5. Στρατηγική ετερότητα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Κάποιος βεβαίως είναι ελεύθερος να κλείνει τα μάτια μπροστά στα προαναφερθέντα υπαρκτά εγγενή ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός, πρώτον, ότι παραμονεύουν ως μεγάλα προβλήματα στα θεμέλια του υπερεθνικού εποικοδομήματος και δεύτερον, ότι δυνατό να προκαλέσουν γεγονότα που δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφτούν, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων. Η στρατηγική ετερότητα των κρατών-μελών σε συνάρτηση με διεθνείς κρίσεις.
Στο τομέα των πολιτικοστρατηγικών ζητημάτων τις πέντε τελευταίες δεκαετίες τα κράτη-μέλη επέλεξαν να περιορίσουν την συνεργασία σε αμιγώς διακυβερνητικά πλαίσια. Για πολλά από αυτά, για λόγους που ερμηνεύονται εύκολα, η σημασία της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν έπαυσε ποτέ να ιεραρχείται πιο ψηλά από οποιαδήπότε αμυντικοδιπλωματική διευθέτηση αποφασίζεται στο επίπεδο της Ευρώπης. Αυτή η στάση αποτελεί πλέον κυρίαρχο χαρακτηριστικό μετά την διεύρυνση, όπως ήδη αναφέρθηκε, στα νέα κράτη-μέλη της Κεντρικής Ευρώπης και την αναμενόμενες αναπροσαρμογές λόγω ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι το φαινόμενος της διαχρονικής άρνησης των μελών να δεχθούν υπερεθνικές διευθετήσεις στα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα παρατηρείται παρά το γεγονός ότι διαρκώς τρίτοι παράγοντες εκτός Κοινότητας ζητούν ή θεωρούν ως δεδομένο πως η Ευρώπη πρέπει να μιλά με μια φωνή τόσο επί ζητημάτων που συναρτώνται με την οικονομική ολοκλήρωση όσο και επί των υπόλοιπων διεθνών προβλημάτων. Συναφώς, επίσης, αυτό παρατηρείται παρά το γεγονός ότι οι ολοένα διευρυνόμενες υπερεθνικές οικονομικές ρυθμίσεις θέτουν επί τάπητος τόσο πολιτικά ζητήματα που καλούν για συλλογική θέση όσο και νομικά ζητήματα που συχνά φέρνουν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε δύσκολη θέση[17]. Η ουσία αυτών των στάσεων και συμπεριφορών, εν τούτοις, δεν βρίσκεται στην παράλειψη υιοθέτησης θεσμικών ρυθμίσεων αλλά στο γεγονός της προαναφερθείσης εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής και κοσμοθεωρητικής ετερότητας που συνυπάρχει με τους υπερεθνικούς θεσμούς και που θέτει όρια στην πολιτική και θεσμική ανάπτυξη της κοινότητας.
Ενώ λοιπόν τα κράτη-μέλη επένδυσαν ουκ ολίγα στους ωφελιμιστικούς τομείς, στα πολιτικοστρατηγικά ζητήματα βασίζουν τις αποφάσεις τους σε κριτήρια κατανομής ισχύος με κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους την εθνική ισχύ και τις ισχυρές συμμαχίες.
Ακριβώς, η εικόνα της Ευρώπης τόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1988-92[18] όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης του Ιράκ την άνοιξη του 2003 αποτελούν περιπτώσεις που δυνατό να βοηθήσουν κάποιο να κατανοήσει εύκολα την πολιτικοστρατηγική δομή του ευρωπαϊκού χώρου. Τι παρατηρείται σ’ αμφότερες τις περιπτώσεις; Πρώτον, βαθύτατη ετερότητα στρατηγικών προσανατολισμών. Δεύτερον, πολιτικές διαιρέσεις που έτεμναν την Ευρώπη καθέτως και εγκαρσίως. Τρίτον, παντελή έλλειψη πολιτικής συνοχής ή στοιχειωδών συγκλίσεων όσον αφορά τα μεγάλα ζητήματα του κόσμου (πιο συγκεκριμένα τον ρόλο των διεθνών θεσμών, τα κριτήρια των διεθνών επεμβάσεων, το ζήτημα των όπλων μαζικής καταστροφής, την άνιση ανάπτυξη και την αντιμετώπιση των περιφερειακών προβλημάτων). Τέταρτον, καιροσκοπικές θέσεις και στάσεις αυτών που σύμπραξαν με τις ΗΠΑ κατά τη κρίση του Ιράκ όπως η Ισπανία και η Ιταλία αλλά και άλλων που υιοθέτησαν στάση επιτήδειου ουδέτερου σχοινοβατώντας αλλοπρόσαλλα μεταξύ των κυβερνητικών στάσεων και των τάσεων στο επίπεδο της κοινωνίας. Αυτό που έχει σημασία όσον αφορά αυτές τις συμπεριφορές, είναι ότι δεν οφείλονται σε συγκυριακά παθολογικά αίτια αλλά κατοπτρίζουν το πραγματικό κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης. Αποτελούν πρόκληση που καλεί για ψύχραιμες, υπεύθυνες και ρεαλιστικές αναλύσεις και εκτιμήσεις για τη δομή, τον χαρακτήρα και τον ρόλο της ΕΕ στον σύγχρονο κόσμο.
Αφετηρία κάθε σκέψης για τα θέματα αυτά είναι το πασίδηλο γεγονός πως πέντε δεκαετίες μετά την ίδρυσή της η ΕΕ είναι αφενός ένα τεράστιο εποικοδόμημα αλληλεξαρτούμενων οικονομιών και συνεταιρικών θεσμών και αφετέρου ένα σύστημα κρατών του οποίου τα κράτη-μέλη χαρακτηρίζονται από οξεία ετερότητα όχι μόνο στον κοινωνικό τομέα αλλά και στα στρατηγικά ζητήματα. Η στρατηγική ετερότητα είναι ιδιαίτερα έντονη στο επίπεδο των τριών μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων ενώ η κοινωνική ετερότητα κατοπτρίζεται, όπως ήδη τονίστηκε, στο γεγονός πως παρά τους ποικίλους δεσμούς στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι κοινωνίες –ενδεχομένως αναμενόμενα– συνεχίζουν να εδράζονται πάνω σε διακριτές οικείες κοσμοθεωρίες και διακριτά ηθικοκανονιστικά συστήματα. Αυτή η πολυποίκιλη ετερότητα δεν εκδηλώθηκε για πρώτη φορά την δεκαετία του 1990 ή του 2000. Ήταν παρούσα στις αφετηριακές συζητήσεις της ΕΑΚ/ΕΠΚ, η ύπαρξή της επιβεβαιώθηκε με τις κρίσεις της δεκαετίας του 1960, αναδείχθηκε ξανά στην κρίση του 1973, καταδείχθηκε όταν προσπάθειες δεκαετιών στο πλαίσιο της ΕΠΣ δεν οδήγησαν σε ένα ουσιαστικό ρόλο στο Μεσανατολικό ή κάποιο άλλο διεθνές πρόβλημα, απλά κορυφώθηκαν στην μεγαλύτερη ίσως κρίση της Κοινότητας στην φάση της Γερμανικής επανένωσης την περίοδο 1989-91, κρυφόκαιαν στις διαδοχικές κρίσεις των Βαλκανίων και ξανα-κορυφώθηκαν στην κρίση του Ιράκ το 2003 και στην φάση των δημοψηφισμάτων του 2004-5 για το ευρωσύνταγμα που συνοδεύτηκαν με την τουρκική υποψηφιότητα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 το modus vivendi που συμφωνήθηκε και εδραιώθηκε είναι πως από τη μια πλευρά θα ενισχυθεί το κοινοτικό κεκτημένο με την νομισματική και οικονομική ενοποίηση και από την άλλη πλευρά τα κράτη θα συνεχίσουν να είναι οι ύστατοι εντολείς των εντολοδόχων υπερεθνικών θεσμών. Ταυτόχρονα, το status quo στα θέματα άμυνας και στρατηγικής διαιωνίστηκε με την εθνικές στρατηγικές και την Ατλαντική Συμμαχία να βρίσκονται στις ψηλότερες βαθμίδες των προτεραιοτήτων των κρατών μελών. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται δεν είναι απελπισμένοι αξιολογικοί θρήνοι για το γεγονός ότι το κράτος δεν καταργήθηκε αλλά νέες θεωρήσεις που να εκτιμούν ορθολογιστικά και ορθά τον θεμελιώδη κρατικοκεντρικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος που ουδόλως αλλοιώθηκε λόγω ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για όσους ενδιαφέρονται, οι ιδέες του στρατηγού Ντε Γκολ για τον κόσμο και την Ευρώπη που οριοθετούν την κρατοκεντρική θεώρηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οριοθετούν κάθε ορθολογικού προβληματισμού για το θέμα αυτό[19].
[1] Αυτό το πασίδηλο γεγονός, θέτει την πρόκληση για μια αφενός πρωτότυπη διερεύνηση των αιτίων αυτής της σταθερότητας και αφετέρου των πιθανών παραγόντων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν συνθήκες αστάθειας και ανατροπών. Κυρίως, αυτό το γεγονός δεν νομιμοποιεί, σε ακαδημαϊκό τουλάχιστον επίπεδο, συχνές και εύκολες διαπιστώσεις άνευ επιστημονικού νοήματος του τύπου «αν οι πολίτες είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την χώρα τους θα επέλεγαν την τελευταία» ή εύκολες σφαιρικές δήθεν ανασκοπήσεις της «ενωτικής» πορείας που καταλήγουν σε μεγαλοπρεπείς διαπιστώσεις ότι «τα εθνικά κράτη δεν έχουν μαραθεί βαθμιαία». Απλή αναφορά σε ανάλογες τεκμηριωμένες και βαθυστόχαστες διαπιστώσεις όπως του Stanley Hoffmann στο «Obstinate or Obsolete? The Fate of the Nation – State and the Case of Western Europe», Daedalus, vol. 95, no 3, Summer 1966 ή του Hedley Bull, στο «Civilian power Europe: A Contradiction in Terms?», Journal of Common Market Studies, no 1 – 2, September – December 1982, οι οποίοι εδώ και δεκαετίες διαπίστωσαν τους προσανατολισμού του ενοποιητικού εγχειρήματος αφενός δίνουν πληρέστερη εικόνα και αφετέρου προσφέρουν την δυνατότητα για προώθηση της σκέψης σε πιο πρωτότυπες διερευνήσεις.
[2] Οι σκέψεις στο παρόν είναι προέκταση εκτενέστερων δημοσιεύσεων για τα ίδια ή παρόμοια θέματα. Επειδή λόγω χώρου και σκοπών του παρόντος αφενός πολλά συναφή ζητήματα δεν αναλύονται και αφετέρου πολλές πρωτογενείς και δευτερογενείς θεμελιώσεις δεν κρίνεται αναγκαίο να επαναλαμβάνονται, ο ενδιαφερόμενος θα προστρέξει σε αυτές τις δημοσιεύσεις. Αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής: 1. European Political Cooperation, towards a framework of supranational diplomacy? England: Gower Publishers 1987. 2. Nuclear Strategy and European Security Dilemmas, towards an Autonomous European Defence System? England: Gower Publishers 1988 3. «Το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας προς το 2000», μέρος Β στο Ήφαιστος Π. & Τσαρδανίδης Χ., Το Ευρωπαϊκό σύστημα Ασφαλείας και η Ελληνική – Εξωτερική Πολιτική προς το 2000. Αθήνα: Σιδέρης 1992. 4. Ευρωπαϊκή άμυνα και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Ευρώπη των πολλών Ταχυτήτων και κατηγοριών κατά της Ευρωπαϊκής Ιδέας Αθήνα: Οδυσσέας 1994. 5. Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας.. Αθήνα: Ποιότητα 2000. 6. Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, Αθήνα: Ποιότητα 1999. 7. Ευρωατλαντικές σχέσεις (συν-συγγραφή με Κ. Αρβανιτόπουλο), Αθήνα: Ποιότητα 1999. 9. Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, Ευρωπαϊκή Άμυνα, Ασφάλεια και Πολιτική Ενοποίηση. Αθήνα: Ποιότητα 2001. 10. Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό περιεχόμενο, Ποιότητα, Αθήνα 2004 (Στο πυρήνα των θεωρητικών αναζητήσεων των δύο τελευταίων βρίσκεται ακριβώς το ζήτημα των βαθύτερων διαμορφωτικών δυνάμεων του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι και των οντολογικών θεμελιώσεών τους).
[3] Μετά την κρίση του 1965-66, η οποία οδήγησε στον συμβιβασμό του Λουξεμβούργου και το κείμενο-σταθμό στην θεωρία ολοκλήρωσης του Stanley Hoffmann «Obstinate or Obsolete» (ό.π.), ο Ernst Haas έκανε την εξής παραδοχή που εκτιμάται ότι αποτελεί σταθμό στην θεωρία ολοκλήρωσης: «η ένταση μεταξύ του οράματος του Ζαν Μοννέ και του Κάρολου Ντε Γκώλ ξεπερνούν το επίπεδο της ιδεολογίας τω ατόμων και τις διαφορές επιθυμητών επιλογών. Η ένταση δείχνει πως ολοκλήρωση και από-ολοκλήρωση είναι δύο προτσές που αναπτύσσονται ταυτόχρονα», Haas Ernst, «The Uniting of Europe and the Uniting of Latin America», Journal of Common Market Studies, vol. 5, 1966-7, σελ. 315. Ο Haas, επίσης, αποδέχεται, τελικά, την μεγάλη σημασία των οντολογικών παραγόντων οι οποίοι παρεμβαίνουν στην αέναη διαπάλη της «λογικής της ετερότητας» με την «λογική της ολοκλήρωσης». Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνει πως υπάρχουν όρια πέραν των οποίων η ολοκλήρωση στην βάση καταναλωτικών και άλλων υλικών συμφερόντων δεν μπορεί να υπερβεί. Όπως με ενάργεια και παραδειγματική εντιμότητα το έθεσε: «Ο Ντε Γκώλ απέδειξε ότι κάναμε λάθος (…) τα πραγματιστικά συμφέροντα, απλώς επειδή είναι πραγματιστικά και δεν ενισχύονται από βαθιές ιδεολογικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις, είναι εφήμερα Απλώς επειδή τα ενώνουν πολύ χαλαροί δεσμοί, πολύ εύκολα μπορούν να διαλυθούν ή να γίνουν θρύψαλα. Επομένως, ένα πολιτικό προτσές το οποίο οικοδομείται και προβάλλεται στην βάση πραγματιστικών συμφερόντων, είναι καταδικασμένο να είναι μια ευπαθής διαδικασία, επιρρεπής σε αποσύνθεση και από-ολοκλήρωση. Με αυτή την τροποποίηση των λογικών βάσεων του λειτουργισμού, μπορούμε να επανεξετάσουμε τον χαρακτήρα των πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων. Αποφάσεις που βασίζονται στην υψηλή πολιτική και θεμελιώδεις δεσμεύσεις είναι αναμφίβολα πιο στέρεες από δεσμεύσεις που στηρίζονται σε πραγματιστικές προσδοκίες», ό.π. σελ. 327 και 328.
[4] Αυτές οι θεωρήσεις συνήθως κινούνται προς δύο παράλληλους προσανατολισμούς με την ίδια όμως αφετηρία, την εταιρική αντίληψη του συλλογικού βίου. Προς την μια κατεύθυνση βρίσκονται οι θεωρήσεις οι οποίες ως να μην υπάρχουν τα αίτια πολέμου θεωρούν πανάκεια την οικονομική και θεσμική αλληλεξάρτηση ενός διακρατικού συστήματος του οποίου όσο περισσότερο οι κοινωνίες καθίστανται κοσμοπολίτικες τόσο περισσότερο θα αναδύεται ένας δημόσιος χώρος όπου οι ταυτίσεις με το πολιτικό γεγονός θα είναι απαλλαγμένες παραδοχών κλασικού χαρακτήρα. Δεν αποκλείουν, ταυτόχρονα –και έτσι συναντώνται με την άλλη παράλληλη παραδοχή–, ότι αυτό θα οδηγήσει σε κάποιου είδους διεθνή ρυθμιστική εξουσία, με αποτέλεσμα τα αδιέξοδα μιας τέτοιας παραδοχής να διολισθαίνουν σε εκλογικεύσεις περί «ήπιου ηγεμονισμού» ή περί «νέων μορφών διακυβέρνησης». Ο αναδυόμενος δημόσιος χώρος, ο δημόσιος λόγος, το κοινό συμφέρον και ευρύτερα η θεώρηση του πολιτικού γεγονότος, υποστηρίζουν αμφότερες οι θεωρήσεις ίσαμε τις ακραίες συνέπειές τους, δεν συναρτάται με εθελοντισμό που εκπηγάζει από παραδοσιακές παραδοχές συλλογικής ταύτισης του ατόμου, αλλά με άνωθεν καλούς θεσμούς που θα επιφέρουν μια ορθολογιστική αν όχι πεφωτισμένη διαμόρφωση του ατόμου, των ομάδων και των κανονιστικών δομών. Σε κάθε περίπτωση, οι θεσμοί προηγούνται και διαμορφώνουν την κοινωνία και όχι το αντίστροφο. Οι ρίζες αμφότερων των παραδοχών βρίσκονται στα κάθε λογής διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα δόγματα, στην αμφισβήτηση της εθνικής-κρατικής διαμόρφωσης των Νέων Χρόνων και στην αμφισβήτηση της κρατικής κυριαρχίας ως καθεστώτος μεταξύ των κυρίαρχων κοινωνιών. Το γεγονός ότι αυτό είναι το υπόβαθρο από το οποίο αντλούν οδηγεί σε στοχαστικά αδιέξοδα, αμφισβήτηση της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας και σε τελευταία ανάλυση σε επιστημονικά και λογικά σφάλματα. Αυτή είναι η μοίρα όλων των διεθνιστικών, κοσμοπολίτικων και ηγεμονικών θεωρήσεων που αν και αμφισβητούν το οντολογικά διαμορφωμένο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που εδράζεται στην Πολιτεία – Έθνος-κράτος ποτέ δεν κατόρθωσε να προτείνει βάσιμα υποκατάστατο και κυρίως τρόπους διεθνούς αλλαγής των υπαρχόντων κοινωνικοπολιτικών γεγονότων.
[5] Κυρίως, επειδή βρίσκονται σε δυσαρμονία με τον πολιτικό πολιτισμό των κρατών-μελών της ΕΕ.
[6] Όπως αναφέρθηκε στην υποσημείωση 1 πιο πάνω, κατά καιρούς διάφοροι αναλυτές υπό το πρίσμα μιας απελπισμένης απόγνωσης επειδή οι ευσεβείς κοσμοπολίτικοι πόθοι δεν εκπληρώθηκαν θυμούνται ότι «τα έθνη-κράτη δεν έχουν μαραθεί βαθμιαία …» κτλ. Τα προβλήματα σ’ αυτή την περίπτωση είναι δύο: Πρώτον, όταν η ανθρώπινη εμπειρία διαψεύδει τα κανονιστικά και μεταφυσικά προσδιορισμένα θεωρήματα οι δράστες επιβάλλεται να το παραδέχονται ευθαρσώς και ίσαμε τις ακραίες συνέπειες αυτού του γεγονότος να το ενσωματώνουν στην ανάλυσή τους για μπορούν να αναπτυχθούν ορθολογιστικά οι επιστημονικές συζητήσεις. Δεύτερον, επειδή ακριβώς αυτό δεν γίνεται, μεγάλο μέρος των αναλύσεων περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι γεμάτες με επιστημονικά και λογικά σφάλματα που κανείς δεν ελέγχει επειδή η πλειονότητα των θεσμικά χρηματοδοτούμενων αναλύσεων κολυμπά σε πελάγη θεσμικών χρηματοδοτήσεων που επιβάλλουν στοχαστικούς συμβιβασμούς και συμμόρφωση με την περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα. Νεότεροι αναλυτές, επιπλέον, υποχρεώνονται να εμπλέκονται στα ίδια στοχαστικά αδιέξοδα επειδή αυτό αποτελεί εισιτήριο ακαδημαϊκής εξέλιξης, θεσμικών χρηματοδοτήσεων και κοινωνικής αναγνώριση.
[7] Βλ. 1982 σ. 163. Το πλήρες απόσπασμα του σχετικού εδαφίου είναι το εξής: «Δεν υπάρχει υπερεθνική κοινότητα στην Δυτική Ευρώπη. Υπάρχει μια ομάδα κρατών (επιπλέον, εάν υπήρχε μια υπερεθνική εξουσία στη Δυτική Ευρώπη θα ήταν πηγή αδυναμίας και όχι ισχύος ως προς την αμυντική πολιτική. Αυτό που είναι πηγή ισχύος στην Ευρώπη είναι το έθνος-κράτος – δηλαδή η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία – και η ικανότητά τους να εμπνεύσουν πίστη και νομιμοφροσύνη στα θέματα του πολέμου). Ένα κονσέρτο κρατών, των οποίων η βάση είναι μια περιοχή ως προς την οποία πιστεύεται πως υπάρχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ των μεγαλυτέρων δυνάμεων (της περιοχής), αντίληψη η οποία ενισχύεται από πολλές διαδικασίες διαβουλεύσεων στις οποίες συμμετέχουν και μικρότερες δυνάμεις καθώς και διεθνείς οργανισμοί. Η ιστορία των Ευρωπαίων είναι μια ιστορία εγγενούς-ενδημικής σύγκρουσης. Εάν πρόσφατα απέκτησαν τη συνήθεια της συνεργασίας (σημείωση: στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης), αυτό έγινε υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ και υπό την απειλή εξ ανατολών. Ακόμη και η απλή σκέψη ότι τα ευρωπαϊκά κράτη συνιστούν μια “κοινότητα ασφαλείας” ή μια “περιοχή ειρήνης” είναι ευσεβής πόθος, εάν αυτό σημαίνει ότι πόλεμος μεταξύ τους δεν θα υπάρξει ξανά, και όχι ότι δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια και ότι είναι εκτός λογικής εάν υπάρξει ξανά». Βλ. Bull Hedley, ό.π. σελ. 163.
[8] Βλ. ό.π. Spring 1966 σ. 327.
[9] Βλ. Aron Raymond, «The Anarchical Order of Power», Daedalus, vol. 95, no 2, Spring 1966 σ. 484.
[10] Αυτό πρόβλεπαν οι λειτουργικές θεωρήσεις του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι που βρίσκονταν στο υπόβαθρο των πολιτικών εξελίξεων των πρώτων δεκαετιών. Όπως το έθεσε ο Ernst Haas, «τα βιώσιμα έθνη-κράτη συνιστούν πολιτικές κοινότητες. Ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης τέτοιων κρατών, θα μπορούσε, επίσης, να σχηματισθεί μια νέα πολιτική κοινότητα. Διάφορες παραλλαγές συνταγματικών και δομικών παραγόντων είναι συμβατές με αυτό τον όρο [της συγχωνευμένης κοινότητας]. Πολιτική κοινότητα υπάρχει, όταν υπάρχει δυνατότητα ειρηνικών εσωτερικών αλλαγών υπό συνθήκες συναγωνισμού και [ειρηνικής] διαπάλης μεταξύ ομάδων με ανταγωνιστικά συμφέροντα. Τη διαδικασία με την οποία επιδιώκουμε την επίτευξη αυτού του στόχου την ονομάζουμε ολοκλήρωση. Δηλαδή ολοκλήρωση είναι η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας διάφοροι πολιτικοί παράγοντες που δρουν σε διακριτά εθνικά περιβάλλοντα πείθονται να μετατοπίσουν την πίστη τους, τη νομιμοφροσύνη τους, τις προσδοκίες τους και τις πολιτικές τους δραστηριότητες σε ένα ευρύτερο κέντρο, του οποίου οι θεσμοί αποκτούν ή διεκδικούν τις δικαιοδοσίες των προϋπαρχόντων εθνών-κρατών», «International Integration: The European and the Universal Process» στο Hodges Michael (ed.) European Integration, Penguin, Harmondsworth 1972, σελ. 92). Σε άλλη περίπτωση έγραψε, «το τελικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης είναι μια νέα πολιτική κοινότητα η οποία τίθεται υπεράνω των προϋπαρχόντων πολιτικών κοινοτήτων» (Haas Ernst, The Uniting of Europe, Stanford Univ. Press, Stanford, 2nd ed., 1958, σελ. 16).
[11] Για την ανάλυση του γράφοντος ως προς αυτό το ζήτημα βλ. το Θεωρία Διεθνούς και Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης ό.π.
[12] Αυτά τα ζητήματα κοινωνικοπολιτικής οντολογίας έχουν αναλυθεί εκτενώς από τον υποφαινόμενο στο Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, αντικείμενο, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2003 ιδ. ό.π. ιδ. κεφ. 2.
[13] Μερικοί μάλιστα ίσως υποστηρίξουν ότι σχήματα «μεταβλητής γεωμετρίας», δημιουργία κρατών πρώτης και δεύτερης τάξης, αυξημένοι ρόλοι λόγω υπέρτερης κρατικής ισχύος και αντίστροφα μειωμένοι ρόλοι λόγω λόγω αδυναμίας, κτλ., δεν είναι κατ’ ανάγκη καταστροφή αλλά ένα άλλο ευρωπαϊκό διακρατικό πολιτικό σύστημα που όπως το γνωρίσαμε στο παρελθόν. Κάποιος, όμως, θα πρέπει να γνωρίζει πως ένα τέτοιο κλασικό σύστημα –το οποίο σε κάθε περίπτωση ισχύει στον υπόλοιπο κόσμο– στηρίζεται στην διαρκή εξισορρόπηση ισχύος και συμφερόντων και όχι στην διαρκή συναινετική διαχείρισή τους όπως καθιερώθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τις τελευταίες δεκαετίες. Επιπλέον, τα ιστορικά παραδείγματα δείχνουν πως όταν η αλληλεξάρτηση δεν τυγχάνει επιτυχούς διαχείρισης οδηγεί σε σφοδρές συγκρούσεις ακύρωσής της και αναδιανομής των αγαθών μεταξύ των κοινωνιών που εμπλέκονται. Μια από τις ιδιομορφίες του κοινοτικού συστήματος, ακριβώς, είναι ότι το ιδιόμορφο μικτό σύστημα υπερεθνικότητας και διακυβερνητισμού διαχειρίζεται την οικονομική και πολιτική αλληλεξάρτηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Για όσους είναι εξοικειωμένοι με την ανάλυση για τα αίτια πολέμου και ιδίως την άνιση ανάπτυξη, γνωρίζουν πως αυτή και μόνο η πτυχή του κοινοτικού συστήματος συνιστά «διακρατική επανάσταση». Το ζήτημα του κατά πόσο αυτή η επανάσταση μπορεί να «εξαχθεί» στον υπόλοιπο κόσμο είναι μια άλλη υπόθεση. Υπενθυμίζεται πως αρχικά η θεωρία ολοκλήρωσης συμπεριελάμβανε εγχειρήματα ολοκλήρωση και άλλων περιφερειών.
[14] Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως πολλοί και συχνά επισημαίνουν, κατά το πλείστον αποτελεί υπόθεση των ελίτ που παίρνουν τις αποφάσεις μετά από συνήθως στοιχειώδεις μόνο συζητήσεις στο εθνικό επίπεδο. Σπάνια ο «απλός άνθρωπος» κατανοεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ενός αμιγούς υπερεθνικού μορφώματος που προϋποθέτει κοινωνικοπολιτική ολοκλήρωση και «μετάθεση πίστης, νομιμοφροσύνης, προσδοκιών και εξουσιών στο υπερεθνικό επίπεδο ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια νέα πολιτική κοινότητα» (Haas 1948 ό.π.) και ενός διακυβερνητικού συστήματος η ευρωστία του οποίου εξαρτάται από την δυνατότητα ομόφωνων αποφάσεων, από τις συναινετικές αποφάσεις και την ενίσχυση των κανονιστικών δομών των κρατών-μελών. Βλ. Haas Ernst, «International Integration: The European and the Universal Process» στο Hodges Michael (ed.) ό.π. σελ. 92,138 και Haas Ernst, 1948, σελ. 16
[15] Το ζήτημα αυτό έχει εξεταστεί εκτενώς στο Ifestos 1987 κεφ. 17.
[16] Με τα δεδομένα της μέχρι σήμερα ύπαρξης και λειτουργίας της ΕΕ η ετερότητα της Τουρκίας είναι ασφαλώς πρωτοφανής. Αναπόδραστα, θα θέσει έντονα επί τάπητος τα θεμελιώδη ερωτήματα για το «ποιοι είμαστε» και «προς τα πού κατευθυνόμαστε». Υπό τέτοιες συνθήκες καθώς και επικράτησης των αγγλοαμερικανικών αντιλήψεων μετά την διεύρυνση προς την κεντρική Ευρώπη, το ερώτημα όσον αφορά την Τουρκία είναι κατά πόσο στην πλάστιγγα των αλλαγών που θα τίθενται ως απαίτηση για την ένταξη ενός τέτοιου κράτους, θα οδηγεί στον λεγόμενο «εξευρωπαϊσμό» της Τουρκίας ή σταδιακά στην πλήρη πολιτική αποδυνάμωση της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, κάποιος θα πρέπει να διακρίνει μεταξύ της σε κάθε περίπτωση αναμενόμενης μετεξέλιξης της τουρκικής κοινωνίας και των θεσμών της και υποτιμητικών αξιώσεων για «εξευρωπαϊσμό» που αν αποδυναμωθεί πολιτικά η κοινότητα δεν θα έχει σταθερό σημείο αναφοράς.
[17] Για το θέμα αυτό βλ. Ήφαιστος Π. Κοσμοθεωρητική Ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ολοκλήρωση, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2002 κεφ. 15.
[18] Βλ. εκτενή ανάλυση ό.π. κεφ. 16-17. Επίσης Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ό.π. κεφ. 6.
[19] Για τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και επίκαιρες ιδέες του γάλλου προέδρου βλ. Π. Ήφαιστος, Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ό.π., κεφ. 3.