Η Διαφορετική Γλώσσα στις Τεχνικές Επιτροπές
Του δρα. Χριστόδουλου Χριστοδούλου*
ΣΗΜΕΡΙΝΗ 25/05/2008
Κανονικά δεν θα έπρεπε να δημιουργεί έκπληξη η εύγλωττη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χριστόφια στις 15 Μαΐου, σε συνέντευξή του σε τουρκοκυπριακή εφημερίδα, ότι « Τα μέλη των τεχνικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας δεν ομιλούν την ίδια γλώσσα». Μια δήλωση που συμπυκνώνει παραστατικά την έκδηλη απογοήτευση του κ. Χριστόφια για τη μέχρι τώρα εργασία που έχει γίνει στις εν λόγω ομάδες και επιτροπές.
«Αρχίσαμε καλά», είπε ο κ. Χριστόφιας, «αλλά υπάρχει πρόβλημα». Βέβαια, μέσα στα πλαίσια της σωστής τακτικής, δηλαδή οι δηλώσεις και οι εκτιμήσεις να τεκμηριώνονται για να είμαστε πειστικοί, αλλά και για να μη δημιουργούμε την εντύπωση ότι προδικάζουμε είτε το αδιέξοδο είτε την αποτυχία της εν εξελίξει διαδικασίας, ο κ. Χριστόφιας πρόσθεσε ότι «είναι νωρίς να μιλήσουμε για αδιέξοδο» και υπέδειξε ότι δεν θα ήταν σωστό, από δικής του πλευράς, να προβεί σε δημόσια εκτίμηση, δεδομένης της συνάντησής του με τον Τ/Κ ηγέτη κ. Ταλάτ στις 23 Μαΐου.
Η πρώτη εκτίμηση του κ. Χριστόφια, που αποτελεί αποτίμηση των μέχρι τώρα αποτελεσμάτων των συζητήσεων στις 13 επιτροπές και ομάδες δεν είναι ούτε λανθασμένη ούτε υπερβολική. Και επιβεβαιώνει, δυστυχώς, τις επιφυλάξεις που σχεδόν όλοι διατυπώσαμε σχετικά με το κατά πόσον (α) η άλλη πλευρά είχε πράγματι διαφοροποιήσει τις άκαμπτες , παράλογες και απαράδεκτες θέσεις της πάνω σε σοβαρές πτυχές που άπτονται της ουσίας, της βιωσιμότητας και της λειτουργικότητας μιας εξευρεθησόμενης λύσης και (β) αν οι συγκυρίες, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την Τουρκία, με την εξοντωτική διαμάχη μεταξύ του στρατιωτικού κατεστημένου και του πρωθυπουργού κ. Έρντογαν , ήταν τέτοιες που να δικαιολογούν στοιχειώδη, έστω, αισιοδοξία ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για επιτυχία της αναληφθείσας νέας προσπάθειας.
Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να ψέξει τον κ. Χριστόφια γιατί ενέδωσε στις πιέσεις ή τις έντονες υποδείξεις και συγκατένευσε να μετάσχει η δική μας πλευρά στο νέο κύκλο των διαβουλεύσεων. Κριτική , όμως, μπορεί να γίνει για το γεγονός ότι οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, οι Ευρωπαίοι και τα Ηνωμένα Έθνη μας έσυραν κυριολεκτικά στη νέα διαδικασία χωρίς να γίνει η αναγκαία προεργασία και χωρίς να διασφαλισθεί ότι συνέτρεχαν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις ώστε και η νέα προσπάθεια, η οποία συνοδευόταν, μάλιστα, με την πομπώδη, αν όχι και εκβιαστική επικάλυψη της «τελευταίας ευκαιρίας για επίλυση του κυπριακού προβλήματος», να μην αποτύχει και να μην οδηγηθεί σε αδιέξοδο προτού ακόμη ουσιαστικά αρχίσει.
Μακάρι να διαψευσθούμε όσοι είχαμε επιφυλάξεις και, ακόμη, μακάρι οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, κυρίως αυτοί, να μη εξώθησαν τις δύο πλευρές σε συνομιλίες απλά και μόνο για να δώσουν άλλοθι στην Τουρκία και να διευκολύνουν την ενταξιακή της πορεία. Τούτο θα διαφανεί σύντομα, αν δεν άρχισε ήδη να διαφαίνεται.
