18.12.2004. Ακαδημαϊκή ανεξαρτησία: προνόμιο επιστημονικής προόδου ή προνόμιο ακαδημαϊκής αυθαιρεσίας;

1. Ακαδημαϊκή ανεξαρτησία: προνόμιο επιστημονικής προόδου ή προνόμιο ακαδημαϊκής αυθαιρεσίας;
Παναγιώτης Ήφαιστος – Panayiotis Ifestos
Καθηγητής – Professor
Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές, Έδρα Jean Monnet για την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση
International Relations-Strategic Studies. Jean Monnet Chair European Political Integration
Πάντειον Παν/τήμιον
____________________

Περιεχόμενα: 1. Εισαγωγή. 2. Επιστημονική πρόοδος ή επιστημονική παρακμή; 3. Αιτιολόγηση του προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας και η ανάγκη διαρκούς αυτοκριτικής. 4. Ο φαύλος κύκλος παρακμής και υποβάθμισης των επιστημονικών δραστηριοτήτων. 5. «Όποιος έχει παράπονο ας προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια». 6. Ανάγκη ασφαλιστικών δικλείδων. 7. Συμπέρασμα όσον αφορά τις ακαδημαϊκές κρίσεις
____________________

1. Εισαγωγή.

Αν και πιστεύω ότι με κάποιο ανάλογο τρόπο ισχύουν τα ίδια σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, οι σκέψεις που ακολουθούν αναφέρονται στις κοινωνικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα στο ολισθηρό γνωστικό πεδίο των διεθνών σχέσεων την επιστημονική εξέλιξη του οποίου επιχείρησα να εξετάσω στην τελευταία μου μονογραφία (Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004, 3η έκδοση). Αυτή η μονογραφία εμπεριέχει εκτενέστερη ανάλυση του ίδιου ζητήματος καθώς και σύνδεσή του με μεθοδολογικά, επιστημολογικά και επιστημονικά ζητήματα της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων ως κλάδου των κοινωνικών επιστημών. Τα επιστημονικά, δεοντολογικά και επιστημολογικά ζητήματα που θίγονται εδώ θα αναλυθούν εκτενέστερα σε εξειδικευμένη μονογραφία που θα δημοσιευτεί σύντομα. Στις γραμμές που ακολουθούν, το ενδιαφέρον εστιάζεται στα ζητήματα ακαδημαϊκής τάξης και ακαδημαϊκής δεοντολογίας που συχνά τίθενται όταν οι πανεπιστημιακοί ως μέλη των Γενικών Συνελεύσεων ή ως μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων είναι υποχρεωμένοι να εκφράζουν επιστημονικές εκτιμήσεις οι οποίες επιβάλλεται να είναι συμβατές με το πνεύμα και το γράμμα του νόμου. Το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, υποστηρίζεται πιο κάτω, δίνεται στους πανεπιστημιακούς, μεταξύ άλλων, για να εκπληρώνουν αυτό τον σκοπό.

2. «Ακαδημαϊκή ανεξαρτησία»: επιστημονική πρόοδος ή επιστημονική παρακμή;

Το αντίστοιχο του εξευτελισμού-απαξίωσης ενός ατόμου στην κοινωνική του ζωή είναι στον ακαδημαϊκό χώρο ο μη αξιοκρατικός διορισμός σε καθηγητική θέση σ’ ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα. Ακόμη και αν οι ίδιος δεν ευθύνεται, αυτή η αφετηριακή απαξίωση θα τον κατατρύχει, θα τον υπονομεύει συνειδησιακά, θα τον εκθέτει σε κακόπιστα σχόλια και θα τον καθιστά οιονεί αναρριχητή και εν τέλει αχθοφόρο της ακαδημαϊκής ιδιότητας. Εκτός και αν ο υποψήφιος κατευθύνει τις Γενικές Συνελεύσεις και τα εκλεκτορικά σώματα, κάτι βεβαίως ασύνηθες και ίσως απίθανο, την ευθύνη για την νομιμότητα των διαδικασιών εκλογής ενός μέλους ΔΕΠ στα Ανώτατα Ιδρύματα έχουν οι Γενικές Συνελεύσεις και τα εκλεκτορικά σώματα που αυτές ορίζουν. Αυτή η ευθύνη έχει δύο σκέλη.
Το πρώτο σκέλος αφορά την νομιμότητα των διαδικασιών και σχετίζεται κυρίως με το γράμμα του νόμου αναφορικά με μια σειρά δεσμευτικών κριτηρίων διαδικαστικής μορφής και επιστημονικής αρμοδιότητας των εκλεκτόρων όπως αυτή προκύπτει από τις διατυπώσεις του γνωστικού τους αντικειμένου ως μέλη ΔΕΠ και του γνωστικού αντικειμένου του Τμήματος και του Τομέα στον οποίο ανήκουν.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την έκφραση επιστημονικών εκτιμήσεων των μελών των Γενικών Συνελεύσεων και των εκλεκτορικών σωμάτων, κατά κύριο λόγο α) όταν ορίζονται τα γνωστικά αντικείμενα μιας υπό προκήρυξη θέσης, β) όταν επιλέγονται οι εκλέκτορες με βάση την επιστημονική αρμοδιότητά τους, γ) όταν οι εκλέκτορες αυτοί ορίζουν την εισηγητική επιτροπή, δ) όταν οι εισηγητές αξιολογούν τα έργα των υποψηφίων και συντάσσουν το πόρισμα και ε) όταν οι εκλέκτορες κρίνουν τα έργα αυτά ή άλλα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την διάρκεια της κρίσης. Όταν οι ακαδημαϊκοί εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο αυτό, απαιτείται απόλυτος σεβασμός του πνεύματος του νόμου.
Ακριβώς, για να μπορούν να λειτουργούν ελεύθερα, αδέσμευτα και ανεπηρέαστα οι ακαδημαϊκοί προικίζονται με το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας. Αναμφίβολα, είναι ορθό πως το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας είναι αναγκαία και μη εξαιρετέα συνθήκη επιστημονικά αδέσμευτης και αξιολογικά ελεύθερης άσκησης των καθηκόντων μιας επιστημονικής κοινότητας. Όμως, τυχόν κατάχρησή του ακυρώνει τους σκοπούς και την αποστολή αυτού του προνομίου.
Για αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο το πνεύμα και το γράμμα του νόμου απαιτεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα χρηστοήθεις συμπεριφορές και στάσεις. Αντίθετες συμπεριφορές και στάσεις ενέχουν βαθύτατες προεκτάσεις για κάθε ενδιαφερόμενο: την κοινωνία, τους φοιτητές και την υπόλοιπη ακαδημαϊκή κοινότητα. Εάν και όταν τα μέλη μιας ακαδημαϊκής κοινότητας εκμεταλλεύονται το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας για να αυθαιρετούν όταν εκφράζουν επιστημονικές κρίσεις και εκτιμήσεις παύουν να είναι μια κοινότητα πνευματικών ανθρώπων και μετατρέπονται σε αποκρουστική εστία πνευματικής μόλυνσης που διαχέει δύσοσμα αέρια οι αναθυμιάσεις των οποίων προκαλούν ασφυξία σε κάθε στοιχειωδώς αξιοπρεπή άνθρωπο. Η «πνευματική δυσοσμία» και τα συνεπακόλουθα προβλήματα αισθητικής, όμως, δεν είναι η μόνη συνέπεια. Η κυριότερη συνέπεια είναι η εξώθηση μιας επιστημονικής κοινότητας στην επιστημονική παρακμή, η οποία πέραν ενός σημείου ενέχει βαθύτατες προεκτάσεις για την κοινωνία (και όσον αφορά την ανάλυση των διεθνών σχέσεων για τις διακρατικές σχέσεις).
Έτσι, η παρακμή ενός ακαδημαϊκού χώρου και η κυριαρχία αυθαίρετων συμπεριφορών θα μπορούσε να στιγματίσει την Ανώτατη Παιδεία για πολλές δεκαετίες. Για παράδειγμα, είναι δυνατό να ιδρύονται Πανεπιστημιακά Τμήματα χωρίς επιστημονικό ορθολογισμό, να ορίζονται «φωτογραφικά» γνωστικά αντικείμενα καθηγητικών θέσεων μπροστά στα οποία θα ασφυκτιά ακόμη και η απλή λογική, να ορίζονται μαθήματα που αποβλακώνουν τους φοιτητές, να αναπαράγεται και να βαθαίνει η παρακμή με επιστημονικά αυθαίρετο διορισμό σε θέσεις ΔΕΠ ομοϊδεατών, φίλων και συγγενών, ή ακόμη και να καλλιεργούνται ανελεύθερες-φασιστοειδείς ιδέες που αντιβαίνουν στον ανθρώπινο πολιτισμό. Ακόμη πιο σημαντικό, δυνατό να οδηγήσει στην δημιουργία «επιστημονικής οχλαγωγίας» και κατεστημένα συμφέροντα για ανάπτυξη «βιομηχανίας δολοφονιών επιστημονικών χαρακτήρων», αποκλεισμών και εξαιρέσεων.
Δυνατό να οδηγήσει, επίσης, στο κατώτατο σκαλί της παρακμής, εάν για παράδειγμα τα αυτονόητα, παγίως παραδεκτά και αναπόδραστα ορθά που κατατίθενται ως σκέψεις στο παρόν σημείωμα, χλευάζονται ως δήθεν παράφωνα ή και ακόμη και γραφικά από μια κρίσιμη μάζα των μελών μιας ακαδημαϊκής κοινότητας. Κρυμμένοι στο άσυλο της ακαδημαϊκής κοινότητας, οι αφιλότιμοι, δυνατό να οχλαγωγούν φωνάζοντας περιπαικτικά νομίζοντας ότι η υπερίσχυση των κραυγών επισκιάζει το κλασικά ορθό και παγίως παραδεκτό. Τα πράγματα βεβαίως οδηγούνται στο έσχατο σημείο της παρακμής, εάν και όταν υποψήφιοι ή νεοεισερχόμενοι στον ακαδημαϊκό χώρο πειστούν ότι ο μόνος τρόπος να διοριστούν και να εξελιχτούν είναι η σύμπλευσή τους με τις κραυγές, τους ψίθυρους, την παρασιτική ζωή, την εξύμνηση ανελεύθερων ιδεών, την πυκνή ενασχόλησή τους με προπαγανδιστικές ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις και την μετατροπή του πανεπιστημίου σε πάρεργο πολιτικών και άλλων δραστηριοτήτων. Μια τέτοια διολίσθηση εξ ορισμού αποκλείει κάθε δυνατότητα επιστημονικής προόδου ενώ η ανώτατη παιδεία μετατρέπεται σε βιομηχανία παραγωγής αγραμμάτων και κοινωνικά άχρηστων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων που αντιβαίνουν στον ανθρώπινο πολιτισμό.
Ο υποφαινόμενος δεν έχει αμφιβολία ότι αν και «οι ακαδημαϊκοί δεν είναι άνθρωποι αγγελικά πλασμένοι», στην συντριπτική τους πλειονότητα επιθυμούν αυστηρή και ασκητική προσήλωση στα επιστημονικά τους καθήκοντα με τρόπο που σέβεται πάγια δεοντολογικά και ακαδημαϊκά θέσφατα.

«Ακαδημαϊκή ελευθερία» σημαίνει ότι στο εσωτερικό του ασύλου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, σ’ αντίθεση με τους υπόλοιπους κοινωνικούς τομείς, δεν υπάρχουν κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις. Οι ακαδημαϊκοί, εν ολίγοις, όσον αφορά τις δραστηριότητές τους ως πανεπιστημιακοί (και εξυπακούεται: στο πλαίσιο του γνωστικού αντικειμένου για το οποίο αποκτούν την ακαδημαϊκή ιδιότητα) βρίσκονται στο απυρόβλητο των κοινωνικών ελέγχων. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι αυτό το γεγονός δημιουργεί μεγάλες υποχρεώσεις και ευθύνες επιστημονικού και δεοντολογικού χαρακτήρα.
Για τον πολύ σημαντικό λόγο που θίξαμε μόλις, οι επιστημονικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις στο εσωτερικό μιας οποιασδήποτε επιστημονικής κοινότητας είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας. Γι’ αυτό επίσης, όπως ήδη τονίστηκε, οι επιστημονικοί έλεγχοι των εκλεκτορικών σωμάτων είναι καίριας διαμορφωτικής σημασίας για τις επιστημονικές προδιαγραφές ενός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος.
Αν οι επιστημονικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας αποδυναμωθούν ή καταργηθούν, οι συνέπειες είναι καταστροφικές για κάθε ενδιαφερόμενο και εμπλεκόμενο: α) Για τους τίμιους ακαδημαϊκούς που επένδυσαν μια ζωή στην επιστήμη και που θα ήθελαν να επιτελούν το καθήκον τους υπό κανονικές συνθήκες, β) για πολλούς νέους επιστήμονες που παγιδεύονται στα γρανάζια ενός αρρωστημένου συστήματος το οποίο δεν ελέγχει η κοινωνία γεγονός που τους καθιστά απροστάτευτους, γ) για αναρίθμητους ανυποψίαστος φοιτητές που αργοπορημένα ανακαλύπτουν ότι εισήχθηκαν σε μια βιομηχανία παραγωγής αγραμμάτων, και δ) για τα μέλη της κοινωνίας ευρύτερα που ανήμπορα να αντιδράσουν είναι εν τούτοις υποχρεωμένα να χρηματοδοτούν επιστημονικά και κοινωνικά επιζήμιες δραστηριότητες που αντιβαίνουν στην αποστολή της ακαδημαϊκής κοινότητας.

3. Αιτιολόγηση του προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας και η ανάγκη διαρκούς αυτοκριτικής

Βασική θέση, λοιπόν, είναι ότι το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας δεν είναι προνόμιο «ακαδημαϊκής αυθαιρεσίας» και ότι, επίσης, η «επιστημονική τιμή» κάθε πανεπιστημιακού διασφαλίζεται με επιστημονικά αρμόδια κρίση και αξιοκρατική εξέλιξη σ’ όλες τις βαθμίδες της ακαδημαϊκής του ανάπτυξης. Ενώ ο ίδιος –δηλαδή ο εκάστοτε υποψήφιος–, δεν ευθύνεται, κατ’ ανάγκη, για τις αποφάσεις των μελών των Γενικών Συνελεύσεων και των μελών εκλεκτορικών σωμάτων που τον κρίνουν, τα μέλη των οργάνων αυτών απαιτείται να υποβάλλονται διαρκώς στην βάσανο της αυτοκριτικής. Αυτοκριτικής, α) για το κατά πόσο ως ακαδημαϊκοί υιοθετούν στάσεις επάξιες του υψηλού λειτουργήματός τους, β) για το κατά πόσον αποφασίζουν χωρίς να επηρεάζονται από μη ακαδημαϊκά ιδιοτελή και υποκειμενικά κριτήρια και γ) για το κατά πόσον σε οποιαδήποτε φάση της διαδικασίας δεν «καταχράστηκαν» το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας με αυθαίρετες «επιστημονικές εκτιμήσεις».

Επειδή η επιστημονική κρίση των ακαδημαϊκών δεν υπόκειται στους ελέγχους των διοικητικών δικαστηρίων (και επειδή όπως αναφέρθηκε το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας τους θέτει στο απυρόβλητο των κοινωνικών ελέγχων), η απόλυτη αντικειμενικότητα και η ευλαβική τήρηση του πνεύματος και του γράμματος του νόμου είναι προϋποθέσεις ύπαρξης αυτού του προνομίου και εκπλήρωσης των σκοπών που υπηρετεί.
Οι συνεχείς επιστημονικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις –που κορυφώνονται ή πρέπει να κορυφώνονται στο στάδιο κάθε κρίσης διορισμού ή εξέλιξης ενός μέλους ΔΕΠ– είναι υποχρέωση και καθήκον κάθε πανεπιστημιακού που θέλει να θεωρείται άξιο μέλος της επιστημονικής κοινότητας.
Για ένα ακόμη λόγο, η διαρκής αυτοκριτική των πανεπιστημιακών όσον αφορά την «απόλαυση» του προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας είναι αναγκαία, επειδή όπως συμβαίνει με όλες τις ομάδες μιας κοινωνίας, οι ακαδημαϊκοί δεν είναι ένα ιδεατό σύνολο ανθρώπων αγγελικά πλασμένων. Αντίθετα, όσοι παροικούν την «ακαδημαϊκή Ιερουσαλήμ» γνωρίζουν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική …

Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι όλοι οι φορείς της ακαδημαϊκής ιδιότητας είναι δεοντολογικά υποχρεωμένοι να υποβάλλουν διαρκώς τους εαυτούς τους στην βάσανο αυτοκριτικής για το κατά πόσον στο εσωτερικό του ασύλου της ακαδημαϊκής ελευθερίας στο οποίο ανήκουν αναπτύσσονται στάσεις και συμπεριφορές που εμποδίζουν την εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους η κοινωνία τους προικίζει με το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας.
Οι ακαδημαϊκοί προικίζονται με αυτό το προνόμιο κατά κύριο λόγο για να μπορούν να εκφράζουν ανεξάρτητη, αδέσμευτη και ανεπηρέαστη εκτίμηση-κρίση στο επιστημονικό πλαίσιο του γνωστικού πεδίου για το οποίο εκλέγονται. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι προνόμιο ακαταλόγιστου, ανευθυνότητας, ιδιοτέλειας ή μανδύας έκφρασης αβυσσαλέα υποκειμενικών γνωμών. Κατάχρηση αυτού του προνομίου στο πλαίσιο τέτοιων στάσεων ή συμπεριφορών εάν και όταν εκδηλώνονται δεν είναι επιστημονική δραστηριότητα αλλά «επιστημονική αλητεία» (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή του ασταθούς κοινωνικού ρόλου, της περιθωριακής συμμετοχής στην κοινωνική ζωή, των ακαταλόγιστων και των ανεύθυνων ή επιπόλαιων συμπεριφορών, κτλ).

Το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας προσφέρεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα για να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις διαρκούς επιστημονικής προόδου, απρόσκοπτης καλλιέργειας σπουδαίων ιδεών και ανεμπόδιστης μετάδοσης γνώσεων. Επίσης, το προνόμιο αυτό προσφέρεται για να εκπληρώνονται απρόσκοπτα διαρκείς επιστημονικοί έλεγχοι και εξισορροπήσεις, καθώς επίσης και αξιοκρατικοί διορισμοί που εμπλουτίζουν το επιστημονικό δυναμικό μιας επιστημονικής κοινότητας με νέα ικανά στελέχη. Γι’ αυτό, το προνόμιο αυτό δεν θα μπορούσε να καταντήσει μέσο αυθαιρεσίας, προπαγανδιστικών δραστηριοτήτων που εξαθλιώνουν στοχαστικά τον ακαδημαϊκό χώρο ή εργαλείο αντιδεοντολογικής καλλιέργειας ανελεύθερων ιδεών που αντιστρέφουν τις κατακτήσεις του πολιτισμού των ανθρώπων. Δεν θα μπορούσε, επιπλέον, να καταντήσει η ακαδημαϊκή ελευθερία μέσο παράκαμψης του πνεύματος των νόμων που διέπει την λειτουργία των πανεπιστημίων. Οτιδήποτε καταστρατηγεί τους υψηλούς σκοπούς του προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας είναι ανήθικο και αντιδεοντολογικό. Σε μερικές περιπτώσεις επιπλέον, δυνατό να ελέγχεται και ποινικά.

4. Ο φαύλος κύκλος παρακμής και υποβάθμισης των επιστημονικών δραστηριοτήτων

Οι παροικούντες την «πανεπιστημιακή Ιερουσαλήμ» έχουν επίγνωση του γεγονότος ότι η ακαδημαϊκή αυθαιρεσία δυνατό να αποκτήσει τις πιο απίθανες και δυσδιάκριτες μορφές. Για παράδειγμα, δυνατό να σχετίζεται με την διαμόρφωση ομάδων ομοϊδεατών που κρυμμένοι στο εσωτερικό του ασύλου που προσφέρει η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστάσεις ιδιοτελών διορισμών, αθέμιτων ακαδημαϊκών αναρριχήσεων και επιστημονικά γελοίων «καταξιώσεων», διανεμητικών εν τούτοις συνεπειών.
Το οπλοστάσιο των μέσων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν είναι τεράστιο και μπορεί να κυμαίνεται από ασυνάρτητες βιβλιοκριτικές μέχρι μεροληπτική αξιολόγηση ενός έργου που αν και μη επιστημονικού χαρακτήρα χαρακτηρίζεται ως τέτοιο. Πως λοιπόν, αν παρακμάσει και διαφθαρεί στοχαστικά ένας χώρος, θα μπορούσε να ελεγχθεί ο βαθμός μεροληψίας και ιδεολογικοπολιτικής σκοπιμότητας που παρεισφρέει σε μια ακαδημαϊκή κρίση;
Η απάντηση είναι η εξής: είναι δύσκολο ή αδύνατο να διαπιστωθεί και να ελεγχθεί και γι’ αυτό απαιτείται όλοι να καιροφυλαχτούν και να περιφρουρούν τις ποιοτικές προδιαγραφές του επιστημονικού τους χώρου. Αν δεν το πράττουν, θα έλθει η στιγμή που είτε θα προσχωρήσουν στον χορό κάποιας «επιστημονικής αλητείας» είτε θα αποσυρθούν στην ατομική τους ζωή.
Σ’ ένα επιστημονικό χώρο που κατηφορίζει στα έσχατα σκαλοπάτια της παρακμής είναι δυνατό ολοένα και περισσότερα άτομα να αποκτούν τίτλους που δεν τους αξίζουν και ολοένα και περισσότερο η κοινωνία να βλάπτεται χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Εξάλλου, ο απλός άνθρωπος και ο πολιτικός ή στρατιωτικός ηγέτης, δεν έχουν τα αναγκαία γνωστικά εφόδια για να προστατευτούν από κάποιον ο οποίος δυνατό να κρύβεται πίσω από ένα ακαδημαϊκό μανδύα αλλά στην πραγματικότητα να είναι αχθοφόρος του τίτλου του ή και τσαρλατάνος.
Πως θα μπορούσα, με ρώτησε απεγνωσμένα πριν μερικά χρόνια ανώτατο στέλεχος των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, να αντιληφτώ τις ποιοτικές προδιαγραφές κάποιου ο οποίος έρχεται σ’ εμένα φορτωμένος τίτλους, διακρίσεις και καταξιώσεις που δυνατό να είναι συμβατικές ή ψεύτικες; Το ίδιο ερώτημα σε διαφορετικό χρόνο μου το έθεσε διακεκριμένο στέλεχος της πολιτικής ηγεσίας που προβληματιζόταν για την αύξηση των σπάνιων πόρων που διατίθενται στην ακαδημαϊκή μελέτη των διεθνών σχέσεων, ενώ ο ίδιος διαπιστώνει καθημερινά ότι πολλοί συμβατικά ονομαζόμενοι επιστήμονες δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να χρησιμοποιούν τον ακαδημαϊκό τους τίτλο ως κάλυμμα ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων, προπαγάνδας και ακατάσχετης έκφρασης αβυσσαλέα υποκειμενικών γνωμών!
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά μόνον η εξής: Μόνο με φροντίδα ούτως ώστε να μην πάει κάτι στραβά στο αφετηριακό στάδιο ιδρύσεως ενός Πανεπιστημιακού Τμήματος επειδή αν αυτό συμβεί στην συνέχει δύσκολα διορθώνεται. Όχι μόνο αυτό αλλά επιπλέον παραμονεύει ο κίνδυνος οι εστίες επιστημονικής μόλυνσης να πολλαπλασιάζονται ασταμάτητα μετατρέποντας την ακαδημαϊκή διαδικασία σε μια κοινωνικά καταστροφική δραστηριότητα: Κρυμμένοι στο εσωτερικού του ασύλου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, αναρμόδιοι εκλέκτορες θα μπορούσαν να αιτιολογούν αναρμόδια και στην συνέχεια να κρίνουν αναρμόδια όχι μόνο στο εσωτερικό του δικού τους Τμήματος αλλά και σε Τμήματα άλλων πανεπιστημίων.
Η συνέχεια θα μπορούσε να πάρει διαστάσεις ακαδημαϊκής καταστροφής: Ψυχικά ασθενή και επιστημονικά ευάλωτα στελέχη των πανεπιστημίων που αναμένουν την εξέλιξή τους σε ανώτερη βαθμίδα δυνατό να σκανδαλίζονται, να τείνουν στην ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων («εσύ κρίνεις θετικά ή αρνητικά τον Α και εγώ κρίνω θετικά ή αρνητικά τον άλλο») και να επηρεάζονται στην συμπεριφορά τους επί ενός αριθμού ακαδημαϊκών ζητημάτων ούτως ώστε να διασφαλιστεί η μελλοντική τους εξέλιξή (για παράδειγμα, στην παρουσία καθηγητού αρχαιότερης βαθμίδας που θα τον κρίνει μελλοντικά, σ’ αντίθεση με αυτό που πραγματικά πιστεύει να προσαρμόζεται και να συμπλέει).
Ευλόγως, τίθενται και πάλιν κρίσιμα ερωτήματα: Εάν επικρατήσουν τέτοια παρακμιακά φαινόμενα στο εσωτερικό του ασύλου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας πως μπορεί να προστατευθούν τα μέλη της κοινωνίας, οι φοιτητές και τα νεότερα στελέχη της πανεπιστημιακής κοινότητας που τόσα επένδυσαν στον επιστημονικό στίβο! Αν διαρκώς αυτά τα φαινόμενα βαθαίνουν και πολλαπλασιάζονται ποιος και πως μπορεί να τα εξαλείψει;

5. «Όποιος έχει παράπονο ας προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια».

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, οι περιπτώσεις εκείνες που διαπιστώνονται πολύ δύσκολα, αφορούν πρακτικές που αν και φαινομενικά τηρούν το γράμμα των κείμενων διατάξεων κατ’ ουσία, εν τούτοις, καταστρατηγούν κατάφορα το πνεύμα συγκεκριμένων νόμων επειδή δεν στηρίζονται σε συμβατικά αντικειμενικά κριτήρια. Ακόμη δυσκολότερος ο εντοπισμός τους σε συγκεκριμένες «κλειστές» ακαδημαϊκές διαδικασίες στις οποίες κανείς δεν έχει εύκολη πρόσβαση ή αυτή η πρόσβαση είναι ελλιπής («περιληπτικά» πρακτικά των συνεδριάσεων).
Το πρόβλημα καθίσταται τεράστιο εάν και όταν, όπως προαναφέρθηκε μια πιθανή συμμαχία αγραμμάτων ή ημιμαθών κρύβεται πίσω από την θέση πως «υπάρχουν», δήθεν, «διαφορετικές επιστημονικές πειθαρχίες, διαφορετικές θεωρίες και πολλές σχολές σκέψης». Γι’ αυτό, συνεχίζει το ίδιο αβάσιμο επιχείρημα, «θα πρέπει να ακούονται όλες οι απόψεις». Ασφαλώς, πρόκειται περί εκλογίκευσης που δεν αρμόζει σ’ ένα σοβαρό επιστημονικό περιβάλλον. Ποτέ οι επιλογές σε μια επιστημονική συζήτηση αξιώσεων δεν περιορίζονται από τέτοιες αβάσιμες εκλογικεύσεις. Η διάκριση είναι πάντοτε μεταξύ αγράμματων ή ημιμαθών μεταπρατικών αναλύσεων σε περιπτώσεις που κάποιοι επικαλούνται λανθασμένα κάποιες σχολές σκέψης και υψηλών προδιαγραφών επιστημονικές συζητήσεις σχολών σκέψης των οποίων οι προδιαγραφές τους ελέγχονται από το βαθμό συμβατότητάς τους με το θεμελιώδες υπόβαθρο του Παραδείγματος στο οποίο ανήκουν. Ποτέ ένας στοχαστής αξιώσεων που πειθαρχημένα εντάσσει τους συλλογισμούς του στο επιστημονικό Παράδειγμα του επιστημονικού πεδίου στο οποίο ανήκει, δεν μπορεί να φορέσει παρωπίδες και να στριμωχθεί στα επιμέρους θεωρητικά εποικοδομήματα αυτού του Παραδείγματος. Ακριβώς, αν δεν μιλούμε για «επιστημονική επανάσταση», ο ακαδημαϊκός επεξεργάζεται τις αξιόπιστες θεωρίες του κλάδου στην βάση των θεμελιωδών επιστημονικών παραδοχών του Παραδείγματος. Μέρος του έργου του, είναι να ιεραρχεί αυτές τις θεωρίες ανάλογα με τον βαθμό αξιοπιστίας τους, επιστημονικής τους συνέπειας και ύπαρξης ή ανυπαρξίας επιστημονικών σφαλμάτων. Ένας αναλυτής, εν τούτοις, ούτε υποχρεωμένος είναι να ασχολείται με οποιονδήποτε γραφικό διανοούμενο ισχυριστεί ότι ίδρυσε «σχολή σκέψης» που προκάλεσε επιστημονική επανάσταση ούτε βεβαίως και να αναμασά μεταπρατικά τις ασυναρτησίες του στο όνομα του γελοίου επιχειρήματος: «να ακούονται όλες οι απόψεις».
Ως παράδειγμα για το τελευταίο ζήτημα, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μια μόνο πτυχή της διαμάχης στην θεωρία διεθνών σχέσεων. Είναι ένα πράγμα κάποιος να μπορεί να διεξάγει επιστημονική συζήτηση υπό το πρίσμα αποκρυσταλλωμένων και βάσιμων θεωρήσεων στο πλαίσιο της ύστερης διαμάχης πολιτικών ρεαλιστών και νεοφιλελευθέρων στις ΗΠΑ όταν όπως γνωρίζουμε αμφότεροι πειθαρχούνται αυστηρά από το Παραδοσιακό Παράδειγμα) και άλλο κάποιος να δανείζεται αποσπασματικά μερικές ιδεολογικοπολιτικές προεκτάσεις αυτής της διαμάχης (και μάλιστα λανθασμένα ή με τεράστια άλματα συλλογισμών) και να τις χρησιμοποιεί προπαγανδιστικά στην πολιτική διαπάλη. Το τελευταίο δεν είναι «επιστημονικός πλουραλισμός» αλλά επιστημονική έκπτωση.

Είναι νομίζω πασιφανές ότι εύκολα και καλυμμένα με ψευτο-επιστημονικά επιχειρήματα μπορεί κάποιος να εκτοξεύσει οτιδήποτε επικαλούμενος την «επιστημονική κρίση» και τον «επιστημονικό πλουραλισμό» για να παρακάμψει το πνεύμα και το γράμμα του νόμου. Γι’ αυτό, όσο σημαντική είναι η διασφάλιση ενός επιστημονικού περιβάλλοντος υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών άλλο τόσο είναι σημαντικό να περιφρουρείται το γράμμα του νόμου. Κυρίως, αυτό αφορά τα αντικειμενικά κριτήρια επιστημονικής αρμοδιότητας ως προς τα οποία αποτελεί έσχατο ξεπεσμό αν μια ακαδημαϊκή κοινότητα αφήσει να επικρατήσει η αντίληψη: «όποιος έχει παράπονο ας προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια». Επικράτηση μιας τέτοιας αντίληψης, εκτός του ότι είναι ανεύθυνη, υπονομεύει θανάσιμα την αποστολή μιας ακαδημαϊκής κοινότητας.
Είναι ένα πράγμα εάν σε πολύ δύσκολες περιπτώσεις και κατ’ εξαίρεση το Συμβούλιο Επικρατείας καλείται να επιλύσει διαφορές μεταξύ υποψηφίων και άλλο εάν γίνεται κανόνας η πασιφανής αδικία εις βάρος αναρίθμητων υποψηφίων για τους οποίους η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να υποστούν δυσβάστακτες και δαπανηρές δικαστικές περιπέτειες. Ακριβώς, αποτελεί έσχατη κατάντια για μια ακαδημαϊκή κοινότητα εάν αφήσει τα προαναφερθέντα παρακμιακά φαινόμενα να επικρατήσουν με αποτέλεσμα πολλές ακαδημαϊκές κρίσεις να μετατρέπονται σε «δικαστικές κρίσεις». Κανείς, δεν έχει παρά να διερευνήσει το φαινόμενο των αναρίθμητων προσφυγών στο Συμβούλιο Επικρατείας που ταλανίζουν αντίστοιχο αριθμό πανεπιστημιακών. Πολλοί νέοι αναλυτές, βεβαίως, δεν μπορούν να προσφύγουν επειδή δεν έχουν την πείρα τέτοιων προσφυγών ή επειδή –όντας επί μακρόν άνεργοι μετά την απόκτηση του διδακτορικού τους– είναι γι’ αυτούς αδύνατο να σηκώσουν το οικονομικό βάρος μακρόχρονων δικαστικών περιπετειών.

6. Ανάγκη ασφαλιστικών δικλείδων

Επειδή η πολιτεία εμπλέκεται σε πολλά στάδια των ακαδημαϊκών διαδικασιών, τα αρμόδια όργανα είναι υποχρεωμένα να ελέγχουν με αυστηρότητα την νομιμότητα των διαδικασιών που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις. Ακόμη, οφείλουν όταν το γράμμα του νόμου παραβιάζεται με εξόφθαλμα μεροληπτικές αποφάσεις να θέτουν τους ακαδημαϊκούς ενώπιον των ευθυνών τους και να τους καλούν να αναλογιστούν τις ευθύνες που δημιουργεί το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας. Οπωσδήποτε, δεν πρέπει υποψήφιοι να γίνονται θύματα κατάφορα παράνομων επιλογών που παραβιάζουν ευθέως το γράμμα του νόμου. Ιδιαίτερα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η ευθύνη άμεσης διόρθωσης μιας παράνομης ή παράτυπης πράξης ανήκει στην Πολιτεία που οφείλει να απαλλάσσει τον ενδιαφερόμενο από δυσβάστακτες μακρόχρονες δικαστικές εμπλοκές.
`Εν κατακλείδι, η προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια δεν πρέπει να αποτελεί κανόνα αλλά μόνο εξαίρεση. Αυτό θα ισχύσει μόνο αν οι πανεπιστημιακοί όσο και οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς φροντίζουν να γίνεται σεβαστό το πνεύμα και το γράμμα του νόμου.
Πρώτον, οι πανεπιστημιακοί που η πολιτεία τους προικίζει με το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας δεν πρέπει να αυθαιρετούν ως μέλη των Γενικών Συνελεύσεων και των εκλεκτορικών σωμάτων όταν εκφράζουν επιστημονικές εκτιμήσεις ή όταν τίθενται ενώπιόν τους εξόφθαλμα προβλήματα που αφορούν την επιστημονική αρμοδιότητα των εκλεκτόρων (ή και άλλα ζητήματα σχετικά με την νομιμότητα της διαδικασίας).
Δεύτερον, οι νομικές υπηρεσίες του πανεπιστημίου και του Υπουργείου Παιδείας πρέπει να διασώζουν το πανεπιστήμιο και την ακαδημαϊκή κοινότητα από «τετελεσμένα» που δημιουργούν παραλείψεις, λάθη ή αυθαιρεσίες και να ελέγχουν έγκαιρα την νομιμότητα των διαδικασιών.

Η κοινωνία, η Πολιτεία και τα αρμόδια όργανά της, απαιτείται να καιροφυλαχτούν ούτως ώστε υπό συνθήκες ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας να εκπληρώνονται τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα των νόμων. Στις κρίσεις διορισμού ή εξέλιξης μελών ΔΕΠ αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, συνάφεια των γνωστικών αντικειμένων των πανεπιστημιακών που κρίνουν μια θέση, συνάφεια των γνωστικών αντικειμένων των Τομέων και/ή Τμημάτων στα οποία ανήκουν, αυστηρά αξιοκρατικές εκτιμήσεις για το έργο των υποψηφίων, τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει ο νόμος, αυστηρούς ελέγχους των Γενικών Συνελεύσεων και των εκλεκτορικών σωμάτων των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, επαρκή συμμετοχή εκλεκτόρων ειδικών στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης ούτως να καθίσταται εφικτή μια ουσιαστική αξιοκρατική κρίση και επιστημονικά-νομικά εύλογα αιτιολογημένες τοποθετήσεις σ’ όλο το φάσμα των διαδικασιών.
Μόνο έτσι διασφαλίζεται, στοιχειωδώς τουλάχιστον, τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα των νόμων και μόνο έτσι συνυπάρχουν αρμονικά και παραγωγικά το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, οι επιστημονικοί έλεγχοι και οι διαδικασίες που απαιτούν οι κείμενες διατάξεις που θέτουν οι νομοθέτες. Μόνο έτσι, επίσης, περιορίζονται τα περιθώρια εκτροπών που υπονομεύουν την υψηλή αποστολή των πανεπιστημιακών.

7. Συμπέρασμα όσον αφορά τις ακαδημαϊκές κρίσεις

Πρώτον, τα διοικητικά δικαστήρια δεν μπορούν να εισχωρήσουν (και δεν πρέπει να εισχωρούν) στον πυρήνα των επιστημονικών αιτιολογήσεων οι οποίες όπως αναφέρθηκε πιο μπροστά διέπονται από την ακαδημαϊκή ανεξαρτησία την οποία οι συντελεστές των ακαδημαϊκών διαδικασιών δεν πρέπει να καταχρώνται ή να παρακάμπτουν με «άπιαστες» σοφιστείες και αβάσιμα θεωρήματα. Στην εκπλήρωση αυτού του λειτουργήματος οι πανεπιστημιακοί σε τίποτα δεν διαφέρουν από τους δικαστές και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο ζητήθηκε η θεσμική εξομοίωσή τους.
Δεύτερον, κανείς δεν μπορεί, τουλάχιστον εύκολα, να αντεπεξέλθει σε μια μακρόχρονη δικονομική διαδικασία η οποία απαιτεί όχι μόνο τεράστιο χρόνο αλλά και μια τεράστια περιουσία (την οποία ένας νέος υποψήφιος που μόλις πήρε το διδακτορικό του συνήθως δεν έχει).
Τρίτον, είναι εύλογο να υποστηριχθεί ότι οι πρυτάνεις, οι πρόεδροι των τμημάτων, οι νομικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και οι πολιτικοί-νομικοί προϊστάμενοί τους απαιτείται να καιροφυλαχτούν ούτως ώστε σ’ όλα τα στάδια των ακαδημαϊκών διαδικασιών να εκπληρώνονται όλες οι προϋποθέσεις του πνεύματος και του γράμματος των κείμενων διατάξεων.
Έτσι μόνο, εκτιμώ, εκπληρώνονται οι σκοποί του προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας.

Προσωπικά, αισθάνομαι ότι πολλοί χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν ασφυκτιούν επειδή μερικά πολύ γνωστά φαινόμενα που όλοι γνωρίζουν αλλά κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του, οδηγούν την δημόσια ανώτατη παιδεία σε οριακό σημείο και τις επιστημονικές συζητήσεις στην παρακμή. Απαιτείται, νομίζω, ευαισθητοποίηση κάθε ενδιαφερομένου και μια μεγάλη συζήτηση για τα ακαδημαϊκά προνόμια και την αποστολή της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αυτή η συζήτηση πρέπει πρωτίστως να γίνει στο εσωτερικό της ίδιας της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο υπογράφων με ευχαρίστηση θα δεχόταν να ανοίξει συζήτηση για το μεγάλο αυτό το ζήτημα και στο πλαίσιο αυτό όλα τα καλόπιστα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα. Οι διευθύνσεις του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου βρίσκονται στην αρχική σελίδα της παρούσης ιστοσελίδας

18.12.2004

Αρέσει σε %d bloggers: