8.3.2007 Η ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου (ομιλία)
Ομιλία στην Αθήνα (βιβλιοπωλείο Ιανός) στις 8. 3.2007 με αφορμή παρουσίαση του βιβλίου του Ανδρέας Θεοφάνους, Η Κύπρος, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα διακυβευόμενα συμφέροντα (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006) Σημείωση. Για το θέμα αυτό συγγράφω εκτενέστερο κείμενο. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελούν, βασικά, τις σημειώσεις της προφορικής ομιλίας μου και γι’ αυτό ενδέχεται να είναι φιλολογικά ατελείς.
Η εθνική στρατηγική προϋποθέτει ένα κεντρικό νου.
Ο κεντρικός νους που θα ενσαρκώνει την κοινωνικοπολιτική βούληση. Αντλώντας από την ιστορική και πιο σύγχρονη εμπειρία, μπορεί να είναι:
Ένας πολιτικός ηγέτης που σκέπτεται στρατηγικά υποτάσσοντας όλες τις τακτικές επιλογές (και όλες τις άλλες συναρτούμενες επιλογές, ακόμη και τις φιλοσοφικές) στην λογική του εθνικού συμφέροντος
και ένα συγκροτημένο και σκεπτόμενο σύστημα κρατικών λειτουργών όπως αυτό του Foreign Office που θα λειτουργεί στην βάση πολιτικά προδιαγεγραμμένων στρατηγικών επιλογών, που θα σχεδιάζει τις στρατηγικές και τακτικές κινήσεις και που συμβουλεύει αδιάκοπα την πολιτική ηγεσία.
Ιδανικά καλά είναι να υπάρχουν αμφότερα, οπότε μιλάμε για ένα βιώσιμο και εύρυθμο κράτος που θέτει και επιτυγχάνει στόχους.
Η σύντομη παρέμβασή μου σκοπό έχει, ακριβώς, χρησιμοποιώντας την περίπτωση της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, να αναφερθεί συντομογραφικά στις αδυναμίες και τα ελλείμματα στην διαδικασία παραγωγής και εφαρμογής εθνικής στρατηγικής.
Η θέση που υποστηρίζω είναι ότι αν και κάποιοι ακαδημαϊκοί ή κινήματα πολιτών έσπρωξαν την Ελλάδα και Κύπρο προς την εφαρμογή της μόνης ορθολογιστικής στρατηγικής της Ελλάδας μετά τον Βενιζέλο, στην Αθήνα και Λευκωσία απουσίαζε τόσο πολιτική ηγεσία όσο και γραφειοκρατία που θα στήριζε αυτή την στρατηγική.
Τελικά μισοπέτυχε γιατί στην διεθνή πολιτική όταν δρομολογηθούν κάποια πράγματα τα κράτη υποχρεωτικά τα στηρίζουν.
Δύο κεντρικοί στρατηγικοί σκοποί οι οποίοι για όλα τα βιώσιμα κράτη είναι έσχατες λογικές που απαιτούν απόλυτη ομοφωνία, είναι οι εξής:
Πρώτον, να μην καταλυθεί το κυπριακό κράτος
Δεύτερον, να συνεχίσει η ΚΔ να είναι βιώσιμο κράτος και να μείνει ατόφια η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία για να μπορεί ο λαός της να παλεύει για την ανεξαρτησία του (ανεξαρτησία που οι Βρετανοί και εσχάτως οι αμερικανοί θέλουν να καταργήσουν).
Συντομογραφικά, τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής. Μερικά από αυτά εμφανίζονται στην ανάλυση του Θεοφάνους μερικά άλλα όχι, μιας ίσως δεν εντάσσονταν στους σκοπούς του συγγραφέα.
Πρώτον, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μερικοί διαπίστωσαν ότι, ανεξάρτητα του γεγονότος πως εμείς επιμέναμε να τις ερμηνεύουμε, σύμφωνα δηλαδή με την λογική ενός ενιαίου κράτους, οι συμφωνίες του 1977 και 1979 ως βάση βιώσιμης λύσης του κυπριακού ήταν και συνεχίζουν να είναι αδιέξοδες.
Βασικά, δεν υπάρχει λύση του κυπριακού στην βάση της λογικής των συμφωνιών του 1977 και 1979. Τόσο γιατί νομιμοποιούν τα τετελεσμένα της βίας και βρίσκονται σ’ αντίθεση με τίς υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου όσο και γιατί είναι παντελώς ασύμβατες με την ιδιότητα του κράτους μέλους της ΕΕ. Αυτό το απλό γεγονός δεν το έχουμε κατανοήσει με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σε μια διαρκή αδιέξοδη θέση. Αυτό το αδιέξοδο δεν αφορά μόνο τους έλληνες αλλά και τους τούρκους, τουλάχιστον όσους τούρκους θέλουν μια βιώσιμη λύση στην Κύπρο.
Διέξοδος που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γόνιμες διαπραγματεύσεις και σε βιώσιμη ΚΔ απαιτούσε στρατηγική με τρία σκέλη:
Πρώτον, διαφύλαξη της ισορροπίας δυνάμεων στο κεντρικό μέτωπο με την ανάπτυξη μιας αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής. Σε κάθε περίπτωση αυτό ήταν αναγκαίο για πολλούς λόγους, μεταξύ άλλων για να είναι στοιχειωδώς αξιόπιστη η διακηρυγμένη προεκτεταμένη αποτροπή (casus belli Παπανδρέου) προς την Κύπρο.
Δεύτερον, διασφάλιση μιας αξιόπιστης προεκτεταμένης αποτροπής με ενίσχυση της τοπικής κυπριακής άμυνας
Τρίτον, διπλωματική εξισορρόπηση της τουρκικής εισβολής με επιδίωξη ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ.
Μέσα από παρεμβάσεις μερικών διανοουμένων αλλά κυρίως της Κίνησης για την Ευρώπη το 1989-91 και κάποια άρθρα και βιβλία που γράφτηκαν την ίδια περίοδο στην Αθήνα (από τον υποφαινόμενο, από μερικούς άλλους και από τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη με ψευδώνυμο) ο τότε Πρόεδρος της Κύπρου κυριολεκτικά υποχρεώθηκε να υποβάλει αίτηση ένταξης με καθυστέρηση τεσσάρων τουλάχιστον χρόνων. Χάσαμε πολύ χρόνο αλλά μάλλον αργά παρά ποτέ.
Τελικά και τα τρία σκέλη της προαναφερθείσης στρατηγικής λίγο πολύ, έστω και με ημίμετρα. Όχι όμως όπως αρμόζει σε ένα σύγχρονο κράτος.
Δηλαδή, με τρόπο που δείχνει ότι συγκροτημένα, συνεκτικά και αδιάκοπα γνωρίζουμε τον σκοπό, επιστρατεύουμε όλα τα μέσα και εκπληρώνουμε τους σκοπούς. Κατά κάποιον τρόπο ο άνεμος μας έσπρωχνε προς την ορθή κατεύθυνση.
Η δική μου βεβαίως ερμηνεία ήταν εξαρχής ότι αυτό ήταν αναπόδραστο γιατί η Κοινότητα είναι ένας νομικός κυρίως δρων και στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να παρεκκλίνει από τις πολιτικές προεκτάσεις της νομικής της υπόστασης δεχόμενη έτσι την ΚΔ ως πλήρες μέλος.
Για το κεντρικό μέτωπο ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου είχε ήδη δρομολογήσει ισορροπία δυνάμεων. Πολλοί από εμάς, βεβαίως, προεξαρχόντων του αείμνηστου Παναγιώτη Κονδύλη, του Θανάση Πλατιά και του υπογράφοντος τεκμηριωμένα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 κραυγάζαμε ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω για την επερχόμενη ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων και τις πολιτικές συνέπειες που αυτό ενέχει.
Στο επίπεδο της προεκτεταμένης αποτροπής δεν είχαμε μια εθνική στρατηγική του κράτους αλλά των προσώπων, συγκεκριμένα του Γεράσιμου Αρσένη. Είναι γνωστό και καταγεγραμμένο ότι μετά από πολλές συνομιλίες και συνέδρια που πρωτοστάτησαν ο υποφαινόμενος, ο Θανάσης Πλατιάς και ο Γιαλλουρίδης πείστηκε ο Γεράσιμος Αρσένης που δρομολόγησε τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο.
Όλοι γνωρίζουμε τον πόλεμο που έγινε κατά του Αρσένη για την πολιτική αυτή και όλοι γνωρίζουμε σήμερα ότι δεν αποτέλεσε πολιτική του κράτους αλλά μόνο του Αρσένη, μιας και στο τέλος όταν λυγίσαμε μπροστά στους εκβιασμούς της Άγκυρας Αθήνα και Λευκωσία καθώς και εντός Αθήνας πολλοί διαπληκτίζονταν δημόσια για το ποιος παρήγγειλε ένα συγκεκριμένο σημαντικό οπλικο΄σύστημα (τους ss300) καθώς και για το ποιος ήταν ακριβώς ο πολιτικός και στρατιωτικός στόχος.
Στο επίπεδο της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, έγινε αυτό που ρητά και γραπτά κάποιοι προβλέψαμε το 1989-90 (και το οποίο πρέπει να αναμένεται σήμερα ως βέβαιο γεγονός σε αναφορά με την Τουρκία). Θα ήθελα να τονίσω αυτό το γεγονός:
Επειδή η ΕΕ είναι ένας εξ αντικειμένου ανύπαρκτος πολιτικός δρων η Κύπρος θα γινόταν πλήρες μέλος ανεξαρτήτως λύσεως του κυπριακού. Όπως χαρακτηριστικά τονίσαμε ήδη το 1989, για ένα τρίτο ενδιαφερόμενο κράτος η ΕΕ είναι πολιτικός δρων μόνο στον βαθμό που το επηρεάζουν οι πολιτικές προεκτάσεις της νομικής έννομης τάξης. Διαπραγματευτικά, λοιπόν, ήταν αδύνατο να πει, σε τελικό τουλάχιστον στάδιο και αν εμείς εμμέναμε, ότι η Κύπρος δεν μπορεί να ενταχθεί, μιας και δεν μπορούσε να επικαλεστεί νομικά ή πολιτικά κριτήρια.
Αν υπάρχει η Κοινότητα είναι ακριβώς γιατί επιβιώνει η Κοινοτική έννομη τάξη και η τυπική και ουσιαστική προσήλωση προσήλωση στο κράτος δικαίου και στην διεθνή νομιμότητα.
Για την Κύπρο, υπενθυμίζω, υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας και δεκάδες αποφάσεις της ΓΣ. Ως προς τις εσωτερικές της πτυχές του κυπριακού ζητήματος καλυπτόταν πλήρως από τις αρχές του κράτους δικαίου, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, από την Συνθήκη της Γενεύης για τους έποικους και ασφαλώς από το σύνολο της κοινοτικής νομικής έννομης τάξης.
Αυτές οι Συμβάσεις είναι δεσμευτικές για όλους.
Αυτές τις συμβάσεις, εν τούτοις, το σχέδιο Αναν επιχειρούσε να εξαιρέσει, σχεδόν ολοκληρωτικά.
Αυτές τις πτυχές, αυτή την στιγμή, επίσης, επιχειρούν να τις εξαιρέσουν ροκανίζοντας την ΚΔ και επιχειρώντας να ξαναφέρουν το τερατούργημα του Χάνευ από το παράθυρο.
Κατά την εκτίμησή μου, αφού αναπόφευκτα η ΚΔ εντάχθηκε ανεξαρτήτως λύσης, ήταν ζήτημα πολιτικής βούλησης, διπλωματικής δύναμης και ασφαλώς στρατιωτικής δύναμης, να απαιτηθεί όπως εφαρμοστεί η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα.
Η ΕΕ ως συλλογικός οργανισμός, ούτε έχει ούτε έχει την δυνατότητα, νομικά και πολιτικά, να αρνηθεί την κυπριακή αξίωση για απόλυτη και χωρίς παρεκκλίσεις εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Σ’ αυτή την φάση, είχαμε δύο αποσταθεροποιητικά γεγονότα.
Πρώτον, οι νομικοί, οι διεθνολόγοι και κυρίως οι νομικές υπηρεσίες του κράτους στην Ελλάδα και Κύπρο δεν έκαναν το έργο τους, δηλαδή, δεν παρήγαγαν ένα σχέδιο λύσης συμβατό με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, όπως επέβαλλε πλέον η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Δεύτερον, για κάποιους περίεργους και μυστήριους λόγους, στον δημόσιο διάλογο επικράτησαν στελέχη του ΕΛΙΑΜΕΠ, φορείς των γνωστών τους θέσεων: Για να μην ξεχνιόμαστε, υπενθυμίζω ότι γραπτά, ρητά και διακηρυγμένα, καταπολέμησαν με μανία την υποβολή αίτησης ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, στόχευσαν τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο και ξανά όλως περιέργως εν σώματι στήριξαν το σχέδιο Αναν πριν ακόμη καλά καλά δημοσιοποιηθεί.
Όλα αυτά είναι περίεργα, ιδιαίτερα όταν γνωρίζουμε ότι αν και το εν λόγω ίδρυμα δεν είναι κρατικός θεσμός τα στελέχη του ρέουν ακατάσχετα προς του δημόσιους θεσμούς, ότι χρηματοδοτούνται κατά την εκτίμησή μου από αμφιλεγόμενα αντίστοιχα ιδρύματα των ΗΠΑ και ότι τελευταία μάθαμε ότι στους χρηματοδότες συμπεριλαμβάνονται και ιδρύματα Σόρος.
Για να το θέσω διαφορετικά, ενώ οι υπέρ των εθνικών συμφερόντων ήπιες, μετριοπαθείς και αξιόπιστες αναλύσεις κυριαρχούσαν το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 η διαδικασία ειρηνικής επίλυσης του κυπριακού με ισορροπία δυνάμεων και αξιοποιώντας την ένταξη, για κάποιους περίεργους λόγους, το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 επικράτησαν ακραίες και εξτρεμιστικές φωνές που αφενός μας αποδυνάμωσαν και που αφετέρου εμπόδισαν την ελληνική πλευρά να διαπραγματευτεί ορθολογιστικά με τους Τούρκους μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού, κάτι βεβαίως που συνέφερε τόσο τους τελευταίους όσο και την ευρύτερη διεθνή ειρήνη.
Γι’ αυτούς τους λόγους δεν είναι να απορεί κανείς γιατί οδηγηθήκαμε στην καταστροφή του σχεδίου Αναν.
Το 2001-3 αντί να «φορέσουμε κολάρο» στον ΓΓ του ΟΗΕ την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την Σύμβαση της Γενεύης και από θέση πλέον στρατιωτικής και διπλωματικής ισορροπίας να διαπραγματευτούμε μια βιώσιμη λύση, με το σχέδιο Αναν γραμμένο από τον Λόρδο Χάνευ και τους αμερικανούς αξιωματούχους που λειτουργούσαν σπασμωδικά ενόψει των γεγονότων στο Αφχανιστάν και στο Ιράκ, συρθήκαμε στην φωλιά της βρετανικής και τουρκικής αρκούδας.
Βέβαια, οι Κύπριοι δεν μπορούσαν να αυτοκτονήσουν συλλογικά και γι’ αυτό λειτουργώντας πιο ορθολογιστικά απ’ ότι οι ηγέτες τους είπαν όχι σ’ αυτούς που ήθελαν «να τους αυτοκτονήσουν». Με πολύ μεγάλο κόστος, θα έλεγα, που πληρώνουμε έκτοτε και που ίσως ποτέ δεν θα μας αφήσει να εγερθούμε για να εκπληρώσουμε τον σκοπό μιας βιώσιμης λύσης που θα επανενώνει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Στρατηγική λοιπόν υπήρξε, ερήμην ή και παρά τις ντόπιες εξτρεμιστικές φωνές και παρά την απάθεια ή αρνητική στάση μέρους της πολιτικής ηγεσίας.
Η ένταξη έγινε γιατί δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η λύση όμως απαιτούσε μια καλύτερη αξιοποίηση της στρατηγικής που η ίδια η κοινωνία υποκίνησε.
Γενικώς και αορίστως, θα τόνιζα ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει ορθολογιστικά όταν κυριαρχούν «πνευματικοί πεμπτοφαλαγγίτες», οι οποίοι στην σύγχρονη γλώσσα της αμερικανικής εθνικής στρατηγικής ονομάζεται «μαλακή ισχύς».