16.1.2008. Διχοτομικές-τουρκικές ερμηνείες του 1977 και 1979 και η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα

Διχοτομικές-τουρκικές ερμηνείες του 1977 και 1979 και η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα
(υπό δημοσίευση)

Παναγιώτης Ήφαιστος
Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς

Το 1977 και το 1979 οι ηγέτες μας, με το πιστόλι των εισβολέων στον κρόταφο, αδύναμοι, εγκαταλειμμένοι από την Αθήνα και μάλλον ανυποψίαστοι για τις Αγγλοβρετανικές πονηριές, υπέγραψαν τις αδιέξοδες συμφωνίες του 1977 και 1979. Το ότι ήταν αδιέξοδες αποδείχθηκε στον χρόνο. Υπενθυμίζω ότι ο αείμνηστος Μακάριος μετάνιωσε. Ούτως ή άλλως, επί δεκαετίες εμείς τις ερμηνεύαμε πάντοτε ενωτικά και οι Τούρκοι πάντοτε διχοτομικά.
Η Τουρκική πλευρά συνεπής με τα σχέδιά της και από θέση ισχύος επέμενε σε λύση που θα νομιμοποιούσε τα τετελεσμένα της βίας: Παραμονή ξένων στρατευμάτων, διαιώνιση των «εγγυήσεων», κατάργηση της ΚΔ και δημιουργία συνομοσπονδίας: «Αφέντες στον Βορρά και συνεταίροι στον Νότο» και ολοκληρωτικό πολιτικό, οικονομικό και στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου με πασίδηλο σκοπό τον αφανισμό των κυπρίων ως ελεύθερων ανθρώπων.
Η Ελληνική πλευρά, παρά τις εξ αντικειμένου νεφελώδεις διχοτομικές αναφορές στην διζωνικότητα/δικοινοτικότητα, μέχρι και την πλεκτάνη Αναν επέμενε σε μια ερμηνεία για μια λύση που θα ένωνε τον λαό της ΚΔ και που θα επέβαλλε την νομιμότητα: Εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας, αποχώρηση των στρατευμάτων, εφαρμογή των Συμβάσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, και τερματισμό του εγκλήματος πολέμου του αποικισμού. Με αυτά, υπενθυμίζω, όλοι συμφωνούσαν, συμπεριλαμβανομένου του ΑΚΕΛ και του ΔΗΣΥ. Οι ιδέες Γκάλι έβαλαν το πρώτο πετραδάκι διχοτομικών ιδεών από πλευράς «μεσολαβητών» γεγονός που όπως όλοι γνωρίζουμε οδήγησε στην ήττα του Γιώργου Βασιλείου με λίγες μόλις ψήφους (βασικά επειδή αποκαλύφθηκε λίγο πριν τις εκλογές ότι συζητούσε στην βάση αυτών των ιδεών).
Ποτέ δεν θα κατανοήσουμε τι μας συμβαίνει και θα οδηγηθούμε ξανά στο χείλος του κρημνού, εάν δεν κατανοήσουμε την πορεία μας μετά την υποβολή αίτησης ένταξης στην ΕΕ, τα εγκληματικά πολιτικά λάθη που διέπραξαν κάποιοι την περίοδο 2001-2004 και την σημασία τους για την σημερινή συγκυρία. Ως ένας εκ των πρωτεργατών στον στίβο των ιδεών για μια ευρωπαϊκή λύση –υπηρεσιακά ως αποσπασμένος στην Γραφείο Μελετών της Προεδρίας, ίδρυση της «Κίνησης για την Ευρώπη» και συγγραφέας εκατοντάδων άρθρων, δοκιμίων και βιβλίων που περιέγραφαν την στρατηγική βιώσιμης λύσης με μέσο την «ευρωπαϊκή προοπτική»– θα προσπαθήσω να εξηγήσω αυτή την πορεία συντομογραφικά:
Καταρχάς, με την αποχώρηση του Γιώργου Βασιλείου υποστηρίξαμε και έγινε επίσημη γραμμή της Ελλάδας και της Κύπρου, μια στρατηγική που είχε τρία σκέλη: στρατιωτική και διπλωματική εξισορρόπηση της Τουρκικής εισβολής στο Αιγαίο, στρατιωτική σύζευξη Ελλάδας-Κύπρου και διπλωματικές πρωτοβουλίες με άξονα την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ. Σκοπός ήταν η διαπραγμάτευση από θέσης ισορροπίας μιας βιώσιμης λύσης συμβατής με την διεθνή και την ευρωπαϊκή νομιμότητα. Η ισορροπία δυνάμεων θα απέτρεπε τους στρατιωτικούς εκβιασμούς και τουρκικές ιδέες για δημιουργία νέων τετελεσμένων, ενώ η ένταξη θα πρόσφερε νομικοπολιτική και διπλωματική διέξοδο συμφέρουσα για όλους τους εμπλεκόμενους, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας.
Εμείς υποστηρίξαμε και επιβεβαιωθήκαμε απόλυτα –αλλά δυστυχώς καίρια πολιτικά στελέχη στην Αθήνα και Λευκωσία δεν το κατανοούσαν, γεγονός που επιτάθηκε με τον θάνατο του αείμνηστου Γιάννου Κρανιδιώτη ο οποίος ήταν καταρτισμένος, «μυημένος» και υποψιασμένος– ότι η ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ ήταν ένα αναπόδραστο γεγονός. Ως νομικά ισχυρός αλλά πολιτικά αδύναμος ο πολιτικός οργανισμός που λέγεται ΕΕ δεν είχε πολιτικά περιθώρια να απορρίψει την πλήρη ένταξη της ΚΔ «ανεξαρτήτως λύσεως» του κυπριακού προβλήματος: α) Εμπορικά-οικονομικά δεν υπήρχε πρόβλημα, β) η ΕΕ είναι νομικοπολιτικά δεσμευμένη να στηρίζει τις Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και γ) μπορούσαμε να προτάσσουμε το πανίσχυρο νομικοπολιτικό επιχείρημα πως η ΚΔ δεν ήταν επιτρεπτό να θυματοποιείται επειδή η Τουρκία αρνείται να συμμορφωθεί με το Διεθνές Δίκαιο και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η μόνη δυνατότητα συμπεφωνημένης βιώσιμης λύσης, υποστηρίχθηκε επίσης, οριοθετείται από την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Τότε όπως και σήμερα –και παρά το πολιτικό κόστος που προκάλεσε η πλεκτάνη Αναν– μια βιώσιμη επίλυση του κυπριακού δεν μπορεί παρά να στηριχθεί πάνω σε αυτή την νομιμότητα: α) Εφαρμογή της Κοινοτικής Έννομης τάξης και του θεμελίου της διαδικασίας ολοκλήρωσης, δηλαδή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, β) εφαρμογή των Συνθηκών για τους εποίκους, γ) τερματισμό των αποικιακρατικής έμπνευσης εγγυήσεων δ) αποστρατικοποίηση (όχι αφοπλισμό που τελικά προτάθηκε), ε) αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, και στ) εγγυήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της ΕΕ.
Μια τέτοια διέξοδος, υποστηρίχθηκε επιπλέον, είναι συμφέρουσα για την Τουρκία γιατί τις προσφέρει μια εύσχημη διέξοδο από την παγίδα που η ίδια έθεσε τον εαυτό της στην Κύπρο. Μια φιλειρηνική Τουρκία έχει κάθε συμφέρον να απαγκιστρωθεί από την Κύπρο και να επιλύσει συνολικά τα προβλήματα με την Ελλάδα. Όμως, σ’ αντίθεση με αυτό που πιστεύουν ουτοπιστές και αιθεροβάμονες κοσμοπολίτες, χωρίς «κίνητρα» η Τουρκία δεν έχει λόγο να συμμορφωθεί με την νομιμότητα. Αυτά τα «κίνητρα», σύμφωνα με πάγια κριτήρια στρατηγικής ανάλυσης, είναι οι διπλωματικοί καταναγκασμοί που δημιουργεί μια ισορροπία δυνάμεων, οι ανταλλακτικής υφής διπλωματικές «συναλλαγές» όπως η δυνητική ελληνική υποστήριξη της ευρωπαϊκής πορείας της Άγκυρας και η πρόθεση για συνολική επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων δια της δικαστικής οδού. Εκπλήρωση των σκοπών μιας τέτοιας στρατηγικής, όπως γίνεται αντιληπτό, απαιτεί ηγέτες, τομέας μάλλον ελλειμματικός.
Στην κρίσιμη ιστορική καμπή γύρω στο 2001 όταν η Κύπρος «ανεξαρτήτως λύσεως» έγινε μέλος της ΕΕ, γεγονός που δημιούργησε την πρώτη πραγματική ευκαιρία ειρηνικής διεξόδου και βιώσιμης λύσης, η ευκαιρία αυτή όχι μόνο εξανεμίστηκε αλλά επιπλέον φορτωθήκαμε δυσβάστακτο πολιτικό κόστος που συνεχίζει να μας επηρεάζει: Ο νεοαποικιοκράτης Χάνευ –σε παρασυναγωγές στο Λονδίνο, στην Ύδρα, στην Γερμανία και αλλού, χέρι-χέρι με έλληνες «διανοούμενους», ευαγή ιδρύματα, «νέους πολιτικούς» και με μέσο τις άφθονες άνομες και καταχρηστικές υπόγειες χρηματοδοτήσεις UNOPS– ύφανε την πλεκτάνη Αναν. Ότι και να λέει τώρα ο σεβάσμιος γέροντας Γλαύκος Κληρίδης, η αλήθεια είναι ότι σε μια δύσκολη βιολογική φάση του βίου του, ο πρώην Πρόεδρος έχασε τον έλεγχο, δεν είχε πλήρη εποπτεία των γεγονότων και με τον Γιώργο Βασιλείου ως κύριο πολιτικό παίχτη στο πεδίο των διαπραγματεύσεων, συρθήκαμε στην παγίδα που έστησε το βρετανικό υπουργείο εξωτερικών. Βασικά χάθηκε η πρώτη και ελπίζουμε όχι τελευταία ευκαιρία ειρηνικής βιώσιμης επίλυσης του κυπριακού προβλήματος. Μετά τις ζημιές που προκάλεσε η διπλωματική μας ανεπάρκεια την περίοδο 2001-4 και την ανανοπληξία που διακατέχει τις πολιτικές ηγεσίες των δύο άκρων του Κυπριακού πολιτικού φάσματος έκτοτε, η διέξοδος δεν είναι εύκολη. Αυτό, ασφαλώς, δεν σημαίνει ότι αυτοκτονούμε σήμερα από φόβο πως ίσως και πεθάνουμε αύριο.
Η διάσωσή μας από το διαβολικό, αντιδημοκρατικό και φασιστικό σχέδιο Αναν πιστώνεται τόσο στον Πρόεδρο του ΟΧΙ όσο και στο ένστικτο των ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων που κατάλαβαν ότι –κάτι που, με δεδομένες τις θέσεις των κκ Χριστόφια και Κασουλίδη πιστεύω ισχύει και σήμερα – η κομματική πειθαρχία στο ζήτημα της λύσης του Κυπριακού σημαίνει πολιτική αυτοκτονία και απώλεια της ελευθερίας όλων των Κυπρίων.
Μετά την πλεκτάνη Αναν ο δρόμος είναι όντως γεμάτος εμπόδια. Όχι όμως κατ’ ανάγκη απροσπέραστος. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος βρίσκεται στους κρημνούς και στα βράχια αριστερά και δεξιά αυτού του δύσκολου δρόμου. Βρίσκεται, κυρίως, στην σαφέστατη πλέον ροπή των δύο άλλων υποψήφιων να φλερτάρουν με ιδέες ακόμη χειρότερες από αυτές του σχεδίου Αναν. Όμως, αυτό που χρειάζεται η Κύπρος δεν είναι άλματα στο κενό, στα βράχια και στους κρημνούς πολιτειακών πειραμάτων. Χρειάζεται λελογισμένη και ψύχραιμη διακυβέρνηση που θα ακυρώνει το κόστος που προκάλεσε η πλεκτάνη Αναν και που ταυτόχρονα θα κτίζει πάνω στα ερείσματα που δημιούργησε η ένταξη στην ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι εκτιμώ πως Πρόεδρος Παπαδόπουλος πρέπει να ξανασκεφτεί κάποιες στρατηγικές επιλογές του μετά την επανεκλογή του (επανεκλογή που κάθε ορθολογιστής Κύπριος πρέπει να θεωρεί δεδομένη), τα προσεκτικά ανοίγματα προς τους Τουρκοκύπριους βρίσκονται προς την σωστή κατεύθυνση αν κατορθώσει να μην βλαφτεί η εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο επίπεδο των στρατηγικών επιλογών, η μόνη σώφρων στάση είναι η ανυποχώρητη απόρριψη μη βιώσιμων προτάσεων, η προαναφερθείσα εμμονή στην διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα και εμμονή στην μη αναγνώριση των τετελεσμένων της βίας. Βασικά, μετά την ένταξή μας στην ΕΕ θα αναγνωριστούν τα τετελεσμένα μόνο αν εμείς οι ίδιοι το θελήσουμε. Τα υπόλοιπα είναι ψέματα με τα οποία δυστυχώς ακόμη και υποψήφιοι για την προεδρία τρομοκρατούν τους Κύπριους ψηφοφόρους. Γι’ αυτό, με υπομονή δεν πρέπει να αυτοκτονήσουμε από φόβο μήπως και πεθάνουμε αύριο. Ταυτόχρονα, χρειάζεται πολιτική και διπλωματική πάλη σε όλα τα επίπεδα. Προσκολλημένοι στην διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, ψύχραιμα και ορθολογιστικά την κατάλληλη στιγμή να είμαστε έτοιμοι για μια βιώσιμη λύση.
Για όλες τις κοινωνίες η εθνική ανεξαρτησία είναι το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις. Όσοι λαοί δεν είναι ανεξάρτητοι αγωνίζονται να γίνουν ανεξάρτητοι και όσοι είναι ανεξάρτητοι διαφυλάττουν το κράτος τους ως κόρη οφθαλμού. Στην Κύπρο συνοδοιπόροι ή συνένοχοι της πλεκτάνης του σχεδίου Αναν που σκοπό είχε να καταργήσει το κράτος μας, ζητούν να τους ψηφίσουμε για το προεδρικό αξίωμα. Η κομματική απείθεια και η καταψήφιση του κρυπτοανανισμού αποτελεί ψήφο υπέρ της ελευθερίας των κυπρίων που φοβούμαι κινδυνεύει «περισσότερο τα δικά μας σφάλματα, παρά των εχθρών τα σχέδια» (Θουκυδίδου Α144).

Αρέσει σε %d bloggers: