11.1.2005. Επιστολή στην Υπουργό Παιδείας για ζητήματα που αφορούν τους διορισμούς μελών ΔΕΠ στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

2. Επιστολή στην Υπουργό Παιδείας για ζητήματα που αφορούν τους διορισμούς μελών ΔΕΠ σστο Πανεπιστήμιο Πειραιά.

Παναγιώτης Ήφαιστος – Panayiotis Ifestos
Καθηγητής – Professor
Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση
International Relations-Strategic Studies. Jean Monnet Chair European Political Integration
Πάντειον Παν/τήμιον
__________________

Αξιότιμη Μαριέττα Γιαννάκου, Υπουργό Παιδείας
Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων

Κοινοποίηση:
Πρύτανη, Πανεπιστήμιο Πειραιά
Πρύτανη Πάντειον Πανεπιστήμιο

Αξιότιμη κ Υπουργό,

Θέμα: Κρίσεις καθηγητών στα ελληνικά ΑΕΙ, εκλογή επίκουρου καθηγητή στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά στις 3.12.2004.

Η Γενική Συνέλευση του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου στο οποίο ανήκω, στις 8 Δεκεμβρίου 2004 αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις για πρακτικές που παρατηρούνται ολοένα και πιο συχνά στον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο και που αφορούν τα εκλεκτορικά σώματα, τις τριμελείς εισηγητικές επιτροπές και τις διαδικασίες κρίσεων για εκλογές μελών ΔΕΠ στα ΑΕΙ.
Όσον με αφορά, με την παρούσα, θα θίξω συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν την κρίση για την εκλογή μέλους ΔΕΠ στο Πανεπιστήμιο Πειραιά στις 3.12.2004 με γνωστικό αντικείμενο «διεθνής στρατηγική» (διαδικασία η οποία ενδεχομένως απαιτεί άμεση παρέμβαση του Υπουργείου Παιδείας για τον έλεγχο νομιμότητας ως προς την σύνθεση του εκλεκτορικού σώματος ή και άλλα ζητήματα που τέθηκαν κατά την διάρκεια της διαδικασίας). Σημειώνω εξαρχής ότι θα αναφερθώ μόνο σε ότι γνωρίζω επειδή, αν και επιστημονικά καθ’ ύλη αρμόδιος, όλως περιέργως δεν συμμετείχα στην διαδικασία.

Κατά πρώτον, υπενθυμίζω ότι πριν την επίμαχη κρίση στο Πανεπιστήμιο Πειραιά γίνατε δέκτης επιστολής του υποφαινόμενου και των συναδέλφων Αθανάσιου Πλατιά, Αναπληρωτή Καθηγητή Στρατηγικών Σπουδών του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου, Επίκουρου Καθηγητή Διεθνών – Στρατηγικών Σπουδών στο Πάντειον Πανεπιστήμιο. Αν ανατρέξετε στα επιστημονικά μας βιογραφικά θα διαπιστώσετε ότι σ’ όλο το φάσμα των σπουδών μας, των ερευνητικών μας δραστηριοτήτων, των δημοσιεύσεών μας και της διδασκαλίας είχαμε ως κύριο αντικείμενο τις στρατηγικές σπουδές. Ακόμη πιο σημαντικό, είμαστε, απ’ ότι είμαι σε θέση να γνωρίζω, τα μόνα τρία μέλη ΔΕΠ στα ελληνικά ΑΕΙ οι οποίοι κατέχουμε θέση με γνωστικό αντικείμενο «στρατηγικές σπουδές». Δηλαδή, εξ αντικειμένου είμαστε οι πλέον αρμόδιοι καθηγητές για να συμμετέχουμε στα εκλεκτορικά σώματα και στην εισηγητική επιτροπή εκλογών μελών ΔΕΠ με γνωστικά αντικείμενα που εμπίπτουν στην σφαίρα των στρατηγικών σπουδών. Εν τούτοις, στην επίμαχη κρίση του Πανεπιστημίου Πειραιά δεν κληθήκαμε. Γιατί συμπεριλήφθηκαν εκλέκτορες και εισηγητές από άλλα πανεπιστήμια των οποίων ακόμη και μια απλή ανάγνωση των τίτλων των σπουδών τους, των δημοσιεύσεών τους και των γνωστικών τους αντικειμένων στην θέση που κατέχουν ως μέλη ΔΕΠ καθιστά πασίδηλο ότι δεν είναι, επιστημονικά μιλώντας, οι φυσικοί εκλέκτορες των δύο υποψηφίων σε μια θέση με γνωστικό αντικείμενο τις στρατηγικές σπουδές; Γιατί μετά την προαναφερθείσα επιστολή μας που αποστάλθηκε έγκαιρα και κοινοποιήθηκε στον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιά κανείς δεν έλαβε μέτρα διόρθωσης μιας κατά την εκτίμησή μου εξόφθαλμα προβληματικής σύνθεσης του εκλεκτορικού σώματος και της τριμελούς εισηγητικής επιτροπής; Γιατί επιπλέον προχώρησαν στην κρίση όταν τρεις καθ’ ύλη αρμόδιοι συνάδελφοί τους έγκαιρα τους εξήγησαν ότι ο όρος που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης («διεθνής στρατηγική») είναι αδόκιμος και ουσιαστικά επιστημονικά ανύπαρκτος! [Προσθέτω ότι ένα τέτοιο γνωστικό αντικείμενο εκθέτει ανεπανόρθωτα την Γενική Συνέλευση και το εκλεκτορικό σώμα ενώ βεβαίως θα εκθέτει σε χλευασμούς όποιον μελλοντικά δηλώσει ότι είναι ειδικός στην «διεθνή στρατηγική»].
Τέλος ερωτώ: Υπήρξαν αποχωρήσεις από την εισηγητική επιτροπή δύο καθηγητών; Ποιες ήταν οι αιτιολογήσεις και πόσο σοβαρά λήφθηκαν υπόψη από τους θεσμικά αρμόδιους του Πανεπιστημίου Πειραιά και από το εκλεκτορικό σώμα; Υπήρξε ή δεν υπήρξε επιστολή του ενός εκ των δύο υποψηφίων πριν την διαδικασία με την οποία υποδείκνυε προβλήματα για τα τυπικά προσόντα του άλλου υποψηφίου τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, αν επιβεβαιωθούν είναι βαθύτατων θεσμικών –και ενδεχομένως πολιτικών– προεκτάσεων για την λειτουργία του ΔΙΚΑΤΣΑ;

Χωρίς την παραμικρή πρόθεση να αμφισβητηθεί η αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου Πειραιά και των Τμημάτων του, άποψή μου είναι ότι η επίμαχη διαδικασία θέτει κρίσιμα ερωτήματα νομιμότητας, δεοντολογίας και ακαδημαϊκής τάξης που αφορούν όλους τους ακαδημαϊκούς και το Υπουργείο Παιδείας.
Επί του προκειμένου, είναι κρίσιμο να τονιστεί η διάκριση μεταξύ των προνομίων που παρέχει ο νομοθέτης στους πανεπιστημιακούς για ακαδημαϊκή ανεξαρτησία στην έκφραση επιστημονικών εκτιμήσεων και των αντικειμενικών κριτηρίων μιας ακαδημαϊκής κρίσης. Τέτοια αντικειμενικά κριτήρια είναι, μεταξύ άλλων, η εγγύτητα των γνωστικών αντικειμένων των εκλεκτόρων, τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται στα Τμήματα από τα οποία προέρχονται αυτοί οι εκλέκτορες, οι αιτιολογήσεις των Γενικών Συνελεύσεων, οι αιτιολογήσεις για τον διορισμό των τριμελών εισηγητικών επιτροπών και τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων. Στην επίμαχη κρίση στο Πανεπιστήμιο Πειραιά τέθηκαν σοβαρά ερωτήματα αυτού του χαρακτήρα, γεγονός που απαιτούσε, εκτιμώ, τουλάχιστον ολιγοήμερη αναβολή της συνεδρίασης του εκλεκτορικού σώματος για την διερεύνησή τους. Τα ζητήματα αυτά, τονίζω, αφορούν όχι μόνο τους συναδέλφους του εν λόγω Τμήματος του Πανεπιστημίου Πειραιά αλλά και όλους τους διεθνολόγους και ευρύτερα όλα τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του νόμου που απαιτεί συμβατότητα των ακαδημαϊκών αποφάσεων με αντικειμενικά κριτήρια όπως τα προαναφερθέντα, η οικοδόμηση μιας ακαδημαϊκής κοινότητας αποτελεί ζήτημα δημόσιου συμφέροντος που ενδιαφέρει όλους τους επιστήμονες αλλά και ευρύτερα την κοινωνία που δεσμεύει σπάνιους πόρους για την επιστημονική πρόοδο και για την επιστημονική κατάρτιση των φοιτητών.
Για να μην υπάρχει η παραμικρή σκιά στην διαδικασία επιλογής σε μια θέση ΔΕΠ δύο βιβλιογραφικά δραστήριων νέων επιστημόνων ευελπιστώ ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας θα διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους και θα προχωρήσουν στην άμεση διερεύνηση των σοβαρών θεμάτων που τίθενται. Συναφώς, επιθυμώ να διευκρινίσω ότι, ανεξαρτήτως των επιφυλάξεών μου για την διαδικασία και για το πόρισμα της κατά την εκτίμησή μου επιστημονικά αναρμόδιας εισηγητικής επιτροπής, τυγχάνει να εκτιμώ αμφότερους τους υποψήφιους. Εν τούτοις, εκτιμώ ότι τέθηκαν σοβαρά ζητήματα ακαδημαϊκής τάξης που καθιστούν απολύτως αναγκαία την άμεση διορθωτική παρέμβαση των υπηρεσιών του Υπουργείου.

Τέλος, όσον αφορά τα αντικειμενικά κριτήρια νομιμότητας είναι νομίζω ορθό οι αρμόδιοι πανεπιστημιακοί και πολιτειακοί θεσμοί να ενεργούν με τρόπο που θα αποτρέψει την επικράτηση της απαράδεκτης αντίληψης ότι: «Εμείς αποφασίζουμε κατά βούληση και όποιος έχει παράπονο ας προσφύγει στο Συμβούλιο Επικρατείας». Αυτό επειδή, πέραν άλλων προβλημάτων, είναι εξαιρετικά άδικο για τους υποψηφίους. Οι υποψήφιοι δεν πρέπει να ταλαιπωρούνται λόγω παράβλεψης, λάθους, άγνοιας ή περιφρόνησης του πνεύματος και του γράμματος των κείμενων διατάξεων. Είναι γνωστό ότι ακόμη και αν κάποιος που έχει νόμιμο συμφέρον προσφύγει στο Συμβούλιο Επικρατείας η απόφασή θα ληφθεί μερικά χρόνια αργότερα.
Όμως, τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι πολλά: Όλοι γνωρίζουμε ότι εκκρεμότητες αιτημάτων ακυρώσεως αυτής της μορφής υπονομεύουν την ομαλή λειτουργία των Πανεπιστημιακών Τμημάτων, αποδυναμώνουν τους ακαδημαϊκούς λειτουργούς στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, τους θέτουν υπό καθεστώς διαπροσωπικών εξαρτήσεων, προκαλούν ψυχοφθόρες διαπροσωπικές αντιπαραθέσεις και όταν πλέον οι προσφυγές αυξάνονται και πληθύνονται λόγω ακριβώς αμφιλεγόμενων διαδικασιών οι πανεπιστημιακοί δεν εκπληρώνουν την αποστολή τους και ο ακαδημαϊκός χώρος μετατρέπεται σε αρένα δικαστικών αντιπαραθέσεων και διαπροσωπικών αντεκδικήσεων για τις οποίες συχνά ασχολούνται ακόμη και τα ποινικά δικαστήρια.
Ακόμη πιο σημαντικό, όσον αφορά τους πάγιους σκοπούς που υπηρετεί η ακαδημαϊκή κοινότητα, αν κάποιος διοριστεί και στην συνέχεια σε μερικά χρόνια ακυρωθεί ο διορισμός του από το Συμβούλιο Επικρατείας, ενδέχεται να υπάρξουν «ακαδημαϊκά τετελεσμένα» που δεν μπορούν να ακυρωθούν: Ο διορισθείς στην συνέχεια διορίζει πολλούς άλλους με αναδιανεμητικές συνέπειες στην σύνθεση του Τμήματος, στην σύνθεση της επιστημονικής κοινότητας και στην διδασκαλία των μαθημάτων.
Επιπρόσθετα, κάποιος θα πρέπει να σκεφτεί ότι η προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας ενδέχεται να στοιχίσει σε ένα υποψήφιο αρκετές χιλιάδες ευρώ, ποσό που σε κάθε περίπτωση είναι δυσβάστακτο για ένα νέο διδάκτορα που συνήθως είναι άνεργος πολλά χρόνια μετά την απόκτηση του διδακτορικού του. Για τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους, η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια δεν πρέπει να αποτελεί κανόνα αλλά μόνο εξαίρεση. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο αν τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς φροντίζουν να γίνεται σεβαστό το πνεύμα και το γράμμα του νόμου: Πρώτον, οι πανεπιστημιακοί, τους οποίους Πολιτεία τους προικίζει με το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, ως μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων όταν εκφράζουν επιστημονικές εκτιμήσεις ή όταν τίθενται ενώπιόν τους εξόφθαλμα προβλήματα που αφορούν την επιστημονική αρμοδιότητα των εκλεκτόρων και άλλα ζητήματα σχετικά με την νομιμότητα της διαδικασίας, απαιτείται να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί και οπωσδήποτε δεν πρέπει να αυθαιρετούν. Δεύτερον, οι νομικές υπηρεσίες των πανεπιστημίων και του Υπουργείου Παιδείας πρέπει να μεριμνούν ούτως ώστε να διασώζονται τα πανεπιστήμια, η ακαδημαϊκή κοινότητα και οι εκάστοτε υποψήφιοι από πιθανά «τετελεσμένα» που ενδεχομένως οφείλονται σε παραλείψεις, λάθη ή αυθαιρεσίες. Αυτό απαιτεί εξονυχιστικούς ελέγχους της νομιμότητας σ’ όλα τα στάδια που προβλέπει ο νόμος. Η επίμαχη κρίση στο πανεπιστήμιο Πειραιά εκτιμώ ότι αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Τόσο οι νομικές υπηρεσίες του Πανεπιστημίου Πειραιά όσο και του Υπουργείου Παιδείας είναι σωστό, νομίζω, να διερευνήσουν άμεσα τα ζητήματα που τίθενται.

Ως πανεπιστημιακός με νομιμοποιημένο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της διεθνολογικής κοινότητας στα ελληνικά ΑΕΙ, αναμένω με ανυπομονησία τις ενέργειές σας και θα το εκτιμήσω όλως ιδιαιτέρως αν με πληροφορήσετε για τα αποτελέσματα.

Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο τρόπος με τον οποίο διατίθενται οι σπάνιοι πόροι της Πολιτείας ενδιαφέρει άμεσα την ελληνική κοινωνία, επιφυλάσσομαι να δημοσιοποιήσω ευρύτερα τόσο το πιο πάνω ζήτημα όσο και άλλα ανάλογα φαινόμενα.

Με εκτίμηση

Παναγιώτης Ήφαιστος
11.1.2005

Αρέσει σε %d bloggers: