16.11.2008.Η αμφιλεγόμενη κληρονομιά της «γενιάς του Πολυτεχνείου»

Η αμφιλεγόμενη κληρονομιά της «γενιάς του Πολυτεχνείου»

Ο Πολίτης 16.11.2008.

Βασίλης Κων/νου Φούσκας*

Τότε…

Τώρα θα πλησιάζουν τα εξήντα τους χρόνια. Υπήρξαν ριζοσπάστες και ριζοσπάστριες, κάποιοι μέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, κάποιες μέλη του ΠΑΚ, κάποιοι ανένταχτοι, τροτσκιστές ή αναρχικοί. Άλλες, πάλι, και άλλοι, ήταν στο ΚΚΕεσ, στο Ρήγα, ή ήταν Μαοϊκοί (μερικοί από αυτούς ήταν με τη «χήρα του Μάο») και άλλοι με το Τίτο. Το κυπριακό εμφανιζόταν κι αυτό αδρά κάπου, τέλος πάντων, όχι τόσο όσο στη προηγούμενη γενιά, αυτή του 114 και των Λαμπράκηδων (κι όμως ήταν το κυπριακό, δηλ. η μοίρα της Κύπρου, που κρινόταν στο παρασκήνιο με τη πτώση του Παπαδόπουλου και την άνοδο στην κυβερνητική/στρατιωτική εξουσία του Ιωαννίδη). Αυτοί κι αυτές, λοιπόν, πρώτα μπήκαν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Σόλωνος, ακριβώς την περίοδο του πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Μετά μετακόμισαν στο Πολυτεχνείο, διότι εκεί ο φυσικός χώρος ήταν καλύτερος για αντίσταση και «υπήρχε και μια μεγάλη καγκελόπορτα για άμυνα». Έστησαν ραδιοφωνικό σταθμό. Οι λίγοι της Νομικής (άραγε, έχουμε τα ονόματά τους?) έγιναν εκατοντάδες χιλιάδες σε όλη την Αθήνα και η κατάληψη του Πολυτεχνείου έγινε σύμβολο αγώνα κατά της χούντας του Παπαδόπουλου. Το κίνημα ήταν πραγματικά αυθόρμητο, αλλά το αυθόρμητο έχει τη τάση να καθοδηγείται σχεδόν πάντα απ’ το συνειδητό. Η νεολαία «έβραζε» καθ’ όλη τη διάρκεια της χούντας και πολύ πριν από αυτή. Αλλά το «συνειδητό» (και το «αυθόρμητο») της ριζοσπαστικής πρωτοπορίας και λαϊκής δυσαρέσκειας έδρασε τον Οκτώβρη-Νοέμβρη 1974. Γιατί τότε;

17 Νοεμβρίου 1974 και τα τανκς σπάνε τη καγκελόπορτα. Υπάρχουν θύματα. Ο Παπαδόπουλος πέφτει από τη κυβέρνηση, αλλά το κίνημα του Πολυτεχνείου δεν ρίχνει τη Χούντα, αλλά μια μερίδα της. Στην εξουσία, τώρα, είναι ο «ψυχοπαθής Ιωαννίδης» (ο χαρακτηρισμός ανήκει σε αμερικανούς αξιωματούχους). Μετά από λίγους μήνες, ο Ιωαννίδης θα κάνει το πραξικόπημα στη Κύπρο εναντίον του Μακαρίου. Ακολουθεί η εισβολή του τουρκικού στρατού και η διχοτόμηση της μεγαλονήσου.

Η ιστορική έρευνα – κι έχω εδώ κατά νου, πάνω απ’ όλα, τη καταπληκτική δουλειά του Αλέξη Παπαχελά, Ο Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας – έδειξε ότι η χούντα επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τον αμερικανικό παράγοντα για δύο και μόνο λόγους. Ο πρώτος ήταν για να μην έρθει στην πολιτική εξουσία της χώρας ο Ανδρέας Παπανδρέου και δημιουργήσει, μαζί με τον Μακάριο, τον αραβικό κόσμο και τον Τίτο μια αντι-ΝΑΤΟϊκή στρατηγική κατάσταση στα Βαλκάνια και ανατολική Μεσόγειο. Ο δεύτερος ήταν η επίλυση του κυπριακού με βάση τα διχοτομικά σχέδια του Άτσεσον. Οι περισσότεροι χουντικοί αξιωματικοί, μας λέει ο Παπαχελάς, ήταν στις λίστες πληρωμών της CIA. Η ελληνική κομουνιστική αριστερά τότε, με ελάχιστες εξαιρέσεις μέσα στο ΚΚΕεσ και τα στελέχη της ΕΔΑ παλιότερα (π.χ. ο αείμνηστος Ηλίας Ηλιού), δεν είχαν τέτοιες αναλύσεις. Ούτε βέβαια και οι νεολαίες τους. Είχε όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Ελληνική νεολαία σήμερα καλά θα κάνει να μελετήσει διεξοδικά το βιβλίο του Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα. Η μετέπειτα μελέτη του Παπαχελά επαληθεύει όλη τη Παπανδρεϊκή ανάλυση. Η «γενιά του Πολυτεχνείου», λοιπόν, παρόλο που η πράξη της ήταν πράγματι μια ηρωική δημοκρατική παρέμβαση μέσα στη συγκυρία, στην ουσία τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της δράσης της παραμένουν αμφιλεγόμενα, ειδικά ως προς το κυπριακό ζήτημα. Η γενιά αυτή, έτσι και όπως κι αν καθοδηγούνταν από τους όποιους αριστερούς σχηματισμούς και κόμματα τότε, δεν είχε σωστή ανάλυση των διεθνών και περιφερειακών σχέσεων της Ελλάδας και της στρατηγικής συγκυρίας. Ειδικότερα, δεν είχαν καν υποψιαστεί τις επιπτώσεις της δράσης τους πάνω στη χούντα του Παπαδόπουλου. Η χούντα δεν έπεσε από κανένα φοιτητικό κίνημα ή μαζική αντίσταση. Η χούντα έπεσε από την τουρκική εισβολή – γιατί, λοιπόν, αυτή η «γενιά» (αλλά και όχι μόνο) στραβομουτσουνιάζει όταν η τουρκική πολιτική ηγεσία μας λέει ότι «μας βοήθησε» στην παλινόρθωση της δημοκρατίας;

Μετά…

Η «γενιά» του Πολυτεχνείου, βέβαια, άρχισε να μεγαλώνει. Κάποιοι και κάποιες πήραν τα πτυχία τους, κάποιοι όχι (τότε, αν ήσουν καλός φοιτητής και διάβαζες, ήσουν «σπασικλάκιας», εξάλλου, το Πανεπιστήμιο δεν ήταν παρά «μηχανισμός αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας», άρα, ως προς τι τέτοια γνώση;), αλλά οι πιο επιτήδειοι είχαν ήδη θέση δίπλα στους μεγάλους πολιτικούς των κομμάτων της Αριστεράς, δηλ. κυρίως του ΚΚΕ, του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕεσ.

Τα εφτά πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όμως, ήταν η ΝΔ του Καραμανλή που άρχισε να κάνει τις πρώτες δειλές Κεϋνσιανές/σοσιαλδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, όχι η κεντροαριστερά. Το Πανεπιστημιακό άσυλο κατοχυρώνεται επί Καραμανλή και τα δύο ΚΚΕ νομιμοποιούνται επί Καραμανλή. Η δεκαετίες του 1980 και 1990 σηματοδοτούν την επικάθιση της «γενιάς» σε κυβερνητικούς θώκους. Η κυβερνήσεις Παπανδρέου συνεχίζουν και βαθαίνουν τις Κεϋνσιανές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο Καραμανλής, σε μια εποχή μάλιστα που ο Κεϋνσιανισμός είναι σε υποχώρηση σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Κι ενώ ούτε ο Μιτεράν στη Γαλλία δεν κατάφερε να επικρατήσει του καλπάζοντος νέο-φιλελευθερισμού, η κυβέρνηση Παπανδρέου αντιστάθηκε ως το τέλος. Ως αντίδραση στο «λαϊκισμό» του Παπανδρέου άνθισε το «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα Σημίτη, το οποίο όμως είχε το ιδιάζον χαρακτηριστικό να θέλει μεν τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας επί τη βάσει ενός νέο-φιλελεύθερου προγράμματος, αλλά όχι κι ένα ριζικό εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση της άμυνας της χώρας προκειμένου να ενισχύσει την αποτρεπτική της ισχύ στο Αιγαίο και τη Κύπρο.

Η «γενιά» κράτησε όμως καλά. Ενίσχυσε το κράτος της από θέσεις κυβερνητικής εξουσίας, έφτιαξε νόμους για τη διασφάλιση των νέων προνομίων της, αγόρασε μετοχές στο χρηματιστήριο (κι έκλαψε όταν αυτές έπεφταν), αγόρασε ακίνητα και έκρινε προσφορές προμηθειών για τα μεγάλα έργα του έθνους κλπ. και, κάτι που είναι επίσης άξιον προσοχής, η «γενιά», συνεχίζοντας της παράδοση, πολύ λίγο ή καθόλου ασχολήθηκε με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Η γραμμή του 1974 καλά κρατεί: «όχι ασχολία με τα εθνικά ζητήματα, μη μας πουν και εθνικιστές!». Με κατέπληξε, για παράδειγμα, η άγνοια της κας Δαμανάκη για το κυπριακό όταν διάβασα μια επιφυλλίδα της στο Βήμα της Κυριακής όταν δημοσιοποιήθηκε το πρώτο σχέδιο Ανάν το 2002. Η «γενιά» δεν γνωρίζει διεθνείς σχέσεις και δεν είχε ποτέ στρατηγική ανάλυση του ελληνικού χώρου στην ανατολική Μεσόγειο. Εύκολα, έτσι, χειραγωγήθηκε κι έγινε η εγχώρια μεταπολιτευτική δομή του νέου τύπου της ξένης εξάρτησης. Γνωρίζει, όμως, από κράτος, κόμματα και μηχανισμούς αυτού του είδους, οι οποίοι εκπαιδεύουν τους φορείς τους σε πολύ συγκεκριμένες μεθόδους διαχείρισης λαϊκής περιουσίας και πολιτικών διακυβευμάτων. Γιατί, λοιπόν, η «γενιά» στραβομουτσουνιάζει όταν της απευθύνονται κατηγορίες ότι όταν ήταν στην εξουσία δεν έκανε και τίποτε το πολύ διαφορετικό απ’ τις Δεξιές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων της διαπλοκής της στη κατάχρηση της εξουσίας;

Σήμερα…

Η «γενιά» αποτέλεσε τη βασική πολιτική τάξη στήριξης των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, εσωτερικεύοντας και εξυπηρετώντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, το ξένο παράγοντα, άρα, η συμβολή της στα αιτήματα εκσυγχρονισμού και ανεξαρτησίας της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους είναι πολύ αμφιλεγόμενη. Εγκλωβισμένη ακόμα μέσα στους ίδιους κομματικούς σχηματισμούς που γέννησε η μεταπολίτευση, δηλαδή, να μην το ξεχνάμε, το δράμα του κυπριακού ελληνισμού, αδυνατεί να κάνει μια στρατηγική πολιτική ανάλυση της σημερινής συγκυρίας και να δει ότι έφτασε, πάνω απ’ όλα, το τέλος του μεταπολιτευτικού κύκλου, δηλ. το τέλος μιας πολιτικής εξάρτησης από τη πράξη βίας του τουρκικού (ΝΑΤΟϊκού) στρατού ενάντια στη Κυπριακή Δημοκρατία το καλοκαίρι του 1974. Μόνο όταν το ελληνικό κράτος χειραφετηθεί από την ήττα του 1974 θα μπορέσει να ανακάμψει ως τέτοιο και να χτίσει μια νέα δημοκρατία. Έχει αυτή η συγκεκριμένη «γενιά» κατανοήσει το ιστορικό και διεθνολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο άρχισε να συζητιέται στα σοβαρά μια «λύση» του κυπριακού σήμερα; Αλήθεια, έχει η ίδια η κυβερνώσα τάξη της Ελλάδας κατανοήσει τις στρατηγικές, περιφερειακές και διεθνολογικές συνιστώσες της σημερινής ιστορικής συγκυρίας; Αν το έχει καταλάβει, τότε θα πρέπει να ενστερνιστεί μια σειρά από αιτήματα.

Το αίτημα που θέτει η σημερινή ελληνική κοινωνία είναι βαθύτατα εκσυγχρονιστικό και πάει πέρα απ’ τον μεταπολιτευτικό πολιτικό και οικονομικό κύκλο πραγμάτων. Η ελληνική κοινωνία απαιτεί εκσυγχρονισμό του ελληνικού Πανεπιστημίου, εξορθολογισμό του προγράμματος σπουδών και βιβλιοθήκες που να ανταγωνίζονται ευθέως τα καλύτερα Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Απαιτεί παραγωγικοποίηση της τεράστιας υδροκέφαλης κρατικής υδρίας και κατάργηση παρωχημένων νόμων που, με το πρόσχημα της ελευθερίας – σάμπως τάχατες η Ελλάδα σήμερα να κινδυνεύει από φασισμό – καταπατούν και καταστρέφουν κτιριακές εγκαταστάσεις που έγιναν με χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου. Απαιτεί ενδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας και παραπέρα εκσυγχρονισμό της, ένας εκσυγχρονισμός που πρέπει να λάβει χώρα ταυτόχρονα με τον εκσυγχρονισμό των δομών του κράτους και της οικονομίας. Ο Έλληνας και η Ελληνίδα σήμερα αιτούν να έχουν ένα κράτος στην υπηρεσία των αναγκών τους, κι όχι στην υπηρεσία του ληστρικού κρατικού διαχειριστή και του κομπραδόρικου κεφαλαίου. Ένα κράτος στο οποίο να λειτουργούν οι υπηρεσίες και να εξυπηρετούν το πολίτη, με μια αλλαγμένη ηθική και κουλτούρα της δημόσιο-υπαλληλίας σε ένα ηλεκτρονικοποιημένο πλαίσιο διαχείρισης της κρατικής μηχανής. Η εκμετάλλευση και ορθολογική χρησιμοποίηση των νέων τεχνολογιών έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στην Ελλάδα την ανάκτηση του χαμένου έδαφος που οφείλεται στην ιστορική απουσία μιας αστικής, βιομηχανικής τάξης-οργανωτή του κράτους και της κοινωνίας. Αλλά για να συμβεί αυτό, χρειάζεται μια νέα γενιά ανθρώπων, μια νέα κυβερνώσα πολιτική τάξη. Αυτό δεν το είδε η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» τότε που έπρεπε, το 1983 με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς, το 1991 με το λεγόμενο «Μακεδονικό», το 1992 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 2002 με το σχέδιο Ανάν και σήμερα με τη κρίση του δικομματισμού. Γιαυτό και ο θετικός της ρόλος στη ιστορία της μεταπολίτευσης είναι πολύ αμφιλεγόμενος.

* vfouskas@unipi.gr

Αρέσει σε %d bloggers: