2. Το «σχέδιο Άτσεσον» ως ένα επεισόδιο για την Ελλάδα και το διεθνές σύστημα
Σκοπός. Σκοπός στις γραμμές που ακολουθούν δεν είναι να αναλυθεί το σχέδιο Άτσεσον καθότι δεν είναι παρά μόνο ένα επεισόδιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της περιόδου 1945-1974. Θα δούμε λοιπόν συνοπτικά το τι θα μπορούσε και τι θα έπρεπε, μεταξύ άλλων και στοιχειωδώς, να συνεκτιμήσει κανείς πριν σταθμίσει και αποφανθεί για το σχέδιο Άτσεσον. Ενδεικτικά και αλληλένδετα θα αναφερθώ σε πέντε ζητήματα. Πρώτον, την πολιτική δομή στην Ελλάδα και στην Κύπρο η οποία αν και διϋποκειμενικά γνωστή και αληθής είναι υπό την αίρεση βαθύτερων διερευνήσεων. Δεύτερον, τις στρατηγικές ή την ανυπαρξία στρατηγικών των εμπλεκομένων. Τρίτον, στοιχειώδεις αναφορές της στρατηγικής συγκυρίας της περιόδου 1955-1967 που αναβάθμισαν αλματωδώς την γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας στην ιεραρχία των αμερικανικών μεθοδεύσεων. Τέταρτον, στις στρατηγικές των μεγάλων εμπλεκομένων δυνάμεων και κυρίως στα τυπολογικά χαρακτηριστικά στην χάραξη, σχεδιασμό και εφαρμογή της αμερικανικής υψηλής στρατηγικής, καθώς επίσης και σε παγιωμένες ιεραρχίες σκοπών και μεθοδεύσεων. Πέμπτον, εκλεκτικές παραθέσεις μερικών μόνο ενδεικτικών αποσπασμάτων οι οποίες από μόνες τους ανατρέπουν πλήρως τις γραμμικές ερμηνείες και τις προφητείες του παρελθόντος. Διαδοχικά, ο οξυδερκής αναγνώστης θα παρατηρήσει ολοφάνερα το γεγονός ότι η τύχη της Κύπρου και της Ελλάδας παίχτηκε στην κόψη του ξυραφιού και ότι σχεδόν συμπτωματικά διασώθηκαν προσωρινά εκ συμπτώσεως ή συγκυριών που θα φωτιστούν και αυτές δοκιμαστικά. Επαναλαμβάνω ότι ανεξαρτήτως της ευκολίας με την οποία κανείς καταλήγει σε εύλογες εκτιμήσεις για τα γεγονότα και την σημασία τους, α) προφητείες του παρελθόντος δεν μπορούν να γίνουν, β) βαθύτερη γνώση θα απαιτήσει μια συγκροτημένη έρευνα, αξιολόγηση των διαφόρων επιπέδων ανάλυσης και κυρίως συνάρτησής τους με μετέπειτα γεγονότα που καταμαρτυρούν την αλληλουχία στρατηγικών σκοπών και μεθοδεύσεων.
Σκιαγράφηση της συγκυρίας. Αρχές της δεκαετίας του 1960 διαφαίνεται τόσο ο εύθραυστος χαρακτήρας των διευθετήσεων της Ζυρίχης όσο και οι τουρκικές μεθοδεύσεις να λησμονήσει τελείως την Συνθήκη της Λοζάνης και να κτίσει πάνω στις «εγγυητικά δικαιώματα» (κατά πολλούς αντίθετα στο διεθνές δίκαιο). Στο πεδίο της ελλαδικής πολιτικής το λιγότερο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι όλοι εισήλθαν σε μια αστάθμητη δίνη κάτω από την οποία εκκολάπτονταν πολλά σχέδια πραξικοπημάτων από πολλούς σχεδόν πάντοτε συνδεδεμένων με στρατηγικές ξένων κρατών και τις μυστικές τους υπηρεσίες. Στο στρατηγικό πεδίο, έχουμε την κορύφωση της έντασης του Ψυχρού Πολέμου. Μετά την κρίση της Κούβας οι ΗΠΑ στην βάση πάγιων γεωπολιτικών κριτηρίων και σε αναφορά με το δόγμα της ανάσχεσης στην περίμετρο της Ευρασίας πίεζε την Σοβιετική Ένωση να συγκρατηθεί στην γεωπολιτική ενδοχώρα ενώ η τελευταία χωρίς να φθάνει στα άκρα πίεζε αντίστροφα. Η ζώνη που κάλυπτε το CENTO βρισκόταν στον πυρήνα αυτής της στρατηγικής και η Τουρκία αναβαθμίστηκε στις ιεραρχίες των Δυτικών στρατηγικών ως υψίστης σημασίας κράτος. Στο πεδίο της ισχύος και των συμμαχιών η πλάστιγγα έγερνε υπέρ της Τουρκίας και εις βάρος της Ελλάδας. Με δεδομένη την ιστορική συγκυρία και στα δύο επίπεδα ανάλυσης (κράτη και στρατηγικό) η μόνη στρατηγική συμβουλή που θα μπορούσε να δώσει κανείς είναι η Ελλάδα και η Κύπρος ευφυώς να αποφύγουν να εισέλθουν στις συμπληγάδες του ηγεμονικού ανταγωνισμού γιατί θα βρίσκονταν σε άκρως μειονεκτική θέση. Επίσης, ότι στην βάση πάγιων στάσεων και συμπεριφορών το ηγεμονικό κράτος όταν δύο περιφερειακά κράτη συγκρούονται επιλέγει ενεργήματα που οδηγούν σε κατανομή ισχύος που ωφελούν τον γι’ αυτό το ηγεμονικό κράτος γεωπολιτικά σημαντικότερο σύμμαχο. Εξίσου χρήσιμη συμβουλή είναι να μην εμπιστεύεται κανείς οποιονδήποτε και να συνομιλεί –πάντοτε με επιφύλαξη και αξιόπιστα– με τους ιεραρχικά σημαντικότερους συντελεστές του συστήματος λήψης αποφάσεων (στις ΗΠΑ με συντελεστές του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και κατ’ ευθείαν με τον Πρόεδρο, ο ρόλος του Υπουργού Εξωτερικών εξαρτάται από το πρόσωπο και είναι κατά κύριο λόγο βοηθητικός και ενίοτε δεύτερης ή και τρίτης τάξης). Την περίοδο 1960-63 η Τουρκία διαρκώς απειλούσε την Κύπρο, συνωμοτούσε ακατάπαυστα και στην Ελληνική πλευρά αντί συντεταγμένης συνεννόησης πάρθηκαν αποφάσεις χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο υπόστρωμα πολιτικής συνοχής, στρατηγικής οργάνωσης και εφαρμογής στρατηγικής σε όλα τα πιθανά επίπεδα. Έτσι, η αποστολή της Ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο (λογική κατά τα άλλα απόφαση και στο κλίμα της εποχής και των αντιπαλοτήτων γύρω από την Κύπρο) αντί μέσο διεξόδου κατάντησε όπως θα δούμε να είναι πιόνι έξωθεν υποκινούμενων σχεδίων ενδό-ελληνικού πραξικοπήματος και διολίσθησης στο κενό ή καλύτερα στα χέρια των αντίπαλων κρατών. Τέλος αλλά όχι το τελευταίο που θα μπορούσε να αναφερθεί για την τότε συγκυρία, ενώ οι παίχτες απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο λειτουργούσαν με σιδερένια συνοχή, οργάνωση και πειθαρχία η εικόνα στα δύο ελληνικά κράτη υποδήλωνε διάλυση, ασυνεννοησία, διλήμματα ασφαλείας!, αντιπάθειες, αποδιοργάνωση, παντελή άγνοια των στρατηγικών σκοπών και ιεραρχιών, διάβρωση από ξένες υπηρεσίες, καταστάσεις παρακράτους που και αυτές βρίσκονταν υπό ξένη επήρεια και αποδυναμωτική σπασμωδικότητα και νευρικότητα.