Προσωπικά θα ενδιατρίψω στη σχηματική και, ταυτόχρονα, απογοητευτική επισήμανση του Ελληνοκύπριου ηγέτη κ. Χριστόφια ότι «άλλη γλώσσα και όχι την ίδια ομιλούν τα μέλη των τεχνικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας». Θα επικαλεσθώ και πάλιν την προσωπική μου εμπειρία, πικρή και πολύ απογοητευτική, που αποκόμισα κατά τις συζητήσεις μας με την άλλη πλευρά στα πλαίσια της τεχνικής οικονομικής επιτροπής στις 29 Φεβρουαρίου και τις 5 Μαρτίου, 2004, με κύριο θέμα τις διάφορες, σοβαρές και ζωτικής σημασίας, πτυχές του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Δεν θα εξαντλήσω, στο περιορισμένης εκτάσεως αυτό σημείωμα, όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, ομολογουμένως, μιλούσαμε διαφορετική γλώσσα με την άλλη πλευρά στις εικοσάωρες και πλέον συζητήσεις μας, γιατί τούτο θα απαιτούσε την έκδοση ολόκληρου βιβλίου, πράγμα που σκοπεύω να πράξω σε κατοπινό στάδιο. Θα περιορισθώ, μόνο, σε μια χαρακτηριστική, μέσα από την οποία αναδύονται όχι μόνο η διαφορετική γλώσσα που μιλούσαμε, αλλά και η αλαζονία, η υπεροψία, ο παραλογισμός και ο ετσιθελισμός των σουλτάνων νικητών προς τους ραγιάδες ηττημένους.
Αναφέρομαι, συγκεκριμένα, στο θέμα του κοινού νομίσματος. Μίλησα στη συνάντηση πρώτος και ανέπτυξα με τεκμηριωμένα επιχειρήματα ότι έχουμε ήδη κοινό νόμισμα και αυτό είναι η λίρα της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Πρόκειται, είπα, για το νόμισμα που ισχύει από την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, με διεθνή αξιοπιστία και εγκυρότητα και ισχυρή και σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία. Δεν βλέπω, συνεπώς, καμιά δυσκολία σε αυτό το θέμα, πολύ περισσότερο, μάλιστα, που και τώρα οι Τ/Κ συμπατριώτες μας χρησιμοποιούν ευρύτατα την Κυπριακή λίρα και την προτιμούν έναντι της Τουρκικής λίρας που έχει επιβληθεί στην κατεχόμενη Κύπρο».
Η αντίδραση της κυρίας Αϊσιέ, λεγόμενης Υπουργού Οικονομικών του ψευδοκράτους, υπήρξε άμεση: «Μα η λίρα σας είναι η λίρα της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης, είπε, και όχι της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εμείς θέλουμε ως κοινό νόμισμα μια νέα λίρα, η οποία θα είναι το κοινό νόμισμα του νέου Ομόσπονδου Κυπριακού Κράτους.»
Η δική μου αντίδραση ήταν παραστατική. Πήρα από την τσέπη μου μια κυπριακή λίρα, την πρόταξα διακεκριμένα και διάβασα : «KIBRIS MERKEZ BANKASI – BIR LIRA. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ – ΜΙΑ ΛΙΡΑ. Αυτή, είπα, ξανά, δυνατά, είναι η κυπριακή λίρα, το κοινό νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.»Η κα Αϊσιέ ανταπάντησε χωρίς χρονοτριβή: «Αυτή είναι η λίρα της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης . Δεν μπορεί να είναι το κοινό νόμισμα του νέου ομόσπονδου κράτους που θα ιδρυθεί από τις δύο καθόλα και σε όλα ισότιμες κοινότητες της Κύπρου».
Ο προεδρεύων της συνάντησης, Αμερικανός αξιωματούχος, που είχε χρησθεί λειτουργός των Ηνωμένων Εθνών για τους σκοπούς των εργασιών της Τεχνικής Οικονομικής Επιτροπής, παρέμεινε άφωνος, αλλά προδήλως απογοητευμένος. Το ίδιο και ο τεχνοκράτης παρατηρητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Ματζαφέρο, Ιταλικής καταγωγής, ο οποίος ρωτήθηκε, στη συνέχεια, από την τουρκική αντιπροσωπεία, αν μπορούμε να υιοθετήσουμε επισήμως ως κοινό νόμισμα το Ευρώ. Η απάντηση του κ. Ματζαφέρο υπήρξε αρνητική. Υπέδειξε, συναφώς, ότι το ευρώ δικαιούνται να έχουν ως επίσημο νόμισμά τους μόνο κράτη που μετέχουν στην Ευρωζώνη.
Για σκοπούς πληρότητας της σύντομης αυτής αναφοράς στη συζήτηση που έγινε τότε για το επίμαχο θέμα, καθώς και για άλλα συναφή, περί των οποίων θα γίνει λόγος σε προσεχή μου σημειώματα από αυτή τη στήλη, θα πρέπει να τονισθεί ότι, όταν η Τ/Κ πλευρά εστερείτο οικονομικών ή τεχνοκρατικών επιχειρημάτων, κατέφευγε στην επίκληση των πολιτικών κριτηρίων. Όταν, για παράδειγμα, έθεσα κατ’ επανάληψη το ακαταμάχητο επιχείρημα ότι η κυπριακή λίρα επιβάλλεται να είναι το κοινό μας νόμισμα γιατί είναι διεθνώς αποδεκτή ως έγκυρη, αξιόπιστη και πανίσχυρη και, συνεπώς, συμφέρει και στους τουρκοκύπριους να την αποδεχτούν, η κα. Αϊσιέ μου υπέδειξε έντονα: «Ναι, αλλά λησμονείτε ότι στα σοβαρά αυτά θέματα για μας προέχουν τα πολιτικά και όχι τα οικονομικά ή τα τεχνοκρατικά κριτήρια. Εμείς είμαστε η μία από τις δύο πλήρως ισότιμες συνιστώσες πολιτικές οντότητες που θα καθιδρύσουν πάνω σε ίση βάση σε όλους τους τομείς τη νέα Ομόσπονδη Κυπριακή Πολιτεία».
Αυτή ήταν η πάγια θέση της σε κάθε περίπτωση που επικαλούμασταν την ανάγκη να ληφθεί στοιχειωδώς υπόψη η αρχή της πλειοψηφίας και, μάλιστα, ιδιαίτερα στην περίπτωση των οικονομικών θεμάτων, δεδομένου, ότι θα ήταν παράλογο και προκλητικό το 8% της συνολικής κυπριακής οικονομίας, που αντιπροσώπευε τότε η Τ/Κ πλευρά, να εξισούται σε αριθμητική εκπροσώπηση και κατανομή πολιτειακής εξουσίας με το 92% της οικονομίας, που αντιπροσώπευε η Ε/Κ πλευρά. Η απάντηση της ψευδοϋπουργού ή των τοποτηρητών της Άγκυρας που μετείχαν στην αντιπροσωπεία των Τ/Κ ήταν, όταν προτάσσαμε αυτή τη θέση, πάντοτε στερεότυπη: «Αυτή είναι η θέση μας την οποία δεν πρόκειται να διαφοροποιήσουμε. Αν την δέχεσθε, τότε προχωρούμε. Αν δεν την δέχεσθε, τότε η προσπάθεια θα αποτύχει. Δεν μπορείτε μόνοι σας να δημιουργήσετε ομόσπονδο κράτος χωρίς τη δική μας ισότιμη συμμετοχή.»
Το θέμα του κοινού νομίσματος περιεπλάκη, αργότερα, σε χειρισμούς και ρυθμίσεις, χρονικές και διαδικαστικές, απαράδεκτων και επικινδύνων σκοπιμοτήτων με βάση τις πρόνοιες του ανεκδιήγητου Πέμπτου Σχεδίου Ανάν και του Ομοσπονδιακού Νόμου για την Κεντρική Τράπεζα, ο οποίος υπέστη, ερήμην μας, τόσες και τέτοιες αυθαίρετες αλλαγές και διαφοροποιήσεις ώστε να συνάδει πλήρως με τις στρεβλωτικές αξιώσεις και τις εξωφρενικές απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς. Πάντοτε, βέβαια, με την πλήρη στήριξη του ανεκδιήγητου κ. Ντε Σότο, ειδικού αντιπρόσωπου του Γ.Γ. των Η.Ε. και, παρασκηνιακά αλλά πιεστικά, των Βρετανών και των Αμερικανών.
Όπως έχω, ήδη, αναφέρει, υπάρχουν και άλλα πολλά, χαρακτηριστικά της τουρκικής αδιαλλαξίας και αλαζονίας, τα οποία είναι ανάγκη να έχουν υπόψη και ο κ. Χριστόφιας και οι Πρόεδροι και τα Μέλη των τεχνικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας. Γιατί είμαι βέβαιος ότι θα αναβιώσουν στα πλαίσια του νέου κύκλου των συζητήσεων και συνομιλιών που έχει, διαδικαστικά, αρχίσει. Και επειδή είναι πρόδηλον ότι όλοι όσοι αγκωμαχούν να δουν το κυπριακό να λύεται με οποιοδήποτε τρόπο, αρκεί να λυθεί το συντομότερο, θα πρωταγωνιστούν με την ίδια νοοτροπία και πάλι, θα συνεχισθούν οι αναφορές μου στα όσα διαμείφθηκαν τότε στην τεχνική οικονομική επιτροπή, και στα όσα απαράδεκτα πλάστηκαν πίσω από την πλάτη μας και μας «σερβιρίστηκαν» στη συνέχεια υπό μορφή τελεσίγραφου στο εκτρωματικό σχέδιο Ανάν και τις 9,000 νομικές, καθιδρυτικές σελίδες που το συνόδευαν. Το θέμα είναι και επίκαιρο και σοβαρό γιατί άπτεται της πολιτικής βιωσιμότητας της κρατικής μας οντότητας και της φυσικής επιβίωσης του λαού μας.
* Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών
και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου