6.3.2012. Σκέψεις για τις καταιγιστικές εξελίξεις στην ΕΕ που κατανοούν και δεκαεξάχρονοι
Ο κύριος κοινωνικοπολιτικός ρόλος μιας κεντρικής τράπεζας είναι, μεταξύ άλλων, σε συνεργασία με τους φορείς εξουσίας και διακυβέρνησης, να αποφασίζει για τα επιτόκια, τις δανειοδοτήσεις, τις πολιτικές που αφορούν τον πληθωρισμό, τις επενδύσεις, και πολλά άλλα. Με τις αποφάσεις της επηρεάζει σημαντικά ζητήματα ενός εθνοκράτους όπως η κοινωνική ανάπτυξη, η κοινωνική δικαιοσύνη και οι ξένες επενδύσεις. Επιπλέον -δυστυχώς, καθότι αυτό αναιρεί την Πολιτική-, λόγω του τεχνοκρατικού χαρακτήρα των διεθνών χρηματοοικονομικών υποθέσεων, ο ρόλος μιας Κεντρικής Τράπεζας συναρτάται με τις εκάστοτε διεθνείς χρηματοοικονομικές συγκυρίες και τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις, ιδιαίτερα στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας και της διεθνούς και ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Όπως γίνεται φανερό, αυτά και τα συμπαρομαρτούντα ζητήματα συναρτώνται ζωτικά με κοσμοθεωρητικά πρότυπα και με τις κοινωνικοπολιτικά επικυρωμένες ηθικές επιταγές μιας ανθρωπολογικά συγκροτημένης κοινωνικής οντότητας. Θα αποτελούσε κοινωνική-οικονομική σχιζοφρένεια αν οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν λειτουργούσαν σύμφωνα με αυτά τα πρότυπα και αυτές τις ηθικές επιταγές, καθότι αφορούν την κοινωνική δικαιοσύνη η οποία δεν μπορεί να είναι χωρίς κοινωνική αναφορά. Εκτός και αν μιλούμε για κατάλυση της Πολιτικής και κυριαρχία της ιδιωτείας και της εξωπολιτικής βαρβαρότητας, τα κοσμοθεωρητικά πρότυπα και οι ηθικές επιταγές προσδιορίζουν το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε χώρας, ή Αριστοτελικότερα, τον κατ’ αλήθειαν συλλογικό τρόπο ζωής μιας Πολιτείας. Μια τέτοια περιγραφή του Κοινωνικού και του Πολιτικού γεγονότος είναι αντικειμενική: Ανεξαρτήτως αξιολογικών προτιμήσεων κάθε ατόμου και διαφορών μεταξύ κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου κάθε Πολιτείας, υπάρχει μορφική ομοιότητα όσων ιστορικοπολιτικών γεγονότων είναι ενταγμένα σε αυτό που ονομάζεται πολιτικός πολιτισμός. Οι ανθρώπινες δηλαδή καταστάσεις και ενεργήματα που συντελούνται μετά την εποχή της βαρβαρότητας και το πέρασμα του νοερού συνόρου που έφερε τους ανθρώπους στην εποχή της πολιτικής συγκρότησης, του ομαδικού κατ’ αλήθειαν βίου, σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας και της μεταξύ των μελών της συγκρότησης ηθικών προτύπων που διέπουν τον κοινό τρόπο ζωής. Στην διαδρομή αυτή τίποτα και ποτέ δεν ήταν ανθόσπαρτο και ποτέ δεν θα είναι. Εξ ου και η μεγαλοφυής Καβάφεια σύλληψη του ταξιδιού προς μια ενδεχομένως ανύπαρκτη Ιθάκη. Ανά πάσα στιγμή, όμως, υπάρχει μέτρο στάθμισης των πραγμάτων κάθε Πολιτείας και όλων συνολικά: Είναι το κατά πόσο υπάρχει κοινός βίος ενταγμένος στην λογική του πολιτισμού όπως μόλις ορίστηκε και το κατά πόσο η φορά κίνησης των πραγμάτων οδηγεί προς ολοένα μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία εντός της Πολιτείας κάθε κοινωνικής οντότητας. Ενόσω αυτό κατακτάται τόσο περισσότερο οι αξιώσεις ισχύος που συγκροτούν τον κοινό βίο είναι συμβατές με την εκάστοτε κοινή αλήθεια (που και αυτή όπως είπαμε είναι συναρτημένη με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε κοινωνικής οντότητας).
Για το εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα, τώρα, δεν μιλάμε εδώ καθότι το έχουμε αναλύσει σε άλλη περίπτωση. Εδώ λέμε μόνο πως εκτός και αν υπάρξει κάποια κοσμοσυστημική μετεξέλιξη των δια-Πολιτειακών σχέσεων που συγκροτεί κατιτί παρόμοιο και ανάλογο με την Βυζαντινή Οικουμένη -μέσα στην οποία για μακρές περιόδους δημιουργούνταν συνθήκες μιας συντριπτικά υπερισχύουσας ανθρωποκεντρικής πνευματικής ατμόσφαιρας που συγκροτούσε μια πολιτική, πνευματική, μεταφυσική και δια-Πολιτειακή ισορροπία και αρμονία- οι διακρατικές σχέσεις δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά υλιστικές. Διαπροσωπικά φαινόμενα σίγουρα πάντα υπήρχαν και πάντα θα υπάρχουν και συχνά έχουν διανεμητικές συνέπειες πλην δεν είναι πολιτικά άξια λόγου: Τα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης συγκροτούνται στην βάση της κυρίαρχης πολιτικής ανθρωπολογίαςε κάθε κράτους. Και ενώ αυτό ίσχυε πάντα για τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα κάθε κοινωνίας (ακόμη και των μη ανεξάρτητων ή και υπόδουλων) μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 τα πράγματα άλλαξαν δραστικά. Έχουμε όχι μόνο ένα πρωτόγνωρο εσωτερικά διαφοροποιημένο κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα που άποψη ενδοκρατικού και διακρατικού πολιτικού πολιτισμού βρίσκεται στην πρό-κλασική εποχή αλλά επιπλέον είναι και αυστηρά εδαφικά διαχωρισμένο. Οι συνέπειες είναι βαθύτατων προεκτάσεων. Συντομογραφικά, γιατί αυτό αναλύεται αλλού, η συνέπεια είναι ότι η σιδερένια περιφρουρημένη κρατική κυριαρχία οδηγεί σε συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και συναρτημένες πολιτικές ανθρωπολογίες οι οποίες βαθαίνουν ολοένα και περισσότερο την ετερότητα κάθε Πολιτείας και κατ’ επέκταση καθιστώντας την διακρατική διαφοροποίηση ολοένα εντονότερη. Αυτό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λόγω άνισης ανάπτυξης, ύπαρξης πλανητικών πλέον δυνάμεων που καλούνται να συμπεριφερθούν «ισότιμα» με απείρως μικρότερα κράτη, ανελέητη σύγκρουση αυτών των υπερδυνάμεων, διεθνικά φαινόμενα τα οποία εξ αντικειμένου είναι εξωπολιτικά και γι’ αυτό εξ αντικειμένου προ-πολιτικά και βάρβαρα που θρέφουν την ιδιωτεία και ασφαλώς άπειρα αίτια πολέμου μεταξύ όλων των κρατών που προκάλεσαν οι δύο μεγαλύτερες συμφορές της ανθρώπινης ιστορίας, αφενός η αποικιοκρατία και αφετέρου η ουτοπία και τελικά ιδιοτελές σοβιετικό σχέδιο εξίσωσης και εξομοίωσης του πλανήτη που διαδέχθηκε και τελικά συμπορεύθηκε με τον αστικοφιλελεύθερο διεθνισμό.
Τώρα, γιατί τα λέμε όλα αυτά και πως τα συναρτούμε με τον ρόλο της Κεντρικής Τράπεζα; Είναι γιατί μετά τις θύελλες και τους ανέμους που προκάλεσαν οι δύο τελευταίοι Παγκόσμιοι Πόλεμοι στην Ευρώπη επιχειρήθηκε να δημιουργήσουν μια νέα ευρωπαϊκή πολιτική δομή. Δεν θα αναλύσω την διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, έχει γίνει αλλού και σε χιλιάδες δημοσιευμένες σελίδες. Λέω μόνο ότι από καιρό, την δεκαετία του 1960, έγινε αντιληπτό και επιστημονικά θεμελιώθηκε το γεγονός ότι δημιουργήθηκε το «ευρωπαϊκό παράδοξο»: Η συνύπαρξη εντός της δομής της ΕΕ ολοένα ισχυρότερων εθνοκρατών ολοένα βαθύτερης ανθρωπολογικής ετερότητας με ένα ωφελιμιστικό σύστημα ανταλλαγών που συνοδεύεται από εντολοδόχους υπερεθνικούς θεσμούς και πλήθος κοινών νομικοπολιτικών ρυθμίσεων που συγκροτούν την ευρωπαϊκή διακρατική νομιμότητα. Τίποτα το διεθνιστικό ή κοσμοπολίτικο δεν προέκυψε, ενώ παράλληλα το φαινόμενο ζούσε και ζει τις αντιθέσεις μιας στρατηγικής εξάρτησης και ενδο-ευρωπαϊκών διλημμάτων ασφαλείας που υποβόσκουν στα θεμέλια των σχέσεων των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Διπλωματία και στρατηγική των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, ιδ. κεφ. 5 και 6). Ταυτόχρονα, λόγω καταστροφικής ιδεολογικής υπονόμευσης του κοινοτικού φαινομένου το μετά-νεοτερικό ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν εξορθολογίστηκε σύμφωνα με την διαφοροποιημένη πολιτική ανθρωπολογία, δεν προχώρησε δηλαδή στην συγκρότηση μιας αυστηρά εθνοκρατοκεντρικής ευρωπαϊκής δομής – βλ. Κοσμοθεωρία των Εθνών, κεφ. 6- αφήνοντας κατά μέρος τις αφετηριακές λειτουργιστικές ασυναρτησίες που … πρόβλεψαν ότι τα ωφελιμιστικά συμφέροντα θα δημιουργούσαν μια υπερεθνική αποκλειστικά οικονομική ανθρωπολογία. Χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα, έγραψε για την αντίληψη αυτή υπό ένα ευρύτερο πρίσμα ο μεγαλοφυής και ακέραιος μεγάλος στοχαστής μας, Παναγιώτης Κονδύλης.
Το 1990 συνδυασμένα φαινόμενα [στρατηγικές ανακατατάξεις, ωρίμανση της ωφελιμιστικής λειτουργικής ολοκλήρωσης, Γερμανική επανένωση που επανατοποθετούσε σε νέα βάση τα ενδο-ευρωπαϊκά διλήμματα ασφαλείας και ανάγκη προσεκτικών «από κοινού» (όχι «κοινές» γιατί δεν υπήρχαν οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις) νομισματικών και οικονομικών πολιτικών] δημιούργησαν ένα μεταίχμιο όπου αντί ορθολογιστικών αποφάσεων οι πολιτικοί-τεχνοκράτες-γραφειοκράτες ερήμην των κοινωνιών και χέρι-χέρι με εξωπολιτικούς διεθνικούς δρώντες έβαλαν μια ατομική βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ. Την ΟΝΕ. Μια δηλαδή κοινή νομισματική πολιτική που ονόμασαν και οικονομική της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας με νέα υπερφίαλη και ιδεολογικοπαρμένη ονομασία (Ευρωπαϊκή «Ένωση»). Αφορά αφενός της μακροοικονομικές ισορροπίες και τις συναρτημένες κοινωνικές ισορροπίας, καθώς και τους ενδο-Κοινοτικούς όρους εμπορίου και την ανταγωνιστικότητα και αφετέρου τις ισορροπίες στην διεθνή πολιτική οικονομία και των ευρωατλαντικών σχέσεων.
Στις περιπτωσιολογικές μελέτες που ο υποφαινόμενος έκανε αλλά όπως γνωρίζει κάθε καλός οικονομολόγος, αυτές οι σπασμωδικές αποφάσεις αποτύπωναν ημίμετρα που αποσκοπούσαν στον κατευνασμό μιας Γαλλικής ανησυχίας για τον ρόλο της Γερμανικής Κεντρικής τράπεζας. Έτσι θα ήλεγχαν, νόμιζαν, τις γερμανικές οικονομικές πολιτικές. Αυτό μπορούμε να το πούμε με διαφορετικά και πιο περιεκτικά λόγια: Μεγάλα στρατηγικά ζητήματα επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν με λειτουργιστικά μέτρα, οικονομικίστικες αντιλήψεις και θεσμικές ανοησίες που εξώθησαν στην κυριαρχία παντελώς πολιτικά ανεξέλεγκτων τεχνοκρατών και γραφειοκρατών. Θανατηφόρα γελοία πράγματα, βέβαια. Η γερμανική οικονομική ισχύς υπερίσχυσε και έχουμε τα προβλήματα και τις ανισορροπίες που βλέπουμε σήμερα και που επικίνδυνοι τεχνοκράτες-γραφειοκράτες νόμισαν ότι θα αντιμετωπίσουν φορτώνοντας όλα τα προβλήματα στην Ελλάδα. Αυτές οι γιγαντιαία ανορθολογικές αποφάσεις, επιπλέον, ευνοήθηκαν από κάτι που οι Έλληνες υποψιαζόμασταν αλλά «ανακαλύψαμε» οδυνηρά: Την απουσία πολιτικού προσωπικού που θα μπορούσε να συσπειρώσει την ελληνική πολιτική ανθρωπολογία και που θα εκστράτευε στην ΕΕ με ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο που μια ικανή πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να προκαλέσει ευρωπαϊκή «επανάσταση». Εξορθολογισμό δηλαδή της εθνοκρατοκεντρικής ευρωπαϊκής δομής και επανεξέταση του «γερμανικού ζητήματος» με τρόπο που θα δρομολογούσε μια βιώσιμη ευρωπαϊκή πολιτικοοικονομική δομή. Αντί αυτού τοποθετήθηκαν στην εξουσία οι τεχνοκράτες που μας οδήγησαν στην καταστροφή με την απροετοίμαστη ένταξη στην ΟΝΕ και το σύνολο του σπιθαμιαίου πολιτικού αναστήματος πολιτικού προσωπικού επιδόθηκε σε μια άνευ προηγουμένου κινδυνολογία και πολιτική τρομοκρατία που επανέλαβε τον παλιά καλό τους ρόλο: Το δέσιμο των Ελλήνων με εμβάθυνση της ξένης εξάρτησης όπως αποτυπώνεται στον «εφαρμοστικό νόμο». Ταυτόχρονα, ένα ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα φωτίστηκε άπλετα: Εκατοντάδες έλληνες πανεπιστημιακοί των τμημάτων πολιτικής επιστήμης, διεθνών σπουδών και ευρωπαϊκών σπουδών αποδείχθηκαν επιστημονικά ανύπαρκτοι. Μια φορά στην ζωή ενός επιστήμονα ίσως τύχει να δημιουργείται ανάγκη να παρέμβουν στις συζητήσεις της δημόσιας σφαίρας για να θρέψουν τον πολιτικό ανορθολογισμό. Για να μην γίνω πολύ σκληρός και να στεναχωρήσω πολλούς φίλους μου σταματώ εδώ. Μπορώ όμως να πω ότι αν κάποτε καταλαγιάσει η κρίση και ορθοποδήσουμε να μην εκπλαγούμε εάν ορθολογιστές πολίτες ή μια ορθολογιστική πολιτική ηγεσία κλείσει την στρόφιγγα των σπάνιων πόρων που θρέφουν ένα ολοφάνερο επιστημονικό παρασιτισμό και μια ιδεολογικοπολιτική παράκρουση άνευ προηγουμένου.
Για να επανέλθουμε στο ουσιαστικό ζήτημα, λόγω μεγέθους της Γερμανικής οικονομίας και της εξωστρεφούς εμπορικής της δραστηριότητας, οι αποφάσεις της κεντρικής γερμανικής τράπεζας επηρέαζαν όλη την υπόλοιπη Ευρώπη θέτοντας σε κίνδυνο τις αφετηριακές στρατηγικές ισορροπίες μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας: Μια Γερμανία της Ευρώπης ενταγμένη στο σύνολο των ευρωπαϊκών και Ατλαντικών θεσμών και πολιτικοστρατηγικά υπό πλήρη έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός ήταν κατανεμημένος με διάφορους τρόπους που δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ. Επιφύλασσε, πάντως, ένα πρωταγωνιστικό γαλλικό ρόλο, και αυτή την σημασία ενείχε, βασικά, η συμφωνία του 1963. Οι γερμανοί ηγέτες πριν το 1991, όμως, μπορούσαν να κρύβονταν πίσω από τη ανεξαρτησία της κεντρικής τους τράπεζας. Η ανεξαρτησία της Budesbank, όμως, δεν ήταν πολιτικά αθώα όπως δεν ήταν αθώα και η οικονομική της γιγάντωση που ανέτρεπε τις αφετηριακές γαλλογερμανικές ισορροπίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: Οι γερμανοί τραπεζίτες που διαχειρίζονταν την πανίσχυρη γερμανική οικονομία δεν είναι αλτρουιστές και δεν σκέφτονταν «ευρωπαϊστικά» ή άλλως πως. Τέτοιες ιδεολογικοπολιτικές ασυναρτησίες που παραβλέπουν την ανάγκη συμβατότητας πολιτικών εποικοδομημάτων και υποκείμενης πολιτικής ανθρωπολογίας μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα στα σπιθαμιαία μυαλά κάποιων διανοουμένων που ζουν παρασιτικά πολυτελώς και παραμιλώντας. Οι αποφάσεις των γερμανικών οικονομικών ελίτ, λογικότατα, διέπονταν από τις γερμανικές αξίες, τα γερμανικά κοσμοθεωρητικά πρότυπα και τις συναρτημένες με αυτά κοινωνικοπολιτικά επικυρωμένες γερμανικές ηθικές επιταγές. Ιδιαίτερα για την Γαλλία, ο έλεγχος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, ήταν μια στρατηγική αξίωση ήδη από την δεκαετία του 1970. Συντηρήθηκε με διάφορους τρόπους ελέγχου της Γερμανίας πλην υπέβοσκε και τέθηκε επιτακτικά αρχές της δεκαετίας του 1990 υπό τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες που προαναφέρθηκαν.
Οι υπόλοιποι ευρωπαίοι ήλπιζαν ότι ελέγχοντας το γερμανικό νομισματικό σύστημα θα ήλεγχαν την γερμανική οικονομία που κυριολεκτικά κάλπαζε εκτός ανταγωνισμού. Ο χαρούμενος ουτοπικός χορός που έθρεφε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για την μεταψυχροπολεμική εποχή ευνόησε ανορθολογικές πολιτικές αποφάσεις. Εν μέρει τουλάχιστον, όπως και για την Ιαπωνία, η γερμανική οικονομική υπεροχή οφειλόταν στο γεγονός ότι με δεδομένη την στρατηγική τους θέση και τις στρατηγικές τους ανάγκες οι δαπάνες τους για άμυνα και ασφάλεια ήταν συγκριτικά ελάχιστες. Οι σπάνιοι πόροι διοχετεύονταν για σκοπούς ανάπτυξης που την καθιστούσαν ολοένα και πιο ανταγωνιστική. Όπως κανείς μπορεί να διαβάσει σε πολλά βιβλία μου στα κεφάλαια των εμπειρικών μελετών που αφορούν τα διλήμματα ασφαλείας μεταξύ των μελών της ΕΕ (κυρίως, όσον με αφορά στο Διπλωματία και στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και στο Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας, ευρωπαϊκή άμυνα, ασφάλεια και πολιτική ενοποίηση), ο έλεγχος της Budesbank όσον φορά το πάγιο αίτημα των Γάλλων και άλλων κρατών-μελών που αφορούσε τον ρόλο της Γερμανίας και ιδιαίτερα της οικονομίας της αντιμετωπίστηκε το 1991-3 με πολιτικά σπασμωδικό τρόπο και υπό υψηλή αμερικανική επιτήρηση που επιβεβαίωσε τη στρατηγική εξάρτηση στις ΗΠΑ στην μεταψυχροπολεμική εποχή.
Κοντολογίς, επιθυμία των εταίρων της Γερμανίας ήταν να καθιερώσουν μηχανισμούς που θα ήλεγχαν τις αποφάσεις της κεντρικής γερμανικής τράπεζας οι οποίες κοσμοθεωρητικά / ηθικά ευνοούσαν την πολιτική ανθρωπολογία της Γερμανίας. Ένας κεντρικός νομισματικός έλεγχος, πίστευαν, θα το επιτύγχανε. Και αυτό ανεξάρτητα της ανταγωνιστικότητας της Γερμανικής οικονομίας που θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί μόνο αν παράλληλα με την νομισματική ενοποίηση προωθούνταν και η οικονομική ολοκλήρωση. Πλην, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε λόγω της διαφοροποιημένης ευρωπαϊκής εθνοκρατοκεντρικής ανθρωπολογίας αυτό ήταν ανέφικτο και γι’ αυτό απαιτούνταν πολύ πιο υπεύθυνες και ψύχραιμες αποφάσεις. Πρωτίστως απαιτείτο να λειτουργήσουν όλοι με το γεγονός ότι το μέλλον της Ευρώπης έγκειται όχι σε εξωπραγματικούς ιδεολογικούς παραλογισμούς περί μιας υπερεθνικής δημόσιας σφαίρας αλλά στα πραγματικά ανθρωπολογικά δεδομένα που απαιτούσαν εξορθολογισμό της ήδη υπάρχουσας ευρωπαϊκής διακρατικής δημόσιας σφαίρας. Αυτό συνεπαγόμενα απαιτεί εκκένωση από κάθε ιδεολογική ή κοσμοπολίτική παράκρουση, ενδυνάμωση της δημοκρατίας ενδοκρατικά, ενδυνάμωση της δημοκρατίας εθνοκρατοκεντρικά με το να καταστούν οι διακυβερνητικοί οι εντολείς συναινετικών-ομόφωνων διακυβερνητικών αποφάσεων και των πρωτοβουλιών και με το να καταστούν οι υπερεθνικοί θεσμοί αυστηρά εντολοδόχοι των διακβυερνητικών θεσμών. Από ένα τέτοιο ορθολογισμό έπονται πολλά άλλα που θα έθεταν ως προτεραιότητα την διαφύλαξη των κεκτημένων με αποφάσεις που θα ήταν αυστηρά συμβατές με τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του Κοινοτικού εγχειρήματος. Επιπλέον, η λογική απόληξη μιας τέτοιας πορείας δεν μπορούσε να είναι μια πολιτική ένωση (το 1992 οι Βρετανοί ορθώς αντέδρασαν ειρωνικά στην εμμονή να ονομαστεί πρόωρα η Κοινότητα Ευρωπαϊκή «Ένωση» ενώ έξυπνα δεν συμμετείχαν στην νομισματική παράκρουση που άκουε στο όνομα Οικονομική και Νομισματική Ένωση).
Μονολεκτικά, λέω κάτι που ξαναέγραψα, ότι δηλαδή το εμβληματικό βιβλίο του Edward H. Carr, Η Εικοσαετής κρίση (εκδόσεις Ποιότητα) του 1939 μπορούσε να ξαναγραφτεί το 1992 στο πλαίσιο μιας άλλης περιπτωσιολογικής μελέτης, αυτή την φορά σε συνάρτηση με τις αποφάσεις του 1992. Οι πολιτικές δηλώσεις και εκατομμύρια κείμενα γραφειοκρατικοδίαιτων διανοουμένων κατασπατάλησαν γιγαντιαίους σπάνιους πόρους για να κράζουν το κύκνειο ιδεολογικό άσμα του μοντερνισμού. Την κατασκευαστική ιδεολογική παράκρουση που φανταζόταν πως οι θεσμοί και οι οικονομικές συναλλαγές, μπορούν να κατασκευάσουν υπερεθνική πολιτική ανθρωπολογία που «θα αντικαταστήσει εν μέρει ή εν όλω τα προϋπάρχοντα έθνη κράτη και που θα μετατοπίσει εξουσίες, προσδοκίες, πίστη και νομιμοφροσύνη στο υπερεθνικό επίπεδο». Και ο μεν κορυφαίος αναλυτής (Haas) που τα έλεγε αυτά έκανε τίμιες παραδοχές επιστημονικού λάθους το 1966 και το 1970, πλην δεκάδες χιλιάδες κράχτες ιδεολογικοπολιτικών συνθημάτων που δεν είχαν το δικό του επιστημονικό ανάστημα και το δικό του επιστημονικό ήθος συνέχισαν να κατακλύζουν τον «ευρωπαϊκό πολιτικό στοχασμό» και τις περιοχές όπου δρούσαν πιο πονηρά πλήθος νεοφιλελεύθερων αναλυτών οι οποίοι όμως ανοικτά προς τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πρότειναν την κατάργηση της ΕΕ και την δημιουργία μιας «Ατλαντικής Ένωσης» στα μέτρεα και σταθμά των πάγιων αγγλοσαξονικών προτύπων (αυτά αναλύονται εκτενώς στην μονογραφία Θεωρία διεθνούς και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης). Ότι ωφελεί τους ιδιοτελείς, το κηρύττουν οι αφελείς, έγραψε ορθά αλλά και ειρωνικά ο Κονδύλης, για να συμπληρώσει δεικτικά πως «οι Αμερικανοί όταν χαράσσουν την στρατηγικής τους βαθιά στον 21ο αιώνα δεν ερωτούν τον Χάμπερμανς ή τον Ρωλς». Εδώ, η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι οι αφελείς μιλούν ουτοπικά και εξωπραγματικά ενώ οι αγγλοσάξονες συνάδελφοι πονηρά, στρατευμένα και προωθώντας μια πάγια αξίωση για μια αγγλοσαξονική και αμερικανική τάξη ευρωατλαντικής αλληλεξάρτησης. Παρενθετικά λέμε και το εξής: Αυτά τα εκατομμύρια σελίδων αυτοναναφορικών προφητειών και απίστευτης έκτασης αλληλοαναφορών μεταξύ ομοϊδεατών που μιλούσαν ασυνάρτητα με προ-πολιτικό τρόπο, είναι που συγκροτεί το σύστημα «υψηλής» επιστήμης, «περιοδικών αξιολογητών», «συμμετοχών σε [κοινωνικοπολιτικά] συνέδρια» και άναρχης, γραφειοκρατικής, κρατικής και διεθνικής στράτευσης που αναιρεί κάθε αξίωση επιστημονικότητας. Μέσα στον ωκεανό αυτό, βέβαια, επιβίωναν και κάποιοι ανθεκτικοί Μοϊκανοί. Λογικότατα, ελάχιστοι Μοϊκανοί δεν μπορούν να συγκρατήσουν τον χείμαρρο πολιτικού και «επιστημονικού» παραλογισμού που ενίοτε έφθανε μέχρι τα όρια της θανατηφόρας παράκρουσης. Το μεγαλύτερο θύμα μέχρι στιγμής μιας τέτοιας παράκρουσης, πάντως, είναι καταμαρτυρούμενα οι Έλληνες πολίτες.
Ο σκοπός για ένα κεντρικό νομισματικό έλεγχο της Γερμανίας, βέβαια, σχετιζόταν άμεσα και με άλλες πτυχές του «Γερμανικού ζητήματος» (αν διαβάσει κανείς τι έλεγε τότε ο Μιτεράν και τι συμβαίνει τώρα μεταξύ Μέρκελ – Σαρκοζί θα καταλάβει το μέγα Θουκυδίδειο / Ξενοφώντειο ζήτημα της εξαπάτησης στις διακρατικές σχέσεις και την μηδαμινότητα των αισθητικών σχέσεων, φιλιών, υποσχέσεων κτλ). Μεταξύ άλλων, μετά τον εκβιασμό της Γερμανίας το 1989-1992 στο θέμα της επανένωσης (που συμπεριελάμβανε και κινήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα στο επίπεδο Γαλλίας-Βρετανίας και Γαλλίας/Βρετανίας Ρωσίας), βασικά επιβλήθηκε κατά της Γερμανίας η ΟΝΕ. Όποιος είναι εραστής των καλών αναλύσεων και όποιος θέλει να σκέφτεται στρατηγικά και να μην αφήνει τον κάθε φορέα τίτλου να τον αποβλακώνει, μπορεί να διαβάσει το σχετικό άρθρο του Kenneth Waltz το 1993 αλλά και τις συνήθεις χιλιάδες επιθέσεις εναντίον του. Ο μέγας αυτός διεθνολόγος, στοχαστικά αδιατάραχτος περιέγραψε τις επερχόμενες ανακατατάξεις ισχύος, συμφερόντων και ρόλων. Πάντως, εν μέσω μεγάλης κρίσης στην Ευρώπη η εφήμερη στρατηγική σταθεροποίηση επιτεύχθηκε με «αμερικανικό δάκτυλο» (και πάλι, βλ. περιπτωσιολογικές μελέτες ό.π.). Σήμερα δεν είμαστε παρά μόνο στην αφετηρία εξελίξεων που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λογικά έπρεπε να διαμορφώσουν ένα νέο στρατηγικό περιβάλλον, πλην, εν μέσω ουτοπίας και πολιτικοεπιστημονικής παράκρουσης υιοθετήθηκαν άλλες επιλογές οι συνέπειες των οποίων μόλις τώρα άρχισαν να εκδηλώνονται. Η ζωή βέβαια συνεχίζεται και ένας Θουκυδίδειος αναλυτής ποτέ δεν εκπλήσσεται όταν τα πράγματα εξελίσσονται σύμφωνα με την φύση των ανθρώπων, την φύση των κρατοκεντρικών διεθνών σχέσεων και τον θανατηφόρο χαρακτήρα της ουτοπικής σκέψης. Με την ίδια Θουκυδίδεια λογική, επίσης, τίποτα προσωπικό δεν υπάρχει όταν πατώντας πάνω σε στέρεα οντολογικά κριτήρια κανείς επισημαίνει τον παράλογο και ανορθολογικό χαρακτήρα κατά τα άλλα κλασικών προδιαγραφών ουτοπικών προδιαγραφών αναλύσεων, στάσεων και συμπεριφορών. Αλίμονο όταν καταντούμε οι διαπροσωπικές σχέσεις και οι θανατηφόρες ουτοπικές στάσεις αποτρέψουν τη ορθολογιστική σκέψη.
Εν τέλει, όπως υποστηρίξαμε με έμφαση στην τελευταία μας δημοσίευση, εξόφθαλμα σωστές εκτιμήσεις θα μπορούσαν να διασφαλίσουν μια ορθολογιστική διακρατική δομή στην Ευρώπη:
i) τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα της ΕΕ,
ii) τον μηδενικό χαρακτήρα της υπερεθνικής πολιτικής ανθρωπολογίας,
iii) τον εξ ορισμού εντολοδόχο χαρακτήρα των υπερεθνικών θεσμών,
iv) την ως εκ τούτου αναγκαιότητα να έχουν μηδενικές ανεξάρτητες (των κρατών) εξουσίες,
v) την ανάγκη τα κράτη-εντολείς να ενισχύσουν την δική τους διακυβερνητική δομή με ορθολογιστικά εθνοκρατοκεντρικά κριτήρια (που πρωτίστως σημαίνει κατανόηση της κοσμοθεωρητικής/ηθικής διαφοροποίησης μεταξύ των εθνοκρατών),
vi) την ανάγκη «να μην προσπαθεί η ΕΕ να τρέξει πριν μπορεί να περπατήσει» (και δεν μιλώ βέβαια για υπερεθνικότητες κτλ, αλλά για μηχανισμούς βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων όπως η ΟΝΕ) και την ανάγκη,
vii) την ανάγκη δημοκρατικού εξορθολογισμού στο επίπεδο των εθνοκρατών με φορά κίνησης την άμεση δημοκρατία που στις μέρες μας λόγω τεχνολογίας είναι πολύ εφικτή και viii) την διαφύλαξη ως κόρη οφθαλμού την κυριότερης κοσμοθεωρητικής παραδοχής της ΕΕ, δηλαδή της ισοτιμίας των μελών και τον θεμελιώδη αντί-ηγεμονικό χαρακτήρα του εγχειρήματος.
Ως προς τα δύο τελευταία, ισοτιμία στο διακρατικό σύστημα, οτιδήποτε και αν σημαίνει, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αυτό ισοδυναμεί με ομοφωνία στις αποφάσεις (το πρόβλημα της ΕΕ δεν ήταν να μην τρέχει γρήγορα αλλά το ότι ενίοτε έτρεξε γρήγορα χωρίς σκέψη διαφύλαξης των κεκτημένων). Η ομοφωνία διαφυλάττει τον αντί-ηγεμονικό χαρακτήρα του εγχειρήματος.
Συντομογραφικά και για να μην επαναλαμβάνουμε κείμενα χιλιάδων δημοσιευμένων σελίδων, η ΟΝΕ ήταν μια απέλπιδα και στο κατασκευασμένη στο πόδι προσπάθεια να ελεγχθούν οι Γερμανοί. Η γερμανική οικονομία ήταν εκτός ανταγωνισμού πλην με την ΟΝΕ οι υπόλοιποι βρέθηκαν μαζί της μέσα σε ένα ανταγωνιστικό λάκκο των λεόντων. Ήδη από το 1996 Ντε Λορ και άλλοι ομολογούσαν ότι η ΟΝΕ επιδείνωσε την κατάσταση επειδή αυτό που μετράει εν τέλει δεν είναι οι θεσμικές και νομικές ρυθμίσεις αλλά η οικονομική δύναμη και η στερεότητα των στρατηγικών δομών. Ακολούθησαν το ένα μετά το άλλο τα πυροσβεστικού χαρακτήρα μέτρα των συμφώνων σταθερότητας και άλλες απέλπιδες προσπάθειες να «δεθεί ο γερμανικός γίγαντας με τις κλωστές» (φράση γάλλου πολιτικού που αντιτίθετο στην ΟΝΕ ως ανορθολογική οικονομική και πολιτικοστρατηγική απόφαση).
Τα θεσμικά, πολιτικά ελλείμματα της ΟΝΕ και οι στρατηγικές αντιφάσεις απλά προσδιόριζαν μια προαναγγελθείσα μεγάλη κρίση που θα έθετε την ΕΕ σε κίνδυνο. Οι νομισματικές συμπληγάδες που άλεθαν την ΕΕ είχαν ήδη διαμορφωθεί προς το τέλος της δεκαετίας του 1990 και η αδράνεια, τα σπασμωδικά μέτρα και οι αντιφατικές διορθωτικές αποφάσεις υπογράμμιζαν τόσο το πολιτικό έλλειμμα της ΕΕ όσο και τα προβλήματα του διακρατικά συγκροτημένου κοινοτικού κεκτημένου (ο όρος «διακρατικά», εδώ, ενέχει βαθύτατες θεωρητικές και πολιτικές προεκτάσεις που παραγνωρίστηκαν και που συνεχίζουν να παραγνωρίζονται επειδή οι καθήμενοι στις θεσμικές καρέκλες δεν βλέπουν ότι η υπερεθνική πολιτική ανθρωπολογία είναι κυριολεκτικά μηδενική και βαθύτατα εθνοκρατική. Γεγονός το οποίο, ασφαλώς, προσδιορίζει τα επίπεδα, τον καταμερισμό και τις ιεραρχήσεις της διανεμητικής δικαιοσύνης. Μέχρι στιγμής αυτά τα λάθη αποδεικνύονται θανατηφόρα για την Ελλάδα, αύριο και για άλλους).
Στερημένοι σωστής επιστημονικής συμβουλής η τότε ελληνική πολιτική ηγεσία (των δύο πρωτεργατών, δηλαδή του τότε πρωθυπουργού και του νυν πρωθυπουργού ως (τότε) κεντρικού τραπεζίτη) είχε ως αποτέλεσμα μια βιαστική και απροετοίμαστη ένταξη στην ΟΝΕ, την είσοδο δηλαδή της Ελλάδας στις συμπληγάδες όπου και βρίσκεται σήμερα συνθλιμμένη.
Από άποψη πολιτικής θεωρίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (είναι αυτό που κάποτε εγώ χρησιμοποιώντας λανθασμένη συμβατική ορολογία ονόμαζα «πολιτική φιλοσοφία της ΕΕ και του διεθνούς συστήματος») οι μαρτυρίες των τριών τελευταίων χρόνων είναι συγκλονιστικές. Κυρίως για το γεγονός ότι η κοινωνικοπολιτική συγκρότηση στο εθνοκρατοκεντρικό διεθνές σύστημα αλλά και στο «ακραίο» από άποψη αλληλεξάρτησης και κοινής θεσμικής οργάνωσης σύστημα της ΕΕ, καταμαρτυρεί τον διακριτό χαρακτήρα της πολιτικής ανθρωπολογίας των εθνοκρατών μελών του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.
Καταμαρτυρεί την βαθύτατη ετερότητα των εθνοκρατών στα πεδία της ηθικής και κοσμοθεωρητικής διαμόρφωσης και το πόσο επίκαιρη είναι η κρατοκεντρική θεώρηση του Θουκυδίδη που προειδοποιεί για τα προβλήματα, τα διλήμματα και τις προοπτικές σταθερότητας μιας κρατοκεντρικής δομής. Όσον με αφορά αυτά τα αποκρυστάλλωσα στο 6ο κεφάλαιο του Κοσμοθεωρία των Εθνών, στο κεφάλαιο 6. Υπό ένα ευρύτερο πλαίσιο που αφορά την λεγόμενη θεωρία διεθνών σχέσεων, βέβαια, στην κορυφή και Νο 1 παραμένει αδιατάραχτα η ανάλυση του Kenneth Waltz, ιδιαίτερα στο Θεωρία διεθνούς πολιτικής.
Στα Δυτικά πανεπιστήμια, η κυρίαρχη συμβατική πολιτική σκέψη βρίσκεται ακόμη στην προ-πολιτική εποχή του 15ου-17ου αιώνα όταν στην Ευρώπη υπήρχαν δουλοπάροικοι τους οποίους τα ελίτ προσπαθούσαν να διαμορφώσουν ανθρωπολογικά σύμφωνα με κάποια εξωπολιτικά δόγματα και τους συμπαρομαρτούντες σε ένα έκαστο δόγμα θεσμούς. Και στην Ελλάδα, όμως, καταμαρτυρείται κάτι το ιλαροτραγικό και κωμικό είναι πλέον πασίδηλο. Ήδη το ανέφερα αλλά θέλω να το τονίσω: Οι γιγαντιαίοι σπάνιοι πόροι που επενδύθηκαν σε τμήματα πολιτικής επιστήμης, διεθνών σπουδών και ευρωπαϊκών σπουδών αποδίδουν αντίστροφα των προσδοκιών. Δεν εγέρθηκε ένα ισχυρό σώμα επιστημόνων που θα μπορούσε να παράγει κοινωνικοπρακτικά χρήσιμη γνώση που όχι μόνο θα ωφελούσε την δημόσια πολιτική σφαίρα της Ελλάδας αλλά επιπλέον θα συνεισέφερε με ορθολογιστικές και επιστημονικά βάσιμες αναλύσεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συμβατική σοφία παραμένει προσκολλημένη σε κραυγαλέα λανθασμένες μοντερνιστικές αναλύσεις κατάλληλες μόνο για δουλοπάροικους και με θλιβερό τρόπο η επιστημονική αξιοσύνη δεν αναζητείται στην βασιμότητα των επιστημονικών θεμελιώσεων αλλά στο αυγάτισμα ξεπερασμένων δευτερογενών πηγών που γεμίζουν παραπομπές. Αυτή την λογική θέλησε να καθιερώσει ο παράφρων νόμος των ΑΕΙ της περασμένης καλοκαιρινής ραστώνης που προπετώς αξιώνει να «διεθνοποιήσει» τα ελληνικά πανεπιστήμια. Το ευρωπαϊκό παρασιτικό σύστημα γραφειοκρατικοδίαιτων ομοϊδεατών, εξάλλου, αναπαράγει και συντηρεί τον εαυτό του ενίοτε -ιδεοτυπικά μιλώντας, καθότι πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις- πίσω από κορδωμένες και καλοπληρωμένες διακηρύξεις «επιστημονικής ελευθερίας» που μπορούν μόνο να μεταμφιέσουν την αμάθεια, την ημιμάθεια, το τεμπελιό, την ιδεολογικοπολιτική στράτευση και την ψυχική ικανοποίηση που ανά τους αιώνες πρόσφερε λόγω ευέλικτης παρασιτικής προσκόλλησης στην πολιτική θεολογία κάθε είδους.
Η βοή των επερχομένων γεγονότων είναι ηχηρή. Πλην μετά το μνημόνιο η Ελλάδα έχασε κάθε περιθώριο ελιγμού. Θα βρεθεί στην μέγγενη εξελίξεων που όχι μόνο δεν μπορεί να ελέγξει αλλά και που δεν θα μπορέσει να αντιδράσει επειδή φυλακίστηκε εθελούσια και αναίτια. Γνώμες κυριαρχούν, επιπλέον, και όχι η γνώση.
Υστερόγραφο. Παραθέτω εδώ ένα από τα χιλιάδες κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο όπου και εμφαίνονται κάποια σχόλιά μου όπως το διάβαζα. Ήταν η αφορμή να γράψω σήμερα το πιο πάνω σχόλιο. Ο σχολιασμός αυτού του ειδησεογραφικού κειμένου είναι τυχαίος και συμπτωματικός. Χιλιάδες τέτοιες πληροφορίες εισρέουν στον υπολογιστή μας καθημερινά, ενώ οι πρωτογενείς στάσεις και συμπεριφορές ατόμων, κρατών και θεσμών επαληθεύουν ή διαψεύδουν όλες τις θεωρίες. Το ότι πολλοί σφυρίζουν αδιάφορα, ήδη τονίστηκε, είναι και το πρόβλημα. (η έμφαση και τα σχόλια με κόκκινο στο κείμενο που ακολουθεί είναι δική μου)
Η Bundesbank μόλις ανακάλυψε ότι έχουμε νομισματική ένωση!
Τρίτη, 06 Μάρτιος 2012 00:42
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πρόσφατες εξελίξεις στην κρίση της Ευρωζώνης είναι η έκπληξη που εξέφρασε το γερμανικό οικονομικό κατεστημένο στην ιδέα ότι η Ευρωζώνη είναι όντως νομισματική ένωση. Για δες! Προφανώς κανείς μέχρι σήμερα δεν τους το είχε πει…
Η ιστορία πίσω απ’ όλα αυτά είναι μεγάλη αλλά πρέπει να ειπωθεί. Στην αρχή είχαμε μια μάλλον τεχνική συζήτηση σχετικά με τις ανισορροπίες στο κεντρικό σύστημα πληρωμών της Ευρωζώνης που είναι γνωστό σαν Target 2 [Στην υπερεθνικά ανθρωπολογικά μηδενική ΕΕ μοντερνιστές τεχνοκράτες της εκατοέμμεσης αντιπροσώπευσης έπαιρναν και συνεχίζουν να παίρνουν αποφάσεις που δεν αφορούν ανθρώπους αλλά μηχανές]. Η Γερμανία έχει συσσωρεύσει απαιτήσεις που σήμερα ξεπερνούν τα 500 δις ευρώ έναντι του Ευρωσυστήματος – του δικτύου που αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις διάφορες εθνικές κεντρικές τράπεζες. Και τώρα η Bundesbank έχει αρχίσει να ανησυχεί για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σε περίπτωση ξαφνικής κατάρρευσης του ευρώ [Η αυτοσυντήρηση αφορά και τους ηγεμόνες όταν το πλεόνασμα τους τεθεί σε κίνδυνο].
Την ανακάλυψη της σημασίας του συστήματος Target 2 την έκανε ο Χανς Βέρνερ Σιν, πρόεδρος του γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου Ifo που συνυπέγραψε τη σχετική μελέτη με το συνάδελφό του Τίμο Βολμερσχόιζερ. Οι δύο οικονομολόγοι βρήκαν ότι το ισοζύγιο του συστήματος Target 2 αντανακλά τις ανισορροπίες των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών από την έναρξη της κρίσης της Ευρωζώνης. Πριν το 2007 προφανώς δεν υπήρχε πρόβλημα γιατί τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών χρηματοδοτούνταν από τις εμπορικές τράπεζες [Σίγουρα έτσι είναι. Το προαναγγελθέν έλλειμμα των ισοζυγίων πληρωμών των λιγότερο ισχυρών ενείχε προαναγγελθείσες συνέπειες οι οποίες όταν προέκυψαν ενοχοποιήθηκαν τα γουρούνια των νοτίων μελών της θαυμαστής μοντερνιστικής δημόσιας σφαίρας – τα γνωστά τεμπέλικα pigs του νότου το εισόδημα των οποίων λεηλατείται αυτή την στιγμή]. Από τη στιγμή που αυτό σταμάτησε, το ρόλο τους ανέλαβαν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Οι ελληνικές, οι πορτογαλικές και οι ισπανικές τράπεζες μπορούν κάλλιστα να χρηματοδοτούνται δίχως όρια από την κεντρική τους τράπεζα. Έτσι για παράδειγμα όταν μια ελληνική εταιρία αγοράζει ένα γερμανικό προϊόν, η αλυσίδα των συναλλαγών ξεκινά από την ελληνική τράπεζα του αγοραστή περνά μέσα από την κεντρική τράπεζα της Ελλάδας που δημιουργεί το χρήμα για αυτή τη συναλλαγή και το στέλνει στην Bundesbank που καταγράφει τη συναλλαγή ως δική της απαίτηση έναντι του ευρωσυστήματος.
Η Bundesbank αρχικά δεν έδινε σημασία στο ισοζύγιο του συστήματος Target 2 θεωρώντας το ζήτημα στατιστικής [Οι μακροοικονομικές ισορροπίες στο εσωτερικό και διακρατικά είναι υπόθεση στατιστικών εκτιμήσεων και όχι ζητημάτων βαθύτατων διανεμητικών συνεπειών]. Το επιχείρημα ήταν: ναι, οι υποχρεώσεις καταγράφονται στο λογαριασμό της Bundesbank αλλά το ρίσκο αντισυμβαλλόμενου μοιράζεται ανάμεσα σε όλα τα κράτη μέλη του ευρώ σύμφωνα με το μερίδιό τους στο Ευρωσύστημα [Αυτόματο αόρατο οικονομικό χέρι ανθρωπολογικά και ηθικά αδιάφορο]. Αλλά την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος της Γιενς Βάιντμαν δήλωσε ότι οι ανισορροπίες του συστήματος Target 2 είναι σημαντικές και ότι ενέχουν έναν απαράδεκτο κίνδυνο. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η Bundesbank προσχώρησε στο ενιαίο μέτωπο των Γερμανών ακαδημαϊκών οικονομολόγων [Βέβαια: Λογικό και αναμενόμενο].
Οι δύο Γερμανοί καθηγητές αξίζουν ευσήμων που μας εξήγησαν λεπτομερώς τους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργεί μια νομισματική ένωση σε περίπτωση κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος. Έχουν επίσης δίκιο να επισημαίνουν ότι σε περίπτωση ξαφνικής κατάρρευσης του ευρώ, η Γερμανία θα έχανε μεγάλο μέρος των απαιτήσεων της – που φτάνουν περίπου στο 20% του ΑΕΠ της [Το ερώτημα είναι πόσα κέρδισε μέσα από το ανισοζύγιο και πόσα έχασαν οι άλλοι. Ακόμη και σε βάρβαρες καταστάσεις το πλιάτσικο τελειώνει και επιστρέφουμε στις λογικές του ηθικά και κοσμοθεωρητικά κατακερματισμένου διακρατικού συστήματος όπου: «ο ισχυρός αφού κρατήσει το περίσσευμα επιβάλλει ως προς τα υπόλοιπα ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί, προσαρμόζεται ή και εξαφανίζεται». Έτσι: «Τον Χάμπερμανς τον πίστεψαν οι ιθαγενείς και στην συνέχεια έγιναν είλωτες, τον Χάμπερμας τον δεν τον πίστεψαν οι ηγεμόνες και σχεδίασαν το πλιάτσικο και στο τέλος του δρόμου η ανισορροπία προκάλεσε τις συνήθεις ζημιές σε όλους»- ευχαριστώ τον Κονδύλη για την παράφραση: «όσα οφελούν τους ιδιοτελείς τα κηρύττουν οι αφελείς», ιδιαίτερα μέσα στα πανεπιστήμια των ιθαγενών].
Παρά ταύτα είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί οι πάντες παριστάνουν τους έκπληκτους με το γεγονός ότι οι σημερινές ανισορροπίες των ισοζυγίων τρεχουσών πληρωμών μπορούν να χρηματοδοτούνται για απεριόριστο χρονικό διάστημα σε μια νομισματική ένωση [Εξαπάτηση, υποκρισία, ψέμα σε ένα ηθικά διαφοροποιημένο διεθνές σύστημα. Πανάρχαια ιστορία … Και δυστυχώς δεν έχουμε μαγικά ραβδιά για να κάνουμε θαύματα αλλά μόνο τον Θουκυδίδη για να λειτουργούμε αν μπορούμε ορθολογιστικά και λογικά]. Δεν είναι αυτό ένα βασικό χαρακτηριστικό της νομισματικής ένωσης που τη διαφοροποιεί από ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών; Όσο οι τράπεζες έχουν πρόσβαση στην κεντρική τράπεζα και μπορούν να παρέχουν τα ζητούμενα ενέχυρα, οι χώρες μπορούν κάλλιστα να έχουν εξωτερικά ελλείμματα για απροσδιόριστη χρονική περίοδο.
Η ύπαρξη απεριόριστης χρηματοδότησης δεν σημαίνει ότι οι ανισορροπίες δεν έχουν σημασία [Κάποιοι έλεγαν πως δεν είχε σημασία και κάποιοι άλλοι σφύριζαν αδιάφοροι]. Αντιθέτως, έχουν άκρως αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, όπως άλλωστε μας δείχνει και η κρίση. Το ουσιαστικό είναι ότι σε μια νομισματική ένωση οι ανισορροπίες δεν διορθώνονται αυτομάτως. Αν θες να κάνεις προσαρμογή, πρέπει να την κάνεις εσύ ο ίδιος [Όλα τα προγενέστερα σχόλια ισχύουν και εδώ].
Υποθέτουμε ότι η καλύτερη πολιτική για να λύσουμε αυτά τα θέματα είναι να επιτεθούμε στη ρίζα του προβλήματος – τις ίδιες τις ανισορροπίες. Μια από τις κυριότερες αιτίες του προβλήματος είναι βεβαίως τα επίμονα γερμανικά πλεονάσματα. Κατά συνέπεια το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί εύκολα με πολιτικές που θα ενθάρρυναν τη Γερμανία να αυξήσει τις εισαγωγές της σε σχέση με τις εξαγωγές της [Ακόμη και αν όλοι οι υπόλοιπο γονυπετείς τους παρακαλούν δεν θα το κάνουν ή τουλάχιστον δεν θα το κάνουν σε αναγκαίο βαθμό γιατί δεν τους συμφέρει. Τέτοιες αλήθειες όμως δεν τις κατανοούν πολλοί: α) όσοι λόγω ιδεολογικών παρωπίδων δεν κατανοούν την κοσμοθεωρητική και ηθική διαφοροποίηση του κόσμου σε διακριτά εθνοκρατικά συστήματα που διαθέτουν ένα έκαστο ιδιαίτερη και ιδιόμορφη πολιτική ανθρωπολογία. Β) όσοι σκεπτόμενοι προπολιτικά και στοχαστικά βρισκόμενοι στην εποχή των δουλοπαροίκων πιστεύουν ότι υπάρχουν ανώτερα ορθολογιστικά κριτήρια τα οποία κάποιοι ανώτεροι θεσμοκράτες θα επιβάλλουν διαμορφώνοντας οικονομικές υπερεθνικές ανθρωπολογίες και γ) όσοι δεν κατανοούν τον εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος που στην ΕΕ επαληθεύεται όσο πουθενά αλλού. Ακόμη, υπάρχουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο και αναρίθμητοι που θηριωδώς θέλουν να κατέχουν επιστημονικούς τίτλους για να αναμασούν παρασιτικά διάφορα θεωρήματα και ιδεολογήματα, πάντοτε στο όνομα της … επιστημονικής ελευθερίας]. Χρειαζόμαστε πολιτικές πανευρωπαϊκής στήριξης στο τραπεζικό σύστημα και μέτρα που θα μας διασφαλίσουν ενάντια στα ασύμμετρα σοκ. Πρέπει ακόμη να εναρμονίσουμε πολλές πλευρές της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής μας πολιτικής ώστε να διασφαλιστεί ότι οι ανισορροπίες δεν θα γίνουν μόνιμες. [Έλεος. Που είναι τα μαγικά ραβδιά. Θέλω και εγώ ένα για να κερδίσω το τζόκερ]
Αλλά η Γερμανία δεν θέλει τίποτα από όλα αυτά [Τώρα μάλιστα. Καταλάβαμε! O ευρωπαϊκός δημόσιος χώρος είναι γεμάτος αλτρουισμό που κηρύττουν οι ιδιοτελείς και αφελείς και ιθαγενή φερέφωνά τους]. Αντιθέτως η Bundesbank θέλει να λύσει το πρόβλημα μόνο από την πλευρά της χρηματοδότησης. Την περασμένη εβδομάδα ο Γιενς Βάιντμαν πρότεινε την τιτλοποίηση των απαιτήσεων της Γερμανίας στο Target 2. Ας το σκεφτούμε μισό λεπτό. Ο Βάιντμαν ζητά πρόσβαση στην ελληνική και ισπανική περιουσία και άλλα στοιχεία ενεργητικού ως το ύψος των 500 δις ευρώ για την περίπτωση που καταρρεύσει η Ευρωζώνη. Θα μπορούσε κάλλιστα να προτείνει να στείλουμε τη Λουφτβάφε να λύσει την κρίση του ευρώ! Η πρόταση του είναι απίστευτα ακραία. [Αυτό είναι σωστό και εξηγεί πολλά όσα κάποιοι «έξαλλοι» εξηγούσαν για το μνημόνιο]
Αλλά μας λέει και κάτι άλλο: ζητώντας διασφαλίσεις απέναντι στην κατάρρευση του ευρώ, η Bundesbank μας λέει ότι δεν θεωρεί πια την κατάρρευση του ευρώ ως γεγονός μηδενικών πιθανοτήτων. Αν ζητά όμως διασφαλίσεις η Bundesbank, θα πρέπει να ζητήσουν κι όλοι οι άλλοι. Η συζήτηση για το Target 2 είναι σημαντική επειδή μας πάει στη ρίζα του προβλήματος. Αλλά το οικονομικό κατεστημένο της Γερμανίας είναι ειλικρινές. Αυτό που οι άνθρωποι αυτοί πραγματικά μας λένε είναι ότι δεν θέλουν πια τη νομισματική ένωση. Θέλουν ένα πιο χαλαρό καθεστώς ενιαίου νομίσματος. [Πολύτιμα αυτά τα ειλικρινή τεχνοκρατικά συμπεράσματα. Δείχνουν την απόσταση μεταξύ παράκρουσης και πολιτικού ορθολογισμού με την κλασική έννοια του όρου, τον ρόλο κάποιων «φιλοσόφων» που εκθείαζαν τους τεχνοκράτες ως καθωσπρέπει διακυβέρνηση, την απόσταση μεταξύ επιστημονικής σκέψης και παρασιτικής ιδεολογικοπολιτικής παράκρουσης που κυριαρχεί στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τις τάσεις που αναπτύσσονται. Για όποιον έχει στοιχειώδης μη ιδεολογικοπολιτικές παραστάσεις της διεθνούς πολιτικής γνωρίζει ότι θα υπάρξει μεγάλη ανακατανομή συμφερόντων, μια νέα σταθεροποίηση σε ένα άλλο σημείο ισορροπίας ισχύος και συμφερόντων και επιβίωση των ισχυρών συνάμα και εκμηδένιση των αδυνάμων. Σημαίνει επίσης πως στην νέα δομή ένα νέο ρεύμα αφελών θα πρέπει να υπάρξει για να αρχίσει να στηρίζει τους ιδιοτελείς (αυτός ήταν ο ρόλος του πολιτικού στοχασμού στην ιστορία, ιδιαίτερα από τον 16 αιώνα μέχρι σήμερα]. Δίκαιο τελικά έχει ο Κονδύλης όταν γράφει ότι όλα αυτά κανείς αξίζει να τα αναλύει τελικά από γούστο. Ο φαύλος κύκλος που αναλύει στο Ισχύς και Απόφαση και ιδιαίτερα οι καταληκτικές επισημάνσεις, επαληθεύονται ξανά και ξανά. Ιδίως μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους όπου θα συνεχίζουν να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πάλη αξιώσεων ισχύος και μεταμφιεσμένων θηριωδών στάσεων. Συνιστώνται για μελέτη τέσσερα κείμενα: Θουκυδίδης, Πελοποννησιακός Πόλεμος, Κονδύλης, Ισχύς και Απόφαση (συν το Από τον 20 στον 21 αιώνα), Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων και όποιος μπορεί και το αντέχει ψυχικά, το ανελέητα αληθινό Θεωρία διεθνούς πολιτικής του Kenneth Waltz.]