Ανελέητες στρατηγικές των Μεγάλων Δυνάμεων
Επίθεση-Άμυνα, πυραυλικές ασπίδες και το διεθνές σύστημα
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 24/06/2007
Παναγιώτης Ήφαιστος[1]
Η απόφαση ανάπτυξης αντιπυραυλικών συστημάτων στην Κεντρική Ευρώπη ενέχει τόσο στρατιωτική όσο και πολιτική σημασία. Από στρατιωτική άποψη, οι αμερικανικές αιτιάσεις για μελλοντικές πιθανές επιθετικές ικανότητες του Ιραν είναι αβάσιμες. Η απόφαση αφορά λιγότερο την υπόθεση πως μελλοντικά το Ιράν θα αποκτήσει υποτυπώδη μελλοντικά επιθετικά όπλα και περισσότερο την κατανομή ισχύος και συμφερόντων μεταξύ των σημερινών και μελλοντικών μεγάλων δυνάμεων. Σίγουρα, η απόφαση των Αμερικανών και η εσπευσμένη αποδοχή της από μερικά ευρωπαϊκά κράτη, υποδηλώνει, επιπλέον, ανορθολογισμό, σπασμωδικότητα και ενδεχομένως πολιτική ανευθυνότητα αναφορικά με το μεγαλύτερο πρόβλημα των συγχρόνων διεθνών σχέσεων, δηλαδή την διασπορά των μέσων μαζικής καταστροφής.
Κατά πρώτον, το πυρηνικό πρόβλημα συντομογραφικά: Είναι ένα πράγμα να υποστηριχθεί πως μέχρι να εφαρμοστούν οι πρόνοιες της Συνθήκης για την μη διασπορά των πυρηνικών όπλων θα πρέπει να διασφαλιστεί ο κόσμος κατά πιθανών ανορθολογικών δρώντων και άλλο η σημερινή ολοφάνερη μονομερής επιδίωξη των ΗΠΑ να αποκτήσουν προβάδισμα στην αντιπυραυλική άμυνα. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο Πρόεδρος Ρήγκαν πριν δυόμιση δεκαετίες όταν ανακοίνωσε την έναρξη του προγράμματος απόκτησης αντιπυραυλικών συστημάτων (SDI) αφενός τα συνέδεσε με την τελική κατάργηση των επιθετικών πυραυλικών συστημάτων και αφετέρου, δήλωσε πως θα τα έδινε και στους αντιπάλους, δηλαδή τους Σοβιετικούς, αν οι ΗΠΑ κατόρθωναν να τα αποκτήσουν.
Αυτή η στάση απέρρεε από στοιχειώδη ορθολογισμό και ένστικτο αυτοσυντήρησης: Σε μια εύθραυστη ισορροπία επιθετικών όπλων η απόκτηση αμυντικών δυνατοτήτων ανατρέπει συλλήβδην την ισορροπία δυνάμεων εις βάρος της άλλης πλευράς. Γι’ αυτό καμιά μεγάλη ή μικρή δύναμη δεν έχει την πολυτέλεια να επιτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τουλάχιστον στον πυρηνικό τομέα. Υποτίμηση αυτού του γεγονός –και οι ΗΠΑ αυτή την στιγμή φαίνεται ότι υποτιμούν την αντίδραση των άλλων μεγάλων δυνάμεων– οδηγεί αναπόδραστα σε διλήμματα ασφαλείας, φαύλο κύκλο ανταγωνισμών και ενδεχομένως σε πόλεμο αμοιβαίας καταστροφής. Κανείς δεν έχει παρά να διαβάσει τον Θουκυδίδη για να διαπιστώσει ότι κύριο αίτιο του Πελοποννησιακού πολέμου ήταν τα τείχη της Αθήνας που ακύρωναν την ισορροπία δυνάμεων αφήνοντας στους Αθηναίους μονοπώλιο επιθετικής ικανότητας.
Καλά κάνουμε να θυμηθούμε ότι το αμερικανικό πυρηνικό μονοπώλιο επιθετικών όπλων τερματίστηκε την δεκαετία του 1960. Το 1972 οι Συνθήκες SALT-AΒΜ μεταξύ των τότε δύο θανάσιμα εχθρικών υπερδυνάμεων κωδικοποίησαν αυτό το γεγονός: Όρισαν μια αριθμητική οροφή κατοχής επιθετικών πυρηνικών όπλων και ταυτόχρονα απαγόρευσαν την απόκτηση αμυντικών αντιβαλλιστικών πυραύλων εκατέρωθεν. Παράλληλα, είχαμε το διττό στρατηγικό δόγμα της «Βεβαίας Αμοιβαίας Καταστροφής» (MAD) και της «Μη Πρώτης Χρήσης Πυρηνικών Όπλων». Η πυρηνική ισοδυναμία αλλά και η μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των άνευ προηγουμένου καταστροφικών ιδιοτήτων των πυρηνικών όπλων (για παράδειγμα η θεωρία για τον «πυρηνικό χειμώνα» που θα προκαλούσε ακόμη και ένας μικρός πυρηνικός πόλεμος και που θα κατέστρεφε τον ανθρώπινο πολιτισμό) σήμαινε ότι μέχρι να επιτευχθεί ο πυρηνικός αφοπλισμός ο μόνος πολιτικός σκοπός που «εξυπηρετούν» τα πυρηνικά όπλα συνίσταται στην αποτροπή έκρηξης ενός πυρηνικού πολέμου και όχι η χρήση τους στο πεδίο των μαχών. Αυτό το θεμελιώδες δόγμα σταδιακά ανατρέπεται, τόσο λόγω της σταδιακής εγκατάλειψης της αντιπυραυλικής συνθήκης του 1972 όσο και λόγω ενεργειών όπως η ανάπτυξη αντιπυραυλικών συστημάτων στην Κεντρική Ευρώπη.
Κατά δεύτερον, αυτό που πραγματικά διακυβεύεται είναι η ισχύς με την βαθύτερη και ευρύτερη έννοια του όρου. Συγκεκριμένα, επηρεάζεται η κατανομή ισχύος στο επίπεδο των μεγάλων δυνάμεων, ο καταμερισμός ρόλων και η κατανομή συμφερόντων. Αξίζει να επισημανθούν τα εξής: Στο παρελθόν, όποιος επιχείρησε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα έπαιξε με την φωτιά αλλά όποιος κατόρθωσε να τα αποκτήσει δημιουργούσε τετελεσμένα με τα οποία οι ήδη «έχοντες» προσαρμόζονταν (Γαλλία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ). Επιπλέον, μετά την δημιουργία τετελεσμένων οι «επίσημα έχοντες» σπεύδουν ακόμη και να συμμαχήσουν με τα νέα ανεπίσημα μέλη του πυρηνικού κλαμπ (Ισραήλ, Πακιστάν και εσχάτως Ινδία που προσεγγίζουν οι ΗΠΑ). Κρίνεται επίσης το κατά πόσον θα κινηθούμε, έστω και αργοπορημένα, προς την κατεύθυνση κάποιου είδους πυρηνικό αφοπλισμό (ή τουλάχιστον δραστικό περιορισμό των πυρηνικών όπλων) και ενδεχομένως κάποιου είδους διεθνούς πρόληψης ατυχημάτων ή αντιμετώπισης πιθανών απειλών από μη κρατικούς δρώντες (πχ τρομοκράτες).
Ο υπέρτατος παραλογισμός, υποκρισία και ανορθολογισμός των ημερών, έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κρυμμένη πίσω από το δάκτυλο η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» σιωπά μπροστά στην αλήθεια: Ότι αυτό που διακυβεύεται είναι το ποιοι θα είναι οι «προνομιούχοι» «έχοντες» (αυτοί δηλαδή που μέχρι σήμερα πέτυχαν τετελεσμένα) και ποιοι θα είναι οι «μη έχοντες». Επίσης, το ποια δύναμη θα ελέγξει μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας ισχύος, ποιες δυνάμεις θα μπορούν να ασκήσουν ηγεμονία και ποιες δυνάμεις θα ελέγχουν τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
Η ουσία λοιπόν είναι ότι κάποιοι θεωρώντας όλο τον υπόλοιπο κόσμο τυφλό ή ηλίθιο επιχειρούν να κτίσουν μια υπεροχή τόσο επιθετικών όσο και αμυντικών όπλων. Με κάθε αντικειμενικό κριτήριο αλλά και λόγω της Συνθήκης για την μη Διασπορά (NPT) αυτή η επιδίωξη είναι καταχρηστική, άνομη, υπερβολική, μωροφιλόδοξη και άκρως επικίνδυνη για την διεθνή ασφάλεια.
Συμπερασματικά, σκοπός των ΗΠΑ είναι να επηρεάσει μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα τους στρατηγικούς συσχετισμούς εις βάρος της Ρωσίας και άλλων μεγάλων δυνάμεων. Ο κίνδυνος έγκειται στο γεγονός πως η καλλιέργεια του εξοπλιστικού ανταγωνισμού δεν αφορά συνήθεις συντελεστές ισχύος αλλά τα πυρηνικά όπλα. Σχετίζεται με τις μεγάλες ισορροπίες μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων. Επηρεάζονται δραστικά η μελλοντική κατανομή ισχύος στην Ευρασία και υπό αυτό το πρίσμα η αντίδραση των άλλων μεγάλων δυνάμεων είναι αναπόδραστα αναμενόμενη. Το μέγα αυτό ζήτημα απαιτείται να ειδωθεί υπό το πρίσμα της εξέλιξης του ευρύτερου διεθνούς συστήματος. Όπως θεμελιωμένα υποστηρίχθηκε από τον John Mearsheimer στο πρόσφατο βιβλίο του Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων (το σημαντικότερο ίσως κείμενο διεθνών σχέσεων των τελευταίων δεκαετιών που κυκλοφόρησε στα ελληνικά πριν μερικές μέρες από τις Εκδόσεις Ποιότητα), οι μεγάλες δυνάμεις αενάως επιδιώκουν να επηρεάσουν την κατανομή ισχύος παγκοσμίως και περιφερειακά. Κύρια επιδίωξή τους είναι η παρεμπόδιση άλλων μεγάλων δυνάμεων να καταστούν περιφερειακοί ηγεμόνες. Κύριος φόβος τους είναι πως η κατάκτηση περιφερειακής ηγεμονίας από μια άλλη μεγάλη δύναμη θα θέσει σε κίνδυνο την δική τους επιβίωση. Και κύρια πάγια επιδίωξή τους είναι η μεγιστοποίηση του μεριδίου της παγκόσμιας ισχύος που αυτοί ελέγχουν. Αυτός είναι ο κόσμος των «μεγάλων δυνάμεων», αυτή είναι η κύρια πηγή αιτιών πολέμου και αυτό θα είναι αναπόδραστα το μέλλον τα χρόνια που έρχονται.
Οι ανελέητες στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων δημιουργούν συμπληγάδες μέσα από τις οποίες ένα μικρό κράτος πρέπει όσο μπορεί να αποφεύγει να διασχίζει. Σημειώνεται απλά ότι στην πάλη ισχύος των μεγάλων δυνάμεων συνήθεις στρατηγικές για τον επηρεασμό της κατανομής ισχύος στις περιφέρειες και παγκόσμια βρίσκονται στρατηγικές όπως «εξαναγκασμός», «κατατριβή τρίτων», «μεταφορά βαρών», «επιδίωξη πυρηνικής υπεροχής», κτλ. Ενόψει επερχόμενων ανταγωνισμών, απειλών και κινδύνων, η Ελλάδα, με ψυχραιμία και νηφαλιότητα απαιτείται να ξανασκεφτεί ριζοσπαστικά την εξωτερική της πολιτική, ιδιαίτερα όσον αφορά την ισχύ της, τις συμπεριφορές της στις συμμαχίες της, την αντιμετώπιση των εναντίον της απειλών με αποτροπή και όχι κατευνασμό και τον τρόπο διασφάλισης ισόρροπων σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις. Μια τέτοια ορθολογιστική στρατηγική είναι ανέφικτη όταν η διπλωματία επηρεάζεται από διεθνικούς δρώντες και ή κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτα «ιδρύματα».
[1] Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων – Στρατηγικών Σπουδών, Πάντειον Πανεπιστήμιο http://www.ifestos.edu.gr , info@ifestosedu.gr