Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων και η ΟΝΕ
Από το βιβλίο Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία (Εκδόσεις Ποιότητα, 1999),
Σελ. 280-285
«…. Εάν κάποιος ανιχνεύσει συγκεκριμένες ενέργειες στο πιο πάνω πλέγμα στρατηγικών κινήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών θα εξακριβώσει ότι οι ΗΠΑ, ως εκ της σχετικής τους θέσης στους συσχετισμούς ισχύος, είχαν την ικανότητα να ενεργοποιήσουν όλους τους αναγκαίους συντελεστές ισχύος την κατάλληλη στιγμή για να επιφέρουν με αποτελεσματικότητα πολιτικά αποτελέσματα[1]. Ουσιαστικά, είχαν σχεδόν πλήρη έλεγχο των πρωτοβουλιών και των εξελίξεων[2]. Η στρατηγική των ΗΠΑ, αντίθετα με αυτή των Ευρωπαίων (ως κράτη ή ως συλλογικός θεσμός)[3], είχε στόχους στο βάθος του ορίζοντα και πλήρη όραση και εποπτεία των εναλλακτικών επιλογών. Κατά την διάρκεια της περιόδου 1989-1991, και στην συνέχεια καθ’ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι ΗΠΑ, υιοθετούσαν συγκροτημένες και σφαιρικές προσεγγίσεις εκπλήρωσης των εθνικών στρατηγικών επιδιώξεων, τις οποίες ακολουθούσαν με διαχρονική συνέπεια που επιβίωσε κυβερνητικών αλλαγών ή αλλαγών κυβερνήσεων στην Ουάσινγκτον[4]. Την ίδια ακριβώς εποχή που, όπως ήδη αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Γάλλος Πρόεδρος και η Βρετανίδα Πρωθυπουργός επεξεργάζονταν τρόπους παρεμπόδισης της Γερμανικής επανένωσης και εξισορρόπησης μιας πιθανής ενωμένης Γερμανίας, ο Αμερικανός Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών Baker ανέλαβαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν στην εκπλήρωση των πιο πάνω επιδιώξεων αρχής γενομένης από τον μετασχηματισμό της Ατλαντικής Συμμαχίας. Στην σημαντικότερη ίσως σύνοδο της Ατλαντικής Συμμαχίας στο Λονδίνο τον Ιούλιο 1990, όπου ουσιαστικά μεθοδεύτηκε η μετάβαση από την εποχή του ψυχρού πολέμου στην μεταψυχροπολεμική εποχή, οι ΗΠΑ είχαν την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο Υπουργός Εξωτερικών Baker, με συστηματικότητα, προώθησε τις αλλαγές στην πιο κάτω βάση[5]: 1) Υποστήριξε την αναβάθμιση του πολιτικού περιεχομένου της Συμμαχίας. 2) Έκανε πρόταση για κοινή δήλωση με τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας ότι «δεν είναι πλέον εχθροί». 3) Πρότεινε σύναψη διπλωματικών σχέσεων των κρατών του Συμφώνου της Βαρσοβίας με το ΝΑΤΟ. 4) Εισηγήθηκε έναρξη διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας του Helsinski για να διερευνηθούν προσεγγίσεις για μια πιο ενωμένη Ευρώπη.
Η στάση της Γαλλίας ως προς τα διλήμματα που τέθηκαν πιο πάνω διακυμάνθηκαν. Ακόμη, οι διακυμάνσεις αυτές έκαναν σαφή την ύπαρξη θεμελιωδών διαφορών στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και τα διλήμματα ασφαλείας που ένα έκαστο αντιμετωπίζει πίσω από τις ωραιοποιημένες διακηρύξεις. Σε πρώτη φάση, όπως έγινε ήδη αντιληπτό, η Γαλλία – όπως και τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη – αντιμετώπισε τις ραγδαίες μεταλλαγές του διεθνούς συστήματος με αμηχανία και κάπως σπασμωδικά[6]. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν να λειτουργήσει εξισορροπητικά αλλά χωρίς να είναι σίγουρο εάν ακολουθούσε συγκεκριμένη στρατηγική ή αντιδρούσε στα γεγονότα όπως επέρχονται. Όπως το έθεσε ο ίδιος ο Πρόεδρος Μιτεράν τον Νοέμβριο 1989: «Η επανένωση θέτει τόσα πολλά προβλήματα ώστε να διαμορφώνω θέση και άποψη όπως τα γεγονότα θα επέρχονται» [7]. Η στάση της Γαλλίας, καθώς επίσης και οι σχέσεις του Παρισιού με την Ατλαντική Συμμαχία διακυμάνθηκαν με ανάλογο και αντίστοιχο τρόπο, ενώ δεν σταθεροποιήθηκαν παρά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οπότε και παρατηρείται, όπως θα δούμε πιο κάτω, η σημαντικότερη στροφή της Γαλλικής διπλωματίας μετά τον Ντε Γκώλ.
Η συμπεριφορά της Γαλλίας την περίοδο 1989 – 1992 ως προς την Ευρωπαϊκή θεσμική και πολιτική αρχιτεκτονική και σε αναφορά με τις συντρέχουσες διεθνείς αλλαγές βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το Γερμανικό ζήτημα καθώς και με τις Αμερικανικές διπλωματικές πρωτοβουλίες. Όπως έγινε σαφές στο προηγούμενο κεφάλαιο, η Γαλλία αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ εξισορρόπησης και ολοκλήρωσης. Η εξισορρόπηση, όμως εμπεριείχε όλους τους κινδύνους έναρξης ενός φαύλου κύκλου αποσταθεροποιητικών ανταγωνισμών[8]. Η ολοκλήρωση, από την άλλη πλευρά, ήταν εμφανώς μια σπασμωδική κίνηση ανάγκης η οποία δεν βρισκόταν σε αρμονία με την παραδοσιακή συντηρητική αντιμετώπιση της διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από την Γαλλία[9]. Δεν είχε, επίσης, τύχει σχολαστικής μελέτης και προετοιμασίας όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις[10]. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά των στρατηγικών προσανατολισμών της Γαλλίας και της Βρετανίας έγινε σαφής στα πρώτα στάδια αντιμετώπισης των αλλαγών.
Αμφότερα τα κράτη άρχισαν μια εξισορροπητική πολιτική. Η Βρετανία υιοθέτησε την κλασική προσέγγιση ενίσχυσης της Ατλαντικής Συμμαχίας ενώ, ανεπιτυχώς (τουλάχιστον στην πρώτη φάση), προσπάθησε να συμπαρασύρει και την Γαλλία προς αυτή την κατεύθυνση. Το Παρίσι, από την άλλη πλευρά, προσπάθησε να ακολουθήσει στρατηγική εξισορρόπησης μέσο Ρωσίας[11]. Όταν απέτυχε, απέκλινε στο «γνωστό καταφύγιο», δηλαδή την έντρομη έναρξη πρωτοβουλιών που αποβλέπουν στην σφυρηλάτηση της «Γερμανίας της Ευρώπης», δηλαδή την εμβάθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, την ενσωμάτωση των Γερμανικών επιλογών στην διαδικασία ολοκλήρωσης με σκοπό να «ελέγχονται» και την σύσφιγξη των σχέσεών της με την Βόννη.[12]. Εάν κάποιος συγκρίνει με προσοχή την συμπεριφορά της Γαλλίας την δεκαετία του 1950 και 1960 που περιγράψαμε πιο πάνω στο τρίτο κεφάλαιο, θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες, ιδιαίτερα ως προς την επιθυμία των Γάλλων ηγετών, πρώτο, να δημιουργούν πολλούς υπερεθνικούς περιορισμούς στην Γερμανία χωρίς αυτοί να ισχύουν στην πράξη γι’ αυτούς[13] και δεύτερο να επιδιώκουν ποικίλες διαδικασίες ελέγχου της Γερμανίας μακράς διάρκειας και μεγάλης εμβέλειας[14]. Όπως παρατηρεί ο Robert Art, τόσο την δεκαετία του 1950 όσο και την δεκαετία του 1990 έγιναν τα μεγαλύτερα άλματα στην διαδικασία Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. «Σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις, ο φόβος της Γερμανίας ώθησε την Γαλλία στην νομισματική και πολιτική ενοποίηση»[15].
Τον Δεκέμβριο 1989, σε πρώτη φάση, διαπραγματεύτηκε με τον Καγκελάριο Κόλ την υιοθέτηση του στόχου της Νομισματικής Ενοποίησης. Ανέκαθεν[16], το πρόβλημα της Γαλλίας ήταν ότι η Γερμανική κεντρική τράπεζα ήταν σε θέση, στηριζόμενη στην ισχύ του Γερμανικού Μάρκου[17]. Στην συνάντηση κορυφής του Στρασβούργου τον Δεκέμβριο 1989 ο Καγκελάριος Κόλ συναίνεσε και «ο Πρόεδρος Μιτεράν απρόθυμα προσχώρησε στους υπόλοιπους αρχηγούς κρατών αποδεχόμενος την επανένωση»[18]. Η Γαλλία, σε αδυναμία ή δυσκολία να εξισορροπήσει την Γερμανία υιοθετεί τακτική λιγότερο ισχυρού κράτους με προώθηση θεσμικών και οικονομικών δεσμεύσεων με στόχο να αυξήσει τις δυνατότητές της να επηρεάσει την κατανομή συμφερόντων στην διαδικασία ολοκλήρωσης[19]. Η ΟΝΕ, εν ολίγοις, ήταν προϊόν βεβιασμένων ενεργειών υπό το κράτος σπασμωδικών εξισορροπητικών διαδικασιών και φόβου για μακρόχρονες ανακατανομές ισχύος των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης[20]. Το παράδοξο και ταυτόχρονα αντιφατικό, βεβαίως, είναι ότι, ενώ η ΟΝΕ αποτελεί αφ’ εαυτού πολιτική μεγάλης εμβέλειας στο πλαίσιο της διαδικασίας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – επειδή ακριβώς ήταν βεβιασμένη και σπασμωδική ενέργεια – δεν εντάχθηκε στο πλαίσιο ενός σταθερού, σφαιρικού και συμπεφωνημένου σχεδίου πολιτικής ανάπτυξης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Αυτή η παρατήρηση, βεβαίως, δεν προδικάζει επιφυλάξεις για το κατά πόσο η Πολιτική Ένωση μεταξύ ανομοιογενών και ετερογενών κοινωνικών είναι εφικτή πέραν των καταναλωτικών και εμπορικών θεμάτων, ή για το κατά πόσον είναι εφικτή στο πλαίσιο μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης από την οποία έχει αφαιρεθεί η διάσταση του «κοινοτισμού»[21]. Η ουσία είναι ότι, λήφθηκαν αποφάσεις μεγάλης πολιτικής και θεσμικής εμβέλειας χωρίς να προϋπάρξουν οι αναγκαίες πολιτικές ή κοινωνικές συγκλίσεις. Ακόμη πιο σημαντικό, τα κίνητρα και τα κριτήρια των Γάλλων ηγετών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο δεν ήταν η ολοκλήρωση αλλά η άσκηση ελέγχου λόγου φόβου δυσμενών ανακατανομών ισχύος που προέκυπταν από την «ξαφνική» επανένωση της Γερμανίας. Ενώ όπως αναφέρθηκε, λίγα χρόνια πριν κανείς δεν προέβλεπε την επανένωση της Γερμανίας και ενώ – όπως έδειξε η ανάλυση του πέμπτου κεφαλαίου, πιο πάνω – όλοι ήσαν ικανοποιημένοι με την διχοτόμηση της Γερμανίας, οι δυνάμεις της ιστορίας έδρασαν πάνω από τα κεφάλια των πολιτικών και των αναλυτών για να προβάλουν την πραγματικότητα, δηλαδή την φυσική έλξη για ολοκλήρωση των ομοιογενών συνόλων των δύο κρατών. Στην διαδικασία αυτή όπου οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν εν θερμό και στο μέσο ραγδαίων εξελίξεων, «οι πραγματικές προτεραιότητες – και μελλοντικά προβλήματα – της επανένωσης προσδιορίζονταν από τις εξελίξεις ενώ η πολιτική σκέψη ακολουθούσε την αντίθετη κατεύθυνση»[22].
Η δεύτερη φάση της Γαλλικής πολιτικής με την οποία το Παρίσι επιδίωκε την «ενσωμάτωση της Γερμανίας» άρχισε μετά τις εκλογές στην Ανατολική Γερμανία, εξέλιξη που έκανε σαφές πως η επανένωση ήταν αναπόφευκτη. Σε μια νέα κοινή ανακοίνωση του Γάλλου Προέδρου και του Γερμανού Καγκελάριου ζήτησαν, παράλληλα με την Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Νομισματική Ένωση, την σύγκλιση δεύτερης Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την επιδίωξη της Πολιτικής Ένωσης[23]. Χαρακτηριστικό του σπασμωδικού χαρακτήρα των κινήσεων που οδήγησαν στην έναρξη διαδικασιών μεγάλης εμβέλεια είναι και το γεγονός πως ταυτόχρονα με την κάλεσμα για την Διακυβερνητική Διάσκεψη το ανακοινωθέν Μιτεράν – Κόλ έκανε λόγο για μια «Ευρωπαϊκή Αμυντική Ταυτότητα»[24]. Ένα χρόνο μετά, και όταν πλέον ήταν σαφές πως οι διακηρύξεις για την Ευρωπαϊκή Αμυντική ταυτότητα δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε πενιχρά αποτελέσματα [όπως εξάλλου στην συνέχεια διατυπώθηκαν στην Συνθήκη του Μάαστριχ[25]], σε νέα κοινή ανακοίνωση των ηγετών της Γαλλίας και της Γερμανίας πήραν την πρωτοβουλία ένταξης της Γαλλο – Γερμανικής Ταξιαρχίας στα Eurocorps με διακηρυγμένο στόχο να γίνει η αρχή δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού στρατού[26]. Αυτή ήταν ίσως και η πρώτη αποφασιστική και ουσιαστική κίνηση προσέγγισης της Γαλλίας – ΝΑΤΟ μετά το 1967.
Είναι ίσως σημαντικό να σημειωθεί ότι η στρατηγική της Γαλλίας στην φάση αυτή, δηλαδή λίγο πριν και αμέσως μετά την Γερμανική επανένωση, παρά την σπασμωδικότητα που την διέκρινε, είχε σαφή ‘κλασικό Γαλλικό προσανατολισμό»: Πρώτο, επεδίωκε, ταυτόχρονα, να διασκεδάσει τα ενδιαφέροντα των υπολοίπων με το να προτείνει χαμηλής έντασης συνεργασίες[27]αλλά χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τον απόλυτο εθνικό έλεγχο στα στρατηγικά της συστήματα[28]. Δεύτερο, οι προτάσεις ή διακηρύξεις για «ευρωποίηση» ή «διεθνοποίηση» ορισμένων Γαλλικών επιλογών στον συμβατικό τομέα συνοδεύονταν από παράλληλες στάσεις ή δηλώσεις που υποδήλωναν την σταθερή προσήλωση στις πάγιες Γκωλικές αντιλήψεις στην άμυνα και στην διπλωματία[29]. Τρίτο, επεδίωκε δημιουργία πλέγματος θεσμών και διμερών διευθετήσεων των οποίων ο κυριότερος σκοπός ήταν ο μέγιστος δυνατός έλεγχος των Γερμανικών διπλωματικών και στρατιωτικών επιλογών. Τέταρτο, επεδίωκε παραμονή της Γερμανίας στο Δυτικό πλέγμα διεθνών οργανισμών και «ολοκλήρωσή της» στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Παράλληλα επεδίωκε όπως οι δικές της σχέσεις με την Γερμανία είναι προνομιακές. Ταυτόχρονα, αυτό δεν εμπόδιζε την Γαλλία, να επιδιώκει τον περιορισμό ή την ανάπτυξη αυτών των οργανισμών στα μέτρα της Γαλλικών στρατηγικών επιδιώξεων. Πιο συγκεκριμένα ……»
Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας – ΟΝΕ
Από το βιβλίο Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και Αξιώσεις Πολιτικής Κυριαρχίας, Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση (Εκδόσεις Ποιότητα, 2001).
Σελ. 349-351.
«….. Πόσο το κεκτημένο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει μετριάσει ή εξαλείψει την διεθνή αναρχία στον ευρωπαϊκό χώρο; Έχει οριστικά και ανεπίστροφα εξαλειφτεί το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης και των διλημμάτων ασφαλείας από τον ευρωπαϊκό χώρο; Στο ίδιο πλαίσιο, η ΟΝΕ σηματοδοτεί προσπάθειες προς τη κατεύθυνση εξάλειψης ή επανεμφάνισης του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης; Αν το έθνος-κράτος παραμένει η κυρίαρχη συλλογική οντότητα των διακρατικών σχέσεων της Ευρώπης τι σημασία έχει αυτό για την λειτουργικότητα ή ακόμη και την βιωσιμότητα του μοντέλου της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και της οικονομικής αλληλεξάρτησης; Ιστορικά, είναι θεμελιωμένο πως υπερεθνικές ή υπερκρατικές[30] διοικητικές κατασκευές μεγάλης εσωτερικής κοσμοθεωρητικής ετερότητας είναι ευάλωτες στις δομικές και ενδογενείς οικονομικές και ιδεολογικές αναταράξεις και ανακατανομές (βλ. Waltz 2000, σ. 14-5). Οι ανακατανομές δυνατό να σχετίζονται τόσο με ζητήματα αναδιανεμητικής δικαιοσύνης όσο και γενικότερα άνισης ανάπτυξης που τρέφουν ή αναβιώνουν τις διαφορές λόγω κοσμοθεωρητικής ετερότητας.
Καίρια ζητήματα υψηλής πολιτικής όπως το «γερμανικό ζήτημα», η άμυνα, η ασφάλεια και η διπλωματία θα τα διατρέξουμε στη συνέχεια. Εμβόλιμα, πάντως, θα μπορούσαμε να συνδέσουμε τους συλλογισμούς του Hedley Bull με την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ) η οποία αν και ωφελιμιστικών παραδοχών συνιστά εν τούτοις ζήτημα υψηλής πολιτικής με την κλασική έννοια του όρου[31]. Ποιο μπροστά, ήδη διερωτηθήκαμε κατά πόσο η ΟΝΕ σηματοδοτεί προσπάθειες προς τη κατεύθυνση εξάλειψης ή επανεμφάνισης του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή, ευθύγραμμη και παραπέμπει σε θεμελιώσεις που αποτελούν κοινό τόπο στη θεωρία διεθνών σχέσεων (βλ. κεφ. 15 πιο πάνω). Εάν η λειτουργία της ΟΝΕ αναπτύσσεται στο πλαίσιο επιλογών ισόρροπης οικονομικής, πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης σ’ ολόκληρη την εδαφική περιοχή που καλύπτει η ΕΕ στη βάση φιλοσοφικών κριτηρίων και οικονομικών επιλογών αντίστοιχων με αυτά του κράτους (δηλαδή, αδιακρίτως εθνικών-κρατικών «το γενικό συμφέρον προηγείται του συμφέροντος του μέρους»), τότε, έστω και αργά και σταδιακά το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης θα αντιμετωπίζεται (αυτό, εξάλλου, συνιστά και την αφετηριακή φιλοσοφία του «κοινοτισμού» που οδηγεί στην ολοκλήρωση[32]). Αν αντίθετα η ΟΝΕ, δεν συνοδεύεται από Πολιτική Ένωση, νομοθετικές εξουσίες ανάλογες της εμβέλειας του εγχειρήματος και κοσμοθεωρητικές παραδοχές με προεκτάσεις στις κοινωνίες των κρατών-μελών (και όχι μόνο μεταξύ των ελίτ) το εγχείρημα της εξουδετέρωσης των άμεσων κοινωνικών ελέγχων και εξισορροπήσεων τρέφει την άνιση ανάπτυξη και τα διλήμματα ασφαλείας. Αυτό θα είναι πολύ έντονου χαρακτήρα αν οι συνθήκες «πανευρωπαϊκού οικονομικού ανταγωνισμού» άνευ άμεσων κοινωνικών ελέγχων που δημιουργεί η ΟΝΕ δεν συνοδεύονται από τα ψίχουλα παρηγοριάς που προσφέρουν τα ταμεία σύγκλισης. Η διαφωνία ως προς αυτή τη θέση μπορεί να αφορά μόνο θεμελιώδεις πτυχές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ένα σύστημα το οποίο με μέσο τον πανευρωπαϊκό κοινοτισμό και την πανευρωπαϊκή αλληλεγγύη επιλύει το πρόβλημα της άνισης ανάπτυξης και προωθεί την δημιουργία μια πανευρωπαϊκής κοινωνίας που θα αντικαταστήσει ή θα συνυπάρχει με τα έθνη-κράτη; Ή, αντίστροφα, μήπως η αφετηριακή ολοκλήρωση οδήγησε σ’ ένα σύστημα βαθύτατης οικονομικής ολοκλήρωσης (το ανώτατο στάδιο της οποίας συμβολίζει η ΟΝΕ) στο οποίο θα ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας; Αν ισχύει το δεύτερο, τότε όχι μόνο τα αίτια πολέμου της άνισης ανάπτυξης δεν αντιμετωπίζονται αλλά επιπλέον εντείνονται επειδή οικοδομούν κοινωνικές αντιθέσεις στα θεμέλια της οικονομικής αλληλεξάρτησης που θα μπορούσαν, κάτω από συγκεκριμένες ενδο-ευρωπαϊκές και-ή εξω-ευρωπαϊκές περιστάσεις να την αντιστρέψουν από συνεργατική αλληλεξάρτηση σε συγκρουσιακή διαδικασία «ξεπλέγματος» και νέων ανακατανομών.
Οι συλλογισμοί που προηγήθηκαν θα μπορούσαν να συνοδευτούν με ζητήματα θέσης, ρόλου, ιεραρχίας και αξιώσεων ισχύος ή διευρύνσεως της ισχύος στο ευρωπαϊκό και ευρωατλαντικό διακρατικό σύστημα[33]. Ποια είναι όμως, η θέση ενός εκάστου έθνους-κράτους και της Ευρώπης συνολικότερα στον γεωπολιτικό ευρωατλαντικό σχηματισμό; ….»
Σελ. 380-385.
« …. Οι συσπειρώσεις αυτές, ήταν ο «εφιάλτης του Βίσμαρκ» αλλά όχι μόνον. Πριν το 1989, αν και ο φόβος αντιγερμανικών συμμαχιών έκανε πολύ προσεκτικούς, μεταξύ άλλων, τους Καγκελάριους Αντενάουερ και Κόλ (βλ. Joffe 1989, σ. 83), η Γερμανία, υποστηρίζεται, δεν ήταν πάντα επιτυχής στον να κατευνάζει τους αντιγερμανικούς φόβους των υπόλοιπων Ευρωπαίων (βλ. Horsley 1992, ιδ. σ. 229-240)[34]. Σημειώνεται ότι, το πρόβλημα των «αντιγερμανικών συσπειρώσεων» σχετίζεται με την άνιση ανάπτυξη και τα σχετικά κέρδη, δηλαδή, μεταξύ άλλων, τον φόβο ότι, οι άλλες πλευρές θα ευνοηθούν περισσότερο από την συνεργασία με αποτέλεσμα την αλλαγή των συσχετισμών ισχύος. Αυτό οδηγεί είτε σε αποχή από συνεργασία είτε έναρξη εξισορροπητικών στρατηγικών[35]. Δεύτερο, την σταθερότητα των θεσμών που συμβατικά θεωρείται ότι διεθνοποιούν τις επιλογές άμυνας και ασφάλειας της Γερμανίας, δηλαδή, πρωτίστως της Ατλαντικής Συμμαχίας[36] και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[37]. Τρίτο, η επιτυχία των προσπαθειών αντιμετώπισης της οικονομικής και νομισματικής αλληλεξάρτησης με την ΟΝΕ (βλ. Grieco 1995, 1996). Συναφώς, όπως θα διαπιστωθεί στην συνέχεια, ο στόχος των άλλων, και κυρίως της Γαλλίας, δεν ήταν η παραχώρηση κυριαρχίας σε υπερεθνικά όργανα αλλά η δημιουργία μηχανισμών που θα ελέγξουν τις συνέπειες της αυξανόμενης Γερμανικής οικονομικής ισχύος επί των δικών τους οικονομιών[38]. Εάν αυτός ο σκοπός δεν εκπληρωθεί ή εάν δημιουργήσει ανταγωνισμούς λόγω αντικειμενικών αντιφάσεων που εμπεριέχονται στο εγχείρημα αυτό[39], θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να υπάρξουν αποσταθεροποιητικές τάσεις. Τέταρτο, η σταθερότητα των θεσμικών και πολιτικών ισορροπιών στην Ευρώπη και οι παραστάσεις για τον ρόλο της Γερμανίας. Όπως τονίστηκε πιο πάνω, αυτές οι ισορροπίες συναρτώνται με τον ρόλο των ΗΠΑ στις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές ισορροπίες και τα υποβόσκοντα διλήμματα ασφαλείας[40], καθώς και την προθυμία τους ή δυνατότητά τους να ασκήσουν «ηγεμονική σταθερότητα»[41].
Εάν τώρα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε στάσεις και παραδοχές της Μεγάλης Βρετανίας σε αναφορά με την στρατηγική των ΗΠΑ, παρατηρούμε πως το Λονδίνο, σταθερό στις μεταπολεμικές στρατηγικές επιλογές αλλά και σε κλασικές εξισορροπητικές προσεγγίσεις όσον αφορά την ηπειρωτική Ευρώπη (βλ. Ήφαιστος 2000α, κεφ. 4), σταθερά προσπάθησε να διατηρήσει την σημασία του ευρωατλαντικού χώρου και των θεσμών του και ταυτόχρονα να επηρεάσει υπέρ των εθνικών του συμφερόντων την κατανομή ισχύος στην Ευρασία[42]. Το Ηνωμένο Βασίλειο, πιστό στην παραδοσιακή Βρετανική πολιτική διατήρησης και ενίσχυσης του Ευρωατλαντικού χώρου και την προσήλωσή του στην διπλωματική παράδοση (Βλ. Witney 1994-95, ιδ. σ. 96-7) συμπεριφέρεται με τρόπο που δείχνει σταθερότητα και συνέπεια στις στρατηγικές του επιλογές: Μεταξύ άλλων, αυτό σημαίνει ότι διατηρεί τις βασικές γραμμές της εθνικής της στρατηγικής, κρατεί στάση αναμονής και κάνει μόνον προσεκτικά και αργά βήματα. Αυτό μεταφράζεται σε άρνηση περιπλανήσεων ως προς το στρατηγικό δόγμα[43], ενθάρρυνση προσεκτικών βημάτων προσέγγισης με την Γαλλία, ανάπτυξη ευρωπαϊκής ταυτότητας εντός του ΝΑΤΟ[44], συντηρητική στάση στο θέμα του ελέγχου των εξοπλισμών[45], και εμμονή στην θέση ότι η επιβίωση της Ατλαντικής συμμαχίας συνιστά ζωτικό βρετανικό συμφέρον[46]. Την δεκαετία του 1990, για παράδειγμα, είχαμε την πρώτη ουσιαστική συζήτηση μεταξύ Παρισιού-Λονδίνου στο θέμα των πυρηνικών. Η συνεργασία αυτή, χωρίς την παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας, αποτελούσε ανώδυνη και ανέξοδη σύγκλιση η οποία θα μπορούσε να αναπτυχθεί ανά πάσα στιγμή εάν απαιτηθεί να εξισορροπηθεί η Γερμανία. Σημειώνεται ότι η έναρξη του διαλόγου περί τα πυρηνικά μεταξύ των δύο χωρών άρχισε όταν ανήσυχοι λόγω βημάτων προς επανένωση της Γερμανίας οι ηγέτες της Γαλλίας και της Βρετανίας συναντήθηκαν και συμφώνησαν ότι πρέπει να κινηθούν για τον έλεγχο των εξελίξεων (στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε). Ενώ δεν συζητούνται θέματα κοινού ελέγχου ή κοινών στοχεύσεων, ανταλλάσσονται απόψεις για το στρατηγικό δόγμα και άλλα τεχνητά θέματα που φαίνεται ότι οι αντιπρόσωποι των δύο χωρών βρίσκουν χρήσιμο, εποικοδομητικό και πολιτικά επωφελές. Η συνεργασία Γαλλίας – Βρετανίας, εξάλλου, αποτελούσε διαδικασία πολιτικής νομιμοποίησης κατοχής πυρηνικών όπλων σε μια εποχή αυξανόμενης αμφισβήτησής τους. Θα μπορούσε να προστεθεί και το γεγονός πως η συνεργασία οφειλόταν και στην προσχώρηση, μερικώς τουλάχιστον, της Γαλλίας στις Βρετανικές θέσεις για την διατήρηση στενών σχέσεων με τις ΗΠΑ, ως συνέπεια παραχωρήσεων που έγιναν προς τη Γαλλία στα θέματα του πυρηνικού της αποτρεπτικού και της συμμετοχής σε διάφορες επιτροπές του ΝΑΤΟ (για ανάλυση αυτών των πτυχών, βλ. Croft St, 1996, σ. 778, Jay 1997, σ. 6&9, Debouzy O., 1997, σ. 327-30, Lellouche 1993, ιδ. σ. 122&130, Gordon 1996, σ. 134).
H διατήρηση ισχυρής θέσης και ρόλου στο διεθνές σύστημα συναρτάται από τους Βρετανούς ηγέτες με μια ισχυρή Ατλαντική Συμμαχία και μια στενή σχέση με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό, όσον αφορά την στρατηγική σύζευξη Αμερικής – Ευρώπης, η οποία ενσαρκώνεται με την Αμερικανική παρουσία στην Ευρασία και την Ατλαντική συμμαχία, διαφυλάττεται ως κόρη οφθαλμού και αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της Βρετανικής εθνικής στρατηγικής[47]. Αυτό δεν εμποδίζει πρακτικές επιλογές, στο μέγιστο δυνατό βαθμό και στην μεγαλύτερη δυνατή ένταση, οι οποίες θα αξιοποιούν τις δυνατότητες των δύο κρατών σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο[48]. Πάντοτε, όμως, στο πλαίσιο της παραδοσιακής Βρετανικής στάσης, δηλαδή ότι θα ενισχύει και δεν θα αποδυναμώνει ή υποσκάπτει την Ατλαντική Συμμαχία. Όπως το είχε θέσει η Μάργκαρετ Θάτσερ: Οι Ευρωπαϊκές συνεργασίες και πρωτοβουλίες θα πρέπει να εντάσσονται σε «μια Ευρώπη που θα διαφυλάττει την Ατλαντική Κοινότητα, η οποία είναι η πιο ευγενής κληρονομιά μας και η μεγαλύτερή μας δύναμη» (Thatcher 1994, σ. 46). Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής λογικής, οι πρακτικές επιλογές, πρέπει να εντάσσονται πάντοτε σε διακυβερνητικά θεσμικά πλαίσια[49], και, είτε λαμβάνονται στο πλαίσιο της ΕΕ, είτε της ΔΕΕ ή σε άλλα διμερή πλαίσια, πρέπει να βρίσκονται σε αρμονία με την Ατλαντική Συμμαχία και να υπακούουν στην Ατλαντική γεωπολιτική και γεωστρατηγική λογική[50]. Βεβαίως, όσον αφορά το πυρηνικό αποτρεπτικό παρά την συζήτηση με τη Γαλλία σε διμερές επίπεδο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, παραμένει πλήρως και αμετάθετα εθνικό και ταυτόχρονα ενταγμένο στην Ατλαντική συμμαχία[51]: Για την Βρετανία, το ζήτημα δεν είναι η ολοκλήρωση, αλλά η πλήρης και ενεργή συμμετοχή ούτως ώστε να επηρεάζει τις αποφάσεις, να ενισχύει την διεθνή της θέση και να διαπραγματεύεται από πλεονεκτική θέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως γράφει ο Geoffrey Howe, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Αρχιμήδη,
«το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και όλα τα άλλα μέλη, αποσκοπούν στο να ασκήσουν την επιρροή τους και να μεγιστοποιήσουν την ισχύ της κρατικής τους κυριαρχίας στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Θέλουμε να είμαστε μέσα και όχι έξω. Όχι να λειτουργούμε όπως η Αυστρία, η οποία για παράδειγμα, είναι υποχρεωμένη απλώς να αντιδρά στις αποφάσεις των δώδεκα. Το νόημα της συμμετοχής μας στην Κοινότητα προσανατολίστηκε προς την κατεύθυνση αύξησης της επιρροής μας με αυτό τον τρόπο. Συχνά χρησιμοποίησα τη ρήση του Αρχιμήδη δώσε μου γη να σταθώ και θα κινήσω τη γη. Για τη Βρετανία είναι ένα τέτοιο μέρος για να σταθεί» (Howe 1990, σ. 987).
Η Βρετανία, λοιπόν, ακόμη πιο έντονα απ’ ότι οι άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, αξιώνει ρόλο και θέση ισχύος που της επιτρέπει να επηρεάζει την κατανομή ισχύος και συμφερόντων σε περιφερειακό τουλάχιστον επίπεδο. Αυτές οι στρατηγικές αξιώσεις ισχύος, υπενθυμίζεται, λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που το προαναφερθέν σύστημα κοινοτικής διακυβέρνησης στους οικονομικούς τομείς έχει προσλάβει πρωτοφανείς για τις διακρατικές σχέσεις διαστάσεις. Με διαφορετικά λόγια: η συνύπαρξη εθνικής-κρατικής ετερότητας και του συστήματος συλλογικής διακυβέρνησης συνυπάρχει με στρατηγική ετερότητα που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από παρελθούσες στάσεις, παραδοχές και συμπεριφορές.
Η προσέγγιση Γαλλίας-Βρετανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και ο τρόπος που έγινε, συνιστά ακόμη μια επιβεβαίωση αυτών των στάσεων, παραδοχών και συμπεριφορών που εντάσσονται σε κλασικά πρότυπα διακρατικών εξισορροπήσεων. Καταρχήν, όπως ήδη σημειώθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η έναρξη διαλόγου Γαλλίας-Γερμανίας σχετιζόταν με την Γερμανική ενοποίηση και συνιστούσε, ουσιαστικά, κοινή εξισορροπητική στάση λόγω κοινών ανησυχιών για την αλλαγή κατανομής ισχύος στον Ευρωπαϊκό χώρο λόγω Γερμανικής επανένωσης[52]. Στο προηγούμενο κεφάλαιο, σημειώσαμε τους διαλόγους των ηγετών της Γαλλίας και της Βρετανίας, για να τονίσουμε το γεγονός πως ο κυριότερος στόχος αυτής της προσέγγισης, ήταν να ενισχυθεί η θέση των δύο χωρών στην Ευρώπη και στο διεθνές σύστημα ενόψει της Γερμανικής επανένωσης. Όπως έγραψε ο Pierre Lellouche, σύμβουλος του Ζάκ Σιράκ, η Γαλλία ήταν από τους χαμένους του τερματισμού του ψυχρού πολέμου. Αυτό, στον βαθμό που στο παρελθόν είχε καθαρό όφελος από την διαίρεση της Γερμανίας και της ύπαρξης μιας ισχυρής Ατλαντικής Συμμαχίας από οποία ενώ αποκόμιζε οφέλη δεν υπόκειτο το κόστος της αυστηρής πειθαρχίας πλήρους συμμετοχής(βλ. Lellouche 1993, ιδ. σ. 121&130.). «Για μια ακόμη φορά στην ιστορία», συνεχίζει,
«η Ευρώπη χαρακτηρίζεται από μια αξονική και ισχυρή Γερμανία, μια παρακμάζουσα και ασταθή Ρωσία και ένα μεγάλο αριθμό μικρών και αδύναμων κρατών. Και για ακόμη μια φορά, η Βρετανία και η Γαλλία είναι αδύναμες από μόνες τους να εξισορροπήσουν την Γερμανική ισχύ ή να ελέγξουν την Ρωσική αστάθεια, ακόμη λιγότερο να οικοδομήσουν μια Ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων γύρω από ένα Γαλλο–Βρετανικό άξονα»(Lellouche, ό.π., σ. 130).
Κατά συνέπεια, οι Βρετανοί οι οποίοι μετά το Σουέζ είπαν «ποτέ ξανά σ’ αντίθεση με τους Αμερικανούς» και οι Γάλλοι «ποτέ ποια εξαρτημένοι» (βλ. Gordon 1996, 134) έπρεπε να βρουν μια φόρμουλα προσεκτικής στρατηγικής προσέγγισης που θα τους επέτρεπε να αυξήσουν την συνδυασμένη επιρροή τους στην Ευρωπαϊκή πολιτική ενώ δεν θα εγκατέλειπαν τις παραδοσιακές στρατηγικές τους επιλογές. Αυτό σήμαινε, ουσιαστικά, πρώτο, έναρξη «στρατηγικού διαλόγου» με τη Γαλλία, περισσότερο πολιτικού συμβολισμού παρά στρατιωτικής σημασίας, δεύτερο, να μην θιγεί η αυτόνομη πυρηνική στρατηγική, και τρίτο να διατηρηθεί η Ατλαντική Συμμαχία για λόγους σταθερότητας της Ευρωπαϊκής μεταψυχροπολεμικής Ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων[53]. Για την Γαλλία, αυτές οι διπλωματικές κινήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Σήμαινε επίσης σχοινοβασία στο πλαίσιο μιας προσεκτικής μεν αλλά ουσιώδους εξισορροπητικής προσέγγισης του ΝΑΤΟ με τρόπο που δεν θα επηρέαζε πολιτικά και στρατιωτικά την εθνική της στρατηγική, η οποία στηρίζεται στην εθνική ανεξαρτησία, την εθνική αυτονομία και τον απόλυτο στρατηγικό έλεγχο των πυρηνικών της όπλων.
Ένας άλλος παράγοντας που δείχνει πως οι συγκλίσεις και συνεργασίες στα θέματα υψηλής πολιτικής εδράζονται σε κριτήρια αξιώσεων ισχύος και όχι ολοκλήρωσης φαίνεται από τα συμφέροντα αμφοτέρων επί ενός ακόμη ζητήματος που αφορούσε την πυρηνική ανεξαρτησία της Γαλλίας και της Βρετανίας. Μετά τον ψυχρό πόλεμο και ενόψει μειώσεων των οπλοστασίων της Ρωσίας και των ΗΠΑ, οι δύο ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις προσεγγίζοντας η μια την άλλη έκαναν αφενός μια κίνηση αυτοσυντήρησης και προστασίας της αυτονομίας τους ενόψει πιθανών πιέσεων …».
Σελ. 389-92
«… Η Γαλλία, σε αδυναμία ή δυσκολία να εξισορροπήσει την Γερμανία υιοθετεί τακτική λιγότερο ισχυρού κράτους με προώθηση θεσμικών και οικονομικών δεσμεύσεων με στόχο να αυξήσει τις δυνατότητές της να επηρεάσει την κατανομή συμφερόντων στην διαδικασία ολοκλήρωσης (για την θεωρητική θεμελίωση αυτής της θέσης βλ. Grieco, ό.π., ιδ. σ. 34). Με διαφορετικά λόγια, η ΟΝΕ, μια μεγάλη πολιτική που δρομολόγησε τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε μια άνευ προηγουμένου σύζευξη, ήταν προϊόν βεβιασμένων ενεργειών υπό το κράτος σπασμωδικών εξισορροπητικών διαδικασιών και φόβου για μακρόχρονες ανακατανομές ισχύος των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης. Ευλόγως, βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει πως τέτοιες τακτικές ήταν σύνηθες φαινόμενο στις απαρχές της διαδικασίας Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην φάση αυτή, όμως, τουλάχιστον διακηρυκτικά, ετίθετο ως στόχος ο μελλοντικός τερματισμός των τακτικών εξισορροπήσεων και όχι η παγίωσή τους ως εγγενούς χαρακτηριστικού της Κοινότητας. Η ΟΝΕ, αποτελεί αφ’ εαυτού πολιτική μεγάλης εμβέλειας και κάλλιστα εντάσσεται στους τομείς της υψηλής πολιτικής. Όμως, επειδή υιοθετήθηκε στο πλαίσιο των πιο πάνω βεβιασμένων και σπασμωδικών εξισορροπητικών κινήσεων δεν εντάχθηκε στο πλαίσιο ενός σταθερού, σφαιρικού και συμπεφωνημένου συλλογικού σχεδίου πολιτικής ανάπτυξης της διαδικασίας ολοκλήρωσης. Το καταμαρτυρούν όλες οι μετέπειτα αποφάσεις που συνιστούν περισσότερο μέτρα τεχνοκρατικής εφαρμογής της ΟΝΕ παρά ένταξή της σε μια προσπάθεια πανευρωπαϊκών κοινωνικών συγκλίσεων μεγάλης εμβέλειας. Σε κάθε περίπτωση, η ουσία είναι ότι, λήφθηκαν αποφάσεις μεγάλης πολιτικής και θεσμικής εμβέλειας χωρίς να προϋπάρξουν οι αναγκαίες πολιτικές ή κοινωνικές συγκλίσεις ή να δρομολογηθούν συμπεφωνημένες μακρόχρονες διαδικασίες που θα επιτύγχαναν κάτι τέτοιο[54].
Ακόμη πιο σημαντικό, τα κίνητρα και τα κριτήρια των Γάλλων ηγετών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο δεν ήταν η ολοκλήρωση αλλά η άσκηση ελέγχου λόγου φόβου δυσμενών ανακατανομών ισχύος που προέκυπταν από την «ξαφνική» επανένωση της Γερμανίας[55]. Ενώ όπως αναφέρθηκε, λίγα χρόνια πριν κανείς δεν προέβλεπε την επανένωση της Γερμανίας και ενώ όλοι ήσαν ικανοποιημένοι με την διχοτόμησή της, οι δυνάμεις της ιστορίας έδρασαν πάνω από τα κεφάλια των πολιτικών και των αναλυτών για να προβάλουν την πραγματικότητα, δηλαδή την φυσική έλξη για ολοκλήρωση των ομοιογενών συνόλων των δύο Γερμανικών κρατών. Όπως γράφτηκε, στην διαδικασία αυτή, όπου οι πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονταν εν θερμό και στο μέσο ραγδαίων εξελίξεων, «οι πραγματικές προτεραιότητες –και τα μελλοντικά προβλήματα– της επανένωσης προσδιορίζονταν από τις εξελίξεις ενώ η πολιτική σκέψη ακολουθούσε την αντίθετη κατεύθυνση» (Eckart 1991, σ. 454). …»
Σελ. 433-4
«… Η γενίκευση των ψηφοφοριών μεταξύ κυβερνήσεων είναι στην καλύτερη περίπτωση έμμεση και στη χειρότερη μεγάλης κλίμακας καταστρατήγηση της λαϊκής κυριαρχίας.
Για να το θέσω με διαφορετικά λόγια, σε ένα σύστημα ουσιωδώς διακρατικό-διακυβερνητικό όπου λόγω ετερότητας υπάρχει απροθυμία των κοινωνιών και των αντιπροσώπων τους να μεταθέσουν το δικαίωμα άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο, η κρίση του 1965 σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης, πιο πραγματιστικής προσέγγισης των διαδικασιών ολοκλήρωσης που περιόριζαν τις αναδιανεμητικές διαδικασίες μόνο στον βαθμό και στην έκταση που το επέτρεπαν οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών. Αναμφίβολα, αν και πολλές αρμοδιότητες της Επιτροπής παρέμειναν άθικτες προσδίδοντας την απατηλή εικόνα ενός υπερεθνικού σχήματος, έκτοτε, με κάθε κριτήριο ορθής εκτίμησης του Κοινοτικού φαινομένου, οι εντολείς είναι τα κράτη-μέλη και οι εντολοδόχοι οι υπερεθνικοί θεσμοί[56]. Εντούτοις, τα αίτια που έθεσαν τη διαδικασία ολοκλήρωσης σε αυτή την τροχιά δεν είναι πάντοτε κατανοητά. Συγκεκριμένα, δεν συνειδητοποιείται πως τα όρια και οι περιορισμοί υπερεθνικής ανάπτυξης οφείλονται, όπως αναφέρθηκε μόλις, στην άρνηση μετάθεσης του δικαιώματος άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας, γεγονός που ανατρέπεται μόνο αν εξαλειφθεί ή μετριαστεί ουσιωδώς η κοινωνικοπολιτική-κοσμοθεωρητική ετερότητα των μελών της ΕΕ.
Το βαθύτερο νόημα του «συμβιβασμού του Λουξεμβούργου», είναι πως ακόμη και η άνωθεν προδιαγεγραμμένη εταιρική ολοκλήρωση θα εισέρχεται σε ολοένα μεγαλύτερα αδιέξοδα και θα βυθίζεται σε ολοένα μεγαλύτερα προβλήματα σύγκλισης και συνοχής αν δεν συνοδεύεται από επαρκή αλληλεγγύη και κοινωνικές συγκλίσεις. Όταν, όπως διαπιστώσαμε, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπό την πίεση στρατηγικών διλημμάτων λήφθηκαν αποφάσεις για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), ελάχιστα λήφθηκε υπ’ όψιν αυτή η παράμετρος, γεγονός που ανάγκασε ακόμη και τον Ζακ Ντελόρ να μιλήσει τον Ιανουάριο 1999 για τον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης[57].
Τα συμπεράσματα αυτά θα μπορούσαν να διερευνηθούν και σε αναφορά με την συζήτηση για τον κοινωνιοκεντρικό ή εταιρικό χαρακτήρα του Κοινοτικού μοντέλου. Στο σημείο αυτό, ίσως θα πρέπει υπενθυμίσουμε ορισμένες πτυχές που αφορούν την εξέλιξη των θεωριών ολοκλήρωσης …»
Σελ. 451-454
Θα μπορούσα να προσθέσω ότι, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην Σοβιετική Ένωση, επειδή υπάρχει κοσμοθεωρητική ετερότητα που μετριάζεται από μια εκτεταμένη μεν αλλά επιδερμική δε εταιρική αλληλεξάρτηση, τα προβλήματα άνισης ανάπτυξης θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα που δεν μπορούν να προβλεφθούν επειδή εξαρτώνται τόσο από αστάθμητες διεθνείς κοινωνικές αλλαγές όσο και από απρόβλεπτες στρατηγικές εξελίξεις. Για να το θέσω διαφορετικά: Στο ορατό μέλλον, η σταθερότητα στην Ευρώπη, αν και δεδομένη συναρτάται εν τούτοις με την αντιμετώπιση του διεθνούς προβλήματος, ιδιαίτερα ορισμένων πτυχών του οι οποίες στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δυνατό να αποβούν ανατρεπτικές: 1) Της άνισης ανάπτυξης (που δυνατό να καταστεί ξανά μεγάλο πρόβλημα λόγω Οικονομικής και Νομισματικής Ολοκλήρωσης και της ανεπάρκειας αλληλεγγύης που τη συνοδεύει). 2) Τυχόν ηγεμονικών συμπεριφορών (που θρέφονται από τα υιοθέτηση κριτηρίων ισχύος και από τις τάσεις για επάνοδο στην αρχή της αυτοβοήθειας). 3) Απρόβλεπτων στρατηγικών εξελίξεων που επηρεάζουν τα πολιτικά και οικονομικά φαινόμενα στο ευρωπαϊκό επίπεδο και κυρίως τις εθνικές στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης.
Τα πιο πάνω –και κυρίως το συμπέρασμα πως ανεξάρτητα της οικονομικής αλληλεξάρτησης το ευρωπαϊκό διακρατικό σύστημα είναι άναρχο– σημαίνουν πως η υφή του συστήματος μακροχρόνια αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα. Αναμφίβολα, το παρόν και ορατό μέλλον προσδιορίζεται από τις σταθερές κοινοτικές δομές και τις σταθερές (και ιεραρχημένες) στρατηγικές δομές στο Ατλαντικό επίπεδο. Όμως, για να υπενθυμίσω την προειδοποίηση του Hedley Bull διατυπωμένη με λεπτότητα κα ευαισθησία, μακροχρόνια,
«ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά» (1982, σ. 163).
Η λογική στην οποία αναφέρεται ο Bull είναι η λογική του άναρχου διεθνούς συστήματος που οφείλεται σε δύο κυρίως παράγοντες που αποτελούν ταυτόχρονα τις δύο όψεις του διεθνούς προβλήματος: Πρώτο, το γεγονός πως δομικά το έθνος-κράτος διαιωνίστηκε. Δεύτερο, το γεγονός πως παράλληλα με την συνεργασία διαιωνίζεται ο άναρχος χαρακτήρας του συστήματος, ιδιαίτερα στα στρατηγικά ζητήματα.
Αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που συχνά πολλοί εθελοτυφλώντας παραβλέπουν, σηματοδοτούν το μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα: Τις ρομαντικές αντιλήψεις για την υφή της προσχώρησης των μελών στο εγχείρημα της υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά, πως στο επίπεδο της εκτίμησης των διλημμάτων που εμπεριέχονται στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δυνατό να υποβαθμιστεί ένα κεντρικό ζήτημα του διεθνούς προβλήματος: Η βαθύτερη ουσία της αλληλεξάρτησης σ’ ένα χώρο που χαρακτηρίζεται από κοσμοθεωρητική ετερότητα. Για να τονίσω αυτή τη πτυχή, αρκεί να αναφερθώ σε δύο βαρυσήμαντες επισημάνσεις που αφορούν το θέμα αυτό. Καταρχάς, ο Kenneth Waltz, σημειώνει πως όταν υπάρχουν δομικοί περιορισμοί,
«τα κράτη δεν είναι πρόθυμα να θέτουν τον εαυτό τους υπό καθεστώς μεγάλης εξάρτησης. Σ’ ένα (άναρχο) σύστημα όπου ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας, οι θεωρήσεις υπό το πρίσμα του προβλήματος ασφαλείας [όταν ανακύπτουν] υποτάσσουν τα οικονομικά κέρδη στο πολιτικό συμφέρον» (1979, σ. 107).
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, επίσης, σημειώνει πως,
«η υπαρξιακή προσχώρηση παρέχει –και συχνά απαιτεί– τα ίδια πράγματα όπως και η πρωτογενής υπαρξιακή απόφαση δηλαδή θέτει στη διάθεση του υποκειμένου μια κοσμοεικόνα ως πλαίσιο προσανατολισμού και διαμορφώνει την ταυτότητά του. (…) Το γεγονός, ότι η ολόπλευρη υπαρξιακή προσχώρηση μπορεί να σημαίνει ύψιστη υπαρξιακή ένταση, αποτελεί καθ’ εαυτό ισχυρό επίχείρημα εναντίον κάθε ρομαντικής αντίληψη για την υφή της απόφασης» (1991α, σ. 50).
Στην προκειμένη περίπτωση, μετά τις αρχικές προσχωρήσεις στην διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που αφετηριακά συχνά μεταμφιέζονταν με ρομαντικές προσδοκίες[58], διαδοχικές αποφάσεις διανεμητικού χαρακτήρα ανακατανέμουν συμφέροντα στο πλαίσιο μιας ελάχιστα ρομαντικής πολυεπίπεδης και δυναμικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο του συστήματος «ευρωπαϊκής διακυβέρνησης» που εξετάσαμε στο κεφάλαιο 19 πιο πάνω. Μια συναφής διάσταση, εξάλλου, είναι το γεγονός πως, όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης υπαινίσσεται στο εδάφιο που παράθεσα μόλις, όσο η προσχώρηση μετατρέπεται σε υπαρξιακή προσχώρηση δυνατό να προκαλέσει υπαρξιακή ένταση. Τουτέστιν: Η μακρόχρονη σταθερότητα του συστήματος εξαρτώνται από το κατά πόσον περαιτέρω ενοποιητικά βήματα (όπως η ΟΝΕ και η άμυνα-ασφάλεια, δηλαδή επιλογές μεγάλων διανεμητικών συνεπειών[59]), συνοδεύονται από την ανάδειξη ενιαίας ευρωπαϊκής κοσμοθεωρίας που παράγει νομιμοποιητικές κοσμοεικόνες[60], από επιλογές που αντιμετωπίζουν την άνιση ανάπτυξη[61], από την διασφάλιση συνθηκών ισότιμης θεσμικής συμμετοχής[62] και από την παντελή απουσία οποιασδήποτε βαθμίδας ηγεμονικών ιεραρχήσεων (επειδή τέτοιες ιεραρχήσεις βρίσκονται σε θεμελιώδη αντίθεση με την κοινοτική λογική). Το τελευταίο σημείο δεν προσυπογράφει κάποια ρομαντική ή ιδεαλιστική λογική για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση[63]. Αντίθετα, εδράζεται στην ιστορική διαπίστωση που βρίσκεται στον πυρήνα των συμπερασμάτων της παρούσης ανάλυσης πως το διεθνές σύστημα αποτελείται από συλλογικές οντότητες των οποίων οι ηθικοκανονιστικές δομές συνιστούν, ουσιαστικά, συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως βαθμίδας ή επιπέδου, εντάσσονται σε δύο κατηγορίες:
Από τη μια πλευρά, βρίσκονται τα «κοινοτικά» συστήματα δικαιοσύνης, δηλαδή αυτά που εντάσσονται στην λογική ύπαρξης μιας «πολιτικής κοινότητας» κοινής κοσμοθεωρίας, κοινών συμφερόντων και αλληλεγγύης που εξαλείφει την άνιση ανάπτυξη και απορρίπτει την αρχή της αυτοβοήθειας. Σ’ αυτή την πλευρά, ουσιαστικά, λίγο-πολύ, βρίσκονται όλα τα βιώσιμα εθνικά-κρατικά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης που λίγο-πολύ, επίσης, διακρίνονται από το γεγονός πως στο παρελθόν απέκτησαν επαρκή, για την νομιμοποίηση των κανονιστικών δομών, εσωτερική κοσμοθεωρητική ενότητα. Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται ηγεμονικά, δικτατορικά, ή λίγο-πολύ αυταρχικά-καταναγκαστικά διανεμητικά κανονιστικά συστήματα που κατά κανόνα είναι εσωτερικά κοσμοθεωρητικά κατακερματισμένα. Όπως συνέβηκε στη Σοβιετική Ένωση, ο αυταρχισμός κατέστη αναγκαίος επειδή όταν επικρατεί κοσμοθεωρητικός κατακερματισμός δεν υπάρχει άλλος τρόπος εξουδετέρωσης των αξιώσεων διακριτής κυριαρχίας και διακριτών συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης[64]. Η ιστορία δείχνει, πως αργά ή γρήγορα τα κοσμοθεωρητικά κατακερματισμένα και γι’ αυτό αυταρχικά κανονιστικά συστήματα καταρρέουν εις τα εξ ων συνετέθησαν. …»
___________________________
[1] Όπως και μ’ όλα τα ανάλογα ζητήματα διεθνών σχέσεων, και σε αυτή την περίπτωση επιβεβαιώνεται η κλασική θεωρητική θέση του Θουκυδίδη όταν παραθέτει τους Αθηναίους πρέσβεις στην συνομιλία με τους Μήλιους Πρέσβεις: «έχουμε την απαίτηση να επιδιώκουμε πιο πολύ να επιτύχουμε τα δυνατά απ’ όσα και οι δύο μας αληθινά έχουμε στο νου μας, αφού ξέρετε και ξέρουμε ότι κατά την κρίση των ανθρώπων το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του και ότι, όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν ότι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν και αποδέχονται». Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλίο V παρα. 89 (το πλήρες κείμενο του διαλόγου των Μηλίων με τους Αθηναίους πρέσβεις παρατίθεται σε παράρτημα στο τέλος του δεύτερου κεφαλαίου, πιο πάνω).
[2] Η ισχυρή διαπραγματευτική θέση των ΗΠΑ οφειλόταν στην ισχυρή σχετική θέση των ΗΠΑ στον συσχετισμό ισχύος και στην κατοχή συντελεστών δυνάμεως που μπορούσε να χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή και με τον κατάλληλο τρόπο. Τον Φεβρουάριο 1990 ο Πρόεδρος Μπούς πρότεινε μείωση των στρατευμάτων στην Ευρώπη και άφησε να νοηθεί (προφανώς αναληθώς ως προς τις πραγματικές προθέσεις) τελικής αποχώρησης: τα υπόλοιπα αμερικανικά στρατεύματα «δεν θα είναι στην Ευρώπη ως την αιωνιότητα». Βλ. «Ελευθεροτυπία» 2.2.1990. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ο Αμερικανός Πρόεδρος, ελίχθηκε και παραπλάνησε τους Σοβιετικούς ηγέτες για να επιτύχει «αυτό που του επέτρεπε η δύναμή του» (Θουκυδίδης, οπ) λόγω του στρατιωτικού / διπλωματικού πλεονεκτήματος που διέθετε. Για τις τακτικές αυτές βλ. Risse, οπ, ιδ. σελ. 166-7. Επίσης, Zelikow / Rice, οπ, 297-302.
[3] Στο σημείο αυτό, και σε συνδυασμό με τις αναλύσεις των Josef Joffe και Stanley Hoffmann στις οποίες αναφερθήκαμε στην προηγούμενη ενότητα, είναι ίσως σκόπιμο να επισημανθεί το γεγονός πως, την στιγμή που οι ΗΠΑ ανέπτυσσαν έντονη διπλωματική δραστηριότητα στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως έγινε ήδη σαφές στο προηγούμενο κεφάλαιο, τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη ήταν βαθιά διχασμένα στην βάση διλημμάτων ασφαλείας.
[4] Επειδή όταν αναφερόμαστε σε αμυντική πολιτική και εξωτερικές επεμβάσεις τίθενται θέματα οργανωτικής και πολιτικής φύσης με τα οποία συναρτάται η αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα του συστήματος, θα μπορούσαν να γίνουν ορισμένες συγκρίσεις με τις ΗΠΑ. Σ’ αντίθεση με τις ΗΠΑ, οι συλλογικές επιλογές της Κοινότητας βρίσκονται σε πλήρη εξάρτηση από τις συχνές κομματικές αλλαγές στο εσωτερικό πολλών κρατών. Αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα που σχετίζεται με την απουσία κρίσιμης υποστηρικτικής μάζας στα κοινωνικά και πολιτικά ελίτ ενός κράτους ή μιας ομάδας κρατών που καθιστά νομιμοποιημένο και βιώσιμο ένα αμυντικό σύστημα. Χαρακτηριστικό της επιπολαιότητας αλλά και των τεράστιων αντιφάσεων των προσεγγίσεων με τις οποίες έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί αυτό το άκρως σημαντικό ζήτημα, είναι η συζήτηση το 1998 για την σύμπηξη, ενόψει του γεγονότος ύπαρξης έντεκα σοσιαλιστικών κυβερνήσεων στην Κοινότητα, «Σοσιαλιστικού Μετώπου» για την προώθηση ορισμένων συλλογικών στόχων, συμπεριλαμβανομένης της ΟΝΕ και της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ταυτότητας (Βλ. για παράδειγμα Το ΒΗΜΑ, 22, σελ. Α1-Α8. Η επιπολαιότητα και οι αντιφάσεις βρίσκονται, μεταξύ άλλων, σε δύο παράγοντες: Πρώτο, κόμματα του ίδιου(;) ιδεολογικού προσανατολισμού συγκλίνουν(;) συγκυριακά και γίνονται βεβιασμένες κινήσεις ανάπτυξης πρόχειρων συμμαχιών εκπλήρωσης ορισμένων στόχων με τρόπο παραγκωνίζονται οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές παρατάξεις (οι οποίες, με βάση τα εκλογικά συστήματα, δυνατό να έχουν την πλειοψηφία ψηφοφόρων στα εκλογικά σώματα). Δεύτερο, ανεξαρτήτως ποιανής ιδεολογικής απόχρωσης είναι τέτοιες συγκυριακές συγκλίσεις, βρίσκονται σ’ αντίφαση με το πλουραλιστικό κεκτημένο του Ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, αναπτύσσουν πολιτικές αντιθέσεις και πολιτικές πολώσεις και θρέφουν μελλοντικές πολιτικές συγκρούσεις όταν το πολιτικό σκηνικό κυμανθεί. Συναφώς, επισημαίνεται ότι η βιωσιμότητα ενός αμυντικού συστήματος, ακόμη και εάν πρόκειται για εθνικό αμυντικό σύστημα, εξαρτάται από την ύπαρξη κρίσιμης υποστηρικτικής μάζας και όχι από πρόχειρες σεκταριστικές λύσεις συγκυριακού χαρακτήρα.` Σε κάθε περίπτωση, τέτοιες προσεγγίσεις αντιφάσκουν με την ανάγκη ύπαρξης ευρείας υπέρ – παραταξιακής ιδεολογικής και πολιτικής συναίνεσης για την στήριξη μεγάλων οικονομικών και διπλωματικών επιλογών. Το πρόβλημα, ασφαλώς, επιτείνεται εάν μιλούμε για δεκάδες ξεχωριστά κράτη των οποίων η εσωτερική πολιτική και ιδεολογική δομή είναι ρευστή και μεταβαλλόμενη. Τρίτο, τέτοιες κινήσεις είναι δηλωτικές του πολιτικού κατακερματισμού του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου και μάλιστα σε ζητήματα μακροοικονομικής και υψηλής στρατηγικής, τομείς οι οποίοι, όπως μόλις τονίσθηκε, απαιτούν ακριβώς τις αντίθετες προϋποθέσεις, ακόμη και στην περίπτωση ενιαίων κρατών, πολύ μάλλον στην περίπτωση μιας μεγάλης ομάδας ετερογενών και ανομοιογενών κρατών.
[5] Βλ. Financial Times, 13.12.1989, σελ. 1.
Για ανάλυση των προτάσεων βλ. Zelikow / Rice, οπ, σελ. 143-4. Επίσης Art Robert, Why Europe Needs the United States and NATO, οπ, σελ. 12.
[6] Η κυριότερη ανησυχία του Προέδρου Μιτεράν ήταν πρώτο, η σχετική θέση της Γαλλίας και δεύτερο η διασφάλιση υπό συνθήκες αναρχίας. Οι θέσεις άλλων Γάλλων ηγετών ήταν ανάλογες. Τον Ιανουάριο 1990 ο Ζάκ Σιράκ, διάδοχος του Μιτεράν στην προεδρία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας, έγραφε πως «η μεταβατική περίοδος των μεταβολών στην Ανατολή θα είναι μακρά… Η ασφάλεια των λαών δεν πρέπει να διακυβεύεται χωρίς να υφίσταται εξ αρχής μια σαφής ιδέα της διαδικασίας και του στόχου. .. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί σήμερα ότι οι αλλαγές στην Ανατολή θα είναι χωρίς επιστροφή;». Ζάκ Σιράκ, Μια Ελεύθερη Ευρώπη, Το Βήμα, 6.1.1990, σελ. 10. Θα μπορούσαμε να δώσουμε μερικές ακόμη θέσεις για την επανένωση την κρίσιμη εκείνη περίοδο: Ο Βρεταvός Υπoυργός Εξωτερικώv δήλωvε τo Νoέμβριo 1989 ότι τo θέμα της γερμαvικής εvoπoίησης «δεv είvαι στηv ημερησία διάταξη». Βλ. «Ελευθερoτυπία», 17.11.1989, σελ. 17. Ο Michel Howard, διακεκριμέvoς διεθvoλόγoς, έγραψε τo καλoκαίρι τoυ 1989: «Υπάρχoυv ελάχιστες πιθαvότητες ότι ακόμη και μία «μετα-Honecker» ΓΛΔ θα επιτρέψει vα απoρρoφηθεί από τov Δυτικό γείτovά της» (τη Δυτική Γερμαvία). Βλ. International Affairs», Summer 1989, σελ. 410. Εvας άλλoς διακεκριμέvoς αvαλυτής, Γερμανικής καταγωγής, o Karl Kaiser, έγραψε ότι η Σoβιετική Εvωση δεv είvαι δυvατό vα απoχωρήσει από τηv θέση ισχύoς πoυ κατείχε στηv Κεvτρική Ευρώπη, θέση πoυ ήταv κρίσιμη για τo status της ΕΣΣΔ στηv παγκόσμια πoλιτική. Βλ. International Affairs, Spring 1989, σελ. 215. Για παρόμoια σχόλια, Βλ. επίσης Robert D.Hormats, Redefining Europe and the Atlantic link, Foreign Affairs, Fall 1989. Bλ. επίσης τηv αvάλυση τoυ Δ. Κώvστα, Για τηv Εξωτερική Πoλιτική (Παπαζήση 1989), σελ. 132 – 34, στηv oπoία αvαφέρεται σε μεγάλo συvέδριo πoυ έλαβε χώραv στη Γερμαvία παρoυσία τoυ Μ. Γκoρμπατσόφ, και τoυ oπoίoυ τα πoρίσματα, όπως τα καταγράφει o συγγραφέας, απoφαίvovτo ότι η «Λαoκρατική Δημoκρατία της Γερμαvίας» απoτελεί μια πραγματικότητα, ότι «oι συγκρoυσιακές σχέσεις Γερμαvώv και Ρώσωv απoτελoύv βραχύβια εξαίρεση στηv ιστoρία της Ευρώπης, και ότι τo «Κoιvό Ευρωπαϊκό Σπίτι» θα μπoρoύσε vα λύσει, με τηv oλoκλήρωσή τoυ, τo «γερμαvικό ζήτημα». Τέλος, ο τέως Καγκελάριος και αρχιτέκτονας της Οστπολιτίκ Βίλλυ Μράντ, «Αυτά όλα δεv σημαίvoυv ότι πρέπει vα υπάρξει απαραιτήτως εvιαίo (γερμαvικό) κράτoς … η μoρφή κράτoυς ή σχεδόv κράτoυς, μέσα στηv oπoία έχoυv ζήσει oι Γερμαvoί πoτέ δεv εξαρτάται από τoυς ίδιoυς». Τo ΒΗΜΑ 24.9.1989, σελ. 22. Τo Φεβρoυάριo 1990, o ίδιoς πoλιτικός, εξέφρασε τηv εκτίμηση ότι η Γερμαvία θα καταλήξει σε συvoμoσπovδία και όχι σε εvωση, και ότι η Γερμαvική εvoπoίηση δεv μπoρεί vα πραγματoπoιηθεί παρά μόvo όταv θα έχει λυθεί τo θέμα τωv στρατιωτικώv συμμαχιώv. Βλ. ΑΠΕ, στη Σημεριvή (Κ), 11.2.1990, σελ. 5.
[7] Πρόεδρος Μιτεράν, παρατίθεται στο Zelikow / Rice, οπ, σελ. 98.
[8] Μια τέτοια στάση, αναμφίβολα, θα έφερνε την Γαλλία αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ.
[9] Για το γεγονός πως παρά την στοχαστική θέση του Φρανσουά Μιτεράν υπέρ της πολιτικής ένωσης πριν ανέλθει στην προεδρία, όταν έγινε πρόεδρος χρησιμοποιούσε την διαδικασία ολοκλήρωσης «εργαλειακά» και τακτικά, βλ. Haywood Elizabeth, The European Policy of Francois Mitterrand, Journal Of Common Market Studies, vol. 31, no 2, June 1993, ιδ.σελ. 276-7. Για περαιτέρω ανάλυση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής του Μιτεράν βλ. Tiersky Ronald, Mitterand’ s Legacies, Foreign Affairs, January / February 1995, ιδ. σελ. 116-8. Επίσης, Menon Anand, Explaining Defense Policy: The Mitterrand Years, Review of International Studies, vol. 21, 1995.
[10] Όπως θα σημειωθεί πιο κάτω, η απόφαση του προέδρου Μιτεράν να πιέσει την Γερμανία να αποδεχθεί την Νομισματική Ένωση ως αντάλλαγμα της συναίνεσης της Γαλλίας στην επανένωση ήταν απόφαση που λήφθηκε σχεδόν εν μέσο ανεξέλεγκτων εξελίξεων και σχεδόν εν θερμό. Η επόμενη μεγάλη κίνηση να προταθεί η δεύτερη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Πολιτική Ένωση ήταν μια ενέργεια σχεδόν πανικού, περίπου ένα μήνα μετά το δημοψήφισμα στην Ανατολική Γερμανία που καθιστούσε την επανένωση αναπόφευκτη.
[11] Όπως ήδη αναφέρθηκε, διαβουλεύσεις με την Μόσχα για το Γερμανικό είχαν γίνει και από πλευράς Λονδίνου.
[12] Είναι ίσως χρήσιμο να σημειωθεί ότι, σε γενικές γραμμές, και χωρίς να συμφωνούν με επιμέρους Γαλλικές απόψεις για τις ρυθμίσεις στον αμυντικό τομέα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν μια τέτοια προσέγγιση, δηλαδή την μεγαλύτερη συμμετοχή της Γερμανίας σε Δυτικούς θεσμούς. Εξάλλου, η «στρατηγική συμμετοχής και ενσωμάτωσης» της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα βρισκόταν σε αρμονία με την στρατηγική των ΗΠΑ για ανάλογη συμμετοχή στην Ατλαντική Συμμαχία. Βλ. ανάλυση στο Laurence Freedman, Widening the Circle of Europe, Financial Times, 17.11.1989. Για το γεγονός πως η στρατηγική της ενσωμάτωσης αποτελούσε σκοπό σ’ ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα στην Δύση και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, βλ. Blackwill Robert, German Unification and American Diplomacy, Aussenpolitik, vol. 45, no 3, 1994. Βλ. επίσης δηλώσεις του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών Baker τον Δεκέμβριο 1989, Financial Times, 13.12.1989, σελ. 1.
[13] Για το σημείο αυτό βλ. Gordon Philip, A Certain Idea of France: French Security Policy and the Gaullist Legacy (Princenton Univ. Press, NJ, 1993). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 175), αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γαλλία συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση άλλαξε και ότι δεν μπορούσε πλέον να εφαρμόζει αυτή την στάση δύο μέτρων και δύο σταθμών, γεγονός που ερμηνεύει και τις προτάσεις για την Νομισματική Ένωση οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι αμφίδρομων επιπτώσεων (παρά τις Γαλλικές προσδοκίες για το αντίθετο).
[14] Στο σημείο αυτό, είναι ίσως σκόπιμο να τονιστεί ότι, όπως έγινε σαφές στο κεφάλαιο 3, πιο πάνω, μια παραδοσιακή στάση της Γαλλίας από τον Ντε Γκώλ μέχρι τον Μιτεράν και στην Συνέχεια τον Σιράκ είναι να μη αποδέχεται ξένο έλεγχο ή άλλες επιρροές σ’ οτιδήποτε αφορά την άμυνά της. Στον τομέα αυτό, διατηρεί το προνόμιο απόλυτου εθνικού ελέγχου. Οι πέντε θεμελιακές επιλογές της Γαλλίας στην άμυνα είναι 1)εθνικός έλεγχος, 2) άρνηση στάθμευσης ξένων στρατευμάτων στο έδαφός της, 3) προτεραιότητα στο πυρηνικό της αποτρεπτικό, 4) τακτική μόνο χρήση των τακτικών πυρηνικών όπλων και 5) προτεραιότητα για προμήθειες στην εγχώρια παραγωγή. Για σύντομη ανάλυση αυτών των πτυχών στο πλαίσιο των επιλογών του 1990 βλ. Menon Anand, Explaining Defense Policy: The Mitterrand Years, Review of International Studies, vol. 21, 1995, σελ. 282-4. Αντίθετα, ως προς την Γερμανία, διαπιστώσαμε πως χωρίς περιστροφές διακήρυττε και πρότεινε διαδικασίες «διεθνοποίησης» των αμυντικών της επιλογών. Την δεκαετία του 1990 αυτή η στάση έγινε ολοένα πιο δύσκολη, γεγονός που εξηγεί, όπως θα διαπιστωθεί στην συνέχεια, ορισμένους Γαλλικούς ελιγμούς.
[15] Art, οπ, σελ. 19.
[16] Ο τέως Πρόεδρος της Γαλλίας Ζισκάρ Ντ’ Εσταίγκ συνήθιζε να λεει πως «χρειαζόμαστε μια οργανωμένη Ευρώπη για να διαφύγουμε την Γερμανική επικυριαρχία». Παρατίθεται στο Art, οπ, σελ. 15.
[17] Για το θέμα αυτό βλ. Grieco Joseph, «The Maastricht Treaty, Economic and Monetary Union and the Neorealist Research Programme», Review of International Studies, vol. 21, no 1, 1995, ιδ. σελ. 29-30.
[18] Art, οπ, σελ. 15.
[19] Για την θεωρητική θεμελίωση αυτής της θέσης βλ. Grieco, οπ, ιδ. σελ. 34.
[20] Ευλόγως, βεβαίως, κάποιος θα μπορούσε να επισημάνει πως τέτοιες τακτικές ήταν σύνηθες φαινόμενο στις απαρχές της διαδικασίας Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στην φάση αυτή, όμως, τουλάχιστον διακηρυκτικά, ετίθετο ως στόχος ο μελλοντικός τερματισμός των τακτικών εξισορροπήσεων και όχι η παγίωσή τους ως εγγενούς χαρακτηριστικού της Κοινότητας.
[21] Δηλαδή της αλληλεγγύης, της ισόρροπης και ταυτόχρονης ανάπτυξης, της διακρατικής ισοτιμίας, των συναινετικών αποφάσεων και της διαφάνειας. Για περαιτέρω στοιχεία για την πτυχή αυτή η οποία σχετίζεται με τους «σκληρούς πυρήνες» και την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» βλ. πιο πάνω εντός υποσημειώσεων, ιδ. στο κεφ. 3.4. Βλ. επίσης, Ήφαιστος Παναγιώτης, Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας (Οδυσσέας, Αθήνα, 1994), ιδ. κεφ. 7.2.
[22] Arnold Eckart, German Foreign Policy and Unification, no 3, 1991, σελ. 454.
[23] Στην Γερμανία, η άποψη για μεγαλύτερη εμβάθυνση της διαδικασίας ολοκλήρωσης είχε απήχηση για διάφορους κύκλους και για διάφορους λόγους. Όπως ήδη τονίσθηκε, σε μεγάλη μερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, υπήρχε ιδεολογική απόκλιση υπέρ της πολιτικής ολοκλήρωσης. Τον Σεπτέμβριο 1989, ο Βίλλυ Μπράντ, ενώ δήλωνε πως «δεν σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να υπάρξει ενιαίο κράτος» υποστήριζε ταυτόχρονα πως «το μέλλον των δύο Γερμανιών εξαρτάται από την Ευρώπη». Βλ. Το Βήμα», συνέντευξη, 29.9.1989. Για εκτενή ανάλυση των τάσεων στην Γερμανία ως προς αυτό το θέμα, βλ. Schwarz Hans – Peter, La Nouvelle Ideologie Allemande: «L’ Europe», Politique Etrangere, Autumn 1996. Για τις θέσης του Καγκελαρίου Κόλ, στις σελ. 540-1.
[24] Όπως θα γίνει σαφές στην συνέχεια, η στάση αυτής της Γαλλίας δεν ήταν μια μελετημένη κίνηση προς πραγματική πολιτική ένωση που θα συμπεριλάμβανε την άμυνα και ασφάλεια. Όπως θα διαπιστώσουμε, σύντομα, όταν η Γαλλία κατάλαβε πως η προσέγγιση «ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης» ήταν αδιέξοδη και ίσως αντιπαραγωγική έκανε στροφή προς τις Αγγλικές θέσεις ως προς την Ατλαντική θέση με αποτέλεσμα στενότερους δεσμούς με το ΝΑΤΟ. Όπως παρατηρεί ο Robert Art (οπ, σελ. 17&18), «εάν [στην συνέχεια, μετά τη διακήρυξη Μιτεράν – Κόλ], τα θέματα άμυνας πήγαιναν μόνον τον μισό δρόμο απ’ ότι πήγαν τα οικονομικά η πολυδιαφημισμένη Γαλλική αυτονομία θα είχε διαβρωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό».
[25] Για τα αποτελέσματα στην Συνθήκη του Μάαστριχ ως προς την άμυνα και την ασφάλεια, βλ. Χριστοδουλίδης Θ.Α., Το Μετέωρο Βήμα. Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Χριστοδουλίδης Θ. – Στεφάνου Κ. (επ.), Η Συνθήκη του Μάαστριχ, Συνθετική Θεώρηση (Σιδέρης, Αθήνα, 1993). Επίσης, Ήφαιστος Π. Ευρωπαϊκή Άμυνα και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, οπ., ιδ. κεφ. 3. Επίσης, Gordon Philip, Europe’ s Uncommon Foreign Policy, International Security, Winter 1997, ιδ. σελ. 83-9. Υπενθυμίζεται ότι της Συνθήκης του Μάαστριχ προηγήθηκε η Σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, όπου στο ανακοινωθέν διακηρύχθηκε πως «Η Ατλαντική Συμμαχία είναι ο βασικός χώρος για διαβουλεύσεις μεταξύ των μελών και σύναψης συμφωνιών που αφορούν την άμυνα και την ασφάλεια των συμμάχων βάση της Συμφωνίας της Ουάσινγκτον». Βλ. The Alliance’s Strategic Concept, NATO Handbook (NATO Office of Information and Press, 1995).
[26] Για άλλους λόγους που ωθούσαν την Γαλλία να πάρει πρωτοβουλίες στον τομέα της Άμυνας όπως οι εξελίξεις στον Κόλπο και την Γιουγκοσλαβία βλ. Menon Anand, From Independence to Cooperation: France, NATO and European Security, International Affairs, no 1, 1995, σελ. 22.
[27] Βλ. για παράδειγμα τις ιδέες του Γάλλου Υπουργού Άμυνας για πιθανές διμερείς συνεργασίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο στον συμβατικό τομέα, στους Financial Times, 8.6.1990.
[28] Βλ. Forget Michel, La Dissuasion Nucleaire Francaise: Continuite et Changement, Defense Nationale, Decembre 1997, ιδ. σελ. 44.
[29] Βλ. Menon Anand, From Independence to Cooperation: France, NATO and European Security, οπ, σελ. 23. Επίσης, Croft Stuart, European Integration, Nuclear Deterrence and Franco – British Nuclear Cooperation, International Affairs, vol. 72, no 4, 1996, ιδ. σελ. 780.
[30] Εάν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τους δύο όρους, θα μπορούσαμε να πούμε πως στην περίπτωση των υπερεθνικών κατασκευών επιχειρείται να στηριχθούν σε κοινές ιδεολογικές παραδοχές, εταιρικού κυρίως χαρακτήρα και να συμπληρωθούν με έμμεσες έστω διαδικασίες δημοκρατικού ελέγχου, ενώ στην περίπτωση των υπερκρατικών δομών η άσκηση λαϊκής κυριαρχίας είναι στοιχειώδης ή ανύπαρκτη και το σύστημα αναπτύσσει εσωτερικές δομές που ιεραρχούνται στη βάση κριτηρίων ισχύος, ακόμη και αυταρχικού χαρακτήρα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ιδιαίτερα στην ύστερη φάση ανάπτυξής της αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δύο: Ενώ η αρχική παραδοχή ήταν πως οι υπερεθνικές διαδικασίες μέσω κοινοτισμού θα οδηγούνται ολοένα και περισσότερο στην δημιουργία «πολιτικής κοινότητας» και σε κοινούς υπερεθνικούς θεσμούς που θα νομιμοποιούνται στην αναδυόμενη ευρωπαϊκή κοινωνία, στην ύστερη φάση ανάπτυξής της οι τάσεις προς πολλές ταχύτητες και η συμμετοχή σ’ αυτές στη βάση κριτηρίων ισχύος κατατείνουν προς την ανάδειξη ενός ιεραρχημένου υπερκρατικού συστήματος μεγάλου δημοκρατικού ελλείμματος.
[31] Επειδή αφορά άμεσα και ζωτικά τον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας των μελών, τις μακροοικονομικές αποφάσεις, τις κοινωνικές ισορροπίες, τις διακρατικές ανακατανομές ισχύος και την άνιση ανάπτυξη.
[32] Κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει, ασφαλώς, πως η αφετηριακή κοινοτική-υπερεθνική λογική έχει εγκαταλειφτεί και αντικατασταθεί από βιώσιμες πραγματιστικές συνεργατικές προσεγγίσεις. Ένα τέτοιο επιχείρημα είναι λανθασμένο για πολλούς λόγους. Μεταξύ άλλων: Πρώτο, αγνοεί το διεθνές πρόβλημα, το οποίο, όπως εξηγήθηκε στο κεφάλαιο 14, πιο πάνω, βρίσκεται στη βάση κάθε σοβαρού προβληματισμού που οικοδομείται στο Παραδοσιακό Παράδειγμα. Δεύτερο, η αφετηριακή λογική, παρέπεμπε στο όραμα της δια-κοινωνικής αλληλεγγύης (και έτσι εμμέσως πλην σαφώς στην εξάλειψη του προβλήματος της άνισης ανάπτυξης) και της δημιουργίας ενός συστήματος πλουραλισμού, ισοτιμίας και δημοκρατίας. Τρίτο, η αφετηριακή διεθνιστική-υπερεθνική λογική, επίσης, έχει ενσωματωθεί στις Συνθήκες, διέπει την φιλοσοφία και λειτουργία των θεσμών, κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο των αντιπροσώπων των Κοινοτικών θεσμών και συχνά –έστω και ρητορικά– στον δημόσιο λόγο πολλών ηγετών των κρατών-μελών. Τρίτο, υπάρχουν τα ζωντανά παραδείγματα των Κοινών Πολιτικών οι οποίες –έστω και αν ελέγχονται από τα διακυβερνητικά όργανα– εφαρμόζονται με πολλή δόση αυτονομίας από υπερεθνικούς θεσμούς όπως η Εκτελεστική Επιτροπή. Τέταρτο, η Εκτελεστική Επιτροπή, τόσο στις πρωτοβουλίες απόρροια καταστατικών βαθμίδων δικαιοδοσίας όσο και στις κατά καιρούς εκθέσεις της κατατείνει προς στάσεις-παραδοχές σαφώς διεθνιστικού-υπερεθνικού περιεχομένου. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί, χιλιάδες διανοούμενοι, πολλοί εξ αυτών ερευνώντας και γράφοντας με άμεσες χρηματοδοτήσεις (που ενίοτε εκλαμβάνονται ως σχετιζόμενες με «όρους εντολής» παραγωγής υπερεθνικής ιδεολογίας) κατατείνουν προς απολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που εξασθενίζουν τον ορθολογισμό-ευθυκρισία στον πολιτικό λόγο, την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τον επιστημονικό λόγο που αποστερείται έτσι ακόμη και προσχημάτων στοιχειώδους επιστημονικής ουδετερότητας.
[33] Η ανάλυση αυτή, όσον αφορά την άμυνα, την ασφάλεια και την διπλωματία, θεωρεί, στηριζόμενη σε θεμελιώσεις προγενέστερων δημοσιεύσεων (βλ. Ifestos 1987, 1988, Ήφαιστος 1999β, 2000, Αρβανιτόπουλος-Ήφαιστος 2000), πως η δυτική Ευρώπη αποτελεί υποσύστημα μιας ευρύτερης διακρατικής συσπείρωσης, του ευρωατλαντικού χώρου.
[34] Ο Schwarz (1996, ιδ. σ. 537-41), υποστηρίζει πως η Γερμανία υπερβάλλει με υπερ-προβολή του «ευρωπαϊκού ιδεώδους» ενώ κάνει σοβαρά λάθη ή αντιφάσεις στα εξής ζητήματα: 1. Εμβάθυνση της ΕΕ. 2. Η Βόννη, με το μάτι στην κεντρική Ευρώπη, προσποιούταν πως διεύρυνση και η εμβάθυνση δεν είναι αντιθετικές πορείες. 3. Ο «σκληρός πυρήνας» που υποστήριξε η Βόννη θα αλλάξει την διαλεκτική των ενδο – κοινοτικών σχέσεων και θα διαταράξει τις λεπτές ισορροπίες. 4. Οι φιλοδοξίες για κοινή Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και άμυνα είναι ουτοπικές. 5. Δεν λαμβάνεται υπόψη η εσωτερική αντίσταση των Ομοσπονδιακών κρατών της Γερμανίας. 6. Η ΟΝΕ είναι τεχνητό κατόρθωμα που θα προκαλέσει διασπάσεις και φυγόκεντρες τάσεις. Επίσης, πως οι πλειοψηφικές αποφάσεις που ευνοεί η Βόννη θα επιφέρουν διχόνοιες και ενδεχομένως διάσπαση και πως η Βόννη δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός πως το Λονδίνο και το Παρίσι δεν θέλουν αύξηση των εξουσιών του Ευρωκοινοβουλίου και μεταβίβαση ουσιωδών εξουσιών σε θέματα κοινωνικών ισορροπιών, ειρήνης, πολέμου. Για την αντίθετη άποψη βλ. Asmus, οπ. σ. 258-61).
[35] Το θέμα αυτό εξετάστηκε επανειλημμένα από τον Joseph Grieco. O Grieco, υποστήριξε πως ο φόβος της άνισης ανάπτυξης (και ιδιαίτερα των σχετικών κερδών, βλ. κεφ. 15, πιο πάνω) υποβόσκει παρά τους συνεργατικούς θεσμούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (βλ. Grieco 1995). Αυτό θα γίνει ακόμη πιο καθαρό στην συνέχεια όταν θα αναφερθούμε στην φάση της Γερμανική επανένωσης. Για εξέταση του θέματος των σχετικών κερδών βλ. Grieco 1988 και 1990.
[36] Η υποστήριξη της Ατλαντικής Συμμαχίας σχετίζεται, ενδεχομένως, με το γεγονός πως παραδοσιακά, η Γερμανία δεν είχε εμπιστοσύνη στην Αγγλία και στην Γαλλία για την πυρηνική της κάλυψη. Συνδυασμένο με το γεγονός ότι η Γερμανία είτε δεν δύναται να αποκτήσει –τουλάχιστον στο ορατό μέλλον– πυρηνικά όπλα χωρίς μεγάλες ανατροπές των ισορροπιών, η κρατούσα άποψη στην Βόννη μετά τον ψυχρό πόλεμο είναι ότι, «μια μικρότερη δύναμη δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια μιας μεγάλης δύναμης» (βλ. Macridis Roy, ό.π., σ. 112). Μετά τον ψυχρό πόλεμο, επίσης, η Γερμανία δεν φαίνεται να άλλαξε στάση. Γερμανοί επίσημοι επαναλαμβάνουν πως «μια μικρότερη δύναμη δεν μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια μιας μεγαλύτερης δύναμης» (Παρατίθενται στο Yost 1993, σ. 112). Η κρατούσα θέση στη Γερμανία μετά τον ψυχρό πόλεμο για το ενδεχόμενο κάλυψης της Γερμανίας από άλλη Ευρωπαϊκή δύναμη είναι ενδεικτική τόσο των νέων τάσεων όσο και της νέας αυτοπεποίθησης της Γερμανικής διπλωματίας.
[37] Παρά το γεγονός πως όλες οι ενδείξεις μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δείχνουν ότι οι ΗΠΑ επέλεξαν την Ατλαντική Συμμαχία ως το βασικό εξωτερικό μέσο εξωτερικής πολιτικής, η σταθερότητα του θεσμού αυτού, και κατ’ επέκταση της Ευρωπαϊκής κοινότητας, είναι συνάρτηση δύο κρισίμων παραγόντων. Πρώτο, ότι αυτό θα συνεχίσει να ευνοεί τα Αμερικανικά συμφέροντα με την ίδια ένταση που παρατηρήθηκε την δεκαετία του 1990. Δεύτερο, ότι νέες πολώσεις στον διεθνή χώρο ή απρόβλεπτα γεγονότα (πχ απειλή κατά της Γερμανίας από μια μεγάλη πυρηνική δύναμη) δεν θα προκαλέσουν δραστικές αλλαγές στις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Για το ενδεχόμενο να απειληθεί η Γερμανία ή η Ιαπωνία και η πιθανή αντίδρασή τους βλ. Waltz 1993β, ιδ. σ. 52-5, Layne 1993, ιδ. σ. 37.
[38] Ένα συναφές επιχείρημα είναι ό,τι όχι μόνον η Γαλλία δεν θα επιτύχει τους στόχους που έθεσε όταν επιδίωξε την ΟΝΕ αλλά επιπλέον η Γερμανική οικονομική και νομισματική επικυριαρχία θα είναι αναπόφευκτη. Βλ. Joffe 1993, ιδ. σ. 38.
[39] Η βασική αντίφαση έγκειται στο γεγονός πως ενώ όλοι ώθησαν ή αποδέχθηκαν την ΟΝΕ ως συγκυριακή διέξοδο στο πλαίσιο βεβιασμένης αντιμετώπισης καυτών προβλημάτων που έθετε η Γερμανική επανένωση (βλ. πιο κάτω), η βιωσιμότητα του εγχειρήματος είναι συνάρτηση ουσιαστικών βημάτων προς την Πολιτική Ένωση την οποία κανείς δεν φαίνεται να επιθυμεί, να οραματίζεται ή να αποδέχεται. Για το θέμα της πολιτικής ένωσης, βλ. την κατατοπιστική ανάλυση του Niblett 1996, ιδ. σ. 102-4, όπου και παρατίθενται οι θέσεις Ευρωπαίων ηγετών ως προς το ζήτημα αυτό.
[40] Για ανάλυση των δομικών τάσεων και προβλέψεις ότι η ανάπτυξη των διλημμάτων που υποβόσκουν είναι πολύ πιθανή, βλ. Mearsheimer 1990, ιδ. σ. 32, Glaser 1993, ιδ. σ. 22,24-5,28-9. Για την άποψη πως οι διευθετήσεις της δεκαετίας του 1990 για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ταυτότητα είναι στρατηγικά προβληματικές και πως εάν οι Ευρωπαίοι δεν μπορέσουν να αναπτύξουν συνεργασία θα υπάρξουν, ενδεχομένως, αποσταθεροποιητικές τάσεις βλ. Ruggie 1996, ιδ. σ. 114-5&120-2. Για την άποψη πως στην Γερμανία και ιδιαίτερα στις τάξεις των Σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων υπάρχουν φυγόκεντρες δυνάμεις, ιδιαίτερα ως προς τα πυρηνικά της Βρετανίας και Γαλλίας, βλ. Croft 1996, ιδ. σ. 782.
[41] Για τα προβλήματα και διλήμματα του θέματος του Αμερικανικού ηγεμονικού ρόλου υπό το πρίσμα του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος βλ. Ikenberry J. (1996). Ο συγγραφέας συμπεραίνει ότι, στον ορατό ορίζοντα, η πιθανή πρόκληση θα μπορούσε να προέλθει από κάποια χώρα της οποίας οι δείκτες οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος θα αμφισβητήσουν την αμερικανική πρωτοκαθεδρία. Η πρόκληση συμπληρώνει, πρέπει να έχει κίνητρα ισχύος αλλά και «κοινωνικά» κίνητρα (σελ. 402).
[42] Οι βρετανικές ανησυχίες για την κατανομή ισχύος στην ηπειρωτική Ευρώπη λόγω δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν θα μπορούσαν να εκφραστούν καλύτερα παρά μόνο με την παράθεση παλαιότερης συνομιλίας το 1958 μεταξύ του Ντε Γκωλ και του βρετανού πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλλαν για την αξίωση του Λονδίνου να ενταχθεί ως πλήρες μέλος. Ο στρατηγός Ντε Γκωλ γράφει τα εξής: «Οι άγγλοι, δεν δέχθηκαν ποτέ ούτε να δουν την ήπειρο να ενώνεται ούτε να γίνουν ένα μαζί της. Μπορεί να πει κανείς μάλιστα, κατά κάποιο τρόπο, πως εδώ και οκτώ αιώνες ολόκληρη η ιστορία της Ευρώπης έγκειται σ’ αυτό. (…) [αφού αποφάσισε να μη συμμετάσχει στην Κοινότητα την δεκαετία του 1950] (…) Έπειτα, με την πρόθεση να ματαιώσει την απόπειρα των Έξι, τους είχε προτείνει να οργανώσουν μαζί της και με μερικούς άλλους μια ευρύτατη ζώνη ελευθέρων ευρωπαϊκών ανταλλαγών. Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα την ημέρα της επιστροφής μου στην εξουσία. Στις 29 Ιουνίου του 1958 είδα να καταφθάνει στο Παρίσι ο πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλλαν. Στη μέση των φιλικών μας συνομιλιών για πολλά θέματα μου δήλωσε ξαφνικά πολύ συγκινημένος: «Η κοινή Αγορά είναι, γι’ ακόμη μια φορά, το Ηπειρωτικό Σύστημα (που θα μας Αποκλείσει). Η Αγγλία δεν το δέχεται. Σας παρακαλώ, παραιτηθείτε απ’ το εγχείρημα αυτό. Ειδάλλως, θα μπούμε σ’ έναν πόλεμο που, ασφαλώς, θα είναι οικονομικός στην αρχή, μα θα κινδυνεύσει να απλωθεί βαθμιαία και σε άλλους τομείς». (…). Στα μέσα του 1961 οι Άγγλοι ξανάρχισαν την επίθεση. Αφού δεν είχαν κατορθώσει να εμποδίσουν τη γέννηση της Κοινής Αγοράς απ’ έξω, σχεδίαζαν τώρα να την παραλύσουν από μέσα. Παύοντας να απαιτούν τη ματαίωσή της, δήλωναν τώρα, αντίθετα, πως ήθελαν να λάβουν μέρος σ’ αυτή» Ντε Γκωλ 1970, τόμος Α΄, σ. 363,366. Το 1962, επίσης ο βρετανός πρωθυπουργός επανέλαβε τις ίδιες θέσεις λέγοντας: «Εάν μείνουμε εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μου φαίνεται ότι οι πραγματικότητες στο επίπεδο της [νέας κατανομής] ισχύος θα υποχρεώσουν τους Αμερικανούς φίλους μας να προσδώσουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις απόψεις και τα συμφέροντα της Κοινότητας και λιγότερη προσοχή στα δικά μας. Θα μπορούσαμε να δούμε, ακόμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κοινότητα να συντονίζονται και να συνεργάζονται σε σημαντικά ζητήματα, με πολύ λίγα κίνητρα για να διασφαλίσουν τη συμφωνία μας ή ακόμη και απλώς να μας συμβουλευτούν. Εάν χάσουμε την επιρροή μας στην Ευρώπη και στην Ουάσινγκτον ταυτόχρονα, και κάτι τέτοιο [η μη ένταξη στην Κοινότητα] θα υπονομεύσει και θα φθείρει σοβαρά την διεθνή μας θέση» (Harold Macmillan, που επανέλαβε παραθέτοντας την ο Howe 1990, σ. 687,688).
[43] Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ομοφωνία απ’ ότι στην δεκαετία του 1980. Μετά τον ψυχρό πόλεμο τα τρία κόμματα δεν είχαν ουσιαστικές αποκλίσεις (βλ. Bellamy 1992, ιδ. σ. 449. Για το εσωτερικό ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται η αμυντική στρατηγική, βλ. Wallace W. 1991, σ. 69
[44] Για ανάλυση όσον αφορά τις Βρετανικές στάσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ βλ. Bailes 1995, σ. 89. Όπως θα γίνει αντιληπτό στην συνέχεια, το Λονδίνο διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην μετεξέλιξη της Ατλαντικής Συμμαχίας και των σχέσεων της Ευρώπης με αυτή. Ουσιαστικά, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και ενώ η Γαλλία ταλαντευόταν (τουλάχιστον μέχρι το 1994-95), η Βρετανία ασκούσε εποπτεία των διεργασιών και διαβουλεύσεων. Όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια, το αποτέλεσμα είναι πως μετά την απόφαση του Βερολίνου τον Ιούνιο 1996 το θέμα του ευρωπαϊκού πυλώνα της Ατλαντικής συμμαχίας, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δρομολογήθηκε στις γραμμές της παραδοσιακής αντίληψης περί «ατλαντικής ευρωπαϊκής άμυνας», θέση με την οποία, για διάφορους λόγους, το Παρίσι προσαρμόσθηκε.
[45] Η στάση των Βρετανών στο θέμα του ελέγχου των εξοπλισμών και δη του πυρηνικού οπλοστασίου είναι ανάλογη των Γάλλων. Όπως το έθεσε ο Βρετανός πρωθυπουργός παλαιότερα, στάση την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο συνεχίζει να υιοθετεί, «εάν οι αριθμοί των πυρηνικών όπλων των δύο υπερδυνάμεων μειωθούν μαζικά και εάν εισέλθουμε σ’ ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο, τότε ίσως να καταστεί δυνατό να συνυπολογισθούν τα πυρηνικά όπλα της Βρετανία στον έλεγχο των εξοπλισμών». Βλ. Kolodziej Edward, Modernization of British and French Nuclear Forces: Arms control and security dimensions, στο Jacobsen Carl, The Uncertain Course, New Weapons, Strategies and Mind – Sets (Oxford University Press, UK, 1987), σελ. 249. Για ανάλυση ως προς το πυρηνικό αποτρεπτικό της Βρετανίας όπως διαμορφώθηκε μετά την ανανέωση του οπλοστασίου της, βλ. Duval 1996.
[46] Η δήλωση του Malcolm Rifkind, υφυπουργού εξωτερικών της Βρετανίας είναι χαρακτηριστική: «Δεν είναι προς το συμφέρον μας να ενθαρρύνουμε οποιαδήποτε σκέψη πως μια μεγάλη σύγκρουση στην Ευρώπη στην οποία υπάρχει πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα δεν είναι συνδεδεμένη με τα ζωτικά συμφέροντα όλων των συμμάχων συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών» (παρατίθεται στο Yost 1993 σ. 112).
[47] Αυτή είναι μια αξίωση ισχύος της Βρετανίας όχι χωρίς συνέπειες για τις πολιτικές σχέσεις στην Ευρώπη. Όπως έγραψε ο Κρίστοφερ Σόαμς, πρεσβευτής της Βρετανίας στο Παρίσι τη δεκαετία του 1960, «λόγω της στενής σχέσης των Βρετανών με τις ΗΠΑ, η Βρετανία φάνταζε στα μάτια του Ντε Γκωλ ως απειλή». Βλ. Το ΒΗΜΑ, 29.4.2001, σ. Α32.
[48] Ως προς τις «πρακτικές ανάγκες», η Βρετανία, ενωρίς μετά τον ψυχρό πόλεμο και εναρμονιζόμενη με ανάλογες τάσεις στην μετεξέλιξη του στρατηγικού δόγματος της Ατλαντικής Συμμαχίας, επεδίωξε ανάπτυξη στρατιωτικών ικανοτήτων που επιτρέπουν επεμβάσεις σε περιφερειακές κρίσεις. Αυτό, πάντοτε στο πλαίσιο των συμμαχιών της και των ειδικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ, βελτίωσαν τη δυνατότητα αφενός αυτόνομης δράσης και αφετέρου ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων με τις ισχυρότερες δυνάμεις (βλ. Witney ο.π., σ. 100-4. Οι πρωτοβουλίες εντός του ΝΑΤΟ, εξάλλου, πρέπει να είναι όργανα δράσεων που θα βρίσκονται σ’ αρμονία με τους στρατηγικούς στόχους της Ατλαντικής Συμμαχίας θα χαρακτηρίζονται, τόσο ως προς την συμμετοχή όσο και ως προς τον τρόπο ενέργειας, από ευκαμψία σ’ όλα τα επίπεδα. Βλ. Wallace H. 1996, σ. 57.
[49] Ο τότε Βρετανός πρωθυπουργός, σ’ απάντηση στην έκθεση Λάμερ (συμβούλου του Γερμανού Καγκελαρίου), δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ήδη υπερέβη αυτό που οι πατέρες εννοούσαν ως «ένωση». Το κράτος, τόνισε, παραμένει ο μόνος νομιμοποιημένος θεσμός και κάθε προσπάθεια υιοθέτησης θεσμικών ρυθμίσεων που παρακάμπτουν αυτή την πραγματικότητα θα αποδυναμώσει αντί να δυναμώσει την ευρωπαϊκή ένωση. Βλ. Niblett 1996, σ. 102.
[50] Βλ. το πλήρες δοκίμιο της Thatcher ό.π., Βλ. επίσης Wallace H., ό.π., 1996, σ. 57, Howard 1995, ιδ. σ. 714-5, Gordon 1996, ιδ. σ. 138, Witney 1994-95, ιδ. σ. 96-7.
[51] Για ανάλυση και άλλες πληροφορίες για την μετεξέλιξη της σχέσης Βρετανία – Γαλλίας βλ. μεταξύ άλλων, τις πιο κάτω αναλύσεις ή θέσεις. Juppe 1995, σ. 12, Croft 1996, Gnessoto 1996, ιδ. σ. 114, Boyer 1996, Viot 1997, ιδ. σ. 13-5, Wallace W 1991, ιδ. σ. 150.
[52] Βλ. την συζήτηση Θάτσερ – Μιτεράν, όταν αποφασίσθηκε να αρχίσουν επαφές, στο Thatcher 1993, ιδ. σ. 796-8.
[53] Πρέπει να σημειωθεί πως η σύγκλιση των δύο χωρών ως προς την Ατλαντική Συμμαχία ούτε εύκολη είναι ούτε δεδομένη. Ουσιαστικά, η συνεργασία Γαλλίας – Βρετανίας συναντά δύο μεγάλα εμπόδια. Το πρώτο οφείλεται στο γεγονός πως η συνεργασία Βρετανίας – ΗΠΑ αποκλείει μεταφορά τεχνολογίας σε τρίτη χώρα. Δεύτερο, υπάρχει ουσιώδης απόκλιση στρατηγικών επιδιώξεων. Η μεν Βρετανία βλέπει την Αμερικανική κάλυψη στην ολότητά της θέτοντας, κατά κάποιο τρόπο, σε δεύτερη μοίρα τα εθνικά πυρηνικά αποτρεπτικά, ενώ η Γαλλία εκ παραδόσεως θεωρούσε τις συμμαχίες αναξιόπιστες, ειδικά τις πυρηνικές συμμαχίες (βλ. Wallace 1991, ιδ. σ. 150,152,&157-8. Για τις δυσκολίες και τους περιορισμούς βλ. Croft 1996, ιδ. σ. 787.
[54] Όπως είναι γνωστό, αυτό το πρόβλημα στη συνέχεια αντιμετωπίστηκε, εν μέσο συχνών αντιθέσεων λόγω πιέσεων για διεύρυνση, με ενίσχυση των ταμείων σύγκλισης. Όμως, υπάρχει κοινή παραδοχή ότι, αφενός, πραγματική σύγκλιση απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη μετάθεση πόρων, και αφετέρου, η ΟΝΕ δημιουργεί συνθήκες έντονου ανταγωνισμού χωρίς επαρκείς ασφαλιστικής δικλείδες για τη βοήθεια κάποιου μέλους που για κοινωνικούς ή άλλους λόγους δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει. Ουσιαστικά, περίπου στην βάση της αρχής της αυτοβοήθειας και με τον κίνδυνο της άνισης ανάπτυξης να παραμονεύει, οι εθνικές οικονομίες βρίσκονται σε ανοικτό ανταγωνισμό χωρίς επαρκείς κοινοτικές ρυθμιστικές εξουσίες, υπό συνθήκες συγκέντρωσης πολλών εξουσιών σε χέρια τεχνοκρατών και με κοινή παραδοχή διαρκούς αύξησης του δημοκρατικού ελλείμματος.
[55] Ο Joseph Grieco εξέτασε τους λόγους της συμμετοχής των κρατών μελών στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση στη βάση της υπόθεσης ότι «εάν τα κράτη έχουν ένα κοινό συμφέρον και εισέλθουν σε διαπραγματεύσεις για τον προσδιορισμό του συνεργατικού πλαισίου, τότε οι λιγότερο αλλά ακόμη σημαίνοντες συντελεστές θα αναζητήσουν τρόπους, ούτως ώστε οι κανόνες που θα οικοδομηθούν θα τους προφέρουν αρκετές ευκαιρίες να ακουστεί η φωνή τους, τα συμφέροντά τους και τα ενδιαφέροντά τους, και γι’ αυτό να εμποδίσουν ή τουλάχιστον να βελτιώσουν την θέση τους έναντι της [αναπόφευκτης] επικυριαρχίας των ισχυρότερων» (Grieco 1995, σ. 34.). Τα συμπεράσματά του σε σχέση με τα γεγονότα αυτής της περιόδου είναι πως επιβεβαιώνουν αυτή την υπόθεση της ρεαλιστικής θεωρίας. Όπως εξάλλου, εξακριβώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, καθώς και στις προηγούμενες σελίδες αυτού του κεφαλαίου, οι στάσεις τόσο της Γαλλίας όσο και της Βρετανία έβλεπαν τη συμμετοχή ως προσέγγιση που θα βοηθούσε στο να «ακούγεται η φωνή τους», να συμμετάσχουν στις αποφάσεις που τις αφορούν, να επηρεάζουν τις παραστάσεις των τρίτων για τη σημασία της χώρας τους και να αποτρέπουν αποφάσεις οι οποίες δυνατό να είναι βλαπτικές για τα εθνικά τους συμφέροντα. Οι επιδιώξεις αυτές, εξάλλου, συνδέονται άμεσα με γενικότερους στρατηγικούς στόχους που αφορούν τη σχετική θέση των χωρών αυτών στους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος.
[56] Αυτή η παρατήρηση, προφανώς, δεν προδικάζει την δυνατότητα διαφορετικών επιρροών μεταξύ των κρατών-μελών στο σύστημα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
[57] Για τις επιφυλάξεις του Ζακ Ντελόρ, βλ. Το Βήμα, 3.1.1999, σελ. Α5. Όπως το έθεσε σε αναφορά με την ανάγκη σταθεροποιητικών πολιτικών στα κράτη-μέλη και την ανάγκη ανακατανομών πόρων μέσα από τον Κοινοτικό προϋπολογισμό, το πάγωμα των δαπανών είναι ένα διάβημα που «οδηγεί την ένωση σε ένα στενωπό. Και ίσως στον κίνδυνο διάλυσης. Η διάλυση θα είναι κατ’ αρχάς ψυχολογική και πολιτική. Θα συνεχίσουμε να είμαστε μέλη της λέσχης αλλά θα πιστεύουμε σε αυτή όλο και λιγότερο».
[58] Όπως τονίστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, η διερεύνηση των αφετηριακών λογικών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δείχνει πως ακόμη και στις αρχικές φάσεις η ρομαντική ρητορική υπέκρυπτε σκληρά στρατηγικά συμφέροντα και κυρίως το εθνικά οικονομικά συμφέροντα.
[59] Γεγονός που απαιτεί συνεκτίμηση των υπαρκτών εθνικών-συμφερόντων.
[60] Η οποία απουσιάζει παντελώς παρά μόνο ως επιδερμική εταιρική αντίληψη που συναρτάται με κοινά θεσμικά χαρακτηριστικά και ρευστές-ασταθείς ωφελιμιστικές προσδοκίες που δυνατό να αντιστραφούν ανά πάσα στιγμή λόγω της εισαγωγής κριτηρίων ισχύος που επαναφέρουν δραστικά το σύστημα στις λογικές της αναρχίας και της αρχής της αυτοβοήθειας.
[61] Η οποία, άνιση ανάπτυξη δεν αντιμετωπίζεται με τα ασήμαντα σε σχέση με τις ανάγκες ταμεία σύγκλισης που περισσότερο υπογραμμίζουν την εισαγωγή της αρχής της αυτοβοήθειας παρά την ύπαρξη αλληλεγγύης [Πόσες φορές την τελευταία δεκαετία, για παράδειγμα, ηγέτες λιγότερο ισχυρών κρατών απαιτούσαν δραστικές κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αλλαγές εν ονόματι της αρχής της αυτοβοήθειας που εισήγαγαν οι ρυθμίσεις για την ΟΝΕ; Λέχθηκε ποτέ η ίδια προειδοποίηση αναφορικά με ποια επαρχία κάποιου κράτους; Αυτή δεν είναι η ουσιώδης-θεμελιώδης διαφορά μεταξύ ενός ολοκληρωμένου χώρου και ενός άναρχου χώρου στον οποίο ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας;]
[62] Ενόσω υπάρχουν ευρωπαϊκά έθνη-κράτη, εθνικές κανονιστικές δομές και εθνικές-κρατικές κοσμοθεωρίες-πολιτισμοί [κάτι το οποίο κανένας σοβαρός αναλυτής ή πολιτικός ηγέτης δεν αρνείται] η ομοφωνία στους Κοινοτικούς θεσμούς είναι το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διαπροσωπικές σχέσεις. Εν ονόματι τίνος πολιτικού δόγματος, επομένως εισάγονται πλειοψηφικές αποφάσεις που παραβιάζουν –έστω εμμέσως– την διακρατική ισοτιμία; Συναφώς, είτε οι πλειοψηφικές αποφάσεις συνοδεύονται από επαρκή αλληλεγγύη και ολοκλήρωση είτε συμβαίνει το αντίθετο και συνιστούν καταναγκαστική υπαρξιακή προσχώρηση που αναπόδραστα οικοδομεί εντάσεις και αντιφάσεις.
[63] Δηλαδή, δεν προσυπογράφει όλες εκείνες τις αφελείς εκτιμήσεις που περίπου εκλαμβάνουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως περίπου αλτρουιστική διαδικασία.
[64] Όπως υποστηρίχθηκε πιο πάνω, η υπόσχεση παγκόσμιου ή τουλάχιστον σοβιετικού αταξικού συστήματος αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, δεν ευοδώθηκε με αποτέλεσμα το εταιρικό κοινωνικοπολιτικό θεμέλιο να αποδειχθεί ανεπαρκές. Έτσι, η σοβιετική κανονιστική δομή υποχώρησε μπροστά τις αξιώσεις διακριτής κυριαρχίας.