3. Η σημασία ύπαρξης συμβατών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων

3. Η σημασία ύπαρξης συμβατών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ηθικοκανονιστικών εποικοδομημάτων

Οι πιο πάνω πτυχές αν και όχι πολυσυζητημένες, δεν μπορούν εν τούτοις να υποτιμηθούν. Αφορούν την φύση του εθνικού-κρατικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε στο μεταβεστφαλιανό διακρατικό σύστημα. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όσο και αν συνήθισε να παραπέμπει τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας στις καλένδες δεν μπορεί εν τούτοις να παρακάμπτει επ’ άπειρον το ζήτημα της θεμελιώδους φύσης των εθνών-κρατών που με τον ένα ή άλλο τρόπο αποσκοπεί να ολοκληρώσει, καθώς επίσης και ίσαμε τις ακραίες συνέπειες τον επαναστατικό χαρακτήρα αυτού του φιλόδοξου σκοπού.

Τα επιστημονικά και λογικά σφάλματα περί την ΕΕ οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός πως παραβλέπεται το γεγονός ότι σε κάθε βιώσιμη Πολιτεία αναγνωρίζεται τόσο από τα κοσμοθεωρητικά του θεμέλια που προσφέρουν μόνιμο στρατηγικό προσανατολισμό όσο και από τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα που διαρκώς μεταλλάσσονται διαμέσου των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων προκαλώντας κυβερνητικές αλλαγές, νομοθετικές αλλαγές, διοικητικές αλλαγές και συνταγματικές αλλαγές. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις έσχατες λογικές της είναι ένα φαινόμενο κοινωνικοπολιτικής οντολογίας που δεν δύναται να αποφύγει αυτά τα έσχατα ερωτήματα που αφορούν κάθε συλλογικό τρόπο ζωής.

Όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, τα κράτη της Ευρώπης όπως και όλα τα υπόλοιπα κράτη του διακρατικού συστήματος έχουν μια αφετηρία στη φάση των αξιώσεων συλλογικής ελευθερίας, δηλαδή στη φάση της γέννησής τους ως ανεξάρτητες συλλογικές οντότητες, η οποία τα προικίζει με συγκεκριμένα κοσμοθεωρητικά θεμέλια πάνω στα οποία στη πορεία του χρόνου κτίζονται και σφυρηλατούνται τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματα, δηλαδή τα πολιτειακά καθεστώτα, τα νομικά συστήματα, οι διοικητικές προσεγγίσεις και άλλες ορατές ή αόρατες κανονιστικές δομές. Ενώ τα κράτη ως κοινωνικοπολιτικές οντότητες δυνατό αν διαφέρουν ως προς το εσωτερικό τους περιεχόμενο είναι εν τούτοις όμοια ως προς τα μορφικά χαρακτηριστικά τους: Όλες οι βιώσιμες πολιτειακές οντότητες είναι προικισμένες τόσο με τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια που επιτρέπουν τον συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο όσο και με ένα συμβατό με αυτά και διαρκώς εξελισσόμενο συλλογικό τρόπο ζωής, δηλαδή τα ηθικοκανονιστικά εποικοδομήματά τους[12]. Διατάραξη αυτής της λεπτής αλλά ουσιαστικής σχέσης θεμελίων και εποικοδομημάτων τα κλονίζει και συχνά τα διασπά ή τα καταργεί. Ενώ λοιπόν η Ε.Ε., στην πορεία πέντε δεκαετιών επιτυχούς οικονομικής ολοκλήρωσης έχει οικοδομήσει ωφελιμιστικά εποικοδομήματα στερείται εν τούτοις στέρεων πανευρωπαϊκών κοσμοθεωρητικών θεμελίων και ταυτόχρονα οι προαναφερθείσες θεμελιώδεις παραδοχές του κοινοτισμού και της απόρριψης των ηγεμονικών συμπεριφορών είναι ευάλωτες στις ενδο-κοινοτικές και διεθνείς ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων. Υπό το πιο πάνω πρίσμα, οποιαδήποτε απόφαση δημιουργίας υπερεθνικών κανονιστικών δομών που δεν είναι συμβατή με αυτές τις κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις υπονομεύει τα κεκτημένα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θα μπορούσε να προστεθεί πως κάθε ενοποιητικό βήμα το οποίο γίνεται είτε με εισαγωγή κριτηρίων ισχύος είτε με αποσύνδεση της ενοποίησης από την αλληλεγγύη, εν δυνάμει, ξαναφέρνει στο ευρωπαϊκό προσκήνιο το κλασικό πρόβλημα της ανασφάλειας λόγω άνισης ανάπτυξης και εν δυνάμει δημιουργεί ενδο-κοινοτικές εντάσεις οι οποίες δυνατό, ιδιαίτερα σε περιστάσεις κρίσεων, να αλλάξουν ριζικά την υπολογισμούς κόστους-οφέλους συμμετοχής για μικρά και μεγάλα κράτη.

Εάν η σχέση μεταξύ των κοσμοθεωρητικών θεμελίων και του υπερεθνικού κανονιστικού συστήματος είναι αυτή που περιγράψαμε πιο πάνω, τότε κάποιος θα μπορούσε να προχωρήσει σε εύλογες ερμηνείες για το καταμαρτυρούμενο γεγονός των δισταγμών και των διαιρέσεων των διακυβερνητικών διασκέψεων των τελευταίων δεκαετιών. Δύο πιθανές ερμηνείες είναι οι εξής: Πρώτον, η ομολογουμένως συντηρητική προσέγγιση σκοπό έχει να διασφαλίσει τα κεκτημένα –δηλαδή τον αντιηγεμονικό και κοινοτικό χαρακτήρα της Ένωσης– και να αποφύγει άλματα στο κενό τα οποία ενδεχομένως θα δημιουργούσαν προβλήματα άνισης ανάπτυξης. Σε τελευταία ανάλυση, κάποιοι δυνατό να υποστηρίξουν πως το γεγονός και μόνο ότι οι υπάρχουσες δομές διαχειρίζονται την αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών είναι ένα τόσο σημαντικό και πολύτιμο κεκτημένο που απαιτείται να διαφυλαχθεί κατά των κινδύνων επαναστατικών πειραματισμών[13]. Κατά κάποιο τρόπο, οι συζητήσεις για το ευρωπαϊκό σύνταγμα στις συντρέχουσες διακυβερνητικές διασκέψεις κατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς την διστακτικότητα των πολιτικών ηγετών στις ιδέες για επαναστατικές αλλαγές που θα ανατρέπουν την σχέση εντολέα-εντολοδόχος μεταξύ των κρατών μελών και των υπερεθνικών θεσμών. Δεύτερον, οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες[14] συνειδητοποιούν το γεγονός ότι στην σχέση «εντολέα-εντολοδόχου» υπάρχουν όρια τα οποία η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να υπερβεί με ενωσιακά άλματα που στερούνται τόσο επαρκών κοσμοθεωρητικών παραδοχών και κοινωνικοπολιτικών νομιμοποιήσεων. Γι’ αυτό, όταν κρίνεται ένα κείμενο συντάγματος όπως το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» που καταψηφίστηκε σε μερικά κράτη-μέλη, πέραν των καθαρά νομικών ερμηνειών χρειάζεται να εξετάζεται και να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο ανήκει.

Ακόμη πιο σημαντικό, τόσο σε ηθικοπρατικό όσο και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, η διαπίστωση ότι «τα εθνικά κράτη δεν μαράθηκαν βαθμιαία όπως είχα προβλέψει ορισμένοι», για να μην προκαλούνται επιστημονικά, λογικά και πολιτικά σφάλματα, είναι αναγκαίο να οδηγείται ίσαμε τις ακραίες συνέπειές του. Δηλαδή, ότι στην διαδικασία ολοκλήρωσης η σχέση εθνικού-κράτους και υπερεθνικών θεσμών απαιτείται να είναι σχέση εντολέα-εντολοδόχου, μια δηλαδή αμιγής διακυβερνητική σχέση εδρασμένη στην κρατοκεντρική ιδέα του κόσμου και της Ευρώπης, όπως ακριβώς είχε ορθολογιστικά υποστηριχθεί από τον Πρόεδρο της Γαλλίας στρατηγό Ντε Γκολ την δεκαετία του 1960 όταν υποστήριζε ότι η πολιτική Ευρώπη μπορεί να είναι μόνο μια «Ευρώπη των Πατρίδων».

Αρέσει σε %d bloggers: