4. Η θεμελιακή σχέση εντολέα-εντολοδόχου στην Ε.Ε.

4. Η θεμελιακή σχέση εντολέα-εντολοδόχου στην Ε.Ε.

Το τελευταίο σημείο θεωρώ πως είναι καίριο και χρήζει περαιτέρω διευκρινήσεων. Αποφεύγοντας λεπτές νομικές θεωρήσεις του κοινοτικού φαινομένου θα μπορούσαμε να σταθούμε στις πολιτικές όψεις του φαινομένου για να υποστηριχθεί ότι η ουσία της σχέσης «εντολέα-εντολοδόχου» στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συχνά επισκιάζεται από αναλύσεις θεσμικής λογικής ή πολιτικής σκοπιμότητας και ακόμη πιο συχνά συγκαλύπτεται από αποφάσεις των διακυβερνητικών διασκέψεων οι οποίες είναι στολισμένες με άφθονη ενωσιακή ρητορική που επισκιάζουν το έλλειμμα ενωσιακού περιεχομένου. Όπως φάνηκε από την καταψήφιση του ευρωσυντάγματος, αυτό τον ανορθολογισμό που συχνά συνοδεύεται από πολιτική ρητορική που υποκρύπτει πολιτική υποκρισία, φαίνεται ότι πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι πρόθυμες να συνεχίσουν να αποδέχονται.

Το βασικό ερώτημα κατά συνέπεια είναι: «εμείς οι ευρωπαίοι» ή «εμείς τα ευρωπαϊκά κράτη»; Επιστημονική και πολιτική τοποθέτηση όσον αφορά την σχέση εντολέα-εντολοδόχου στο Κοινοτικό θεσμικό σύστημα απαιτεί απάντηση του ερωτήματος κατά πόσον το «ΕΜΕΙΣ» αφορά τα μέλη μιας υπαρκτής ή εν δυνάμει υπαρκτής ευρωπαϊκής κοινωνίας ή κατά πόσον αντίθετα αφορά τα κράτη-μέλη στα οποία οι suis generis υπερεθνικοί θεσμοί βρίσκονται σε μια θέση διαρκούς υποταγής στα κράτη-μέλη (ή σ’ ένα τέλος πάντων τερματικό όπου ανεξαρτήτως δοτών αρμοδιοτήτων ο έσχατος, ύστερος και υπέρτατος κριτής θα είναι οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και οι εντολείς τους δηλαδή οι κοινωνίες των κρατών-μελών). Σε όλες τις μορφές κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης η σημασία του υπέρτατου και έσχατου εντολέα είναι μεγάλη. Στο επίπεδο του κοινοτικού κανονιστικού συστήματος, εάν η «απόφαση» είναι πως ύστατοι, έσχατοι και υπέρτατοι εντολείς είναι τα κράτη-μέλη, αυτό σημαίνει ότι ανεξαρτήτως περιθωρίων δοτής αρμοδιότητας που αφήνονται στους υπερεθνικούς θεσμούς τα διακυβερνητικά όργανα θα συνεχίσουν να είναι αυτά που θα μπορούν να καταργούν, δημιουργούν και επιφέρουν μεταβολές στις αρμοδιότητες και τις λειτουργίες των υπερεθνικών θεσμών.

Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, ενώ οι διακυβερνητικές διασκέψεις –και οι ίδιοι οι θεσμοί με πρωτοβουλίες που διευρύνουν τις αρμοδιότητές τους εντός των πλαισίων που θέτουν τα κράτη μέλη– δυνατό να μεγεθύνονται διαρκώς, αυτό μπορεί να λαμβάνει χώρα μόνον εντός του πλαφόν που οριοθετεί η σχέση «εμείς τα κράτη οι εντολείς» και «εσείς οι υπερεθνικοί θεσμοί οι εντολοδόχοι». Εάν δεν υπάρξουν επαναστατικές αλλαγές των κοσμοθεωρητικών θεμελίων του ευρωπαϊκού κοινωνικού περιβάλλοντος ποτέ οι διακυβερνητικές διασκέψεις δεν πρέπει να αναμένεται να υπερβούν ουσιαστικά αυτό το θεσμικό και πολιτικό πλαφόν. Για λόγους αυτοσυντήρησης που επιτάσσει το κοινό συμφέρον διαιώνισης του κεκτημένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μετά το 1957, επίσης, δεν πρέπει να αναμένεται ουσιαστική αλλαγή του θεμελιωδώς αντι-ηγεμονικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εκτός βεβαίως και αν τα κράτη αποφασίσουν μια επαναστατική επαναπροσέγγιση των σχέσεών τους.

Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ενστικτωδώς τουλάχιστον οι κυβερνήσεις και οι κοινωνίες που αντιπροσωπεύουν έχουν επίγνωση των θεμελιωδών χαρακτηριστικών του συστήματος και αυτός είναι ακριβώς το νόημα του «αμφιλεγόμενου» συμβιβασμού του Λουξεμβούργου του 1966 όσο και της συζήτησης που ακολούθησε έκτοτε για τα όρια, τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις των πλειοψηφικών αποφάσεων[15]. Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία πενήντα χρόνια ναι μεν οικοδομήθηκαν υπερεθνικοί θεσμοί πλην όμως στερούνται κοινωνικοπολιτικής αυτονομίας και ως προς τις έσχατες συνέπειές τους τελικοί κριτές είναι τα κυρίαρχα κράτη-μέλη που λειτουργούν υπό καθεστώς ισοτιμίας, συνήθως με ομοφωνία-συναίνεση και επί συνταγματικών θεμάτων πάντοτε με ομοφωνία. Για να διατυπώσω αυτή τη θέση ρητά, εάν δεν υπάρξει ευρωπαϊκή κοινωνική ολοκλήρωση, στην Ευρώπη θα έχουμε «Ένωση Κρατών» και όχι ευρωπαϊκή κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον δημοκρατία σημαίνει διακρατική ισοτιμία και ομόφωνες αποφάσεις, κάτι που όλως περιέργως δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όσους συχνά καλούν για πλειοψηφικές αποφάσεις που αναπόδραστα διολισθαίνουν σε αυταρχισμό, αξιώσεις ισχύος και υπονόμευση του κοινοτισμού. Ακόμη πιο συχνά, παρουσιάζεται το παράδοξο κάποιοι να αξιώνουν ταυτόχρονα «ισοτιμία» και πλειοψηφικές αποφάσεις, αγνοώντας ή παραβλέποντας πως εν τη απουσία ευρωπαϊκής κοινωνικής ολοκλήρωσης πρόκειται για αντιθετικές έννοιες.

Το ζήτημα αν και βαθύτατων προεκτάσεων είναι εν τούτοις απλό. Το ζήτημα που τίθεται σ’ αυτή την περίεργη σχέση εντολέα-εντολοδόχου είναι απλό. Όσο διευρύνονται οι αρμοδιότητες των υπερεθνικών οργάνων εντός του προαναφερθέντος πολιτικού και θεσμικού πλαφόν τόσο περισσότερο διευρύνεται το έλλειμμα λαϊκής κυριαρχίας και κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν αντίστροφα εύλογα –από την άποψη της αποτελεσματικότητας των θεσμών– αιτήματα για θεσμικές και πολιτικές ιεραρχήσεις στη βάση κριτηρίων ισχύος. Όπως σε κάθε πολιτειακό σύστημα, όπως προαναφέρθηκε, το ζήτημα είναι η εξουσία να μη θεωρείται ηγεμονική και τα μέλη να ανέχονται τις διακυμάνσεις της αλληλεγγύης που γίνονται στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Στο επίπεδο των βιώσιμων πολιτειών, επαναλαμβάνεται, αυτό συμβαίνει επειδή υπάρχει επαρκής κοσμοθεωρητική και κοινωνική ενότητα που δεν αφορά μόνο ωφελιμιστικά κριτήρια αλλά ευρύτερες και βαθύτερες παραδοχές και έσχατα ερωτήματα του συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου. Κοντολογίς, ενώ το Πολιτειακό σύστημα στο επίπεδο των εθνών-κρατών είναι βαθύτατα κοινωνιοκεντρικό στο επίπεδο της ΕΕ είναι εξ ορισμού διακυβερνητικό. Ταυτόχρονα, ένας ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος μπορεί να είναι μόνο νομικός και σε έκταση μόνο που το επιτρέπουν τα κράτη. Αυτός ο δημόσιος νομικός χώρος εξάλλου λειτουργεί υπό συνθήκες διαρκούς έντασης λόγω κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού ενώ διασαλεύεται όποτε και όσο εισρέουν ηγεμονικά κριτήρια ή εγκαταλείπεται τελείως η αλληλεγγύη στο όνομα της αποτελεσματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, ευρωπαϊκός δημόσιος κοινωνικοπολιτικός χώρος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινωνιοκεντρική πολιτική ολοκλήρωση κάτι που αν υπάρξει οι διακυβερνητικές διασκέψεις θα χρειαστούν μόνο για να το διαπιστώσουν και να βεβαιώσουν άπαξ την ύπαρξη μιας νέας πολιτικής κοινότητας που θα αντικαταστήσει τα έθνη-κράτη.

Κάποιος μπορεί να εκλογικεύει άνευ ορίων ή να εξορκίζει την απουσία κοινωνικοπολιτικής ένωσης αλλά διαπράττει τεράστια επιστημονικά, λογικά και πολιτικά σφάλματα αν ορθολογιστικά δεν αποδεχθεί την απουσία οντολογικών θεμελίων πέραν των εύθραυστων αντι-ηγεμονικών και κοινοτικών παραδοχών. Σ’ αυτά τα τεράστια σφάλματα, ακριβώς, οφείλονται τόσο ο επιπόλαιες επιθέσεις κατά της διακρατικής ισοτιμίας όσο και οι συχνές επικίνδυνες προτάσεις υπέρ μιας πιο αποτελεσματικής κοινότητας που θα περιέχει λιγότερη ή και καθόλου αλληλεγγύη. Σ’ αυτά τα σφάλματα οφείλονται επίσης οι αντιθέσεις, αντιφάσεις και σχεδόν απόλυτη πολιτική σύγχυση που συνόδεψε τις συζητήσεις για ενταξιακές διαπραγματεύσεις με ένα κράτος όπως η Τουρκία[16], εξέλιξη η οποία αναπόδραστα θα τις εντείνει και βαθύνει.

Αρέσει σε %d bloggers: