27.5.2006. Ελληνική στρατηγική

27.5.2006 Ελληνική Στρατηγική

Ακολουθεί συζήτηση στο Κέρδος με τον εκλεκτό συνάδελφο Μιχάλη Τσινισιζέλη του πανεπιστημίου Αθηνών. Πρέπει να σημειώσω ότι το 1992 δημοσίευσα μαζί με τον συνάδελφο Αθανάσιο Πλατιά βιβλίο με τίτλο Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική. Έγιναν επίσης πολλές παρεμβάσεις με μικρότερα κείμενα, δοκίμια, άρθρα και εισηγήσεις για την στρατηγική ενός σύγχρονου κράτους στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον. Μετά από μια μάλλον μακρά περίοδο κατά την διάρκεια της οποίας ευτυχώς για εμένα οι παρεμβάσεις μου με μικρότερα κείμενα ήταν σπάνιες, θα πρέπει να επανέλθω σύντομα με μικρότερα κείμενα και μονογραφία για την αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας. Ο χρόνος που διέρρευσε ήταν ο καιρός των φασιστοειδών αποκλεισμών, των ζεϊμπέκικων, των χορών της κοιλιάς, των ειδυλλίων Τούρκων και ελλήνων ακαδημαϊκών σε καλοπληρωμένες επιστημονικά μεταμφιεσμένες κοινωνικοπολιτικές συνάξεις, των χορών της κοιλιάς και της εν γένει αντικατάστασης της διπλωματίας από αισθητικές και κοινωνικές σχέσεις. Μερικοί, σε κάποια διεθνολογικά υπανάπτυκτη Μεσογειακή χώρα, μέσα από τέτοιες συναναστροφές και τις αναπόφευκτες συνάφειες που δημιουργούν ίσως να κατόρθωσαν να γίνουν και πανεπιστημιακοί. Όπως θα έπρεπε να αναμένει κάποιος, αυτό το θέατρο του παραλόγου κάποια στιγμή τελείωσε. Το 2004 η Κύπρος την γλίτωσε στο παρά πέντε από τον φασισμό του σχεδίου Αναν που στήθηκε από τους νεοιμπεριαλιστές και τους (κατά τα άλλα καθωσπρέπει, «ήπιους», «ψύχραιμους», «ευγενικούς» και «χαμογελαστούς») ντόπιους ανθρώπους τους. Αν και προσωρινά η Κύπρος γλίτωσε από τα νύχια του φασισμού, η Ελλάδα όμως δεν θα γλιτώσει εύκολα. Τα λάθη είναι τόσο χοντροειδή και η κυριαρχία της αφέλειας ή της ανοησίας τόσο βαθιά, που δυστυχώς μόνο μεγάλες ζημιές μπορούν να συμβούν. Στο εξωτερικό γελούν σαρδόνια με την αφέλειά μας γιατί έχει γίνει ευρέως αποδεκτή η ανιστόρητη θέση πως οι «δημοκρατίες δεν πολεμούν» και πως «το πρόβλημα από ελληνοτουρκικό θα γίνει ευρωτουρκικό». Συναφώς, θυμίζω τι είπαν οι Αθηναίοι στους Μήλιους: «ενώ μακαρίζουμε την αθωότητά σας δεν ζηλεύουμε την αφροσύνη σας» (Θουκυδίδης V105)]. Εξάλλου, μετά την αποτυχία επίλυσης του κυπριακού λόγω φοβερών λαθών της περιόδου 2001-2004  διέρρευσαν 2 χρόνια. Αυτή η μεγάλη αποτυχία, ήταν η κορωνίδα δέκα χρόνων γεμάτων λαθών που σωρεύουν αδιέξοδα σ’ όλα τα μέτωπα. Η μακάβρια συναίνεση επιβολής σιωπής όσον αφορά το βάθος και το πλάτος της αποτυχίας της στρατηγικής μας, δεν περισώζει τους ντόπιους δράστες επειδή το ποτήρι των προβλημάτων συνεχώς ξεχυλίζει. Στο επίπεδο του λεγόμενου «πνευματικού κόσμου», εξάλλου και των μέσων ενημέρωσης, η παρακμή είναι πλέον ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Την κατάσταση αυτή ενσαρκώνεται, όπως είναι φυσικό, στα πανεπιστήμια. Σ’ όλο το μέτωπο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, εξάλλου, «σόροι», «σοράκια» και «κοράκια» -βλ. εδώ– κυριαρχούν στα μέσα και ίσως βρίσκονται πολύ κοντά στην ανώτατη πολιτική, διπλωματική και πολιτική ηγεσία. Πρέπει λοιπόν να κλέψω λίγο χρόνο από τις μη ακαδημαϊκές ενασχολήσεις μου για να γράψω πάλι κάποια κείμενα για ένα θέμα που κατά τα άλλα -στην βάση της θεώρησης «ο καθένας παθαίνει ότι του αξίζει»- είχα αποφασίσει να μην με απασχολήσει περισσότερο. Εκ προοιμίου, γνωρίζω τον πόλεμο λάσπης, «δολοφονιών χαρακτήρα», παραπληροφόρησης και ύβρεων. Είμαι προετοιμασμένος γι’ αυτό. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά. Οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια λόγια, οι ίδιοι αποκλεισμοί, οι ίδιες μέθοδοι όταν πρωτοστατούσα για την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, για την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας αξιοπιστίας κατά της τουρκικής απειλής, την απόρριψη του φασιστικού σχεδίου Αναν και την σύνταξη μαζί με άλλους συναδέλφους από την Ευρώπη της έκθεσης για την ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού. Στην Ελλάδα ζούμε … Π.Ήφ.

image002

Ποιες ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Κέρδος
27/5 07:15
Πόσο εφικτό είναι να υπάρξουν ποτέ σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τη γείτονα Τουρκία; Η οικονομική διπλωματία μπορεί να καταστεί αρωγός στη σφυρηλάτηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ή αποτελεί φενάκη, όπως αποδεικνύει η απώλεια ενός ακόμη πιλότου της Πολεμικής Αεροπορίας; Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Παναγιώτης Ηφαιστος, τονίζει πως «οι οικονομικές επενδύσεις στην Τουρκία εδράζονται στη λανθασμένη εκτίμηση ότι πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις σταθεροποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων». Και συμβουλεύει τους επιχειρηματίες «να μελετήσουν έγκυρα επιστημονικά έργα διεθνών σχέσεων». Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μιχάλης Τσινισιζέλης επισημαίνει πως «παρά τα όποια προβλήματα, η οικονομική διπλωματία πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος του όποιου συνδυασμού μέτρων επιλέγουμε να προωθήσουμε»…
ΦΩΦΗ ΚΟΡΙΔΗ

Αθήνα 22.5.2006
Αξιότιμε κύριε Τσινισιζέλη,

Το συμφέρον του ελληνικού και του τουρκικού λαού είναι διαχρονικά δεδομένο και αυτονόητο: Εκατέρωθεν σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας. Δηλαδή, αποφυγή χρήσης ή απειλής χρήσης βίας, σεβασμό των Συνθηκών και ειρηνική επίλυση τυχόν διαφορών. Η διάκριση μεταξύ ενός φιλειρηνικού και ενός αναθεωρητικού κράτους έγκειται στο ότι το πρώτο δέχεται την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο και αποδέχεται την ερμηνεία του τελευταίου για την ερμηνεία των προνοιών των Συνθηκών. Αυτά είναι προϋποθέσεις ισόρροπων συναλλαγών, ασφαλών επενδύσεων και πολιτισμικής συνύπαρξης. Εδώ και μιάμιση περίπου δεκαετία στην Ελλάδα διχαστήκαμε.
Από τη μία υποστηρίχθηκε μια τρίπτυχη στρατηγική: ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, εξορθολογισμός της συμμαχίας Κύπρου-Ελλάδας, επιδίωξη μιας λύσης του Κυπριακού συμβατής με τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα και τελική στρατηγική διευθέτηση με την Τουρκία με στόχο την απαγκίστρωσή της από την Κύπρο (κάτι που τη συμφέρει) και την εγκατάλειψη των αναθεωρητικών θέσεων ή αποδοχή συναινετικής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο.
Από την άλλη, μερικοί αντιτάχθηκαν στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, καταπολέμησαν κλασικές θέσεις υπέρ μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής στρατηγικής, υποστήριξαν αβάσιμες κατευναστικές αντιλήψεις και στο τέλος οι ίδιοι (αναμενόμενα) υποστήριξαν το ανελεύθερο σχέδιο Ανάν. Οι ίδιοι ευθύνονται, επίσης, για εξόφθαλμα λανθασμένες εκτιμήσεις για την πορεία του διεθνούς συστήματος, την πορεία της ΕΕ και τις συνέπειες μιας κατευναστικής στάσης απέναντι στην Τουρκία. Το αποτέλεσμα είναι ότι και στα τρία αυτά μέτωπα η ελληνική διπλωματία βουλιάζει, ενώ η Κύπρος σώθηκε στο παρά πέντε με την καταψήφιση του σχεδίου Ανάν. Ευτυχώς, επειδή scripta manent, όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα.
Αυτήν τη στιγμή, εξ αντικειμένου, είμαστε στρατιωτικά και διπλωματικά αδύναμοι, η αποτρεπτική μας στρατηγική παραπαίει και το διεθνές σύστημα πάει από το κακό στο χειρότερο. Στο επίπεδο σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας, φαίνεται ότι είναι πολύ αργά να κάνουμε αυτό που έπρεπε να είχε γίνει το 2001-2002 όταν η Κύπρος ήταν ήδη μέλος της ΕΕ: Υπό συνθήκες ισορροπίας και με κριτήριο τα νόμιμα εθνικά συμφέροντα, αμετάθετα, να συνδέσουμε την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων και την υποστήριξη στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας με το δίπτυχο απαγκίστρωση από την Κύπρο- ειρηνική επίλυση των διαφορών.

Με εκτίμηση,
Παναγιώτης Ηφαιστος

Αθήνα 24.5.2006
Αξιότιμε κύριε Ηφαιστε,

Η χθεσινή τραγωδία με τον αδόκητο χαμό ενός ακόμη πιλότου της Πολεμικής Αεροπορίας επαναφέρει στην επικαιρότητα το μείζον ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και της αντιμετώπισης της τουρκικής απειλής για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Πρέπει ευθύς να παρατηρήσω ότι η απάντηση στο ερώτημα του εάν και κατά πόσο η οικονομική διπλωματία επηρεάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι εύκολη. Η απάντηση στηρίζεται σ’ ένα θεμελιώδες ερώτημα και συνδέεται με το δίλημμα ασφαλείας της χώρας μας, το μείζον ζήτημα των σχέσεων της Τουρκίας με την ΕΕ αλλά και με την πολιτική του Ελσίνκι.
Η υπόθεση εργασίας μας περιγράφει την αλλαγή της συμπεριφοράς της Τουρκίας προς την Ελλάδα που θα προκύψει από την αναβάθμιση της Τουρκίας σε πολιτικό εταίρο με την ένταξή της στο πλαίσιο των Ενωσιακών Κανόνων, νορμών, αρχών και διαδικασιών λήψεως αποφάσεων. Η υπόθεση στηρίζεται στην παραδοχή ότι αυτό το πλαίσιο θα οδηγήσει στη βαθμιαία αλλαγή της συμπεριφοράς της Τουρκίας. Η αυξημένη οικονομική αλληλεξάρτηση που θα προκύψει, θα κατατείνει στην ειρηνική επίλυση των διαφορών, καθώς θα αυξήσει δραματικά το κόστος των όποιων άλλων επιλογών. Στηρίζεται επίσης στην πεποίθηση ότι η οικονομική ανάπτυξη, η οποία αναμένεται να προκύψει, θα μετριάσει την τουρκική επιθετικότητα και σε τελική ανάλυση η Ελλάδα έχει κάθε όφελος να γειτνιάζει με μια οικονομικά αναπτυγμένη παρά με μια υποανάπτυκτη και περιθωριοποιημένη Τουρκία.
Στόχευση μιας τέτοιας πολιτικής δεν μπορεί να είναι άλλη από την προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινότητας ασφαλείας μεταξύ των δύο χωρών που θα στηρίζεται στην αυξημένη οικονομική και κοινωνική αλληλεξάρτηση.
Βεβαίως σε όλα αυτά υπάρχει αντίλογος και τα ευρήματα της εμπειρίας και της έρευνας φαίνεται να επιβεβαιώνουν και τις δύο απόψεις. Η υπόθεση που συζητούμε, διαψεύσθηκε με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως η γαλλογερμανική προσέγγιση μέσω των ευρωπαϊκών θεσμών τείνει να επιβεβαιώσει τη σημασία της. Σε οποιαδήποτε περίπτωση αν η οικονομική αλληλεξάρτηση ενδεχομένως να είναι σε θέση να αλλάξει τη συμπεριφορά μιας χώρας στο διεθνές σύστημα, αλλά αυτό φαίνεται ότι απαιτεί χρόνο. Ομως, μια τέτοια πολιτική πρέπει να λάβει υπόψη της τις εσωτερικές ισορροπίες του τουρκικού πολιτικού συστήματος και να προσαρμόζεται αναλόγως.

Με εκτίμηση,
Μιχάλης Τσινισιζέλης

Αθήνα 25.5.2006
Αξιότιμε κύριε Τσινισιζέλη,

Την αμέσως επομένη μέρα της συγγραφής του πρώτου μου κειμένου το επεισόδιο στο Αιγαίο, δυστυχώς, επιβεβαίωσε τις υποθέσεις μου. Αυτό το γεγονός και οι θέσεις σας -τόσο αμφίπλευρες όσο και ουσιαστικές – προσφέρονται για καίριες επισημάνσεις. Πρώτον, οι τεράστιες πλέον οικονομικές μας επενδύσεις στην Τουρκία εδράζονται πάνω στη λανθασμένη εκτίμηση ότι πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις σταθεροποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το αντίθετο ισχύει και αντί ασυναρτησιών, που συχνά φιλοξενούνται σε επιφυλλίδες, οι επιχειρηματίες μας καλά θα κάνουν να μελετήσουν έγκυρα επιστημονικά έργα διεθνών σχέσεων. Δεύτερον, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις όλοι οι δείκτες καταμαρτυρούν μια διαρκώς επιδεινούμενη άνιση ανάπτυξη -πληθυσμιακή, στρατιωτική, οικονομική, διπλωματική, γεωστρατηγική, ιδεολογική- με αποτέλεσμα αναπόδραστες ηγεμονικές και αναθεωρητικές συμπεριφορές. Τρίτον, πολλοί έκαναν μεγάλα σφάλματα ανάλυσης για την εξέλιξη της ΕΕ και του διεθνούς συστήματος. Από το 1989-90 προειδοποιούσαμε ότι το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα κινείται προς νέες ισορροπίες (επαναπροσδιορισμούς συνόρων, εκδήλωση ηγεμονικών ανταγωνισμών και διλημμάτων ασφαλείας και ανακατανομές συμφερόντων με κριτήριο την ισχύ). Υποστηρίξαμε, επίσης, ότι η παραπαίουσα ΕΕ αν και εξόχως σημαντική ως οικονομικός και νομικός χώρος, δεν αποτελεί το ποθητό γαλήνιο λιμάνι των ψευδαισθήσεων πολλών Ελλήνων. Τέταρτον, διαφωνώ κάθετα αν υποστηρίζεται πως «αλληλεξάρτηση» και «δημοκρατία» σημαίνει κατ’ ανάγκη σταθερότητα. Στο άναρχο διεθνές σύστημα -ακόμη και στην ΕΕ- δεν υπάρχει «κοινότητα ασφαλείας» αλλά ασφάλεια που εξαρτάται από το κατά πόσον επιτυγχάνεται ισορροπία ισχύος και συμφερόντων. Η εκδήλωση ή μη αναθεωρητικών και ηγεμονικών συμπεριφορών σχετίζονται λιγότερο με την οικονομική αλληλεξάρτηση ή το «δημοκρατικό καθεστώς» και περισσότερο με τις παραστάσεις σχετικού κέρδους και τους φόβους άνισης ανάπτυξης. Η σταθερότητα δεν συναρτάται με τις αισθητικές σχέσεις (ζεϊμπέκικα, χοροί της κοιλιάς, στημένες φιλίες μεταξύ ακαδημαϊκών), αλλά με ορθολογιστικούς υπολογισμούς κόστους-οφέλους για τα εκατέρωθεν εθνικά συμφέροντα. Πέμπτον, επειδή όλα δεν είναι ευρέως διαδεδομένα στην Ελλάδα, επικράτησαν συμβατικές σοφίες όπως ότι με το να κατευνάζουμε την Αγκυρα «μετατρέπουμε το ελληνοτουρκικό σε ευρωτουρκικό πρόβλημα». Αυτή η υπεραπλούστευση θα μας στοιχίσει ακριβά, ίσως και την απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα. Εκτον, στις συγκρίσεις με τις γαλλογερμανικές σχέσεις, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μέχρι στιγμής σταθερότητα συναρτάται περισσότερο με σκληρές στρατηγικές συμφωνίες -γαλλικά πυρηνικά όπλα, «διεθνοποίηση» της γαλλικής διπλωματίας, έλεγχοι των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων- και λιγότερο με αισθητικές και οικονομικές σχέσεις ή αλληλεξάρτηση.
Στο πλαίσιο του ρευστού και απρόσωπου δικτύου πιέσεων και συμφερόντων του διεθνούς στρατηγικού περιβάλλοντος, το μόνο σίγουρο είναι ότι το μονιμότερο και ισχυρότερο έρεισμα ενός φιλειρηνικού κράτους, όπως η Ελλάδα, είναι η αποτρεπτική του ισχύς, η άτεγκτη προσήλωση στο εθνικό συμφέρον, η εγρήγορση για αδιασάλευτη ισορροπία δυνάμεων και η διαφύλαξη των κοινωνικών ερεισμάτων στο επίπεδο του φρονήματος και κοσμοθεωριών μας. Δυστυχώς, σ’ όλο το πιο πάνω το φάσμα παραγόντων και κριτηρίων που στα σύγχρονα κράτη θεωρούνται αυτονόητα, η Ελλάδα πάσχει, ενδεχομένως ανίατα.

Με εκτίμηση,
Παναγιώτης Ηφαιστος

Αθήνα 26.5.2006
Αξιότιμε κύριε Ηφαιστε,

Οφείλω να συμφωνήσω μαζί σας σε πολλά από τα σημεία που θίγετε στην επιστολή σας. Αναφέρομαι κυρίως στα ζητήματα που θίγετε με την περιγραφή του τρίπτυχου της ελληνικής στρατηγικής. Ομως, παρά τα όποια προβλήματα διαπιστώνετε, θα θεωρούσα ότι η οικονομική διπλωματία πρέπει να είναι αναπόσπαστο μέρος του όποιου συνδυασμού μέτρων επιλέγουμε να προωθήσουμε. Νομίζω πως κινήσεις σαν τις πρόσφατες της Εθνικής Τράπεζας μπορούν, εάν μεγεθυνθούν, να αποτελέσουν ένα κατά το μάλλον ή ήττον ασφαλές υπόστρωμα για τη διευρυνόμενη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ασφαλώς και δεν ισχυρίζομαι ότι από μόνη της η οικονομική διπλωματία μπορεί να οδηγήσει σε θεαματικά αποτελέσματα, μπορεί όμως να συμβάλει στη βελτίωση του εκατέρωθεν κλίματος. Από την άποψη αυτή η συζήτηση για την ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον έστω και εάν η ίδια η εξέλιξη της ΕΕ αλλά και η μελλοντική της φυσιογνωμία παραμένουν ασαφείς και ο ενδεχόμενος ορίζοντας της ένταξης της Τουρκίας είναι μακρινός. Από την άλλη η ίδια η συμμόρφωση της Τουρκίας στα ποικίλα κριτήρια που της έχουν τεθεί, είναι ένα ζητούμενο και προφανώς παράγοντας οιονεί αστάθειας του πολιτικού της συστήματος. Από την άποψη αυτή καλά θα κάνει η Ελλάδα να μην βάζει όλα της τ’ αβγά σ’ ένα καλάθι…

Με εκτίμηση,
Μιχάλης Τσινισιζέλης

Εκτύπωση- Αποστολή e-mail

Σxετικές Κατηγορίες

ΑΠΟΨΕΙΣ-ΑΡΘΡΑ – DEBATE

Αρέσει σε %d bloggers: