Τα οικονομικά στις Τεχνικές Επιτροπές
Του δρα. Χριστόδουλου Χριστοδούλου*
* Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών
και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου
ΣΗΜΕΡΙΝΗ 11/05/2008
Είναι αρκετή η φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το θέμα της στελέχωσης των Τεχνικών Επιτροπών και των Ομάδων Εργασίας. Με την άποψη ότι ακολουθήθηκε σωστή επιλογή και τακτική ταυτίζεται όχι μόνο η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση, η οποία αποδεικνύεται στην πραγματικότητα συμπολιτευτικότερη της συμπολίτευσης και όχι μόνο ως προς αυτό το θέμα.
Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι σχετικές με το θέμα δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου ο οποίος, μεταξύ άλλων, υπέδειξε ότι «η σύνθεση των Τεχνικών Επιτροπών έτυχε της αποδοχής και της έγκρισης της κοινωνίας καθώς και της πλειοψηφίας των κομμάτων». Υποστήριξε, ακόμη, ότι στην ουσία δεν υπήρξαν αντιδράσεις αλλά μια διαφορετική προσέγγιση σε κάποιες περιπτώσεις.
Για να είμαστε αντικειμενικοί, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έχει δίκαιο. Γιατί με εξαίρεση κάποιες χλιαρές επιφυλάξεις από μέρους των συγκυβερνώντων κομμάτων του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ και άτονες αντιθετικές επισημάνσεις του ΕΥΡΩΚΟ, το κατ’ εξοχήν κόμμα της δηλωθείσας αντιπολίτευσης, ο ΔΗΣΥ δια του προέδρου του, στήριξε ανεπιφύλακτα την κυβερνητική απόφαση και επέκρινε έντονα τους αντιφρονούντες. Υποστήριξε, συναφώς, ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ ότι τα άτομα που συμμετέχουν στις Τεχνικές Επιτροπές και τις Ομάδες Εργασίας είναι ικανά να διαχειρισθούν τα θέματα για τα οποία έχουν κληθεί να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Είπε ακόμη «δεν δέχομαι με κανένα τρόπο να μπούμε στη λογική των πιστοποιητικών πολιτικών, εθνικών ή άλλων φρονημάτων».
Οπωσδήποτε, ο κ. Αναστασιάδης θα είχε δίκαιο, αν ετίθετο θέμα ικανοτήτων των διορισθέντων ατόμων ή αμφισβήτησης των φρονημάτων ή ακόμη και του δικαιώματός τους να ταχθούν υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, 2004 και να υποστηρίξουν με ζήλο το πέμπτο Σχέδιο Ανάν.
Είναι, συνεπώς, τουλάχιστον ατυχής η επίθεση και η μομφή του εναντίον όσων εξέφρασαν επιφυλάξεις ή προέβησαν σε κριτική για τη στελέχωση των Επιτροπών και των Ομάδων Εργασίας. Γιατί έχουν και οι αντιφρονούντες το στοιχειώδες δικαίωμα να εκφέρουν γνώμη και να διατυπώσουν απόψεις. Το αντίθετο θα ισοδυναμούσε με φίμωση και αυταρχισμό. Και, για νάμαστε και σ’ αυτή την περίπτωση δίκαιοι και αντικειμενικοί, κανένας δεν κατέκρινε τις επιλογές του Προέδρου Χριστόφια, αφορμώμενος από τα φρονήματα ή τις ικανότητες ή τον πατριωτισμό των επιλεγέντων. Θέμα αμφισβήτησης των εκτιμήσεων και της ορθότητας κρίσεως ετέθη, όχι όμως θέμα κινήτρων και πατριωτισμού.
Υπεδείχθη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διορισθέντων ήταν φανατικοί υποστηριχτές του ΝΑΙ. Και τούτο είναι αδιαμφισβήτητο. Όπως αδιαμφισβήτητο ήταν το δικαίωμά τους να το πράξουν. Άλλο είναι, όμως, το ουσιαστικό στοιχείο του εγερθέντος θέματος. Κατά πόσον, δηλαδή, τα εν λόγω άτομα θα διαφοροποιούσαν τη θέση τους αν το Σχέδιο Ανάν ή οι ουσιαστικές του πτυχές επαναφέρονταν από τον κ. Ταλάτ, με εντολή των Τούρκων στρατηγών και του Ερντογάν στις συζητήσεις των Τεχνικών Επιτροπών. Και, ακόμη, ποιο είναι το πολιτικό μήνυμα που ο Πρόεδρος Χριστόφιας θέλησε να δώσει προς τα έσω και προς τα έξω με αυτές του τις επιλογές.
Και, ως προς το πρώτο, απεδείχθη ήδη εσφαλμένη η εκφρασθείσα βεβαιότητα περί μη επαναφοράς του Σχεδίου Ανάν, αφού ήδη η Τουρκική και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία κατέστησαν σαφή την πρόθεσή τους ενώ ο Προεδρικός Επίτροπος κ. Ιακώβου δεν απέκλεισε αυτό το ενδεχόμενο, αφού έχουμε δεσμευτεί με τη βασική θέση «όλα στο τραπέζι». Ως προς το δεύτερο, δηλαδή το εκπεμπόμενο μήνυμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τούτο λήφθηκε και έτυχε ευμενούς αποδοχής από τη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι υπάρχουν κρίσιμης σημασίας ζητήματα ή πτυχές τους, που θα εγείρονται ή θα προκύπτουν κατά τις συζητήσεις των Επιτροπών και για τα οποία δεν θα μπορεί να λαμβάνεται εκ των προτέρων η άποψη του κ. Χριστόφια, αφού δεν είναι δυνατόν τα πάντα εκ προοιμίου να προβλεφθούν. Εξάλλου, μια τέτοια διαδικασία θα απέληγε σε διαρκή αδιέξοδα και χρονοτριβές με ανάλογες σε βάρος μας εντυπώσεις. Αλλά και οι εκπρόσωποί μας στις εν λόγω Επιτροπές με ποιο ηθικό έρεισμα και με βάση ποια λογική θα αναμένεται να διαφωνήσουν σε πρόνοιες ή πτυχές του Σχεδίου Ανάν που όχι μόνον είχαν αποδεχθεί αλλά και μετά σθένους υπερασπισθεί;
Προσωπικά είχα την οδυνηρή εμπειρία να μετάσχω, μαζί με τον τότε Υπουργό Οικονομικών κ. Μ. Κυπριανού και συνεργάτες μας, στην Τεχνική Υπεπιτροπή για τα θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα. Οι απόψεις που εξέφρασε η Τ/Κ πλευρά, στην παρουσία και υπό την εποπτεία εκπροσώπων του Τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας και γνωστών Τούρκων πανεπιστημιακών, σε καίριας σημασίας πτυχές του ζωτικού αυτού θέματος ήταν όχι μόνο αλαζονικές, προκλητικά απαράδεκτες και προσβλητικές για τη δική μας πλευρά, αλλά και σαφώς και προδήλως αλειτουργικές. Στην πραγματικότητα η άλλη πλευρά δεν συζητούσε αλλά υπαγόρευε σ’ εμάς επιτακτικά τις παράλογες απόψεις της, οι περισσότερες από τις οποίες υιοθετήθηκαν από τον κ. Ντε Σότο και περιλήφθηκαν στο διαβόητο Πέμπτο Σχέδιο Ανάν.
Ακόμη και τώρα, που μπήκαμε στη ζώνη του ευρώ και λύθηκε αυτομάτως το θέμα του κοινού νομίσματος, αφού, όπως είναι γνωστό, οι Τούρκοι δεν αποδέχονταν ως κοινό νόμισμα την κυπριακή λίρα, υπάρχει σωρεία θεμάτων ζωτικής σημασίας, όπως εκείνα του περιεχομένου και των οργάνων ρύθμισης και ελέγχου των Τ/Κ εμπορικών τραπεζών, της σύνθεσης των οργάνων της Κεντρικής Τράπεζας, της αναλογίας των Τ/Κ υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας του ιδρυθησόμενου Ομόσπονδου κράτους, της ανάληψης της ευθύνης για τα τεραστίων ποσών επισφαλή δάνεια των Τ/Κ τραπεζών και της μετατροπής των καταθέσεων από τουρκικές λίρες σε ευρώ, της απαίτησης για συνιδιοκτησία των συναλλαγματικών μας αποθεμάτων, και πολλά άλλα, για τα οποία επιχειρηματολογήσαμε τότε με στοιχεία και δεδομένα αλλά ματαίως. Το πέμπτο Σχέδιο Ανάν υιοθέτησε τις Τουρκικές παράλογες και, σε πολλές περιπτώσεις, εξωφρενικές Τουρκικές θέσεις και απόψεις.
Πέραν των ανωτέρω, είχα την πρωτοβουλία να μελετήσω επισταμένα με τους συνεργάτες μου τις οικονομικές πτυχές του σχεδίου Ανάν και να καταλήξουμε στο τεκμηριωμένο συμπέρασμα ότι τούτο δεν ήταν οικονομικά βιώσιμο και ότι οδηγούσε σε καταστροφικά για την οικονομία μας αποτελέσματα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν, στη συνέχεια, με δικές τους ανεξάρτητες μελέτες, οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών και του Γραφείου Προγραμματισμού, αλλά και οι τέσσερις διαπρεπείς διεθνείς οικονομολόγοι που μετακάλεσε η δική μας πλευρά για να μας συμβουλεύσουν σχετικά με τις οικονομικές πτυχές του εν λόγω Σχεδίου.
Το θέμα των οικονομικών πτυχών του Σχεδίου Ανάν είναι τεράστιας σημασίας και με πολυάριθμες επιμέρους πτυχές και παραμέτρους που δεν μπορούν να εκτεθούν και να εξαντληθούν στο σύντομο αυτό σημείωμα. Όμως, καθώς όλα δείχνουν, θα καταστεί αναγκαίο να επανέλθουμε. Γιατί η άλλη πλευρά το έχει καταστήσει σαφές ότι θα εμμείνει στις πρόνοιες του σχεδίου Ανάν, τις οποίες θεωρεί κεκτημένο. Και το μέγα ερώτημα που εγείρεται δεν είναι τα πιστοποιητικά φρονημάτων ή οι ικανότητες των οποιωνδήποτε ατόμων που στελεχώνουν τις Τεχνικές Επιτροπές, όπως το έθεσε ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ. Το ερώτημα είναι τι θα πράξουν τα άτομα αυτά όταν βρεθούν ενώπιον των προνοιών του σχεδίου Ανάν που με ζήλο και σθένος υποστήριξαν και υπερψήφισαν στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, 2008. Αυτή τη φορά θα τις απορρίψουν και θα φροντίσουν να πείσουν τον κυπριακό λαό ότι τώρα είναι απαράδεκτες ενώ τότε ήταν ανεπιφύλακτα αποδεκτές;
* Πρώην Υπουργός Οικονομικών και Εσωτερικών
και τέως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου