1. Διαχρονικά ερωτήματα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

1. Διαχρονικά ερωτήματα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Συχνά αναφύεται η απορία κατά πόσο νέες εντυπωσιακές ακαδημαϊκές και δημοσιογραφικές θεωρήσεις για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση καταμαρτυρούν όχι την γονιμότητα του ανθρώπινου πνεύματος αλλά τον αδιέξοδο χαρακτήρα πολλών αντιλήψεων κανονιστικού κυρίως προσανατολισμού. Έτσι, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των αναλύσεων κάθε ιστορικής συγκυρίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η επανεμφάνιση πολυσυζητημένων ερωτημάτων που συνοδεύονται με εκκλήσεις για κατεπείγουσες απαντήσεις. Τα βασικά ζητήματα που απασχολούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, εν τούτοις, όχι μόνο είναι μονιμότερου χαρακτήρα αλλά επιπλέον στο παρελθόν έχουν συζητηθεί εξαντλητικά και επανειλημμένα. Πιο κάτω, αφού προηγουμένως συνοψιστούν συντομογραφικά τα μεγάλα ζητήματα που εκτιμάται ότι πάντοτε βρίσκονταν στον πυρήνα του προβληματισμού, θα προχωρήσουμε σε παρατηρήσεις και σχόλια που αφορούν βαθύτερους διαμορφωτικούς παράγοντες που η κανονιστικά προσανατολισμένη σκέψη τείνει να παραβλέπει.

Όπως σε κάθε άλλη περίπτωση κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης το θεμελιώδες ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι η σχέση εντολέα – εντολοδόχου μεταξύ των μελών ενός κοινωνικού συνόλου και των κανονιστικών δομών ρύθμισης των πολιτικών τους σχέσεων. Ακόμη πιο σημαντικό ζήτημα είναι η έκταση, ο βαθμός και το είδος της κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης των (υπερεθνικών) θεσμών. Οι πολιτικές και πολιτισμικές παραδόσεις των ευρωπαϊκών κοινωνιών, σημειώνεται, συνηγορούν υπέρ μιας άμεσης άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Αυτό το κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών συχνά υποτιμάται ή παραβλέπεται με αποτέλεσμα να υποτιμάται το διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες, η νομιμοποίηση των υπερεθνικών θεσμών δια της διακυβερνητικής μεθόδου εθεωρείτο ανεπαρκής. Όμως, η εκλογή ενός κοινοβουλευτικού οργάνου σε πανευρωπαϊκή βάση ανάλογου και αντίστοιχου των εθνικών κοινοβουλίων, σκόνταφτε και συνεχίζει να σκοντάφτει στον κοινωνικό κατακερματισμό της Ευρώπης. Αναπόδραστη συνέπεια είναι η διαιώνιση ενός συστήματος έμμεσης άσκησης λαϊκής κυριαρχίας και ενός διαρκώς διογκούμενου δημοκρατικού ελλείμματος που βαθαίνει όσο οι αρμοδιότητές της ΕΕ διευρύνονται. Το σύστημα είναι και θα συνεχίσει να είναι σταθερό ενόσω το δημοκρατικό έλλειμμα και η άμπωτη και πλημμυρίδα αμφίρροπων εθνικών συμφερόντων και στρατηγικών αιτίων που ευνοούν την ύπαρξη της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συμψηφιστικά βρίσκονται σε κατάσταση γενικής ισορροπίας[1]. Οι εμπειρίες της μεταψυχροπολεμικής εποχής από την Γερμανική επανένωση μέχρι την κρίση του Ιράκ και την καταψήφιση του ευρωσυντάγματος, δείχνουν ότι αν και εύθραυστη αυτή η γενική ισορροπία δεν ανατρέπεται εύκολα. Συνοπτικά και πριν προχωρήσουμε σε αναφορές για τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν συνοπτικά τέσσερις αλληλένδετες δέσμες καίριων ζητημάτων που αφορούν καίρια την προαναφερθείσα άμπωτη και πλημμυρίδα εθνικών συμφερόντων και την κατάσταση γενικής ισορροπίας που παρά τα προβλήματα η Κοινότητα κατορθώνει να επιτυγχάνει:

Πρώτον, η κοινωνική νομιμοποίηση και γενικότερα η δημοκρατία σ’ ένα σύστημα κρατών με διεθνικούς, υπερεθνικούς, υπερκρατικούς και διακυβερνητικούς θεσμούς και διαδικασίες είναι ίσως το σημαντικότερο ζήτημα. Η θέση που υιοθετείται εδώ[2] είναι ότι τόσο σε αναφορά με πιθανά ελλείμματα της λαϊκής κυριαρχίας όσο και σε αναφορά με ήπιους ή λιγότερους ήπιους ηγεμονισμούς, η γενική και διαχρονικά σταθερή ισορροπία του συστήματος συναρτάται –όπως ακριβώς και στην ενδοκρατική τάξη πραγμάτων– με την ύπαρξη βαθύτερων συλλογικών παραδοχών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Λόγω της βαθύτατης ετερότητας μιας έκαστης κοινωνίας η αναφορά σε ένα ευρωπαϊκό δημόσιο νομικό χώρο αφενός δεν επαρκεί για να ερμηνευτεί η βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αφετέρου δεν προσφέρει οποιαδήποτε νέο στοιχείο όσον αφορά την κοινωνικοψυχολογική νομιμοποίηση των θεσμών ενόψει ενός ελλείμματος άσκησης λαϊκής κυριαρχίας. Που διευρύνεται ολοένα και περισσότερο.

Δεύτερον, η αντιμετώπιση της άνισης ανάπτυξης μεταξύ των εθνικών-κρατικών συστημάτων της Ευρώπης είναι το σημαντικότερο αίτιο πολέμου στην ιστορία των ανθρώπων και η κυριότερη αφετηριακή επιδίωξη του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρά την ΟΝΕ και τις επί δεκαετίες προσπάθειες οικονομικής σύγκλισης υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις αναπτυξιακές δυνατότητες των μελών που φυσιολογικά βαθαίνουν λόγω διαρκών διευρύνσεων αλλά και αντικειμενικής ανεπάρκειας των πόρων που διατίθενται για σκοπούς αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών και των περιφερειών της Ένωσης. H υιοθέτηση της ONE, για παράδειγμα, δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μέχρι σήμερα αλληλεξάρτηση και ενδεχομένως δυναμική «συγχώνευσης» των οικονομιών. Όμως είναι ένα πράγμα η οικονομική ολοκλήρωση και άλλο η ανάπτυξη δυναμικής κοινωνικής ολοκλήρωσης που απαιτείται να συνοδεύεται από μια κεντρικά ρυθμιζόμενη κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική πανευρωπαϊκής εμβέλειας. Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ, βεβαίως, είναι τα όρια της αλληλεγγύης μεταξύ μελών ενός διακρατικού συνόλου όταν δεν υπάρχουν κοινά κοσμοθεωρητικά θεμέλια ή όταν αυτά είναι ασταθή και ρευστά. Στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ανάλυσης και παρά την διαρκώς ολοένα και μεγαλύτερη κοινωνική ετερότητα των μελών της ΕΕ, ουκ ολίγοι αναλυτές του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είτε παραμένουν προσκολλημένοι σε ξεπερασμένες λειτουργικές και νεολειτουργικές θεωρήσεις που ο Ernst Haas έντιμα εγκατέλειψε ήδη από την δεκαετία του 1960[3] είτε, ενάντια στην ενδοκρατική και διακρατική εμπειρία όλων ων σύγχρονων πολιτειών[4], διολισθαίνουν ολοένα και περισσότερο σε θεωρήματα περί εταιρικού συλλογικού βίου. Έτσι βλέπουν την πολιτική αρετή, την συνταγματική πίστη, την πολιτειακή αφοσίωση και την αυτοθυσία όχι ως συνάρτηση ενός ευρύτερου και βαθύτερου πολιτικού γεγονότος αλλά ως περίπου νομικό ή θεσμικό ζήτημα. Συντομογραφικά, ενώ η ανθρώπινη πολιτική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι καθολικά και διαχρονικά το πολιτικό γεγονός είναι αντιληπτό μόνο κοινωνιοκεντρικά, διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες θεωρήσεις εμμένουν πεισματικά σε μια μεταφυσικά προσδιορισμένη εταιρική αντίληψη κανονιστικά-αξιολογικά προσδιορισμένη.

Τρίτον και συναφές, παρά την οικονομική ολοκλήρωση και τα εντυπωσιακά επιτεύγματα στο επίπεδο της ανάπτυξης του κράτους δικαίου, η δημιουργία ενός κοινωνικά θεμελιωμένου ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου είναι ακόμη σε νηπιακή ηλικία. Η ανάπτυξή του συναρτάται τόσο με την δημοκρατικότητα των διαδικασιών όσο και με τις προαναφερθείσες θεμελιώδεις κοινωνικές παραδοχές που αφορούν τα έσχατα δηλαδή ερωτήματα κοσμοθεωρητικού και στρατηγικού προσανατολισμού του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης. Η ισορροπία και σταθερότητα κάθε κοινωνικοπολιτικού εγχειρήματος εξαρτάται αφενός από την ευρωστία των κοσμοθεωρητικών θεμελίων που προσφέρουν μόνιμη πυξίδα κοινού προσανατολισμού και αφετέρου από την συμβατότητα των υπερεθνικών ηθικοκανονιστικών δομών με αυτά τα θεμέλια. Ακριβώς, θεωρήματα περί νέων μορφών διακυβέρνησης που κινούνται στο επίπεδο του φαντασιακού ιδεολογημάτων περί «έμμεσης δημοκρατίας μεγάλων χώρων στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» ή «πολλών θεσμικών επιπέδων και υψηλής αλληλεξάρτησης» δεν ενδείκνυνται ως βάση προβληματισμού για το όντως μοναδικό φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης[5].

Τέταρτον, η αλληλεγγύη μεταξύ των ατόμων και των ομάδων ενός κοινωνικού συνόλου είναι ο σημαντικότερος συνεκτικός ιστός. Ανεξαρτήτως υπερεθνικών νομικών δομών, η ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού δημόσιου χώρου με νόημα, περιεχόμενο και ουσιαστική κοινωνική νομιμοποίηση συναρτάται με την αλληλεγγύη σ’ όλα τα δυνατά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης της διπλωματίας, της άμυνας και της ασφάλειας. Πολλά διεθνή γεγονότα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά κυρίως τα συμβάντα στην φάση της γερμανικής επανένωσης και η κρίση του Ιράκ το 2003, κατέστησαν πασιφανές ότι πίσω ή κάτω από τους υπερεθνικούς θεσμούς, την υπερεθνική ρητορεία και τις ωφελιμιστικές συναλλαγές, παραμονεύουν αντίρροπες εθνικές στρατηγικές και διλήμματα ασφαλείας. Ο Hedley Bull, έθεσε το ζήτημα αυτό την δεκαετία του 1980 και δύο δεκαετίες αργότερα είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Πιο συγκεκριμένα, υποστήριξε πως πολλά επιφαινόμενα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο ενός κοινωνικοπολιτικά και στρατηγικά ανομοιόμορφου χώρου ενδεδυμένου κοινά αποδεκτές κανονιστικές ρυθμίσεις και ωφελιμιστικές συναλλαγές που δεν αλλοιώνουν στο παραμικρό την εθνική-κρατική ετερότητα που ενυπάρχει ζωντανή και ακμαία στα θεμέλια του υπερεθνικού εποικοδομήματος[6]. Εάν ούτως έχουν τα πράγματα, υποστήριξε ο Bull σ’ αυτή την πολυσυζητημένη και πάντοτε επίκαιρη ανάλυση, το ευρωπαϊκό υπερεθνικό εποικοδόμημα είναι ευάλωτο στις διεθνείς διακυμάνσεις και στις ενδοευρωπαϊκές ανακατανομές ισχύος. Κανένας αναλυτής ή πολιτικός ηγέτης δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι τόσο στην φάση της γερμανικής επανένωσης, στην κρίση του Ιράκ το 2003 και στην συνέχεια στην περίπτωση της καταψήφισης του ευρωπαϊκού συντάγματος με υπόβαθρο την τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη, πασίδηλα η ανάλυση του Bull επιβεβαιώθηκε[7]. Αν και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μια suis generis διακρατική εμπειρία που συνεχώς εμπλουτίζει και ανανεώνει τα κανονιστικά εποικοδομήματα, η εθνική-κρατική ετερότητα στα θεμέλια του συστήματος το καθιστά ευπαθές στις δομικές αλλαγές του διεθνούς συστήματος και στις εσωτερικές ανακατανομές ισχύος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σ’ αντίθεση με τα δοκιμασμένα στο χρόνο βιώσιμα πολιτειακά συστήματα τα οποία είναι προικισμένα με θεμελιώδεις συλλογικές κοσμοθεωρητικές παραδοχές και συμβατά με αυτές σφαιρικά ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα, το υπερεθνικό εποικοδόμημα της ΕΕ τα στερείται. Σε κάθε περίπτωση, είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να αποκτήσει τέτοιες συλλογικές παραδοχές με διατακτικό τρόπο ή με πρόταξη ωφελιμιστικών «καρότων» ή άνωθεν ορισθέντων θεσμικών επιταγών μεταφυσικά προσδιορισμένων. Όπως σημείωσε ο Ernst Haas, στην προαναφερθείσα γνωστή παραδοχή του το 1966, «τα πραγματιστικά συμφέροντα απλώς επειδή είναι πραγματιστικά και δεν ενισχύονται με βαθιές ιδεολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις είναι εφήμερα»[8]. Για να αναφερθώ σε ένα ακόμη οξυδερκή στοχαστή, τον Raymond Aron[9], σημείωσε ότι στο παρελθόν οι αυτοκρατορίες καταργούσαν με βίαιο και γενοκτονικό τρόπο τα κυρίαρχα κράτη και τα ενσωμάτωναν στην δική τους μεγαλύτερη κυριαρχία. Εάν αυτό γίνει στην Ευρώπη με εθελούσιο τρόπο στην Ευρώπη δεν θα είναι μια αλλαγή εντός της ιστορίας αλλά αλλαγή της ιστορίας που θα αλλάξει το πρόσωπο του κόσμου.

Αρέσει σε %d bloggers: