυτοδιοικούμενες κοινότητες διατηρούσαν το πλείστο της πολιτικής τους αυτοοργάνωσης σύμφωνα με την ετερότητά τους. Αυτή η ιστορική φάση που αναμφίβολα είναι η πλέον ενδιαφέρουσα της τρισχιλιετούς διαδρομής του πολιτικού πολιτισμού, διόλου τυχαία τους πέντε τελευταίους αιώνες έχει υποβαθμιστεί απελπιστικά από την μοντερνιστική πολιτική επιστήμη. Για ένα ακόμη λόγο, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι το πιο ενδιαφέρον της πολιτικής επιστήμης στο μέλλον, ιδιαίτερα αν θα πρέπει να συγκροτήσει συνδυασμένες ή και ολιστικές θεωρήσεις και των τριών επιπέδων ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος.

  1. Οι προϋποθέσεις ενός μετά-νεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος

Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι οι προϋποθέσεις ενός μετά-Νεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού και ενδεχομένως αργότερα εθνοκεντρικού κόσμου προικισμένου με πιθανές σταθεροποιητικές κοσμοσυστημικές παραδοχές δεν συναρτώνται με τα συνήθη και παρωχημένα πλέον ιδεολογικά ζητήματα που συζητούσαν οι πολιτικοί επιστήμονες τους δύο τελευταίους αιώνες.

Συναρτώνται με το ερώτημα του πως και πόσο διασφαλίζεται η εθνική ανεξαρτησία και η δυνατότητα κάθε κοινωνικής οντότητας να απολαύσει την ετερότητά της  σύμφωνα με την ανθρωπολογική της υπόσταση. Αυτό ήταν και το κύριο ζήτημα όλων των εποχών στα τρία επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος.

Πιο συγκεκριμένα: Πως συγκροτείται και συγκρατείται το κάθε κράτος και πως συγκροτείται και συγκρατείται το διεθνές σύστημα. Ανέκαθεν, ο κόσμος σχοινοβατούσε επιχειρώντας αλλά αποτυγχάνοντας να δώσει μια οριστική απάντηση για τα μορφικά τουλάχιστον χαρακτηριστικά της πολιτικής οργάνωσης εθνικά και πλανητικά, καθώς και για τις συναρτήσεις μεταξύ των δύο επιπέδων.

Στο εσωτερικό κάθε κοινωνικής οντότητας αναπτύσσεται κατ’ αλήθειαν συλλογική ζωή και διαμορφώνονται νομιμοποιητικές ηθικοκανονιστικές δομές πάνω στις οποίες εδράζεται η διανεμητική δικαιοσύνη κάθε ανεξάρτητης κοινωνίας. Για τις σχέσεις μεταξύ των ανεξαρτήτων κοινωνιών ποτέ δεν σταθεροποιήθηκε ανεπίστροφα μια κοινώς αποδεκτή παραδοχή.

Στην κλασική εποχή, αναμφίβολα, ίσχυε το πολύ εμπεδωμένο αντί-ηγεμονικό και αντί-διεθνιστικό θέσφατο του ιδεώδους της ανεξαρτησίας. Τώρα, η συγκράτηση του κλασικού διεθνούς συστήματος ήταν συνάρτηση της ισορροπίας μεταξύ των Πόλεων. Αν και βαθιά εμπεδωμένο το ιδεώδες της ανεξαρτησίας δεν άντεξε στα αίτια πολέμου και στις συστημικές ανακατατάξεις των ιεραρχιών ισχύος.

Αυτή την θεμελιώδη δομή εσωτερικής αυτοδιάθεσης και εθνικής ανεξαρτησίας είναι που απείλησαν και παρ’ ολίγο να κατεδαφίσουν οι Πέρσες, στην συνέχεια αμφισβήτησε η Αθήνα οδηγώντας το εθνοκρατοκεντρικό κλασικό διεθνές σύστημα στην ανισορροπία και στον πόλεμο, που έθεσε τους ανθρώπους στην τροχιά μιας μακραίωνης πορείας με κύριες φάσεις την Αλεξανδρινή εποχή, την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που στην πορεία συγκρότησε την Βυζαντινή Οικουμένη.

Μετά από μια μακρά ταραχώδη ιστορική διαδρομή στην Βυζαντινή τουλάχιστον Οικουμένη αναπτύχθηκαν μοναδικές κοσμοσυστημικές παραδοχές εθνοκεντρικής συμβίωσης υπό την «ηγεμονεύουσα» εντολοδόχο Βασιλεύουσα Πόλη. Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε είναι φαινόμενο μεγάλης διεθνοπολιτικής σημασίας που έτυχε ελάχιστης ή καθόλου διεθνολογικής διερεύνησης.

Το ζήτημα που ετίθετο κατά την διάρκεια όλων των εποχών της διαδρομής του πολιτικού πολιτισμού ήταν, λοιπόν, η ανθρωπολογικά θεμελιωμένη –και γι’ αυτό προικισμένη με νομιμοποιημένη διανεμητική δικαιοσύνη– εθνική συγκρότηση. Η ηγεμονική κοσμοσυστημική συγκρότηση ήταν ο κανόνας πλην Ανατολικής Ρώμης.

Γι’ αυτό η εποχή μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 μ.Χ. απαιτείται να γίνει κατανοητή ως εκείνη η ιστορική φάση που αφενός σηματοδότησε την εδαφική οριοθέτηση των εθνών και που αφετέρου εγκαθίδρυσε ένα σύστημα ισορροπίας δυνάμεων το οποίο διήρκεσε μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ακολούθησαν οι  ιδεολογικές ηγεμονομαχίες μέχρι και το 1990.

Κατά την διάρκεια ύστερης εποχής ολοένα και περισσότερα ανθρωπολογικά μεστά έθνη κατέκτησαν την εθνική τους ανεξαρτησία αφενός μεταλλάσσοντας έτσι τον υλιστικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και αφ’ ετέρου την επηρεάζοντας την διαλεκτική σχέση των σχέσεων των ίδιων των ηγεμονικών δυνάμεων.   

            Σε κάθε μη διεθνιστική ή κοσμοπολίτικη συζήτηση που ως εκ της φύσεώς της αντιβαίνει στην εθνική ανεξαρτησία, προεξάρχουν παραδοχές και στάσεις που διαφυλάττουν την διανεμητική δικαιοσύνη κάθε εθνοκράτους.

Αυτό, όπως γίνεται σαφές, αφορά ζωτικά την μεταψυχροπολεμική ηγεμονική αξίωση υπέρβασης της εθνικής ανεξαρτησίας στην βάση ηθικοκανονιστικών επικλήσεων που δεν είναι σαφές ποιος είναι ο φορέας καθολικής και δεσμευτικής ερμηνείας τους.

Δεν υπάρχει τρόπος επίσης διασφάλισης των κοινωνιών από καταχρηστικές ηγεμονικές αξιώσεις, στάσεις και ενέργειες, όπως συνέβηκε στο Κόσοβο, στο Κυπριακό, στο Ιράκ και αλλού.  

  1. Τυπικές και ουσιαστικές ιδιότητες του Βεστφαλιανού καθεστώτος

Οι τυπικές ιδιότητες του συστήματος της Βεστφαλίας ορίζονται ως εξής:

1ο) Η εδαφικά προσδιορισμένη κυριαρχία,

2ο) Οι Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και της εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας ή εσωτερικής αυτοδιάθεσης που διαμορφώθηκαν μέσα από την διεθνή πρακτική του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ηγεμονιών της Ευρώπης από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα και

3ο ) Η αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.

Σε αναφορά με αυτές τις ιδιότητες θα πρέπει να τονιστούν μερικές ακομη παραδοξότητες και αντιφάσεις του Βεστφαλιανού διεθνούς συστήματος, ιδιαίτερα όπως εξελίχθηκε τον 19ο και 20ό αιώνα. Ως απότοκο της ταραχώδους διαδρομής των διακρατικών σχέσεων από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα, το καθεστώς της Βεστφαλίας εξελίχθηκε σύμφωνα με την αντί-ηγεμονική φύση του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Δηλαδή, ως ένα εγγενώς αντί-ηγεμονικό καθεστώς στην  Ευρώπη. Και αυτό παρά το γεγονός ότι εκτός Ευρώπης οι ίδιες δυνάμεις που λειτουργούσαν αντί-ηγεμονικά μεταξύ τους αποτελούσαν τον πυρήνα του πρωτοφανούς φαινομένου της αποικιοκρατίας.

            Οι ίδιες οι ιστορικές εξελίξεις προσδιόρισαν και τον προσανατολισμό του Βεσφαλιανού συστήματος: Η κατάρρευση των αυτοκρατοριών τον 19ο και 20ό αναδιαμόρφωσε το καθεστώς δημιουργώντας τους εγγενώς αντί-ηγεμονικούς διεθνείς θεσμούς της Κοινωνίας των Εθνών και του ΟΗΕ.

Ο θεμελιώδης αντί-ηγεμονικός, αντί-διεθνιστικός και αντί-κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του ύστερου συστήματος της Βεστφαλίας ενσαρκώνεται στις προαναφερθείσες Υψηλές Αρχές, ιδ. στο Κεφάλαιο Ι του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ ο οποίος και επικυρώνει τα κρατοκεντρικά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ύστερου διακρατικού συστήματος.

Επισημαίνω μια ειδοποιό διαφορά που βρίσκεται στον πυρήνα της σημερινής παρέμβασής μου, δηλαδή την χρήση το 1945 στον ΟΗΕ των λέξεων «Έθνος» «Εθνών», «Έθνη» ως υποδήλωση του γεγονότος πως την μοντερνιστική τυπολογία του κράτους δεν κατανοούσαν όλες οι κοινωνίες με τον ίδιο τρόπο.

Τα νεοτερικά κράτη, αφετηριακά οι ηγεμονίες και στην συνέχεια το αστικό και αστικοφιλελεύθερο κράτος έζησαν το δράμα της μετά-Μεσσαιωνικής δουλοπαροικίας. Την απουσία δηλαδή συνεκτικής και διαμορφωμένης ανθρωπολογίας με αποτέλεσμα να νοηθεί η διαμόρφωση της εθνικής ανθρωπολογίας μέσα από κοσμοπλαστικούς θεσμούς, πρώτα δεσποτικούς, μετά την Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση με συμβάσεις και όταν η κοσμοπλαστικές ιδιότητες των θεσμών και των συμβάσεων  αποδείχθηκαν ουτοπία  οδηγήθηκαν στην επίτευξη κοινωνικής συνοχής με ρατσισμούς, γενοκτονίες, εθνοκαθάρσεις και κομμουνιστικά εποικοδομήματα. Αυτό μπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: Αντί Αριστοτελικά διαμορφωμένης ανθρωπολογίας με κατ’ αλήθειαν δημοκρατικό βίο είχαμε γενοκτονικά συγκροτημένη ανθρωπολογική συνοχή. Το μίγμα μετά-Μεσσαιωνικό μίγμα ηγεμονικών δομών, ανυπαρξίας ιστορικά διαμορφωμένης ανθρωπολογίας και υλιστικών παραδοχών αποδείχθηκε εκρηκτικό και είχε ως αποτέλεσμα να νοηματοδοτηθούν τα πάντα με όρους ισχύος και επικυριαρχίας. Οι εδαφικές οριοθετήσεις απλά κωδικοποίησαν νομικοπολιτικά μια τροχιά κρατικής αντί κοσμοσυστημικής συγκρότησης.      

Οι αντιφάσεις του καθεστώτος της Βεστφαλίας επιτάθηκαν για ένα ακόμη λόγο: Τα έθνη που διέθεταν μακραίωνα διαμορφωμένες πολιτικές ανθρωπολογίες και που τον 19ο και 20ό αιώνα το ένα μετά το άλλο κατακτούσαν σταδιακά την ανεξαρτησία τους με εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες  δεν έβλεπαν με το ίδιο μάτι τα δικά τους κράτη. Βασικά, καμιά κοινωνία που διαθέτει πνευματικά μεστή ανθρωπολογία δεν μπορεί να βλέπει την πολιτεία της σύμφωνα με την μοντερνιστική νοηματοδότηση του κράτους ως υλιστικό «κουτί ισχύος» που δομείται με τυποποιημένους νόμους, δοτά πεφωτισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις που σύμφωνα με το ένα ή άλλο ιδεολογικό δόγμα μπορούν να εφαρμοστούν ανεξαρτήτως υποκείμενης ανθρωπολογίας. Αυτό υπενθυμίζω υποστηρίζει κάθε συνεπής (υλιστική) ιδεολογία και γι’ αυτό τονίζουμε την μορφική ομοιότητά τους ανεξαρτήτως περιεχομένου.

Η ύστερη διαμόρφωση του καθεστώτος της Βεστφαλίας εξελίσσεται υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι οι εκατοντάδες κοινωνίες που απέκτησαν κράτη και κατέστησαν ισότιμα μέλη της διεθνούς κοινωνίας κρατών είναι λίγο πολύ και παρά τα πολλά προβλήματα που τους κληροδότησε η αποικιοκρατία κοινωνικές οντότητες μακραίωνης ανθρωπολογικής διαμόρφωσης.

Η συζήτησή μας καθίσταται ακόμη πιο περίπλοκη αν λάβουμε υπόψη ότι αυτές οι κοινωνικές οντότητες σε πολλές περιφέρειες του πλανήτη οι οποίες μέχρι πρότινος σφάδαζαν κάτω από τον αποικιακό ζυγό ή τις εμφύλιες δήθεν ιδεολογικές συγκρούσεις τυγχάνει να έχουν εξίσου μακραίωνα διαμορφωμένες ανθρωπογεωγραφικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές και άλλες συγγένειες.

Συγγένειες βέβαια τις οποίες κανείς διαπράττει το ίδιο λάθος αν δει με μοντερνιστικό μάτι, ως δηλαδή ευθύγραμμες ανθρωπολογικές ιδιότητες που μπορεί κανείς να τις διαχειριστεί με διατάγματα, νομικίστικες αντιλήψεις και προκατασκευασμένες θεσμικές δομές. Εν τούτοις, οι πολιτικοί ηγέτες των ηγεμονικών κρατών της Δύσης συνεχίζουν να βλέπουν τον απέραντο και απροσμέτρητης ποικιλομορφίας κόσμο της Ανατολής. 

Κανείς πλέον δεν μπορεί να παρακάμψει το γεγονός ότι οι μη μοντερνιστικές κοινωνίες –και μιλάμε σήμερα για τα εννέα δέκατα περίπου του πλανήτη– συγκροτούνται από μακραίωνα διαμορφωμένες εθνικές ανθρωπολογίες τα μέλη των οποίων παρά τα μεγάλα προβλήματα των πρώτων δεκαετιών της μετά-αποικιακής εποχής δείχνουν ότι θέλουν τον πνευματικό τους κόσμο μέσα στην δημόσια σφαίρα τους. Θέλουν δηλαδή να είναι εθνοκράτος  και έθνος και όχι νομικοθεσμικό κουτί τυποποιημένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μέσα στο οποίο συνυπάρχουν αδιαφοροποίητες και πνευματικά κενές ατομικότητες.

Για να μιλήσουμε πιο τυπικά, όλα τα κράτη, πάντως, υποδήλωσαν τον θεμελιώδη τρόπο που κατανοούν την ενδοκρατική και διακρατική τάξη με το να επικυρώσουν στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ την Εθνική Ανεξαρτησία ως την κοινή κοσμοθεωρητική αξίωση της οποίας η εκπλήρωση εξαρτάται από τις βαθμίδες εκπλήρωσης του πνεύματος των Υψηλών Αρχών του διεθνούς δικαίου και των συμπαρομαρτούντων συμβατών με αυτές συμφωνιών, κωδίκων, κανόνων και ακόμη πιο δεσμευτικών ρυθμίσεων όπως είναι οι διεθνείς συμβάσεις που ενσωματώνονται στην ενδοκρατική δικαιοταξία όσων τις υπογράφουν.   

  1. Προβολές τάσεων του μετά-νεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού συστήματος υπό το βάρος αντιφάσεων του παρελθόντος

Ο αδρομερής προσδιορισμός της ιστορικοπολιτικής διαδρομής και των φυσιογνωμικών ιδιοτήτων του καθεστώτος της Βεστφαλίας καθιστά σαφές γιατί οι κοινωνίες κατέληξαν να είναι εδαφικά κυριαρχικά οριοθετημένες και γιατί κόντρα στην φύση των εθνικών ανθρωπολογιών και των ιστορικών συγγενειών τους παραμένει το παρά φύση εποικοδόμημά τους. Εξίσου σημαντικό είναι να τονιστεί ότι μέρος του προβλήματος των διεθνών σχέσεων στον 21 αιώνα είναι το γεγονός ότι αυτή η δομή είναι δύσκολο ή ανέφικτο να αλλάξει.

Γι’ αυτό, απαιτείται να γίνουν κατανοητά μερικά ακόμη εγγενή χαρακτηριστικά του μετά-νεοτερικού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Όχι για να γίνει κάποια πρόβλεψη αλλά για να υπογραμμιστούν οι παρούσες τάσεις και ο προσανατολισμός στον οποίο δρομολογούνται. Η μετά-φεουδαρχική μοντερνιστική προσέγγιση διαμόρφωσης των δουλοπαροίκων οδήγησε σε δύο φαινόμενα εξίσου φρικτών και αποτρόπαιων προεκτάσεων.

Πρώτον, γέννησε και ανάπτυξε το προαναφερθέν φαινόμενο της ιδεολογίας που «πνευματικοποίησε» την προ-πολιτική αντίληψη των σχέσεων με όρους ισχύος και δεύτερον, κωδικοποίησε την διαμέσου του κράτους γενοκτονική ή καταναγκαστική επιδίωξη ανθρωπολογικής συνοχής στο υπόβαθρο των μοντερνιστικών κρατών. Ασφαλώς, γενοκτονίες δεν λαμβάνουν χώρα καθημερινά στον μοντερνιστικό κόσμο. Ποτέ όμως στην ιστορία του πολιτισμένου κόσμου από το την κλασική εποχή και εντεύθεν δεν είχαμε μια τέτοια συστηματικοποίησή τους. Μέσα στα μοντερνιστικά κράτη, οι κοινωνίες βιώνουν εγγενείς εντάσεις λόγω της ατελέσφορης ιδεολογικής θέσης ότι η υποκείμενη ανθρωπολογία είναι αδιάφορο ζήτημα και ότι όλοι οι πολίτες ανεξάρτητα από ανθρωπολογική δομή μπορούν να συνυπάρξουν κάτω από «καλούς θεσμούς» προγραμματικά και ιδεολογικά προσδιορισμένους. Στην βάση όλων αυτών των ιδεολογικών παραδοχών υποβόσκει η θεμελιώδης υλιστική-λειτουργιστική θέση ότι τα πνευματικά των ανθρώπων απαιτείται να εκδιωχθούν από την δημόσια σφαίρα.

Ελάχιστα ενδιαφέρουν οι συζητήσεις των τριών επιπέδων ανάλυσης –άνθρωπος, κράτος, διεθνές σύστημα– αν στο επίπεδο της καθαρά περιγραφικής ανάλυσης δεν συνεκτιμάται το γεγονός ότι είναι γιγαντιαία η διαφορά μεταξύ μιας υλιστικής-λειτουργιστικής ανθρωπολογίας και μιας ανθρωπολογίας που εμπεριέχει τόσο τα πνευματικά όσο και τα αισθητά των πολιτών ενός κράτους. Τόσο ως περιγραφές όσο και ως παραδοχές η μια βρίσκεται στον αντίποδα της άλλης και αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικά παραδείγματα πολιτειακής και διεθνούς οργάνωσης. Η πρώτη βασικά δεν υπήρξε ποτέ ως αμιγής κατάσταση ενώ κατά την διάρκεια των πέντε τελευταίων αιώνων η δεύτερη μεταλλάσσεται ανάλογα με την εποχή και την κοινωνία.

Το φαινόμενο της ιδεολογίας, πάντως, σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδοχές, σηματοδοτείται από το γεγονός ότι προσανατολίζεται προς μια υλιστική-λειτουργιστική ανθρωπολογική συγκρότηση με προγραμματικά προσδιορισμένους θεσμούς στην βάση του ενός ή άλλου ιδεολογικού δόγματος. Τα δόγματα αυτά είναι όλα προϊόν της μοντερνιστικής εποχής και διαμορφώθηκαν, όπως έξοχα περιγράφεται από τον Παναγιώτη Κονδύλη, μέσα στις ταραχώδεις περιστάσεις ανόδου και παρακμής του αστικού κράτους και του αστικοφιλελευθερισμού, καθώς επίσης και της έλευσης συνθηκών μαζικοπαραγωγής και μαζικοκατανάλωσης τον 19ο και 20ό αιώνα.

Κατά βάση, ιδεολογία σημαίνει προτάσσω επινοουμένους θεσμούς που διαμορφώνουν την κατά έκαστο δόγμα μεταφυσικά επινοημένη «καλή («ορθολογιστική») ανθρωπολογία». Οι πιο χαρακτηριστικές και χρονικά παρατεταμένες περιπτώσεις είναι επιδίωξη ανθρωπολογικής συνοχής με γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις στην Βόρειο Αμερική και στην Ευρώπη τον 18ο, 19ο και 20ό αι. Οι εκατόμβες το καταμαρτυρούν και είναι εκπληκτική η ηχηρή σιωπή αναφορικά με αυτά τα γεγονότα εκατομμυρίων επιστημονικά μεταμφιεσμένων αναλυτών που συνειδητά ή ανεπίγνωστα στρατεύονται στις ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις μιας αδιέξοδης άνωθεν επιβολής πολιτικής ανθρωπολογίας που παρακάμπτει ή  παραβλέπει τον πνευματικό κόσμο των πολιτών.

            Είναι αληθές ότι η περιρρέουσα συμβατική πνευματική ατμόσφαιρα της μετά-Βυζαντινής εποχής δεν καθιστά εύκολη την κατανόηση των αντιφάσεων και εγγενών αδυναμιών του Βεστφαλιανού συστήματος. Απαιτεί υπέρβαση και παράβλεψη ή παράκαμψη μεγατόνων συμβατικής σοφίας. Σε ιστορικές καμπές όπως η μεταψυχροπολεμική εποχή, επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμάται η πνευματική και πολιτική σύγχυση: Πώς να μην είναι συγχυσμένοι οι άνθρωποι όταν τις δύο δύσκολες χιλιετίες της ανοδικής πορείας του πολιτικού πολιτισμού από την κλασική εποχή μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Οικουμένης, τις διαδέχθηκαν πέντε αιώνες ηγεμονισμών, αποικιοκρατίας  και ηγεμονομαχιών του 19ου και 20ού αιώνα που περιστράφηκαν γύρω από ιδεολογικά εμπνευσμένα, δήθεν κοσμοϊστορικά σχέδια στα οποία ενεπλάκησαν όλες οι κοινωνίες όλου του πλανήτη.

            Αυτό βέβαια που είναι δυσδιάκριτο για πολλούς και που προκαλεί πολύ μεγάλη σύγχυση είναι η διάσταση και αναντιστοιχία μεταξύ της ανθρωπολογίας κάθε κράτους και των υλιστικών κρατικών εποικοδομημάτων που έκτισαν πολλά ιδεολογικά επινοημένα καθεστώτα. Είναι δυσδιάκριτο καθότι κάθε τάξη εδράζεται πάνω σε ένα ηθικοκανονιστικό σύστημα πολιτικά εκλογικευμένο που επιβάλλεται καθημερινά και παντοιοτρόπως, ή τουλάχιστον πριν υπάρξει ειρηνική ή ένοπλη επανάσταση και ανατροπή.

Πως μπορεί, για παράδειγμα, ένας έλληνας, ένας γάλλος ή ένας τούρκος πολίτης να αναλύσει τα ιστορικοπολιτικά αίτια του γεγονότος πως αν και λογικά θα μπορούσε και θα έπρεπε η πολιτεία του να είναι προικισμένη με προσεγγίσεις άμεσης δημοκρατίας που εμπεριέχουν τον πνευματικό του κόσμο όταν είναι εγκλωβισμένος μέσα σε δύσκαμπτες και εξουσιαστικά καλά οργανωμένες κοινωνικές συμβάσεις. Πώς να μην επηρεάζεται, επιπλέον, από παρωχημένα υλιστικά ιδεολογήματα που θέλουν τον πνευματικό του κόσμο εκτοπισμένο από την δημόσια σφαίρα του δικού του κράτους, όταν γεννήθηκε, αναπτύχθηκε με τον εθισμό συγκρούσεων σε αναφορά με την μια ή άλλη νεφελώδη διεθνιστική πολιτική θεολογία; Μια εβδομάδα πριν την αστραπιαία εξαφάνιση του κραταιού σοβιετικού υπερκράτους κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τον επίπλαστο χαρακτήρα του και όλοι, ασφαλώς, εύτακτα το υπηρετούσαν.

Για λόγους σύγκρισης ας σημειώσουμε ότι πριν τον 16ο αιώνα η αφαίρεση του πνευματικού κόσμου των ανθρώπων από την δημόσιά τους σφαίρα ήταν κάτι παντελώς αδιανόητο ακόμη και κάτω από αυτοκρατορικά και δυναστικά καθεστώτα. Για διευκρινιστικούς λόγους, επίσης, χρήσιμο είναι να υπενθυμίσουμε αφενός, ότι τα κράτη που συγκροτούνται με όρους «σύμβασης» ποτέ δεν είναι αμιγώς υλιστικά-λειτουργιστικά, και αφετέρου, ότι η διολίσθησή του μεταξύ απόλυτης υλικοτητας και Θεοκρατικών ροπών δεν είναι κάτι το άγνωστο ή ασύνηθες. Χαρακτηριστικά, σημειώσουμε φαινόμενα όπως το πολιτικοπνευματικό χάος στις ΗΠΑ, την Τουρκία, την Ελλάδα και πολλών άλλων μοντερνιστικών κρατών όπου η συμβατότητα των καθεστωτικών δομών βάση σύμβασης και της υποκείμενης ανθρωπολογίας είναι κάτι περισσότερο από φανερές, και οι ταλαντώσεις μεταξύ θεοκρατικής πολιτικής θεολογίας και μοντερνιστικής πολιτικής θεολογίας πολύ συχνά φαινόμενα. Διόλου τυχαία, επίσης, εισερχόμενοι στον 21ο αιώνα σε πολλά υλιστικά-λειτουργιστικά δομημένα κράτη της Δύσης το ιδεολογικό φαινόμενο του 19ου και 20ού αιώνα το διαδέχθηκε το χαώδες ιδεολογικοπολιτικό συνονθύλευμα των κριτικών αναλυτών μεταξύ των οποίων και κριτικών αποδομηστών πολλοί από τους οποίους στοχεύουν στην κατεδάφιση του κράτους και στην επιστροφή σ’ ένα Μεσαιωνικό κατακερματισμένο μέλλον.

Αυτών λεχθέντων, ακόμη και στοιχειώδης σωστή αντίληψη των αντιφάσεων του Βεστφαλιανού συστήματος απαιτεί στοιχειώδη τουλάχιστον κατανόηση του γεγονότος ότι η προαναφερθείσα αφαίρεση ή αποδυνάμωση του ρόλου των πνευματικών μέσα σε οποιαδήποτε κρατική δημόσια σφαίρα ή στο διακρατικό περιβάλλον σημαίνει ενίσχυση προ-πολιτικών νοηματοδοτήσεων των ενδοκρατικών και διακρατικών σχέσεων με όρους ισχύος. Στο σημείο αυτό, είναι σκόπιμο να γίνουν κάποιες αναγκαίες διευκρινήσεις.

Η συνεπής υλιστική νοηματοδότηση του Πολιτικού γεγονότος προϋποθέτει ότι τα άτομα μέσα στην ιδιωτική τους σφαίρα μπορεί να είναι ότι θέλουν αλλά όταν προσέρχονται μέσα στην δημόσια σφαίρα ως πολίτες ο ταραχοποιός πνευματικός τους κόσμος –για να χρησιμοποιήσω την εύστοχη και επιστημονικά δόκιμη σαρκαστική ορολογία του Παναγιώτη Κονδύλη– πρέπει να είναι απών.

Η πολιτειακή ανθρωπολογία κλασικά νοούμενη ως σύμμιξη των πνευματικών και των αισθητών μετά τον 17ο αιώνα εν πολλοίς παραγκωνίστηκε. Ίσαμε τις λογικές απολήξεις της παραδοχής περί μιας αποκλειστικά υλιστικής σφαίρας οι πολίτες δεν έχουν ή δεν πρέπει να έχουν πνευματική υπόσταση αλλά  μόνο μια θεσμική και νομική υπόσταση.

Γι’ αυτό, οι συνεπείς υλιστικές ιδεολογίες είναι και διεθνιστικές. Η λογική αυτής της άποψης είναι η εξής: Αν μια αμιγώς κρατική υλιστική ανθρωπολογία είναι εφικτή, γιατί να μην μπορεί να είναι εφικτή και μια παγκόσμια. Όπως μπορεί να δημιουργήσει μια κρατική υλιστική σφαίρα κάλλιστα μπορεί να δημιουργήσει και μια παγκόσμια υλιστική ανθρωπολογία και μια παγκόσμια υλιστική διακυβέρνηση.

Αυτό είναι ανάγκη να το κάνουμε πιο ρητό: Η Βεστφαλία ρέπει προς τον διεθνισμό, ένα διεθνισμό μάλιστα εξομοιωτικό, εξισωτικό και αναπόδραστα ηγεμονικό. Οποία αντίφαση! Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι δεν είναι τα κράτη της κλασικής εποχής, ο Μέγας Αλέξανδρος ή οι διάδοχοί του, η Ρώμη ή το Βυζάντιο που εισήγαγαν την εδαφική οριοθέτηση των εθνών ως τρόπο διεθνούς οργάνωσης. Αυτές οι δομές ακόμη και όταν ήταν δεσποτικά ηγεμονικές, δεν ήταν διεθνιστικές. Ακόμη και στην εξαιρετικά δεσποτική και συχνά λεηλατική και γενοκτονική Οθωμανική Αυτοκρατορία, θεωρούσε την ανθρωπολογική ετερότητα των υποτελών κοινωνιών ως δεδομένη.   

Την εδαφικά οριοθετημένη κυριαρχία και την αναζήτηση ρατσιστικά νοούμενης εσωτερικής πολιτικής συνοχής την εισήγαγε το μοντερνιστικό καθεστώς της Βεστφαλίας και η διολίσθηση στην υλιστική-λειτουργιστική πολιτική θεολογία.

Οι προηγηθείσες επισημάνσεις οδηγούν στην λογική σκέψη ότι είναι ένα πράγμα η δημιουργία κοσμοσυστημικού πολιτικού πολιτισμού συνύπαρξης εθνών που διαθέτουν πολιτικούς θεσμούς συμβατούς με την ανθρωπολογική ετερότητά τους –πχ κρατοκεντρικά, εθνοκρατοκεντρικά ή στο πιο αναπτυγμένο κοσμοσύστημα της Βυζαντινής Οικουμένης– και άλλο η ανθρωπολογική εξομοίωση και η πολιτική εξίσωση του πλανήτη που κάθε συνεπής –και γι’ αυτό διεθνιστική– υλιστική-λειτουργιστική ιδεολογία επιζητεί. Στην πρώτη περίπτωση επιζητείται η ενίσχυση του έθνους και στην δεύτερη η κατεδάφισή του και η επικυριαρχία ενός μόνο ηγεμονικού έθνους. Η διαφορά είναι γιγαντιαία και η αλήθειες που απορρέουν επισκιασμένες από μεγατόνους ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων, ασυναρτησιών, αφελειών και απελπισμένων ουτοπισμών.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ξανά, στο σημείο αυτό, ότι ο φιλελευθερισμός, ο φασισμός, ο κομμουνισμός και όλες οι αποχρώσεις τους διαφέρουν ως προς το περιεχόμενό τους και τις μεθοδολογίες τους αλλά μορφικά συνιστούν πανομοιότυπες μοντερνιστικές παραδοχές που νοηματοδοτούν μια πνευματικά στερημένη υλιστική-λειτουργιστική ανθρωπολογία. Συνοψίζοντας την ταλάντωση του εκκρεμούς των μοντερνιστικών παραδοχών:

Στην μια άκρη βρίσκονται οι παραδοχές που λένε «οι πολίτες μπορούν να είναι μέσα στην ιδιωτική σφαίρα ότι θέλουν φτάνει όταν εισέρχονται μέσα στα τείχη της δημόσια σφαίρας να είναι αδιαφοροποίητες ατομικότητες».

Στην άλλη άκρη του εκκρεμούς είναι οι απομομηστές οι οποίοι απελπισμένοι λόγω του απειθάρχητου  και «ταραχοποιού» ανθρώπινου πνεύματος όταν προσέρχεται μέσα στην δημόσια σφαίρα του επιζητούν να τον επιπεδοποιήσουν πνευματικά πριν εισέλθει στο εσωτερικό των τειχών της δημόσιας σφαίρας. Αναφερόμαστε στους θλιβερά αδιέξοδους μονολόγους των επιστημονικά μεταμφιεσμένων κριτικών αποδομηστών πολλών δυτικών πανεπιστημίων και των ιδεολογικών συνοδοιπόρων τους στην πολιτική και διεθνική σφαίρα.

  1. Έθνος versus εθνομηδενισμός και οι ιδιομορφίες Ανατολικά, Βόρεια και Νότια

Οι προεκτάσεις και συνέπειες των  πιο πάνω διακρίσεων είναι βαθύτατες και άκρως σημαντικές για την προβολή των τάσεων του παρόντος διεθνούς συστήματος στον 21ο αιώνα. Αποφεύγοντας να επεκταθώ επί ζητημάτων που αναλύθηκαν σε πολλές δημοσιεύσεις, λέω μόνο ότι μιας και ο πνευματικά απειθάρχητος άνθρωπος αποδεδειγμένα αρνιέται να φυλακίσει τον πνευματικό του κόσμο μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα απαιτώντας να τον εντάξει στην δημόσια σφαίρα για να την διαμορφώσει ανάλογα, οι συνεπείς υλιστικές παραδοχές και οι συγκαιρινές επιστημονικά μεταμφιεσμένες μεταμοντέρνες ιδεολογίες οδηγούνται στην λογική τους απόληξη: Σύμφωνα και με τις λογικές σκέψεις των συνεπών μηδενιστών υλιστών του 17ου και 18ου αιώνα, οι ύστερες υλιστικές ιδεολογίες ευνοούν, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, προληπτικά πλήγματα κατά του πνευματικού κόσμου των ανθρώπων μέσα στην ιδιωτική στους σφαίρα για να εκμηδενιστούν οι πολίτες ανθρωπολογικά και να λειτουργούν έτσι εύκτακτα σύμφωνα με τις υλιστικές-λειτουργιστικές προϋποθέσεις της δημόσιας σφαίρας.

 Με πιο γνώριμους όρους, αντί έθνους που συμβολίζει τον πνευματώδη πολιτικό πολιτισμό έχουμε εθνομηδενιστική εφόρμηση και προσπάθεια πνευματικής αποδόμησης. Ακόμη πιο παραστατικά: Αντί βελτίωσης του συστήματος της Βεστφαλίας με ενίσχυση των εθνών στο εσωτερικό κάθε εθνοκράτους ούτως ώστε να ενισχυθεί η αντί-ηγεμονική κοσμοσυστημική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας έχουμε μια απελπισμένη εθνομηδενιστική κατεδάφιση του ιστού των εθνοκρατικών δομών και κατά συνέπεια της συνοχής και του ορθολογισμού του εθνοκρατοκεντρικού συστήματος.

Αυτές οι επισημάνσεις οδηγούν στην εύλογη και αντικειμενική παρατήρηση ότι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα του 21ου αιώνα που αφορά τόσο την ενδοκρατική όσο και την εθνοκρατοκεντρική ζωή, είναι η ένταση μεταξύ της ολοένα εντονότερης αξίωσης των πολιτών να εισρεύσει ο πνευματικός τους κόσμος μέσα στην πολιτική τους ζωή και της ανθεκτικότητας των μοντερνιστικών καθεστωτικών δομών της έμμεσης αντιπροσώπευσης τα οποία βρέθηκαν στο κατώφλι του 21ου αιώνα με πολλά και υψηλά υλιστικά τείχη γύρω από την δημόσια σφαίρα.

Ανατολικά, Βόρεια και Νότια η ενδοκρατική και διακρατική ζωή προσδιορίζεται από τις ιδιόμορφες ιστορικές προϋποθέσεις. Η πολιτική ζωή των κοινωνιών οι οποίες μόλις εξήλθαν από το αποικιοκρατικό και ηγεμονικό σκοτάδι πολλών αιώνων ούτε ευθύγραμμη είναι ούτε εύκολη. Ιδιαίτερα Ανατολικά όπου αναδύθηκαν γιγαντιαία εθνοκρατικά συμπλέγματα, οι ίδιες εντάσεις για την σχέση μεταξύ ανθρωπολογίας και ηθικοκανονιστικών δομών λειτουργούν αντίστροφα.

Συγκεκριμένα, μετά από πολλούς αιώνες διαδρομής κατά την διάρκεια της οποίας βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στην αποικιοκρατία και τις διάδοχες ηγεμονικές διαμάχες, η μακραίωνα διαμορφωμένη ανθρωπολογία τους επιζητεί με εκρηκτικό και ενίοτε ανεξέλεγκτο τρόπο να κερδίσει τον χαμένο χρόνο και να εγκαθιδρύσει καθεστώτα προσαρμοσμένα στις θρησκείες τους, στις ιστορικές τους ταυτότητες, στους πολιτικούς τους πολιτισμούς και στις παλαιές και νέες πολιτικές εμπειρίες τους. Η ενδοκρατική και διακρατική ζωή, επιπλέον, περιπλέκεται τόσο λόγω άναρχων και τεχνητών ανθρωπολογικών αναμείξεων τους τελευταίους αιώνες που προκαλούν συγκρούσεις όσο και λόγω ιστορικών συγγενειών μεταξύ πολλών κοινωνιών οι οποίες εξ αυτού επιχειρούν περιφερειακές συνεργασίες ή και ενώσεις αλυτρωτικού χαρακτήρα.     

Το κύριο γεγονός που ορθολογιστικά μιλώντας δεν μπορεί να αγνοηθεί είναι ότι ανεξαρτήτως τετελεσμένων, παλινωδιών και περιπετειών της μοντερνιστικής εποχής το διεθνές σύστημα είναι ήδη εν πολλοίς εθνοκρατοκεντρικό. Δηλαδή, μάλλον παρήλθε η εποχή των μεγάλων γενοκτονιών, των εθνοκαθάρσεων, των εξομοιωτικών και εξισωτικών επαναστατικών ιδεολογιών και η κυριαρχία των λειτουργιστικών και νομικοθεσμικών παραδοχών περί κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης.

Επανερχόμαστε στην προ-μοντερνιστική εποχή όπου Πολιτικό γεγονός σήμαινε πολιτειακές δομές συμβατές με μια υποκείμενη εθνική ανθρωπολογία. Τα κράτη βέβαια νοούμενα ως εδαφικές οριοθετήσεις είναι ένα τετελεσμένο. Τετελεσμένο όμως είναι και η εσωτερική ανθρωπολογική διαμόρφωσή τους σύμφωνα με την ιστορία, τις πολιτικές εμπειρίες και την πολιτισμική ιδιοσυστασία κάθε κοινωνικής οντότητας.    

Έθνος και εθνομηδενισμός είναι οι πλέον οι δύο αντίρροπες παραδοχές και η έκβαση του μεταξύ τους πολέμου, καθότι περί πολιτικοστοχαστικού και διεθνοπολιτικού πολέμου πρόκειται, θα προσδιορίσει την πορεία του διεθνούς συστήματος στον 21ό αιώνα.

Το έθνος νοούμενο ως πολιτικός πολιτισμός  και ως ανθρωπολογικές δομές κινούμενες με φορά κίνησης προς άμεση δημοκρατία και προς υψηλότερες βαθμίδες πολιτικής ελευθερίας, έρχεται από το πολιτικά πολιτισμένο παρελθόν και μπορεί τις επερχόμενες δεκαετίες να προσανατολίσει τον παραπαίοντα κόσμο προς την κατεύθυνση ανώτερων βαθμίδων πολιτικού πολιτισμού. Ενδοκρατικά έθνος σημαίνει άθλημα δημοκρατίας συμβατό με την εθνική ανθρωπολογία  κάθε κοινωνικής οντότητας. Διεθνοπολιτικά σημαίνει εθνική ανεξαρτησία, ισοτιμία μεταξύ των εθνών και αντί-ηγεμονικές εθνοκρατοκεντρικές συσπειρώσεις.  

Ο εθνομηδενισμός που αναπτύσσεται μέσα στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους των δυτικών πανεπιστημίων όπου εκκολάπτονται τα μεταμοντέρνα θεωρήματα και ιδεολογήματα είναι απελπιστικά παρωχημένος. Οφείλεται στην κεκτημένη ταχύτητα του πρόσφατου αιματοβαμμένου υλιστικού παρελθόντος, των ηγεμονισμών που το συνόδευσαν, των εκπολιτιστικών δήθεν αποικιοκρατικών νοοτροπιών και των ιδεολογικών ηγεμονομαχιών που κοφυφώθηκαν τον 20ό αιώνα.

Τα δονκιχωτικά εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα, μάλλον ανεπίγνωστα και συγκεχυμένα, επιχειρούν να εκμηδενίσουν πέντε χιλιάδες πορείας του πολιτικού πολιτισμού, να εκμηδενίσουν ανθρωπολογικά τα  κράτη, να τα κατακερματίσουν και να επιφέρουν το πολιτικό χάος σε όλα τα επίπεδα. Δεν συνιστούν κάποια συγκροτημένη ιδεολογία αντίστοιχη των ιδεολογιών των δύο τελευταίων αιώνων παρά μόνο συμψηφίζουν όλες τις θεμελιώδεις πολιτικοστοχαστικές συγχύσεις των ιδεολογικών ηγεμονομαχιών των τελευταίων αιώνων που άφησαν πίσω τους πνευματικά και πολιτικά ερείπια.

Ο εθνομηδενισμός σε όλες τις ποικιλόμορφες εκδοχές του και όλες τις ανισομερείς βαθμίδες του, άλλοτε προτάσσει ανθρωπολογικά αδιάφορες νομικοθεσμικές δομές και άλλοτε αλλόκοτα, άσκοπα και απελπισμένα ευνοεί εξωπολιτικές διεθνικές δράσεις που θρέφουν τον πολιτικό ανορθολογισμό και την πολιτική σύγχυση.

Για τον προσεκτικό παρατηρητή των επιστημονικά μεταμφιεσμένων  κριτικών αποδομηστικών θεωρημάτων και ιδεολογημάτων, είναι σαφές ότι για τον εθνομηδενισμό οτιδήποτε το εξωπολιτικό είναι καλό. Συνειδητά ή ανεπίγνωστα η κριτική ανάλυση επιδιώκει να καταργήσει ή αποδυναμώσει την πολιτική με αποτέλεσμα να καταγράφονται νεφελώδεις και ασυνάρτητες –και σίγουρα άνευ συγκρίσεως από άποψη ιδεολογικοπολιτικής ευρωστίας με τις ιδεολογικές τους πηγές του 19ου και 20ού αιώνα– δαιμονοποιήσεις της ιστορικής ανθρωπολογίας των κοινωνιών που αποτελεί και τον πολιτικό έρεισμα και τον πολιτικό πλούτο του εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.

Όταν το ανθρωπολογικά συναφές πολιτικό γεγονός δαιμονοποιείται, η ουσία των επιχειρημάτων έγκειται είτε στην συνειδητή ή ανεπίγνωστη εξυπηρέτηση εφήμερων ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος είτε στην ιδεολογική προκατάληψη κατά του εθνικά-ανθρωπολογικά συναφούς Πολιτειακού γεγονότος και την αναζήτηση ιδεολογικά επινοημένων κοσμοπλαστικών νομικοθεσμικών δομών που οδηγούν στο πουθενά.

Το ιδεολόγημα της παγκοσμιοποίησης είναι χαρακτηριστική παραδοχή και η πνευματική, πολιτική, ηθική και οικονομική χρεοκοπία που επέφερε και όπως το βιώνουμε στις μέρες η λογική του συνέπεια.

Οι παραδοχές του εθνομηδενισμού σε όλες τις πιθανές εκδοχές τους επιφέρουν πολιτικό αποπροσανατολισμό και προκαλούν παράκαμψη της ουσίας του ερωτήματος για το πώς επιτυγχάνεται δημοκρατική συγκρότηση και συγκράτηση των εθνοκρατών και του κόσμου.

Βέβαια, πέραν του χάους και της γενικευμένης σύγχυσης εξυπηρετούνται, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, εφήμερες ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος και το ηγεμονικό πλιάτσικο όπως συμβολίζουν οι μεταψυχροπολεμικές ηγεμονικές επεμβάσεις τις οποίες ακόμη και οξυδερκείς επιστήμονες παρασύρθηκαν και τις ευνόησαν.   

  1. Οι συνέπειες μιας εθνοκρατοκεντρικής αποσύνθεσης

Για να επανέλθουμε στην φιλοσοφική ουσία του ζητήματος, η εκδίωξη ή καταστολή του δήθεν ταραχοποιού πνεύματος σε οποιαδήποτε εκδήλωσή του αναπόδραστα σημαίνει κυριαρχία των υλιστικών παραδοχών. Μια τέτοια κυριαρχία σημαίνει πολλά πράγματα που είναι ταυτόχρονα  μέσα και σκοπός. Ιδιωτεία, ωφελιμισμός, φιλοτομαρισμός, εγωπάθεια και του ηδονισμός ως κυρίαρχων αντί-ασκητικών στάσεων και συμπεριφορών του συλλογικού βίου που ευνοούνται από τα μαζικοπαραγωγικά και μαζικοκαταναλωτικά φαινόμενα. Ο συνεπής υλιστής δεν μπορεί παρά να είναι και μηδενιστής. Σε όλα τα νοητά επίπεδα η πολιτική νοηματοδοτείται όχι με όρους δημοκρατίας αλλά με όρους ισχύος. Οι εθνοκαθάρσεις, οι γενοκτονίες και οι καθεστωτικοί κατεξουσιασμοί των τελευταίων αιώνων το καταμαρτυρούν. Οι αδίστακτοι, ισοπεδωτικοί και καταχρηστικοί βομβαρδισμοί της μεταψυχροπολεμικής εποχής δεν είναι παρά μόνο η τελευταία εκδοχή αυτού του φαινομένου.

            Γι’ αυτό, καλό είναι να επισημανθεί ότι η πιο σημαντική συνέπεια της αντιστροφής μετά τον 15ο αιώνα της ανθρωποκεντρικής θεμελίωσης του Πολιτικού αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Η νοηματοδότηση της πολιτικής με όρους ισχύος και το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των Βεστφαλιανών ηγεμονικών δυνάμεων αντέστρεψε μια μακραίωνη διαφορετική κοσμοσυστημική αντίληψη στο εσωτερικό της Βυζαντινής Οικουμένης.  Οδήγησε στην κατάληψη ολόκληρου του πλανήτη από τις ευρωπαϊκές ηγεμονίες, την αποικιοκρατία, την ηγεμονική πόλωση και την κοσμοϊστορικά μεταμφιεσμένη ανελέητη ηγεμονομαχία του 20ού αι. για την κατοχή  του παγκόσμιου πλούτου των λιγότερο ισχυρών κοινωνιών.

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το καθεστώς της Βεστφαλίας είναι ταυτόχρονα τραγικό, αντιφατικό και τραγελαφικό. Κανείς απαιτείται να κατανοήσει, βέβαια, ότι αυτό  θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Το νήμα που κόπηκε όταν από τον 12ο μέχρι τον 14ο αιώνα ροκανίστηκε η ανοδική φορά της ανθρωποκεντρικής θεμελίωσης του πολιτικού πολιτισμού στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν ανιχνεύεται εύκολα και δεν οικοδομούνται εύκολα κοσμοσυστημικές παραδοχές μη εδαφικής συνύπαρξης μεταξύ των εθνών. Τα ερείπια της αποικιοκρατικής και ηγεμονικής διαδρομής είναι πολλά και το ιδεολογικό φαινόμενο ακόμη παρόν. Αυτό μπορούμε να το περιγράψουμε και ως εξής:

            Το κυριότερο χαρακτηριστικό της ύστερης εποχής είναι ότι το κρατικό φαινόμενο ανεξαρτήτως περιπετειών σταδιακά θεμελιώνεται ξανά εθνικά δημιουργώντας ένα εθνοκρατοκεντρικό περιβάλλον.

Επειδή διατηρεί πολλά από τα κρατοκεντρικά στοιχεία της εποχής αφετηριακής λογικής του 16ου αιώνα, η σταθερότητα, η ασφάλεια, η ειρήνη και η εν γένει κατίσχυση των υψηλών και κλασικών αρχών του διεθνούς δικαίου θα συνεχίσει να αποτελεί συνάρτηση των αντί-ηγεμονικών συσπειρώσεων και της κατίσχυσης των διεθνών θεσμών ως οργανισμών απόκρουσης των καταχρηστικών ηγεμονικών αξιώσεων.

            Ο κόσμος ποτέ δεν μπορούσε και ποτέ δεν θα μπορούσε να ενωθεί πολιτικά με οποιοδήποτε τρόπο καθότι συγκροτείται από βαθύτατα διακριτές εθνικές οντότητες των οποίων πρώτιστη και υπέρτατη αξίωση είναι η ελεύθερη απόλαυση της ανθρωπολογικής ετερότητάς τους. Αυτό είναι και το βαθύτατο αντί-διεθνιστικό και αντί-κοσμοπολίτικο νόημα των Υψηλών  Αρχών του διεθνούς δικαίου που ενσωματώθηκε στους ύστερους διεθνείς θεσμούς.    

Μια σειρά από ειδοποιούς διαφορές προσδιορίζουν την προβληματική του μετά-Νεοτερικού διεθνούς συστήματος.

            Πρώτον, το υλιστικό κράτος ποτέ δεν υπήρξε ως αμιγής κατάσταση. Τα έθνη είτε όταν υπέκυψαν είτε εγκλωβίστηκαν στην αποικιοκρατία είτε όταν εγκλωβίστηκαν στις ηγεμονομαχίες ποτέ δεν έπαυσαν να συγκροτούν την εθνική τους ανθρωπολογία τόσο με αισθητούς όσο και με πνευματικούς όρους. Έτσι, στην Ευρώπη, στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, στις ΗΠΑ, στην πρώην ΕΣΣΔ, στην Ελλάδα, στην Τουρκία, βλέπουμε από πάνω τα ελίτ να επισείουν εξουσιαστικές συμβάσεις και από κάτω ανθρώπους να αυτοσυγκροτούνται ανθρωπολογικά.

            Η αντίφαση και πολλές από τις αιματηρές εντάσεις των τελευταίων αιώνων οφείλονται στο γεγονός ότι ενώ εκκίνησε με την υπόθεση ότι δεν έχει πολίτες και πως όσοι άνθρωποι βρίσκονται στο εσωτερικό της εδαφικής επικράτειας θα πρέπει βίαια να συγκροτήσουν έθνος, στην πορεία κατέληξε να περιέχει ανθρωπολογικές οντότητες που αξιώνουν ένα μη υλιστικό κόσμο ανθρωπολογικά μεστών εθνοκρατών. Η πρό-Βεστφαλιανή εποχή δεν στηριζόταν στην αυστηρή εδαφική κυριαρχία, η μετά-Βεστφαλιανή εποχή, όμως, για να υπερβεί τις άκαμπτες εδαφικές οριοθετήσεις θα πρέπει να εξαλείψει γιγαντιαία πλέον αίτια πολέμου όπως η άνιση ανάπτυξη και οι ηγεμονικές συγκρούσεις, καθώς και να εφεύρει τρόπους ισόρροπων συναλλαγών μεταξύ των εθνοκρατικών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης.

            Η μετάβαση από μια κρατοκεντρική Βεστφαλιανή δομή σε μια μετά-Βεστφαλιανή εθνοκρατοκεντρική με πορεία προς ένα μη εδαφικά οριοθετημένο κόσμο απαιτεί, επιπλέον, κοσμοσυστημικές πολιτικές παραδοχές και μια ανάπτυξη αντίστοιχου κοσμοσυστημικού πνευματικού περιβάλλοντος που θα επιτρέπει ισόρροπες πολιτικές διευθετήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους και άλλων ιδιοτήτων κάθε έθνους. Εθνοκρατοκεντρικές ή εθνοκεντρικές διεθνείς δομές σε περιφερειακό ή πλανητικό επίπεδο, πάντως, βρίσκονται στον αντίποδα των συμβατικών διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων παραδοχών που ταλάνισαν τον κόσμο τους δύο τελευταίους αιώνες.

  1. Εθνοκρατοκεντρική Ιθάκη και η κοσμοθεωρία της εθνικής ανεξαρτησίας

Το κατώφλι του 21ου αιώνα που έρχεται μετά το τέλος της ιδεολογικά μεταμφιεσμένης ηγεμονομαχίας αποτελεί αφετηρία εθνοκρατοκεντρικά προσανατολισμένη. Τερματικό δεν υπάρχει παρά μόνο αν ξανά προσδιοριστεί κάποια εσχατολογικά προσδιορισμένη Ιθάκη.

            Η μόνη ηθικά επικυρωμένη Υψηλή Αρχή είναι αυτή της εθνικής ανεξαρτησίας. Πάνω σε αυτή κτίστηκαν πλήθος συμφωνιών, κωδίκων, συναλλαγών, αλληλεξαρτήσεων και προσδοκιών. Στο υπόβαθρο είναι οι Υψηλές και κλασικές Αρχές που συνεπάγεται η εθνική ανεξαρτησία και στον πυρήνα βρίσκεται η μαγιά της σύγχρονης διεθνούς νομιμότητας. Για να είμαι τελείως σαφής δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να μιλάμε για διεθνές δίκαιο ως μια ολόρθη ανεξάρτητη μεταβλητή όπως πολλοί φίλοι νομικοί διεθνολόγοι κάνουν ή για μια ζωντανή, ρευστή, επισφαλή και διαρκώς βαλλόμενη διεθνή νομιμότητα που αποτελεί την σύνθεση των κανονιστικών ρυθμίσεων των οποίων η εφαρμογή είναι ένα καθημερινό, εύθραυστο και επισφαλές άθλημα. Άθλημα και συνάμα εκκρεμές στην μια άκρη του οποίου βρίσκεται η επιτυχία και στην άλλη η αποτυχία. Νομικισμός δεν χωρεί, σημαίνει απώλεια συμφερόντων και ίσως της ελευθερίας, όπως πολλοί πλέον στην μεταψυχροπολεμική εποχή μπορούν να μας πληροφορήσουν.

Η επιτυχία και η τήρηση των υποσχέσεων που εκπληρώνουν την διεθνή νομιμότητα εξαρτάται πρωτίστως από την ύπαρξη ισχυρών αντί-ηγεμονικών στάσεων των ίδιων των μελών των εθνοκρατών και ισχυρών αντί-ηγεμονικών συσπειρώσεων όταν απειλείται ή δεν εφαρμόζεται η διεθνής νομιμότητα. Η ευρωστία αυτών των στάσεων και συσπειρώσεων συναρτάται με ισχυρή ανθρωπολογία.

Αποτυχία έχουμε όταν η ενδιαφερόμενη  κοινωνία είναι ηθικά, πνευματικά, διπλωματικά, οικονομικά και στρατιωτικά αφοπλισμένη και όταν τα υπόλοιπα κράτη αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι όταν η διεθνής νομιμότητα παραβιάζεται οι δράστες παραμονεύουν να πλήξουν και άλλους στην επόμενη γωνιά. 

Επιτυχία έχουμε όταν υπάρχει ισχυρό έθνος το οποίο μπορεί να αντισταθεί και αυτό καταμαρτυρείται ιστορικά: Παλαιότερα και στις μέρες μας καταμαρτυρείται πως μπροστά στην δύναμη ενός πνευματικά ισχυρού έθνους ακόμη και λιλιπούτειου, λυγίζουν ακόμη και αυτοκρατορίες.

            Επιτυχία έχουμε στο καθημερινό άθλημα αντίκρουσης κάθε ύπουλης ή αφελούς παραδοχής πως δήθεν υπάρχει διεθνής νομιμότητα ή ευρύτερα ανάπτυξη της διεθνούς κανονιστικής τάξης πραγμάτων στην βάση κάποιας ηγεμονικής δομής ή δράσης όπως αυτή του Συμβουλίου Ασφαλείας. Όργανο του οποίου οι αποφάσεις, όταν αυτές είναι εφικτές, οδηγούν σε αστάθεια αν δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο για την συμβατότητά του με τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου. Αν αυτό δεν διασφαλίζεται, θα κυλιόμαστε από το σχέδιο Αναν στους εξωπολιτικούς Αχτισάρι, στο Κόσοβο ή στις δικαιακές αλχημείες κάποιας εξωπολιτικής Κάρλε Πόντε και στην Βοσνία. Το ξεγύμνωμα από τα προσχήματα στο Ιράκ το 2003 δεν είναι παρά μόνο μια λογική απόληξη της υφέρπουσας ανομίας.   

Είναι γεγονός ότι η ιδεολογική εσχατολογία που υπήρξε πηγή πολλών κακών είναι πλέον αναξιόπιστη. Μια εσχατολογικά προσδιορισμένη Ιθάκη δεν υπάρχει και μάλλον ποτέ δεν θα υπάρξει. Σημασία έχει όχι μια εσχατολογικά προσδιορισμένη Ιθάκη αλλά το κατά πόσο είμαστε προσανατολισμένοι προς την κατεύθυνση ενός σταθερού εθνοκρατοκεντρικού  κόσμου και το κατά πόσο στον νου μας θα κουβανούμε ένα τέτοιο σκοπό.

            Η πορεία προς ένα εθνοκρατοκεντρικό κόσμο όχι μόνο δεν είναι σίγουρο ότι θα απολήξει σε μια εθνοκρατοκεντρική Ιθάκη όπου θα πρυτανεύει η διεθνής νομιμότητα αλλά επιπλέον θα είναι γεμάτη θυμωμένους Ποσειδώνες, Κύκλωπες και πολλές μα πάρα πολλές Σειρήνες. Για τους προσεκτικούς μελετητές της στρατηγικής των ηγεμονικών δυνάμεων, μάλιστα, κύριο ζήτημα που εξετάζουν είναι επίσης το κατά πόσο στην θαλασσοπορία το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα θα συνεχίσει εν μέσω θαλασσοταραχής ή ακόμη κατά πόσο θα καταβυθιστεί όπως ο Τιτανικός την στιγμή που μέσα στα σαλόνια του θα περιπατούν αμέριμνοι πολλοί αφελείς, αμέριμνοι, αιθεροβάμονες και πάμπολλοι εξωπολιτικοί διεθνικοί δρώντες παντελώς ανεξέλεγκτοι και βυσσοδομούντες.

            Κάθε τι που ροκανίζει τον εθνοκρατοκεντρικό πολιτικό πολιτισμό συνιστά υπονόμευση του πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων και εξωθεί καθοδικά προς το προπολιτικό τέλμα. Κάθε τι το οποίο ενισχύει το εθνοκράτος, τους εθνοκρατοκεντρικούς θεσμούς και τις εθνοκρατοκεντρικές αντί-ηγεμονικές συσπειρώσεις ενισχύει την πορεία προς την σωστή κατεύθυνση, δηλαδή την ισοτιμία, τις ισόρροπες συναλλαγές, την διεθνή νομιμότητα, την τήρηση των συμφωνιών και την ειρηνική επίλυση των διαφορών.

            Στον κατηφορικό δίσκο της ζυγαριάς της διεθνούς πολιτικής εισρέει το τρίφατσο πολιτικό δηλητήριο των διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων και ηγεμονικών δογμάτων που ροκανίζουν τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου και την διεθνή νομιμότητα πάνω στα οποία εδράζεται το ταλαίπωρο και ταλαντευόμενο μετά-Νεοτερικό Βεστφαλιανό διεθνές σύστημα.

            Στο επίπεδο του εθνοκράτους στον ανοδικό δίσκο εισρέει το έθνος, η ανθρωπολογία του και ο πολιτικός του πολιτισμός νοούμενος με όρους δημοκρατίας και ολοένα υψηλότερων βαθμίδων πολιτικής ελευθερίας σύμφωνα και με την πρωτότυπη, χειραφετημένη και χειροπιαστή τυπολογία του Γιώργου Κοντογιώργη.

            Στο διεθνές επίπεδο όπου βρίσκεται ο εθνοκρατοκεντρικός δίσκος εισρέουν οι εθνικές αντιστάσεις στον ηγεμονισμό και στις Σειρήνες του εξομοιωτικού και εξισωτικού διεθνισμού και κοσμοπολιτισμού. Στον ίδιο δίσκο μπαίνουν επίσης οι εθνοκρατοκεντρικές αντί-ηγεμονικές συσπειρώσεις που θα καθίστανται ολοένα και πιο σημαντικές ενόσω η εξ αντικειμένου αντί-ηγεμονική κοινή κοσμοθεωρία της εθνικής ανεξαρτησίας εξ ανάγκης ή λόγω πολιτικής ανάπτυξης εμπεδώνεται ως το διπλωματικό δόγμα των μεγάλων και πιο ισχυρών εθνοκρατών. Μια τέτοια ροπή, πάντως, δεν μπορεί παρά να είναι πάντα ένα στοίχημα και ποτέ κάτι το δεδομένο.

Έτσι, ακριβώς, ρεαλιστικά νοούμενη η ανοδική πορεία του πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων παρομοιάστηκε ήδη με την Καβάφεια θαλασσοπορία προς την Ιθάκη. Μια Ιθάκη απόλυτης ειρήνης, σταθερότητας και εφησυχασμού στον ανθρώπινο επίγειο κόσμο μάλλον δεν υπάρχει. Μπορεί να υπάρχει μόνο στον επουράνιο και κατά τους θρησκευόμενους για όσους πάνε στον παράδεισο όχι στην κόλαση.

Παράρτημα. «Κριτικοί κονστρουκτιβιστές», οι νέοι αναρχικοί.

Πιο πάνω, γίνεται διαρκώς αναφορά στους κριτικούς, τους αποδομηστές και τους εθνομηδενιστές. Θα πρέπει να έχει ήδη γίνει αντιληπτό ότι τα «κριτικά» θεωρήματα είναι ένα συνονθύλευμα ιδεολογη­μάτων. Ανάλογα με την εκάστοτε μόδα και τα ιδεολογικά-προπαγανδιστικά αι­τήματα, αναδεικνύεται η μία ή η άλλη τάση. Αν υπάρχει μία συγκεκριμένη τάση που την ύστερη εποχή ευνοείται από τα ηγεμονικά κράτη, γιατί εξυπηρετεί τις αξιώσεις ισχύος, είναι οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές». Πρόκειται για επιστημο­νικά μεταμφιεσμένες ιδεολογικές-ακτιβιστικές δραστηριότητες και όχι για ένα καθαυτό επιστημονικό προσανατολισμό. Το γεγονός ότι πολλοί περιπλεγμένοι και επιστημονικά μπερδεμένοι δεν το κατανοούν είναι επιστημονικά αδιάφορο. Το γεγονός επίσης ότι στην Ελλάδα αναπτύσσεται μια κονστρουκτιβιστική μόδα που εμποδίζει την επιστημονική ανάπτυξη των διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών, είναι κάτι που λογικά πρέπει να προβληματίζει.

Βασικά, οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» εμπνέονται από το «νεανικό, αναρχικό» έργο του Καρλ Μαρξ, όταν υποστήριζε ότι ήθελε να κατεδαφίσει τον κόσμο χωρίς να ενδιαφέρεται, τι θα προκύψει μετά. Αν και είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς αυτό το συνονθύλευμα –επιπλέον είναι επιστημονικά περιττό και αντιπαραγωγικό–, σε μερικές εκδοχές του τις δύο πρώτες μεταψυ­χροπολεμικές δεκαετίες οι κριτικοί κατέληξαν να υποστηρίζουν θέσεις, που αν ήταν ευρύτερα γνωστές στο κοινωνικό σώμα θα τους στερούσε ακαριαία τις χρηματοδοτήσεις των ιδεολογικών εκπαιδευτηρίων στα αντίστοιχα πανεπιστη­μιακά τμήματα, που ελέγχουν (στη Μεγάλη Βρετανία ολοένα και περισσότερα τμήματα που ελέγχονται με πρωτόγνωρες πλέον μεθόδους ασύμβατες ακόμη και με πολύ χαλαρούς ακαδημαϊκούς κώδικες). Βέβαια, ο λόγος που αυτό δεν συμβαίνει σε χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Μεγάλη Βρετανία οφείλεται στο γεγονός ότι αυτές οι θεωρήσεις που προορίζονται πρωτίστως για κράτη-στοχους της εθνικής στρατηγικής ροκανίζουν και αποδυναμώνουν λιγότερο ισχυρά κράτη τα οποία οι ηγεμονικές δυνάμεις αποσκοπούν να εναρμονίσουν με τους στρατηγικούς τους σκοπούς. Συντομογραφικά θα μπορού­σαμε να πούμε μερικές λέξεις για τη διαδρομή, τους παραλογισμούς και τους «στόχους των κριτικών». Κατ’ αρχάς, η σημαντικότερη, εμβριθέστερη και πλέον εμπεριστατωμένη αποδόμηση των κριτικών βρίσκεται στο Π. Κονδύλης, Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος (Θεμέλιο 2008). Για το συνονθυλευματικό χαρακτήρα των «κριτικών ρευμάτων» βλ. Ch. B «“Turtles All the Way Down”: Anti-Foundationalism, Critical Theory and International Relations», Millennium: Journal of International Studies, vol. 23, no. 2, 1994, σ. 214, 218, 219, J. Mearsheimer, «The False Promise of International Institutions», International Security, vol. 19, no. 3, Winter 1994-95.,  ιδ. σ. 37-9 και Jahn Beate, «One Step Forward, Two Steps Back: Critical Theory as the Latest Edition of Liberal Idealism», Millennium, τόμ. 27, τεύχ. 3, 1998. Οι στοχαστικές ρίζες των φιλοσοφικών αμφισβητήσεων του Πολιτειακού γεγονότος βρίσκονται κατά κύριο λόγο στην ελληνιστική εποχή. Κατά τη διάρκεια των ύστερων ιστορικών χρόνων άσκησαν μεγάλη επιρροή αναλυτές, όπως οι Hegel, Foucault, Derrida, Adorno, Habermas, Durkheim, Gramsci και Lucacs. Για αναλύσεις που εξετάζουν τις επιρροές στην πορεία της εξέλιξης των «κριτικών», βλ. Spegele R., «Richard Ashley’s Discourse for International Relations», Millennium, τόμ. 21, τεύχ. 2, Ruggie J., Constructing the World, NY, Routhledge, 1998, Brown Chris, «“Turtles All the Way Down”: Anti-Foundationalism, Critical Theory and International Relations», Millen­nium: Journal of International Studies, τόμ. 23, τεύχ. 2, 1994. Εάν σταθούμε στις επιρροές «αιρετικών μαρξιστών», όπως ο Gramsci και Lucacs, η βασική θέση που υποστήριζαν είναι ότι η εργατική τάξη θα μπορέσει να απαλλαγεί από την εκμετάλλευση μόνο αν απαλλαγεί από τα θεμέλια του συστήματος, δηλαδή από τον πολιτισμό και τις θρησκείες. Δηλαδή ως προς τον κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό η κριτική των διεθνιστικών υλιστικών ιδεολογιών δεν αντέ­κρουε την ουσία. Το αντίθετο, προσκολλήθηκε στις πάγιες αντιπνευματικές στάσεις όλων των υλισμών.

Σύμφωνα με τον Horkheimer, η κριτική σκέψη αφορά δύο σημαντικούς τομείς: Τη φύση και τη μαρξιστική θεωρία. Η γνώση, υποστήριξε, αντιπαρατι­θέμενος στις παραδοσιακές θεωρίες, είναι οργανικά ενταγμένη στις διαδράσεις των κοινωνικών σχέσεων με τρόπο που αποκτά εργαλειακό λειτουργικό ρόλο στην εξέλιξη της μορφής, του χαρακτήρα και των συμπεριφορών των κοινωνι­ών. Βλ. ανάλυση αυτής της πτυχής στο Hoffmann M., «Critical Theory: Theory and the Inter-Paradigm Debate», Millennium, τόμ. 16, τεύχ. 2, 1987, σ. 232. H κριτική σκέψη είδε εξαρχής τον ρόλο της ως ταυτόχρονα διανοητικό και πρα­κτικό: Παραγωγή γνώσης άμεσης πρακτικής εφαρμογής και άσκηση ρόλου στη διαδικασία κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Αυτά βέβαια όσον αφορά τους αφετηριακούς κριτικούς ως μια μαρξιστική παρέκκλιση.

Η κριτική σκέψη διεκδικεί πως μπορεί (και πως πρέπει) να είναι έντονα ιδεολογικοποιημένη και πολιτικοποιημένη, δεν δεσμεύεται από όρια ή περιορισμούς που απορρέουν από καθιερωμένες ιδέες, κοινωνικές δομές, ηθικοκανονιστικές δομές της κάθε κοινωνίας. Εξάλλου, ο «κριτικός» διεκδικεί το προνόμιο να στέκεται εκτός των κοινωνιών παρατη­ρώντας αποστασιοποιημένα τις συμπεριφορές και ταυτόχρονα να ενεργεί στο εσωτερικό του κοινωνικού σώματος εφαρμόζοντας τα ιδεολογικοπολιτικά του πορίσματα. Δηλαδή, δεν είναι μόνο ένας εξωπολιτικός δρών, αλλά επιπλέον συνειδητά και επί σκοπό θέλει να επηρεάζει τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα με επιστρα­τευμένη πολιτική δράση. Εξωθώντας αυτές τις επιστημολογικές και πολιτι­κές στάσεις στα ακραία μεταμοντέρνα όρια οι κριτικοί ορίζουν ως υπέρτατο σημαντικό σκοπό τους την ανάπτυξη «λογικής και ορθολογισμού» που κατ’ αυτούς θα είναι ευθέως συναρτημένος με την «ποιότητα ζωής». Υπέρτατη κα­θοδηγητική σκέψη είναι πως μόνη πηγή παραγωγής σκέψης και γνώσης είναι ο «επιστημονικός ορθολογισμός». Λογική συνέπεια αυτών των παραδοχών, εξάλλου, είναι ότι οι κριτικοί βλέπουν εντελώς ιδιόρρυθμα, και σε σχέση με την παραδοσιακή σκέψη αιρετικά, τη λειτουργία της θεωρίας και της σχέσης της με την κοινωνία: «Η κριτική σκέψη επιζητεί όχι μόνο να αναπαράγει με περιγραφή την κοινωνία, αλλά και να την κατανοήσει και να την αλλάξει με εργαλεία τόσο τον διανοητικό ακτιβισμό, όσο και τη συμμετοχή στην πολιτική δράση».

Στο σημείο αυτό, ακριβώς, τονίζεται ο βαθύτατα ιδεοληπτικός και γι’ αυ­τό προγραμματικά επιστημονικά στρεβλός χαρακτήρας των «κριτικών» ανα­λύσεων. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί το πόσο μία τέτοια επιστημονικά μεταμφιεσμένη ιδεολογικοπολιτική προπαγάνδα είναι αντιδεοντολογική. Ο ακαδημαϊκός στην βάση πάγιων κλασικών κωδίκων αλλά όπως αναφέρθηκε εντός κειμένου και ως ζήτημα δεοντολογίας της επιστήμης επιβάλλεται να μην αντικρούει την ανθρώπινη οντολογία. Επιπλέον, ο ακαδημαϊκός είναι αντικειμενικός, αξιολογικά ελεύθερος, αποστασιοποιημένος από τα ιδιοτελή συμφέροντα της ενδοκρατικής και διακρατικής διαμάχης και υπεράνω ιδεολογικοπολιτικών προκαταλήψεων. Οι «κριτικοί», λοιπόν, ουσιαστικά, τόσο επιστημολογικά όσο και από άποψη της φιλοσοφίας της επιστήμης δεν δεσμεύονται από αυτή τη στάση. Προτάσσουν τα ιδεολογικά τους δόγματα στον άνθρωπο και στην πολιτική. Αυτό το γνωρίζουν, όμως, μόνο οι ειδικοί (και όχι πάντοτε). Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης, ο φοιτητής, ο πολιτικός ηγέτης και κάθε άλλος ενδια­φερόμενος απαιτείται να γνωρίζει τον πραγματικό χαρακτήρα των «κριτικών» αναλύσεων.

Στο σημείο αυτό χρήζει να γίνουν δύο επισημάνσεις: Πρώτον, σε κάποιους υψηλότερης με­θοδολογικής βαθμίδας «κριτικούς» είναι δυνατόν αυτή η ιδεολογικοπολιτι­κή τοποθέτηση να είναι καλά θαμμένη ή μεταμφιεσμένη με δυσκολονόητους όρους και έννοιες. Σε κάθε περίπτωση, αν και αυτός είναι ο κανόνας, υπάρχουν εν τούτοις διαφορε­τικές βαθμίδες προκατάληψης ή αντίστροφα επιστημονικής σοβαρότητας από επιστήμονα σε επιστήμονα. Όλοι οι «κριτικοί», όμως, «βράζουν στο ίδιο ιδεο­λογικοπολιτικό καζάνι»: προγραμματικά δεσμεύονται από ιδεολογικοπολιτικές θέσεις και λίγο πολύ μεταφυσικά προσδιορισμένους σκοπούς και κριτήρια. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι κατά βάση αυτός είναι ο χαρακτήρας της μαρξιστικής ανάλυσης ή άλλων κανονιστικών αναλύσεων, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η «κριτική» ανάλυση είναι μία πολύ πιο ακραία εκδοχή συγκρινόμενη με τον κλασικό μαρξισμό. Για ένα ακόμη λόγο, οι συγκαιρινοί «κριτικοί» συγκρινόμενοι τους κλασικούς μαρξιστές με κορυφαίο τον ίδιο τον Μαρξ, οι τελευταίοι έχουν να επιδείξουν στοχαστικές ικανότητες πολύ υψηλών βαθμίδων. Δεύτερον, ίσαμε τις ακραίες συνέπειες και κυρίως στα Βαλκάνια, οι επικαλούμενοι την «κριτική» ιδιότητα υιοθετούν πολιτικά στρατευμένες θέσεις που είναι παντελώς επιστημονικά ανεπίτρεπτες, ακόμη και με τις πιο ακραίες θεωρήσεις των πιο ακραίων «κριτικών» ομοϊδεα­τών τους στα μητροπολιτικά ηγεμονικά κέντρα. Τώρα, δεν θα συμφωνούσα με τη θέση πως δεν είναι και τόσο σημαντική η εν γένει παρουσία τους. Εκτός του ότι η «επιστημονική ρύπανση» σε πολλά πανεπιστημιακά τμήματα της Ευρώπης είναι επιστημολογικά δύσοσμη και στις ΗΠΑ ασυνήθιστα κυνικά ειλικρινής, η δραστηριότητά τους αποκτά ιδιαίτερη σημα­σία λόγω του φαινομένου του μεταμοντερνισμού που συνειδητά ή ανεπίγνωστα ανήκουν.

Ο Chris Brown, για παράδειγμα, σε μία κατά τα άλλα σημαντική κριτική των «κριτικών» γράφει: «Δεν υπάρχει κάποιο μυθικό τέρας που να ονομάζεται μεταμοντέρνα (ή «κριτική») θεωρία διεθνών σχέσεων. Δεν υπάρχει τέτοιο ζώο. Υπάρχουν μόνο «κριτικές» θεωρίες (στον πληθυντικό) και μια επίθεση κατά μιας δεν είναι επίθεση κατά όλων», ό.π., σ. 236. Εκτίμησή μου είναι ότι αν ο Chris Brown διάβαζε το Η παρακμή του αστικού πολιτισμού ή Το πολιτικό και ο άνθρωπος του Κονδύλη θα υιοθετούσε μια πολύ πιο επικριτική στάση, γεγονός που μαρτυρεί την ανάγκη να γίνουν γνωστότερα στον αγγλόφωνο κόσμο τα έρ­γα του μεγάλου έλληνα στοχαστή. Ο ίδιος στην κατά τα άλλα οξυδερκή κριτική του παραδέχεται ότι τα κριτικά κείμενα έχουν πλημμυρίσει τη βιβλιογραφία, ενώ σημειώνει ορθότατα την άναρχη τάση αλμάτων από το ένα πεδίο στο άλλο, χωρίς να υπάρχει η επιστημονική πειθαρχία που απαιτείται. Κανείς, επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπει τα χιλιάδες ανυποψίαστα μέλη των κοινωνιών που είναι αποδέκτες αυτών των «θεωριών» ή τα ανυποψίαστα νεοεισερχόμενα στελέχη στο πεδίο των πολιτικών επιστημών.

Ο Chris Brown ή άλλοι βρετανοί ακαδημαϊκοί ίσως να άλλαζαν γνώμη για έναν ακόμη λόγο: Στη Μεγάλη Βρετανία, που διαθέτει σιδερένιους θεσμούς χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής, κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν ενδι­αφέρεται τι λέει ο ένας ή ο άλλος «κριτικός», που θεωρείται περιθωριακός και ασήμαντος. Σε λιγότερο ισχυρά κράτη, όμως, η συστηματική υπονόμευση του Κοινωνικού και Πολιτικού με επιστημονικά μεταμφιεσμένες προπαγάνδες αποκτά μία πολύ διαφορετική διάσταση. Οι «κριτικοί», επιπλέον, ευθύνονται για το γεγονός ότι δημιουργούν θεμελιώδεις δίνες συγχύσεων, που ενέχουν πολιτικές προε­κτάσεις όχι μόνο ενδοκρατικά αλλά και διεθνικά. Τελειώνοντας, θα μπορούσα να αναφέρω χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν τον ιδεολογικό χαρακτήρα των «κριτικών» προσεγγίσεων.

Ο Shaw Martin, για παράδειγμα, με γραμμικό τρόπο, άλματα συλλογισμών και χωρίς την παραμικρή βάσιμη θεμελίωση αρχίζει υποστηρίζοντας ότι το κράτος και η έννοια της διεθνούς κοινωνίας είναι «ιδεολογίες». Υιοθετώντας συνήθεις απλουστευτικές ακραίες μοντερνιστικές αντιλήψεις που παραβλέπουν τον βαθύτερο διαμορφωτικό χαρακτήρα των αξιώσεων κυριαρχίας, θεωρεί τη συγκρότηση των κρατών ως περίπου εφήμερη κατάσταση παραβλέποντας το γεγονός ότι οι πλανητικές δυνάμεις που υπονομεύουν το κράτος δεν αφήνουν την παραμικρή ένδειξη ότι δημιουργούν κάποιου είδους παγκόσμιο Πολιτικό γεγονός. Έτσι, για παράδειγμα, αναφερόμενος στους διεθνικούς και υπερεθνι­κούς δρώντες και στη μεγάλη τους σημασία, αφήνει να εννοηθεί ότι πέραν της υπονόμευσης της κυριαρχίας παράγουν ένα νέο νομιμοποιημένο παγκόσμιο διανεμητικό σύστημα. Όμως, κάτι τέτοιο είναι παντελώς αβάσιμο. Έγκυρες αναλύσεις, όπως, για παράδειγμα, του Gilpin αλλά και πολλών άλλων (όπως και των νεοφιλελεύθερων αναλύσεων, που θεωρούν τους «κριτι­κούς κονστρουκτιβιστές» πολιτικούς τους συνοδοιπόρους), έχουν θεμελιώσει απολύτως τον εξαρτημένο χαρακτήρα αυτών των θεσμών, οι οποίοι όσο ξε­φεύγουν από τους «επίσημους» διεθνείς θεσμούς τόσο περισσότερο γίνονται εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ίδιο κείμενο, αλλά και άλλοι κριτικοί σε άλλες δημοσιεύσεις, ευνοούν τη χαλαρή θεώρηση των επεμβάσεων σε μία ευθέως συλλογιστική του είδους «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Γράφοντας δέκα χρόνια πριν την αποκορύφωση ηγεμονικών συμπερι­φορών, με την εισβολή στο Ιράκ παρατηρεί: «η αρχή της αστυνόμευσης, αν και συνεχίζει να είναι υπόθεση των μεγάλων δυνάμεων, τίθεται εντούτοις ολοένα και περισσότερο υπό την αρμοδιότητα ενός ολοένα και περισσότερο διευρυ­νόμενου ρόλου του ΟΗΕ για τον συντονισμό καθώς και για τη νομιμοποίηση της επέμβασης» (βλ. Shaw M., «Global Society and Global Responsibility: The Theoretical, Historical and Political Limits of “International Society”», Millen­nium, τόμ. 21, τεύχ. 3, 1992, σ. 427). Για ανάλογα και αντίστοιχα άλματα συλλογισμών υπέρ της επέμβασης στη βάση «κριτικών» αντιλήψεων βλ., επίσης, Fisher D., «The Ethics of Interven­tion», Survival, τόμ. 36, τεύχ. 1, άνοιξη 1994.

Αν και κατά τους κοσμοπλάστες «κριτικούς» η μορφή και το περιεχόμενο του «Νέου Κόσμου» δεν χρειάζεται να προσδιορι­στούν, έχουν άποψη για τις στάσεις, τις συμπεριφορές, τις δραστηριότητες και τους «στόχους», κατά των οποίων στρέφουν την ιδεολογικοπολιτική προπα­γάνδα, ούτως ώστε να αποδομηθούν οι συντελεστές του παρόντος κόσμου: «Ο περαιτέρω μετασχηματισμός της σχέσης μεταξύ του κράτους, του πολίτη και του συστήματος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο δεσμών νορμών που σχετίζονται με τον πολιτισμό του εικοστού αιώνα ο οποίος διαδίδεται ολοένα και περισσό­τερο. Αυτές είναι οι νόρμες του φιλελευθερισμού, ειδικά αυτές που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα (και το ατομικό συμφέρον), τα οποία, τις τελευ­ταίες δεκαετίες έγιναν εστιακό σημείο της διεθνούς πολιτικής. (…) [μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την κατάρρευση της κομουνιστικής ιδεολογίας] οι εναλλα­κτικές επιλογές φαίνεται ότι εκλείπουν. (…) Στο επίπεδο των διεθνών δομών η αναρχία ως η κανονιστική αρχή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος [δηλαδή το σύστημα που στηρίζεται στην εθνική-κρατική κυριαρχία] εξανεμίζεται. (…) Γίνεται ολοένα πιο αποδεκτός ο φιλελευθερισμός ως το παγκόσμιο “λειτουρ­γικό σύστημα”. (…) Το “λειτουργικό σύστημα” στην παγκόσμια πολιτική –ο φιλελευθερισμός με το άτομο στον πυρήνα του– έρχεται να εκπληρώσει ρόλο παρόμοιο με το σύστημα κανόνων της Καθολικής Εκκλησίας πριν τη Βεστφα­λία. (…) Η φροντίδα για ασφάλεια εκ μέρους των κρατών έγινε προβληματική. (…) Αυτό, παραδόξως, προσφέρει τον πολιτικό χώρο σε μη κρατικούς δρώντες να αναπτύξουν συμμαχίες και διασυνδέσεις διαμέσου των συνόρων και σ’ όλη την υδρόγειο, οι οποίες μακροπρόθεσμα θα υπηρετήσουν τον σκοπό υπονόμευ­σης των “ιστορικών δομών” (των εθνών-κρατών) και θα δημιουργήσουν ορα­τές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική» (Lipschutz Ronnie, «Reconstructing World Politics: The Emergence of Global Civil Society», Millennium: Journal of International Studies, τόμ. 21, τεύχ. 3, χειμώνας 1992, σ. 405-7, 418, 419). Για τους σκοπούς της παρούσης μελέτης αρκούν οι πιο πάνω αναφορές. Τονίζεται όμως ότι κανείς θα πρέπει να διαβάσει πολύ προσεκτικά τις διατυπώσεις του προηγηθέντος εδαφίου καθότι αποτελεί είτε την κυρίαρχη «κριτική» αντίληψη είτε την λογική απόληξη των κριτικών θεωρημάτων.

[1] Το παρόν δοκίμιο είναι η επεξεργασμένη μορφή εισήγησης στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων που οργανώθηκε στις 16-7 Δεκεμβρίου 2010. Στην παρούσα μορφή εντάσσεται σε μια σειρά αντίστοιχων και ανάλογων δοκιμίων που συγκροτούν μια στοχαστική αποκρυστάλλωση μιας πορείας που άρχισε το 1995-96 μετά από την γνωριμία μου με τον Παναγιώτη Κονδύλη, την συστηματική, έκτοτε, μελέτη των έργων του, και την διεύρυνση των θεωρητικών μου αναζητήσεων σε αντίστοιχα έργα των Γιώργου Κοντογιώργη, Χρήστου Γιανναρά, Θόδωρου Ζιάκα, καθώς και άλλων στοχαστών στο πεδίο της ιστορίας των ιδεών, της πολιτικής φιλοσοφίας και του εν γένει πολιτικού στοχασμού. Η προσπάθεια συνίσταται στον συνδυασμό των θεωρήσεών του με το διεθνολογικό επιστητό στο οποίο κινούμαι τις τρεις τελευταίες δεκαετίες.

Δεν αναφέρομαι σε οποιαδήποτε είδους επιστημονική προσπάθεια ενοποίησης των τριών επιπέδων ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος, γιατί προγραμματικά το θεωρώ αδύνατο και αυτό υποδηλώνει η τελευταία μου δημοσίευση. Η ενοποίηση των τριών επιπέδων γίνεται από τις διεθνιστικές ιδεολογίες και αυτό μόνο σε βάση εσχατολογική, μελλοντολογική και στην καλύτερη περίπτωση αφελή και ουτοπική. Στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση, συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου (Ποιότητα 2009), επιστημολογικά και επιστημονικά σταθεροποίησα την θέση ότι αυτό για το οποίο μπορούμε να συζητάμε στο ορατό μέλλον είναι οι προϋποθέσεις ενός ολοένα πιο σταθερού εθνοκρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Ενός δηλαδή συστήματος του οποίου τα μέλη μετά την αποικιοκρατική και ηγεμονική βάση καθίστανται από άποψη πολιτικού πολιτισμού και από άποψη εθνικής ανθρωπολογία ολοένα βαθύτερα και ολοένα πιο αναπτυγμένα.

Η ολιστική θεωρία και ερμηνεία και η προσπάθεια ενοποίησης των τριών επιπέδων που συνήθως επιχειρείται αδιέξοδα στο πλαίσιο των επαναστατικών θεωριών. Είναι ένα πράγμα αυτό και άλλο η εκλεκτική άντληση θεωριών και υποθέσεων εκατέρωθεν για να ενισχυθούν οι θεωρήσεις και ερμηνείες του κάθε επιπέδου ξεχωριστά. Ως προς αυτό συμφωνώ απόλυτα με τον Kenneth Waltz ο οποίος διακρίνει μεταξύ νόμων, που συνδέουν τις εξαρτημένες με τις ανεξάρτητες μεταβλητές, θεωρίες που ερμηνεύουν τους νόμους και θεωρητικές υποθέσεις που επιχειρούν περαιτέρω θεωρητικά βήματα ως προς τα οποία και κρίνονται. Αυτονόητα καθόσον είναι εύλογο και επιστημολογικά λογικό, συμφωνώ επίσης με τον Waltz ότι, χωρίς να υποτιμούνται, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αμιγούς θεωρίας και ερμηνευτικών θεωρήσεων, φιλοσοφίας της επιστήμης, ιστορίας των ιδεών κτλ. Βλ. Review of International Studies (1998), 24, 371–386 Interview with Ken Waltz*, στους F. Halliday & J. Rosenberg.

Τώρα, σε δοκιμιακές αναλύσεις όπως η παρούσα καλό είναι να αποφεύγονται οι πολλές και σχολαστικές παραπομπές, καθότι, το γενικότερο πλαίσιο θεμελιώσεων, τεκμηριώσεων, θεωρητικών συναρτήσεων, εισαγωγικών αναλύσεων και περιπτωσιολογικών διερευνήσεων, βρίσκεται σε μερικές χιλιάδες ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων δημοσιεύσεων του υποφαινόμενου που δεν κρίνεται σκόπιμο να επαναλαμβάνονται σε κάθε δημοσίευση. Εκτός του ότι αυτό είναι αχρείαστο, κανείς κάποια στιγμή εύλογα δυσφορεί όταν διαπιστώνει πως ελάχιστοι διαβάζουν επιστημονικά κείμενα άλλων, συχνά όταν αυτό γίνεται το διάβασμα είναι πρόχειρο ή κακόπιστο, πολλοί αν και επιστημονικοί φορείς αδυνατούν να το μελετήσουν καθότι στερούνται στοιχειωδών επιστημολογικών γνώσεων να τα κρίνουν και –αντί ταπεινά να σπεύσουν να συμπληρώσουν τα γνωστικά τους κενά– προπετώς ασκούν «κριτική». Κανόνας παρά εξαίρεση ακόμη και σε ακαδημαϊκές κρίσεις το προσεκτικό διάβασμα των κειμένων συνδυάζεται με προγραμματική απόφαση άσκηση κακόπιστης κριτικής.

Μετά από μια μακρά πορεία μάλλον συμφωνώ με τον Κονδύλη όταν γράφει ότι στον ιδεολογικά βεβαρυμμένο πολιτικοστοχαστικό χώρο «θα τον εξέπληττε εάν κανείς συμφωνήσει με τις περιγραφικές θεωρήσεις του» και ότι τελικά η συγγραφή κειμένων όπως το παρόν είναι περισσότερο ζήτημα γούστου. Περιττό να πω ότι αυτή η επισήμανση είναι ευθέως και μια βολή για τον παρασιτισμό των ως επί το πλείστον ιδεολογικοπολιτικά επιστρατευμένων φορέων επιστημονικών τίτλων. Μια πιο συνεπής μομφή θα ήταν να διατυπωθεί ευθέως η θέση που αμφισβητεί η σκοπιμότητα των κοινωνικών επιστημών μιας και «επιστήμες» είναι μόνο εκ του μακρόθεν.

Όσον αφορά κείμενα άλλων που στο παρελθόν έχω επίσης αναλύσει, σχολιάσει και παραπέμψει σε προγενέστερες δημοσιεύσεις θα αναφέρονται αποκρυσταλλωμένα και συμπερασματικά. Για τυχόν ενδιαφέρον εμβάθυνσης επιμέρους ζητημάτων ή αμφισβητήσεις ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει σε προγενέστερες δικές μου αναλύσεις εισαγωγικού ή ερμηνευτικού χαρακτήρα και στα κείμενα των συγγραφέων που αναφέρω. Πολλά που αφορούν το παρόν δοκίμιο αναλύονται σε μεγαλύτερο βάθος και σε αναφορά με την σχετική με αυτά βιβλιογραφία στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου (Εκδόσεις Ποιότητα 2009).

Τέλος  δράττομαι της ευκαιρίας για να θίξω το θέμα των ετεροαναφορών. Επειδή η πολιτική επιστήμη δεν είναι εξισώσεις που αποτυπώνει ποσοτικές μετρήσεις ή στατιστικά στοιχεία, παραπομπές «πρέπει να γίνονται «όταν πρέπει να γίνονται, στον βαθμό που πρέπει χρησιμοποιούνται και με τον τρόπο που συνάδει με πάγιους δεοντολογικούς κώδικες. Ο πολιτικός στοχασμός κάποια στιγμή απαιτείται, σε όσες τουλάχιστον αναλύσεις είναι επιστημονικών αξιώσεων, να σταματήσει να είναι αυγάτισμα δευτερογενών πηγών με σκοπό μια επιστημονικοφανή σπουδαιοφάνεια. Υπερβολές ως προς τις παραπομπές, εξάλλου, είναι παιδική επιστημονική ασθένεια που χαρακτηρίζει μερικές ελλιπείς διδακτορικές διατριβές. Ούτε βέβαια κανείς θα πρέπει να έχει σε πολύ υπόληψη την συνήθη πρακτική αλληλοπαραπομπών μεταξύ ομοϊδεατών.

Για ένα ακόμη λόγο και συμπληρώνοντας επισήμανση που έγινε μόλις, ο κανόνας παρά η εξαίρεση στην θαυμαστή ζούγκλα της πολιτικής επιστήμης, και ιδιαίτερα των διεθνών σπουδών, είναι, α) παράπονα για την έκταση των κειμένων, β) διάβασμα αυτού που κανείς θέλει να δει για πολεμικούς σκοπούς και όχι αυτού που ένα κείμενο γράφει, γ) διάβασμα που προκαλεί συμπλέγματα στο αναγνώστη και φυγή μπροστά στην ανάγκη να ανατρέξει στις πηγές και σε άλλα κείμενα,  δ) διάβασμα που αφήνει τον αναγνώστη ανεπηρέαστο επειδή πάσχει ανίατα από θιγόμενα ιδεολογικά σύνδρομα και ε) «σταυρωτό» διάβασμα που διατρέχει κάποια σημεία και που δημιουργεί αποσπασματικές παραστάσεις, σχεδόν γελοίες και ανάξιες ως βάση επιστημονικής συζήτησης.

Εκτιμώ ότι στον πολιτικό στοχασμό δεν έχει αποκρυσταλλωθεί μια σταθερή επιστημολογία και μεθοδολογία και ίσως να μην είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο.  Πολύ περισσότερο, βέβαια, αυτό ισχύει στις διεθνείς σπουδές, δηλαδή, σωστά νοούμενες, την πολιτική επιστήμη του διεθνούς συστήματος. Σταθερή αξία είναι η τίμια και ειλικρινής αξιολογικά ελεύθερη αναζήτηση της αλήθειας και η εδραία επιχειρηματολογική βάση που στηρίζεται στην διϋποκειμενική γνώση και στην ανθρωπολογικά συναφή παρατήρηση. Αναφορές για τα μεθοδολογικά και επιστημολογικά ζητήματα γίνονται και σε άλλες δημοσιεύσεις μου, ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες. Τέλος, το μέγα ηθικό και συνάμα πολιτικό ζήτημα δεν είναι τα γνωστά επιστημολογικά και μελετητικά προβλήματα που έθιξα μόλις. Το μέγα ζήτημα είναι το γεγονός πως ενώ ο πολιτικός στοχασμός πλην ελαχίστων εξαιρέσεων είναι εγγενώς ημιμαθής –καθότι, καθότι διαιρεμένος ήδη από τον 18ο αιώνα, δεν συγκρότησε ενιαίο πεδίο για τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα και στα ηγεμονικά κράτη πολιτικά στρατευμένος– δεν είναι ξεκάθαρο σε ποιους και πως, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, επιστρατεύονται οι φορείς πολιτικής σκέψης στα λιγότερο ισχυρά κράτη. Κανείς βεβαίως, φωτίζεται στοιχειωδώς εάν μελετήσει την στρατηγική «μαλακής ισχύος» των ηγεμονικών κρατών.        

[2] Για εκτενή ανάλυση και δευτερογενείς αναφορές στα έργα που αναλύουν τα αίτια πολέμου βλ. R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην Διεθνή Πολιτική (Ποιότητα 2004)  K.  Waltz, Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος (Ποιότητα 2011) και εισαγωγική ανάλυση στο Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Ποιότητα 2003). Για τον ρόλο της κατανομής και ανακατανομής ισχύος ως το κυριότερο δομικό στοιχείο που προκαλεί πολέμους και ανακατανομές συμφερόντων βλ. το σημαντικότερο βιβλίο της θεωρίας διεθνών σχέσεων του K. Waltz, Θεωρία διεθνούς πολιτικής (Ποιότητα 2011).

[3] Το ζήτημα αυτό έτυχε εκτενούς εξέτασης και ερμηνείας στο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου (Ποιότητα 2009). Η ανάλυση αυτή εδράστηκε, κατά κύριο λόγο, στον Παναγιώτη Κονδύλη.

[4] Έκφραση του Παναγιώτη Κονδύλη για τον τρόπο που μοντερνισμός βλέπει τον διαμορφωτικό ρόλο του πνευματικού κόσμου των πολιτών και την πεισματική εμμονή του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού να επιχειρεί να κρατήσει τα πνευματικά κριτήρια και παράγοντες εκτός της δημόσιας σφαίρας.

[5] Η βιβλιογραφία για το ζήτημα «πόλεμος-δημοκρατία» είναι τεράστια και συχνά συγκεχυμένη ή πολιτικά κατευθυνόμενη για να εξυπηρετήσει εφήμερα συμφέροντα της μιας ή άλλης ηγεμονικής δύναμης. Για ανάλυση και παραπομπές στην βιβλιογραφία βλ. Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π., κεφ. 3-6. Σε όλα τα βιβλία του Κονδύλη, επίσης, παρέχονται πλήθος τεκμηριώσεων που αναιρούν την ιδεολογική θέση πως οι «δημοκρατίες δεν πολεμούν» ή την πολιτικά ακόμη πιο ύπουλη θέση ότι «οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους». Στα ελληνικά, εξαιρετικά πρωτότυπες και βαθύτατων προεκτάσεων είναι οι συναφείς θεμελιώσεις του Γιώργου Κοντογιώργη, ιδ. στο Δημοκρατία ως ελευθερία (Πατάκης 2008).

[6] Βλ. Kenneth Watlz, Θεωρία διεθνούς πολιτικής, ό.π. Βλ. και εμπεριστατωμένη εισαγωγή στο ίδιο για την Ελληνική έκδοση, γραμμένη από τον Αθανάσιο Πλατιά, ο οποίος και συγκρίνει την θεωρία του Waltz με το υπόλοιπο γνωστικό κεκτημένο του πολιτικού ρεαλισμού.

[7] Για το θέμα της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας του Γιώργου Κοντογιώργη θα επανέλθω πιο κάτω.

[8] Αυτή η διάσταση σηματοδοτεί και την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ ενδοκρατικής τάξης πραγμάτων και της διακρατικής τάξης πραγμάτων: «Ο τερματισμός ενός ηγεμονικού πολέμου είναι η απαρχή ενός ακόμη κύκλου μεγέθυνσης-ανάπτυξης, επέκτασης και τελικής παρακμής. Ο νόμος της άνισης ανάπτυξης συνεχίζει να ανακατανέμει την ισχύ υπονομεύοντας έτσι το status quo που εγκαθιδρύθηκε από τον τελευταίο ηγεμονικό αγώνα. Η ανισορροπία αντικαθιστά την ισορροπία και ο κόσμος κινείται προς ένα νέο γύρο ηγεμονικής σύγκρουσης. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι έτσι, μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστραφούν είτε μάθουν να αναπτύσσουν ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ειρηνικής αλλαγής». R. Gilpin, Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική, ό.π., σ. 351.

[9] Ο άνθρωπος, το κράτος και ο πόλεμος, ό.π.

[10] Το καταμαρτυρεί η κατεδάφιση των επίπλαστων εξουσιαστικών εποικοδομημάτων των πρώην πολυεθνικών κομμουνιστικών κρατών. Για να αναφερθούμε σε ένα ακόμη παράδειγμα στην αντίπερα όχθη, όταν αντί οντολογικά εδραίων εθνοκρατοκεντρικών δομών που υποδείκνυαν πολιτικοί άνδρες όπως ο πρόεδρος Ντε Γκολ η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επηρεάστηκε από λειτουργιστικά και οικονομικιστικά θεωρήματα και ιδεολογήματα, είχε ως αποτέλεσμα αφενός την διεύρυνση του δημοκρατικού ελλείμματος σε όλα τα επίπεδα και την ιλαροτραγική κρίση περί την ΟΝΕ δύο δεκαετίες μετά την υιοθέτησή της. Η αφετηριακή λειτουργιστική προσδοκία ήταν πως μπορεί να υπάρξει ένα νομισματικό, οικονομικό και πολιτικό εποικοδόμημα πάνω σε μια ανθρωπολογικά διαφοροποιημένη εθνοκρατοκεντρική δομή.  

[11] Ανώτερη επιστήμη λοιπόν –γράφει ο Παναγιώτης Kονδύλης για να στηλιτεύσει την ανεύθυνη στάση στη βάση της αρχής «anything goes», «είναι στην πράξη όχι εκείνη που λύνει τα προβλήματα, αλλά εκείνη που προσδιορίζει ποια είναι τα προβλήματα. Aπό τον προσδιορισμό αυτό συνάγεται ο ορισμός και η αξία της εμπειρίας, άρα και η απόφαση ως προς το εάν μια υπόθεση έχει υποστεί επιτυχώς τη βάσανο του εμπειρικού ελέγχου», Κονδύλης Π., 1994α, «Επιστήμη, Ισχύς και Απόφαση», ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ. Τεύχος 12/2 1994, σ. 177.

[12] Υπάρχει εξαντλητική θεμελίωση αυτής της θέσης στον δεύτερο τόμο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Θεμέλιο 1987), του Παναγιώτη Κονδύλη. Κανείς επίσης συνάγει ότι η επιστράτευση του πολιτικού στοχασμού ήταν αρχικά τα ηγεμονικά κράτη και στην συνέχεια τις αποικιοκρατικές ηγεμονίες την επικυριαρχία των οποίων πολλοί στήριξαν. Το κύκνειο άσμα της επιστράτευσης του πολιτικού στοχασμού στις ηγεμονικές αξιώσεις ισχύος, το οποίο προκάλεσε εκατόμβες, ήταν το ιδεολογικό φαινόμενο που κυριάρχησε τον 19ο και 20ό αιώνα. Βασικά, εκατομμύρια φορείς επιστημονικών τίτλων όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων μεταμφίεσαν με θεωρήματα τα κοσμοιστορικά σχέδια των υπερδυνάμεων. Μερικές χιλιάδες αυτής της παράδοσης, στις μέρες μας, συνωστίζονται μέσα στο ιδεολογικό συνονθύλευμα μεταμοντέρνων θεωρημάτων. Το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο περιγράφεται στο Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού (Θεμέλιο 1991). Εκτενή αναγωγή αυτής της ερμηνείας βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π., ιδ. κεφ. 4-5.

[13] Αυτό το ζήτημα θέτει ευθέως το εξής καίριο ζήτημα: Είναι η πολιτική επιστήμη διαδικασία παραγωγής κοσμοπλαστικών ιδεολογιών; Ή, αντίθετα, πάγιοι κώδικες δεοντολογίας της επιστήμης οριοθετούνται από τα κοινωνικοοντολογικά γεγονότα όπως διαμορφώνονται ιστορικά; Αν και δεν είναι του παρόντος –καθότι θα πρέπει κανείς να ενδιατρίψει στην ανθρωπολογική συγκρότηση των εθνών διαμέσου των αιώνων μέχρι και το τέλος της Βυζαντινής Οικουμένης– μόνο επιστημονική  κακοπιστία ή άγνοια θα μπορούσε να οδηγήσει στην θέση πως μια τέτοια οριοθέτηση που πειθαρχεί την ανάλυση στην ήδη διαμορφωμένη οντολογία «ευνοεί τα τετελεσμένα» και που στερεί την δυνατότητα «κριτικής». Πρώτον, τα τετελεσμένα όπως και να σταθεροποιήθηκαν είναι τραγικό αποτέλεσμα του ηγεμονικού-αποικιοκρατικού πλιάτσικου που διήρκεσε πολλούς αιώνες. Δεύτερον, πολλά προβλήματα του πλανήτη, ανθρωπολογικές αστάθειες και συγκρούσεις οφείλονται στην συνέχιση των ηγεμονικών πολιτικών με διαίρει και βασίλευε. Τρίτον, τα έθνη εαν αναπτύσσονταν χωρίς την γιγαντιαία αστάθεια της μετά-Βυζαντινής εποχής δεν θα διέσχιζαν ένα ανθόσπαρτο ιστορικό πεδίο αλλά θα μπορούσαν «ανθρώπινα» όπως πάντα έκαναν να συνεχίσουν να συγκροτούνται κοινωνικοντολογικά και πολιτικά. Τέταρτον, στο κατώφλι του 21ού αιώνα όλες σχεδόν οι κοινωνίες εξ ορισμού είναι φιλειρηνικές και ποθούν να απολαύσουν την ανθρωπολογική ετερότητά τους υπό συνθήκες ανεξαρτησίας. Πέμπτον, η πορεία προς την ανύπαρκτη Ιθάκη της αιώνιας ειρήνης μπορεί να καθίσταται ολοένα και πιο σταθερή μόνο αν διαφυλάττεται η ισορροπία δυνάμεων με εθνοκρατοκεντρικές συσπειρώσεις που θα διαφυλάττουν την τήρηση των Υψηλών Αρχών του διεθνούς δικαίου περί μη επέμβασης, διακρατικής ισοτιμίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Έκτον, η αστάθεια που κανείς ποτέ δεν είπε πως θα εξαλειφθεί –και ιδιαίτερα η άνιση ανάπτυξη– συναρτάται με τα αίτια πολέμου και όχι με οτιδήποτε άλλο μεταφυσικό ή φανταστικό. Έβδομον, μετά από πολλούς αιώνες «επαναστατικών» δογμάτων (ο όρος, σύμφωνα με τον ορισμό του Martin Wight), το τελευταίο πράγμα που θα χρειάζονταν οι άνθρωποι του πλανήτη είναι παρεμβάσεις στο εσωτερικό του ανθρωπολογικό γίγνεσθαι από περιφερόμενους κοσμοπλάστες πολύ μικρότερου στοχαστικού αναστήματος από ένα Μαρξ ή ένα Μαρκήσιο Ντε Σαντ (ο τελευταίος, «συνεπής υλιστής» όντας, ανεπίγνωστα ίσως είναι και ο αληθινός πνευματικός πατέρας του συνονθυλεύματος των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων ίσαμε τις λογικές απολήξεις των θεωρημάτων που υιοθετούν – Για την ανάπτυξη αυτής της θέσης βλ. Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π.)          

[14] Για τα αίτια βλ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία (Ποιότητα 1998), κεφ. 1.  Ο κατακερματισμός των γνωστικών αντικειμένων που δημιουργεί μια ντε φάκτο ημιμάθεια όσον αφορά την γνώση του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος, καταμαρτυρείται από μια απλή ανάγνωση των γνωστικών αντικειμένων των φορέων επιστημονικών τίτλων στα πανεπιστημιακά τμήματα πολιτικών επιστημών όλου του κόσμου. Αυτό δεν εμποδίζει να εκδηλώνεται το συχνό φαινόμενο όλοι να μιλούν για όλα.

[15] Κανείς θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ πολιτικής-πολιτισμικής όσμωσης μεταξύ των εθνών, όπως για παράδειγμα περιγράφεται από τον Ρήγα Βελεστινλή ή τον Καβάφη και η οποία αποτελούσε στοιχείο της εθνικής ανάπτυξης, από τις λαθραίες μεταναστεύσεις, τις κατακτήσεις και τις γενοκτονίες που οδηγούσαν σε εξαφάνιση ενός έθνους ή και πολλών εθνών. Χαρακτηριστικά, πολλά ιστορικά έθνη εξαφανίστηκαν από τον Μικρασιατικό χώρο όταν μετά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το κεμαλικό καθεστώς επιδίωξε μια χαρακτηριστικά κρατικοεθνικιστική εσωτερική ανθρωπολογική συνοχή. 

[16] Για τις προϋποθέσεις της μετά-νεοτερικής εποχής βλ. Κοσμοθεωρία των Εθνών ό.π. Πρόκειται για ερμηνεία και περιγραφή που οδηγεί σε ένα ορατό από καιρό σταυροδρόμι. Στην μια κατεύθυνση είναι ο μεταμοντέρνος κόσμος κρατών νοούμενων ως «χώρος» ανθρωπολογικά εθνομηδενισμένων πολιτών που συγκροτούν σύμφωνα με τον όρο που υιοθετούμε τα μεταμοντέρνα ανθρωπολογικά Σόδομα και Γόμορρα και προς τη άλλη κατεύθυνση είναι ο κόσμος των εθνών πνευματικά και ανθρωπολογικά μεστών. Η εθνικά μεστή ανθρωπολογία, αναφέρεται, όπως γίνεται αντιληπτό, ως με την έννοια προϋποθέσεων εισροής μέσα στην δημόσια σφαίρα του πνευματικού κόσμου των πολιτών και τη σύμμειξη και μέθεξη των αισθητών και των πνευματικών ως ένα αέναο άθλημα κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης. Απομακρυσμένοι πλέον από την παρωχημένη διαμάχη της μοντερνιστικής εποχής με κύριους συντελεστές τον αστικοφιλελεύθερο και μαρξιστικό υλισμό που αξίωναν μια αποκλειστικά υλιστική δημόσια σφαίρα με οφθαλμό που δεν χρειάζεται μεγεθυντικό φακό παρατηρούμε δύο τάσεις. Αφενός το γεγονός ότι ακόμη και στην μια ή άλλη Μέκκα των υλισμών παρατηρείται μια ολική επαναφορά του πνευματικού κόσμου των πολιτών μέσα στην δημόσια σφαίρα και αφετέρου ότι οι ανθρωπολογίες των μεγάλων εθνών της Ανατολής από αριθμητική άποψη είναι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων του πλανήτη και ότι όλες ανεξαιρέτως αγνοούν τις μοντερνιστικές υλιστικές αιτιάσεις.    

[17] Σύμφωνα και με την τυπολογία του Γιώργου Κοντογιώργη, η ελευθερία ενδοκρατικά νοείται ως πορεία προς ατομική ελευθερία, κοινωνική ελευθερία και δημοκρατία ως ελευθερία που πραγματώνει την πολιτική ελευθερία. Βλ. Δημοκρατία ως ελευθερία (Πατάκης, 2008). Ο υποφαινόμενος τονίζει την εθνική ανεξαρτησία ως προϋπόθεση απόλαυσης της ενδοκρατικής πολιτικής ελευθερίας. Αν αντιμετωπίζονται τα αίτια πολέμου αυτό εκπληρώνεται. Σημειώνεται, βέβαια, ότι υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο προβληματισμού για το κατά πόσο και πως είναι ευκταία μια κοσμοσυστημική απόλαυση της ελευθερίας σε αμφότερα τα πεδία, εσωτερικό και εξωτερικό ή για το κατά πόσο στο ορατό μέλλον οι προϋποθέσεις της εθνοκρατοκεντρικής σταθερότητας μπορούν να νοηθούν ως συνάρτηση των εθνοκρατοκεντρικών αντί-ηγεμονικών συσπειρώσεων υπό συνθήκες μιας ολοένα εντονότερης προσκόλλησης στην κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας (κοινής για όλα τα έθνη,  όπως τα ίδια δηλώνουν υπογράφοντας τους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών, αλλά και παλεύοντας στα σύνορά τους αν κανείς την παραβιάσει). Το ένα,  βέβαια, δεν αποκλείει το άλλο, και εδώ βρίσκεται η ουσία, καθώς επίσης και το ενδιαφέρον για περαιτέρω ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης προς μη επαναστατικούς προσανατολισμούς (για τον ορισμό του επαναστατισμού ως αξίωση προγραμματικής ιδεολογικής εξομοίωσης και εξίσωσης σύμφωνα με τον ορισμό του Martin Wight βλ. πιο κάτω).

[18] Ο Raymond Aron, στο πλαίσιο μιας παραπλήσιας θεώρησης, υποστήριζε πως o ύστατος τρόπος διαπίστωσης της ύπαρξής του είναι η ετοιμότητα των ατόμων να θυσιαστούν γι’ αυτό αν χρειαστεί. Για ανάλυση αυτού το θέματος από τον Aron, βλ. Aron Raymond, Paix et Guerre Entre les Nations (Calmann-Levy, Paris, 1962, 1984), ιδ. σελ. 108-119. Βλ. Επίσης του ιδίου «The Anarchical Order of Power», Daedalus, vol. 95, no 2, Spring 1966 και Paix et Querre ente les nations (Calmann-Levy 1984).

[19] Συχνά ο πιο σωστός τρόπος είναι η μακροϊστορική θέαση. Από την αρχαιότητα μέχρι και το τέλος της Βυζαντινής Οικουμένης αλλά και υπό προϋποθέσεις μέχρι το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συχνά έθνη εξολοθρεύονταν, άλλα αφομοιώνονταν βίαια, μερικά άλλα εκδιώκονταν με εθνοκαθάρσεις και η ηγεμονική επικυριαρχία ήταν ο κανόνας παρά η εξαίρεση. Η διαδρομή μετά τα κλασσικά χρόνια, επιπλέον, κυριαρχούνταν από το φαινόμενο της Αυτοκρατορίας και της ηγεμονίας: Αλεξανδρινή, Ρωμαϊκή, Δυτική και Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζαντινή Οικουμένη. Η πορεία αυτή όμως δεν περιείχε το στοιχείο της ιδεολογικής κοσμοπλασίας. Η ανθρωπολογική ετερότητα των κοινωνικών οντοτήτων ως θέμα αρχής γινόταν αποδεκτή. Το φαινόμενο της ιδεολογίας άνθισε μετά τον Μεσαίωνα στην Δυτική Ευρώπη ως πρόταξη ιδεολογικών δογμάτων με σκοπό την ανθρωπολογική διαμόρφωση αρχικά των δουλοπαροίκων, στην συνέχεια των ανθρωπολογικά διαφοροποιημένων κοινωνιών της Ευρώπης και της Βορείου Αμερική και στην συνέχεια των εθνών της Ευρώπης (ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) και των λαών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η κατάσταση έγινε εξαιρετικά περίπλοκη καθότι όταν οι δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου (και το μακραίωνο κινεζικό έθνος) μεταμφίεσαν τις αξιώσεις ισχύος με επαναστατικά κοσμοϊστορικά σχέδια. Αυτή η πορεία που έχει ως αφετηρία τον 16ο αιώνα εξέπνευσε, συμβολικά, με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Όπως ήδη αναφέραμε, κυρίαρχο πλέον χαρακτηριστικό είναι η επάνοδος του πνευματικού κόσμου των εθνών μέσα στις δημόσιες σφαίρες. Με ιστορικούς αυτό αποτελεί κοσμογονία αλλά και παράδοξο, καθότι το έθνος ενώ ιστορικά ποτέ δεν νοήθηκε με όρους εδαφικών οριοθετήσεων στην ιστορική συγκυρία του 21ου αιώνα αναπτύσσεται σε εθνοκρατική βάση.

[20] Άμα φύγει ο τύραννος, έγραφε ο Ρήγας Βελεστινλής, «ο ελληνικός λαός θα είναι φίλος και σύμμαχος με όλα τα ελεύθερα έθνη». Ακόμη: «Οι Έλληνες δεν ανακατεύονται εις την διοίκηση των άλλων εθνών, αλλά ούτε είναι εις αυτούς αποδεκτό να ανακατωθούν άλ­λα έθνη εις την δική τους. Δεν κάμνουν ποτέ ειρήνη με ένα εχθρό ο οποίος κατακρατεί ελληνικό τόπο». Λόγια ακριβή, λιτά και αληθινά. Αποτυπώνουν τα ώριμα και κτισμένα έθνη της Ανατολής. Ανθρωπολογίες σμιλευμένες στην διαχρονία του κόσμου που αρχίζουν από τα Αρχαία χρόνια, διατρέχουν τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά έθνη του Καβάφη και κορυφώνονται από το πολιτικό, πνευματικό και ανθρωπολογικό επίτευγμα της Βυζαντινής Οικουμένης. Αυτή είναι η ημετέρα ανθρωποκεντρική εθνική παράδοση της ελληνικότητας αλλά και η παράδοση κάθε κοινωνίας ιστορικά προικισμένης με εθνική κοσμοθεωρία, τουτέστιν, πολιτικό πολιτισμό, ένστικτα δημοκρατίας και πόθο ελευθερίας. Τα εντός εισαγωγικών αντλούν από το Γ. Κοντογιώργη, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή (Παρουσία, Αθήνα, 2008).

[21] Η πορεία και ο διαμορφωτικός ρόλος του συστήματος ισορροπίας δυνάμεων αναλύεται σε πολλά κείμενα του υπογράφοντος. Εδώ αναφέρω ως βασική επιστημονική περιγραφή τον Martin Wight, Διεθνής θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Ποιότητα 1998), ιδ. τα κεφάλαια περί διεθνούς δικαίου και διεθνούς κοινωνίας.

[22] Το σημαντικότερο ανάγνωσμα που αποτελεί και το θεμέλιο κάθε βάσιμης κατανόησης της Νεότερης σκέψης και των προσανατολισμών της, είναι το βιβλίο του Π. Κονδύλη, Κριτική της Μεταφυσικής (Θεμέλιο 1981). Πολλά περιέχονται επίσης στο Ευρωπαϊκος Διαφωτισμός, τ. Ι&ΙΙ (Θεμέλιο 1987) του ιδίου.

[23] Ο επαναστατισμός χρησιμοποιείται σύμφωνα με την έννοια που ανάπτυξε ο Martin Wight. Ο όρος «επαναστατισμός» είναι εξαιρετικά χρήσιμος για την κατανόηση των ιδεολογικά προσανατολισμένων διεθνολογικών ρευμάτων σκέψης όταν αυτά οδηγούνται στις ακραίες απολήξεις τους, ιδιαίτερα όταν φορείς των ιδεολογικών δογμάτων είναι ηγεμονικές δυνάμεις οι οποίος διαθέτουν την δύναμη να επιβάλουν επί λιγότερο ισχυρών κοινωνιών τα πολιτικά τους δόγματα. Ο Martin Wight αναφέρει τρία ευδιάκριτα και αλληλένδετα ρεύματα επαναστατισμού: Πρώτον, τη δογματική ομοιομορφία με βασικό εκφραστή τον Kant και τις λογικές απολήξεις των θεωρήσεών του (δομική συμμορφία και ιδεολογική ομοιογένεια μεταξύ των κρατών). Δεύτερον, τον δογματικό ιμπεριαλισμό (κατά καιρούς, μεγάλα ιδεολογικά δόγματα, τα οποία συνήθως οικειοποιείται ή σφετερίζεται μία μεγάλη δύναμη επιχειρώντας να επιβάλλει την παγκόσμια  ανθρωπολογική ομοιομορφία και ή πολιτική εξίσωση). Τρίτον, τον κοσμοπολιτισμό, ο οποίος απορρίπτει την ιδέα της κοινωνίας των κρατών και με ιδεολογικό φανατισμό διάφορων κατά περίπτωση εντάσεων υποστηρίζει την παγκόσμια κοινωνία ατό­μων. Παρά το ότι ο Επαναστατισμός αναπτύσσεται στο πλαίσιο θέσεων και από­ψεων πολλών αποχρώσεων, θα μπορούσαν να ανιχνευθούν και να περιγραφούν τα κυριότερα κριτήρια και οι παράγοντες που επηρεάζουν όλες τις τάσεις του. Δύο κύρια χαρακτηριστικά είναι η ποικίλων βαθμίδων και αποχρώσεων αξίωση εξομοίωσης της διεθνούς με την εσωτερική πολιτική τάξη και δεύτερον, το γεγονός πως οι διεθνείς σχέσεις περιγράφονται με «ηθικούς» όρους –αντιφατικό μιας και η ηθική προσδιορίζεται πολιτικά στο εσωτερικό των ηθικοκανονιστικών δομών κάθε εθνικά ανεξάρτητης κοινωνικής οντότητας, ενώ απουσιάζει μία παγκόσμια κοινωνι­κοπολιτική δομή που θα προσδιόριζε ένα ευρύ φάσμα παγκόσμιων ηθικών κριτηρίων στην βάση των οποίων θα ρυθμιζόταν η ζωή όλων των κοινωνιών ομοιόμορφα. Καταμαρτυρούμενα, η αξίωση «ηθικής» εξομοίωσης και ανθρωπολογικής ομοιομορφίας σύμφωνα με το εκάστοτε ιδεολογικό δόγμα είναι το επόμενο βήμα. Για να εκπληρωθεί η πολιτική «συμμόρφωση» στο εκάστοτε επαναστατικό δόγμα οι ζηλωτές με ιεραποστολικό ζήλο αναπτύσσουν καθοδηγητικές-διατακτικές στάσεις. Η κατάληξη είναι προστάγματα «συμμόρ­φωσης», τα οποία πάντοτε είναι βίαια και οδηγούν σε εκατόμβες. Η βία, είναι εγγε­νές χαρακτηριστικό της επαναστατικής σκέψης ή, όπως παρατηρούσε ο Μάρξ, «η μαμή της ιστορίας», θέση την οποία σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τελικά υιοθετούν όλα τα επαναστατικά ρεύματα ως μέσο επιβολής της διεθνούς  κοινωνικής ομοιομορφίας και της διεθνούς πολιτικής εξίσωσης. Απογυμνωμένα από ρητορικές προσποιήσεις και πολιτική υπο­κρισία ή πολιτικές σκοπιμότητες, τα επαναστατικά δόγματα όλων των διεθνι­στικών και/ή κοσμοπολίτικων παραδόσεων της διεθνούς θεωρίας οδηγούν στο συμπέρασμα πως «όταν εσύ έχεις την ισχύ στη διεθνή κοινωνία δεν θα πρέπει να επεμβαίνεις εναντίον μας, επειδή είναι καθήκον σου να σέβεσαι τα δικαι­ώματα των κρατών να ρυθμίζουν ελεύθερα τις υποθέσεις τους. Όταν, όμως, έχουμε εμείς την ισχύ θα επέμβουμε εναντίον σου, επειδή είναι καθήκον μας να ενθαρρύνουμε όλους τους λαούς να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στη δογματική νόρμα». Wight, Διεθνής θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης, ό.π., σ. 170. O Wight –αφού εξετάζει περιπτώσεις που αναφέρονται στην κομουνιστική πρακτική, στη γενοκτονία των αυτοχθόνων από τους φιλελεύ­θερους αγγλοσάξονες στη Βόρεια Αμερική, στον μουσουλμανικό Ιερό πόλεμο (jihad), στις σταυροφορίες, στους γάλλους επαναστατικούς, στα καλβινιστικά δόγματα, στην παπική Ιερά Εξέταση και στους ναζιστές της (ό.π., σ. 291)–, παρατηρεί ότι η εξόντωση αιτιολογείται με ιδεολογικούς όρους και με πανομοιότυπες εκλογικεύσεις του είδους: Ο «σκοπός αγιάζει τα μέσα» «κάνε καλό για να επέλθει καλό», «αιτιολόγηση λόγω αναγκαιότητας», «αιτιολόγηση λόγω επιτυχίας», «εν ονόματι του συμφέροντος της ανθρωπότητας» και «επιλογή του μικρότερου κακού». Στην τελική τους κατάληξη οδηγούνται πάντοτε στη βίαιη «συμμόρφωση».

[24] Για μια μεστή περιγραφή βλ. A. Watson, Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας (Ποιότητα 2004), ιδ. κεφ. 13-21.

[25] Για αυτή την αντίφαση υπάρχει εκτενής ανάπτυξη στο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π., ιδ. 2-4.

[26] Χαρακτηριστική περίπτωση είναι τα έθνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

[27] Για το γεγονός ότι οι υπερεθνικοί θεσμοί της ΕΕ παρά τον λειτουργισμό συγκροτήθηκαν στην βάση της διαφοροποιημένης εθνικής σύστασης του Ευρωπαϊκού χώρου βλ. αποκρυστάλλωση πολλών θεμελιώσεων και συμπερασμάτων στο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π., κεφ. 6.

[28] Σε αναφορά με τη προηγούμενη υποσημείωση, συμπληρώνουμε με αναφορά στην ΟΝΕ. Η ΟΝΕ νοηματοδοτήθηκε και έτσι ονομάστηκε ως βήμα προς την «Ένωση» της Ευρώπης. Ο επίπλαστος χαρακτήρας της επιβεβαιώθηκε όταν οι χρηματοοικονομικές ροές, ο οικονομικός ανταγωνισμός και οι επενδύσεις αποτελούν σημαντικά στοιχεία της κοινωνικοπολιτικής ζωής που απαιτείται να εντάσσονται σε ένα σύστημα νομιμοποιημένης διανεμητικής δικαιοσύνης. Μόλις υπήρξε ανάγκη επίδειξης αλληλεγγύης, η ΟΝΕ αποδείχθηκε ως η πιο καταστροφική απόφαση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ βέβαια αξίζει να μνημονευτούν οι δύο σημαντικότεροι λειτουργιστές θεωρητικοί οι οποίοι προειδοποίησαν για αυτή την εξέλιξη. Όπως το θέτει ο θεμελιωτής του λειτουργισμού περί την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, David Mitrany, αναφερόμενος στα επιχειρήματα περί πολιτισμικής συγγένειας των Ευρωπαίων και στην ιδέα για ένα ευρωπαϊκό πατριωτισμό σε περιφερειακό επίπεδο, «[είναι περίεργα επιχειρήματα] λόγω της θλιβερής ιστορίας των ευρωπαϊκών θρησκευτικών και πολιτικών διαιρέσεων, που προκάλεσαν πολύ πιο σφοδρές συγκρούσεις απ’ ό,τι οι συγκρούσεις στην Ασία και την Αμερική, και που τώρα εισβάλλουν ξανά με ιδεολογικά μισόλογα. Εάν υπάρχει μια ευρωπαϊκή μοναδικότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι, σε αντίθεση με ανατολικούς και άλλους πολιτισμούς, ότι πρόκειται για ανοικτό πολιτισμό (…) Η ιδέα αυτή καθ’ αυτή για μια κλειστή περιφερειακή ένωση αντιβαίνει την ιστορική ευρωπαϊκή ιδέα. Όσο περισσότερο θα απομακρύνεται από τα καταναλωτικά ζητήματα, τόσο περισσότερο θα αποδεικνύεται ο επίπλαστος χαρακτήρας της. Αλλά, ακόμη και αν αυτές οι διασταυρωμένες επινοήσεις και τεχνάσματα –κλειστός οικονομικός προγραμματισμός, πολιτικοί θεσμοί και καλλιέργεια ενός περιφερειακού πατριωτισμού– εξυπηρετούν την εκπλήρωση μιας ευρωπαϊκής ένωσης δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ως επιχείρημα που διανοίγει λεωφόρους προς μια διεθνή ενότητα. (…) Από τη φύση της και τις τάσεις που αναπτύσσονται η πολιτική ένωση είναι εθνικιστική και ως τέτοια αντιμάχεται, αν όχι εμποδίζει, τη μεγάλη ιστορική αναζήτηση ενός ευρύτερου ειρηνικού και αναπτυσσόμενου διεθνούς συστήματος». D. Mitrany, «The Prospect of Integration: Federal or Functional», Journal of Common Market Studies, vol. IV, no. 2, 1965-66, σελ. 126 και 145. Αντίστοιχα, ο άλλος διακεκριμένος (νέο)λειτουργιστής, Ernst Haas, αναφερόμενος στην κρίση του 1965, παραδέχτηκε πως «ο Ντε Γκωλ απέδειξε ότι κάναμε λάθος (…) τα πραγματιστικά συμφέροντα, απλώς επειδή είναι πραγματιστικά και δεν ενισχύονται από βαθιές ιδεολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις, είναι εφήμερα. Απλώς επειδή συνδέονται χαλαρά πολύ εύκολα μπορούν να γίνουν θρύψαλα». Ε. Haas, «The Uniting of Europe and the Uniting of Latin America», Journal of Common Market Studies, vol. 5, 1966-7, σ. 327.

[29] Η χρήση του όρου Νεοτερικότητα μας επιτρέπει να συμπεριλάβουμε την ανθρωπολογική συγκρότηση με όρους έθνους αλλά και κάθε πνευματική εισροή στην πορεία ανθρωπολογικής συγκρότησης των κοινωνικών οντοτήτων. Μας επιτρέπει έτσι να ορίσουμε ως μοντερνισμό την (κυρίαρχη είναι αλήθεια) υλιστική παραδοχή των πολιτικών ελίτ που παροικούσαν τα εκάστοτε υλιστικά εποικοδομήματα. Ο καθείς μπορεί να δει με τα δικά του μάτια το κατά πόσο στην Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Ιταλία, στη Ελλάδα, στην Τουρκία, στην πρώην Σοβιετική Ένωση η οπουδήποτε αλλού επικράτησε μια μοντερνιστική αντίληψη κρατικής οργάνωσης διαφοροποιημένη, υπάρχει ή δεν υπάρχει έθνος. Έθνος που εκκολάφθηκε ερήμην και εις πείσμα των υλιστικών παραδοχών. Αυτή είναι μια περιγραφή και συνάμα μια επιγραμματική συνηγορία με την θέση ότι η οντολογία είναι ηθικά αμάχητη. Δεν αποτελεί, αξιολογική ή υποκειμενική θέση. Οι επιστημολογικές προεκτάσεις αυτής της θέσης έχουν αναπτυχθεί σε προγενέστερες δημοσιεύσεις του υπογράφοντος.

[30] Η θέση αυτή είναι ο άξονας του βιβλίου Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρία των Εθνών, ό.π. Για μια παραπλήσια θέση διατυπωμένη υπό το πρίσμα των δυτικών αναλυτών, βλ. H. Bull, Η άναρχη Κοινωνία, μελέτη της τάξης στην παγκόσμια πολιτική (Ποιότητα 2002), ιδ. κεφ. 3-5.

[31] Η πληρέστερη, αρτιότερη και άψογα περιγραφική θεώρηση για την πορεία αυτή βρίσκεται στο έργο J. Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (Ποιότητα 2007). Για μια πιο βαθιά και φιλοσοφημένη θεώρηση που οδηγεί προς τα ίδια συμπεράσματα βλ. Π. Κονδύλης, Από τον 20 στον 21 αιώνα (Θεμέλιο 2000). Τονίζω ότι ο Κονδύλης προκρίνοντας την θέση ότι τα κράτη κυλίονται προς ένα μεταμοντέρνο κόσμο εκμηδενισμένων ανθρωπολογιών λόγω μεταμοντερνισμού, οι συγκρούσεις του 21 αιώνα ενδέχεται να είναι πιο ανελέητες και πιο σκληρές απ’ ότι στο παρελθόν. Την θέση αυτή την εμβαθύνει στο εμβληματικό ως προς την περιγραφή του μεταμοντερνισμού έργο του, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, ό.π.  

[32] Βλ. σημ. 8 πιο πάνω.

[33] Αυτή η ερμηνευτική της πολιτικής θεωρίας αφορά τόσο την ΕΕ όσο και κάθε άλλο επίπεδο συμπεριλαμβανομένου του πλανητικού. Χαρακτηριστική αντίθετη θέση είναι η παραφιλολογία περί «παγκοσμιοποίησης» την οποία καλλιεργούν με συγκλίνοντα τρόπο τόσο οι αποδομηστές κριτικοί κονστρουκτιβιστές όσο και οι νεοφιλελεύθεροι ηγεμονιστές. Για την κριτική «θεωρία» βλ. παράρτημα στο τέλος του παρόντος δοκιμίου.

[34] Για τα «τετελεσμένα» της ιστορίας και τις εύκολες ηθικές κρίσεις για αυτά, καθώς και την «κριτική» προδιάθεση βλ. σημ. 5 πιο πάνω.

[35] Αναφέρομαι, όπως είναι φυσικό στην κοσμοθεσυστημική θεώρηση του Γιώργου Κοντογιώργη. Πιο πάνω περιέγραψα τον «επαναστατισμό» σύμφωνα με την έννοια που καθιέρωσε ο Martin Wight.  Συμπεριλαμβάνει κάθε διεθνιστική και ή ηγεμονική αξίωση που επιδιώκει πολιτική εξίσωση και κοινωνική (ανθρωπολογική) εξομοίωση του πλανήτη. Εκτιμώ ότι η κοσμοσυστημική θεώρηση του Γιώργου Κοντογιώργη δεν σχετίζεται με τα επαναστατικά δόγματα καθότι θεμελιώνοντας την ανάλυση στην ιστορική εμπειρία το θέμα που τίθεται είναι οι κοινωνικές και κοσμοσυστημικές προϋποθέσεις μη κυριαρχικής συνύπαρξης των κοινωνικών οντοτήτων που θα διασφαλίζει ταυτόχρονα τη ανθρωπολογική ετερότητα και πολιτική ανεξαρτησία των εθνών και συνάμα κοσμοσυστημικές εξουσίες που θα συγκροτούνται δημοκρατικά. Το κοντινότερο παράδειγμα, όπως προείπαμε, είναι η Βυζαντινή Οικουμένη.

[36] Πρόκειται για ένα ιστορικό παράδοξο αλλά και για τραγική ειρωνεία, καθότι ο καθησυχασμός λόγω παρελθούσης ηγεμονίας, έχει ως συνέπεια στα δυτικά κράτη να υποτιμούνται, στις μέρες μας, οι συνέπειες του ανθρωπολογικού ροκανίσματος των μοντερνιστικών κρατών. Τα δυτικά καθεστώτα επί αιώνες κάθονταν βολικά πάνω στα πλούτη της αποικιοκρατικής καταλήστευσης και του ύστερου ηγεμονικού πλιάτσικου. Μπορεί, όπως ισχυριστήκαμε πιο μπροστά, οι εθνικές κοσμοθεωρίες να έχουν αναπτυχθεί κάτω από τα υλιστικά κρατικά εποικοδομήματα, αλλά η ανθρωπολογική διαμόρφωση –πέραν του γεγονότος ότι τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν και «ταχύρρυθμη» λόγω γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων με αποτέλεσμα αντιφάσεις και αντιθέσεις που δεν εξαφανίζονται εύκολα– απέχει μερικούς αιώνες ή και χιλιετίες από τις αντίστοιχες εθνικές κοσμοθεωρίες μεγάλων εθνών της Ανατολής. Αναμφίβολα, στην εξίσωση υπεισέρχεται το κριτήριο του ανθρωποκεντρισμού που κληροδότησε ο οικουμενικός ελληνικός πολιτισμός της διαχρονίας αλλά δεν γνωρίζω να έχει εξεταστεί εξειδικευμένα αυτή η ειδοποιός διαφορά που προσδιορίζει και την κλίμακα πολιτικής και ανθρωπολογικής ανάπτυξης ενός εκάστου έθνους και κοσμοσυστημικά ευρύτερα.    

[37] Η ανάλυση που ακολουθεί αντλεί από τον Κονδύλη. Για τις αφετηρίες της νεοτερικότητας βλ. Κονδύλης, Η κριτική της Μεταφυσικής σκέψης, ό.π., και για την διαδρομή του μοντερνισμού μέχρι και τον 20ό αιώνα βλ. του ιδίου Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός ό.π. και Η παρακμή του Αστικού πολιτισμού, ό.π.

[38] Αυτό το συμπέρασμα δεν ανήκει στον Κονδύλη αλλά συμπεραίνεται από τα προαναφερθέντα έργα του. Αποτελεί κεντρικό πόρισμα του βιβλίου μου Κοσμοθεωρία των Εθνών για τους λόγους του μεγαλύτερου, όπως το ονομάζω ιστορικού ατυχήματος στο πολιτικοστοχαστικό πεδίο. Δηλαδή, την αντί-Αριστοτελική ροπή ως τρόπο αντίκρουσης της Θεοκρατίας με αποτέλεσμα την διολίσθηση στην υλικότητα –επιστροφή στο μέλλον των Σοδόμων και Γομόρρων του de Sade, όπως υποστηρίζω– που για τον μεταμοντερνισμό σημαίνει ανθρωπολογική εκμηδένιση όσων κοινωνικών οντοτήτων που τον υπόκεινται. 

[39] Για τα έσχατα όρια και τις έσχατες απολήξεις των μοντερνιστικών παραδοχών βλ. την ανάλυση του Κονδύλη στο Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος ό.π.

Π. Ήφαιστος – P. Ifestos

www.ifestos.edu.grinfo@ifestos.edu.gr  www.ifestosedu.grinfo@ifestosedu.gr

 Twitter https://twitter.com/ifestosedu

Linkedin https://www.linkedin.com/in/panayiotis-ifestos-0b9382131/

Instagram https://www.instagram.com/p.ifestos/

Στρατηγική Θεωρία–Κρατική Θεωρία https://www.facebook.com/groups/StrategyStateTheory/

Προσωπική σελίδα https://www.facebook.com/p.ifestos

Προσωπικό προφίλ https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

Πολιτισμός, Περιβάλλον, Φύση, Ψάρεμα https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB

Διεθνής πολιτική 21ος  αιώνας https://www.facebook.com/groups/InternationalPolitics21century/

ΗΠΑ: Ιστορία, Διπλωματία, Στρατηγική https://www.facebook.com/groups/USAHistDiplStrat/

Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος: Ανισόρροπο τρίγωνο https://www.facebook.com/groups/GreeceTurkeyCyprusImbalance/

Διαχρονική Ελληνικότητα https://www.facebook.com/groups/Ellinikotita/

Φιλοπατρία, Δημοκρατία, Ελευθερία https://www.facebook.com/groups/philopatria/

Άνθρωπος, Κράτος, Κόσμος–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/

Κονδύλης Παναγιώτης https://www.facebook.com/groups/Kondylis.Panagiotis/

Θολό βασίλειο της ΕΕ https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/

Θουκυδίδης–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/thucydides.politikos.stoxasmos/

Μέγας Αλέξανδρος–Ιδιοφυής Στρατηγός και Στρατηλάτης https://www.facebook.com/groups/M.Alexandros/

Εκλεκτά βιβλία που αξίζουν να διαβαστούν https://www.facebook.com/groups/eklektavivlia/

Ειρηνική πολιτική επανάσταση https://www.facebook.com/groups/PolitPeacefulRevolution/

«Κοσμοθεωρία των Εθνών» https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos

Αρέσει σε %d bloggers: