2. Κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Οι διαδοχικές Διακυβερνητικές Διασκέψεις της Ε.Ε. προκαλούν δημιουργούν ένα παράδοξο: Ενώ υιοθετούν σημαντικά ενοποιητικά βήματα δεν αγγίζουν παρά μόνο επιφανειακά τα κεντρικά ερωτήματα μια πραγματικής Πολιτικής Ένωσης. Ενοποιητικά βήματα λαμβάνουν χώρα αλλά το κατά πόσο οδηγούν ή δεν οδηγούν στην πραγμάτωση μιας πραγματικής Πολιτικής Ολοκλήρωσης είναι ερώτημα που δεν μπορούμε ακόμη να απαντήσουμε με βεβαιότητα. Μέχρι σήμερα, πάντως, τα ενοποιητικά βήματα διέπονται από μια αμιγή διακυβερνητική λογική: Ίσαμε τις ακραίες συνέπειες του κοινοτικού συστήματος, οι υπερεθνικοί θεσμοί, επειδή συνεχίζουν να βρίσκονται υπό την αίρεση διακυβερνητικών αποφάσεων τόσο όσον αφορά την ύπαρξή τους όσο και τις αρμοδιότητες και λειτουργίες τους. Όπως εξάλλου τεκμαίρεται από τον πολιτικό λόγο και την θεωρητική συζήτηση η έννοια «Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση» δυνατό να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους ή διαφορετικές ομάδες. Έτσι, για πολλούς δυνατό να σημαίνει μια σταδιακή μετάβαση σε μια πραγματική Έυρωπαϊκή Ένωση, για ακόμη περισσότερους μια νέας μορφής διακρατική σχέση και για μερικούς άλλους μια νέας μορφής διεθνή διακυβέρνηση. Σε κάθε περίπτωση, το έλλειμμα ρητών αποφάσεων που θα διέπονται από συγκεκριμένο ενωσιακό σκοπό είναι ίσως αναμενόμενο. Ασφαλώς δεν οφείλεται σε κάποια παράληψη ή σε κάποια συγκεκριμένη πρόθεση του ενός ή του άλλου ατόμου ή της μιας ή της άλλης χώρας, ούτε σημαίνει ότι προδίδει έλλειμμα πολιτικής βούλησης. Για να σταθώ στο τελευταίο ζήτημα, ιστορικά, στο ευρύτερο διεθνές σύστημα η πολιτική βούληση των ελίτ ποτέ δεν ήταν επαρκής προϋπόθεση κοινωνικοπολιτικών επαναστάσεων. Η Πολιτική Ένωση, πέραν τουλάχιστον ενός ορισμένου σημείου και εάν διαφοροποιηθεί η σχέση εντολέα-εντολοδόχου μεταξύ κρατών-μελών και υπερεθνικών θεσμών, θα είναι όντως μια κοινωνικοπολιτική επανάσταση. Το έθνος-κράτος ως ηθικοκανονιστικό εποικοδόμημα, για παράδειγμα, προέκυψε τόσο μέσα από αξιώσεις και αγώνες συλλογικής κυριαρχίας-ελευθερίας όσο και μέσα από μακρόχρονες σφυρηλατήσεις συλλογικών ηθικών κριτηρίων και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών που ενσαρκώνονται στα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα κάθε κυρίαρχης κοινωνίας.
Σ’ αντίθεση με τις οντολογικού χαρακτήρα οντολογικές καταβολές του έθνους-κράτους, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στερείται αφετηριακής πανευρωπαϊκής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας ενώ τόσο αφετηριακά όσο και στη συνέχεια μέχρι και σήμερα είναι μάλλον υπόθεση των ελίτ και μόνο έμμεσα και απόμακρα αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών.
Η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εξάλλου, μετά το τεράστιο ποιοτικό άλμα ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς το 1992 και της ταυτόχρονης υιοθέτησης της ΟΝΕ– αμφιταλαντεύεται στο μεταίχμιο μεταξύ ριζοσπαστικών βημάτων η λήψη των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη μια κοινωνικής ολοκλήρωσης και στασιμότητας ή από-ολοκλήρωσης που θα θέτει σε κίνδυνο το κοινοτικό κεκτημένο του οποίου την χρησιμότητα κανείς δεν φαίνεται να αμφισβητεί. Ποιο είναι όμως το δίλημμα; Σε οργανωμένο κοινωνικό περιβάλλον, το βασικό ερώτημα είναι το κατά πόσον οι θεσμοί έπονται ή προηγούνται της κοινωνικής βούλησης. Στην πρώτη περίπτωση το πολιτικό γεγονός εκτυλίσσεται και αναπτύσσεται στη βάση κοινωνικά προσδιορισμένων σκοπών ενώ στην δεύτερη περίπτωση κάποιος δικτάτορας, κάποιοι «πεφωτισμένοι» ή κάποιοι συνωμότες προδικάζουν και προτάσσουν τα δικά τους κριτήρια και ιδέες στην κοινωνική βούληση. Δεν είναι του παρόντος για να εξηγηθούν οι λόγοι που καθιστούν την ΕΕ μια ενδιάμεση περίπτωση. Αναφέρεται απλώς ότι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε δημιούργημα των πολιτικών ελίτ και ότι διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες από την δεκαετία του 1950 και μετά σχοινοβατούσαν μεταξύ υπερεθνικών και διακυβερνητικών ρυθμίσεων ούτως ώστε να μην προκύπτουν κοινωνικές αντιστάσεις σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται και το γεγονός των μικρών μόνο βημάτων της ενοποιητικής διαδικασίας: Η ενοποίηση ήταν πάντοτε συνάρτηση των δυνατοτήτων διεθνικής αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα όταν υπάρχουν αξιώσεις για ταχύρυθμα ενοποιητικά βήματα προς την κατεύθυνση αύξησης και διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων των νομοθετικών και εκτελεστικών υπερεθνικών οργάνων χωρίς κοινωνική ολοκλήρωση, τα διλήμματα εντείνονται: περαιτέρω ενοποιητικά βήματα σημαίνουν είτε διεύρυνση ενός ήδη προβληματικού ελλείμματος άσκησης λαϊκής κυριαρχίας είτε υιοθέτηση υπερεθνικών διευθετήσεων οι οποίες θα στηρίζονται στην ιεραρχία ισχύος και που ως τέτοιες βρίσκονται σε υπαρξιακή αντίθεση με τις αφετηριακές λογικές του κοινοτισμού και της αλληλεγγύης πάνω στις οποίες και εδράζεται το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ποιες είναι λοιπόν οι συνθήκες μεγαλύτερης σταθερότητας και λιγότερης έντασης μεταξύ της αξίωσης για υπερεθνική ολοκλήρωση και της αξίωσης των κρατών να παραμείνουν οι εντολείς του συστήματος; Η απάντηση είναι ότι απαιτούνται στέρεα κοινά κοσμοθεωρητικά θεμέλια που θα νομιμοποιούν τα υπερεθνικά εποικοδομήματα.
Ακριβώς, εάν σταθούμε σε ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας, στο ερώτημα ως προς τα ποια είναι τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πάνω στα οποία εδράζεται και νομιμοποιείται το υπερεθνικό εποικοδόμημα, η απάντηση είναι: Πρώτον, ο αντιηγεμονικός χαρακτήρας του εγχειρήματος και δεύτερον, ο κοινοτισμός ως ισοτιμία και αλληλεγγύη. Πέραν του ότι η αντιηγεμονική παραδοχή βρίσκεται στις αφετηριακές διακηρύξεις η πρακτική των δεκαετιών που ακολούθησαν κατέδειξε πως βάση λειτουργίας του κοινοτικού συστήματος δεν μπορεί παρά να είναι η διακρατική ισοτιμία, οι συναινετικές αποφάσεις και η θεσμική-πολιτική διαφάνεια. Ο κοινοτισμός με την έννοια που χρησιμοποιείται εδώ είναι η πρακτική ή η προσδοκία των ευρωπαϊκών κοινωνιών ότι τα ενοποιητικά βήματα είναι συνδεδεμένα με τον βαθμό και την ένταση της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών. Προστίθεται πως η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του πολιτειακού καθεστώτος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με το πολιτειακό καθεστώς του έθνους-κράτους έγκειται στο γεγονός ότι το τελευταίο είναι προικισμένο τόσο με πληθώρα αφετηριακών συλλογικών κοσμοθεωρητικών παραδοχών όσο και με κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση που σφυρηλατήθηκε στην ιστορική διαχρονία μεταξύ των μελών κάθε εθνικής-κρατικής οντότητας. Η ετερότητα των κοινωνικοπολιτικών δομών βρίσκεται τόσο στα κοσμοθεωρητικά θεμέλια όσο και στα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα.
Η αντιηγεμονική και κοινοτική παραδοχή είναι διακρατική-διακυβερνητική παραδοχή και όχι παραδοχή που προτάσσει και προϋποθέτει μια πανευρωπαϊκή-υπερεθνική κοινωνικοπολιτική οντότητα. Δηλαδή, στο επίπεδο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως θεμελιώθηκε την δεκαετία του 1950 και όπως οικοδομήθηκε έκτοτε, εμπλέκονται πρωτίστως τα κράτη και έμμεσα (και όχι πάντοτε ουσιωδώς) οι κοινωνικές μάζες των κρατών-μελών. Το οποιοδήποτε «ευρωπαϊκό κοινωνικό συμβόλαιο», εξάλλου, αφενός δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ευρωπαϊκής επανάστασης ή ευρωπαϊκής αξίωσης κυριαρχίας-ελευθερίας και αφετέρου, δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε περισσότερο από τα ηγετικά ελίτ και λιγότερο από τις κοινωνικές μάζες. Ρεαλιστικά μιλώντας, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό εκτός και αν η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχε γεννηθεί, αφετηριακά λόγω μιας αφετηριακής αξίωσης συλλογικής ελευθερίας-κυριαρχίας όπως συμβαίνει με το σύνολο σχεδόν των βιώσιμων Πολιτειακών οντοτήτων. Ούτε όμως είχαμε δημιουργία μιας νέας βιώσιμης πολιτικής κοινότητας λόγω «μετατόπισης πίστης, νομιμοφροσύνης, εξουσιών και προσδοκιών» από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο λόγω οικονομικών-ωφελιμιστικών ανταλλαγών[10]. Για να συμβεί το τελευταίο, όμως, θα έπρεπε να είχαν επαληθευτεί οι προσδοκίες της λειτουργικής σχολής για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κάτι που ασφαλώς δεν συνέβηκε[11].
Αν και οι μαρξιστές ενδεχομένως διαφωνούν με αυτή τη θέση, θα μπορούσε εν τούτοις να επισημανθεί ότι, επειδή ακριβώς οι θεσμοί έπονται και δεν προηγούνται της κοινωνίας, στο εσωτερικό κάθε βιώσιμης εθνικής-κρατικής οντότητας η εξουσία δεν θεωρείται ηγεμονική και τα μέλη υπομένουν τις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης στο όνομα της αποτελεσματικότητας γιατί το Πολιτειακό γεγονός συντελείται στο πλαίσιο μιας δεδομένης ευρείας, σφαιρικής και βαθιάς κοσμοθεωρητικής και κοινωνικοπολιτικής ενότητας. Για να το θέσουμε διαφορετικά, ενώ ο ηγεμονισμός στις διακρατικές σχέσεις αποτελεί αφορμή για αντίσταση και πόλεμο, στις ενδοκρατικές σχέσεις επειδή εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική αποτελεί αφορμή πολιτικής δράσης για κυβερνητική αλλαγή ή το πολύ αφορμή επανάστασης για καθεστωτική αλλαγή.