Θουκυδίδης: Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος

Θουκυδίδης: Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος

150px-Thucydides-bust-cutout_ROM

[υπό συνθήκες κυριαρχίας-διεθνούς αναρχίας] «όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στη δύναμή τους». «το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του, ενώ όταν αυτό δεν συμβαίνει ο δυνατός κάνει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και αποδέχεται» (V89)  

Για δοκίμιο που περιέχει περισσότερες πληροφορίες για τον Θουκυδίδη ως διεθνολόγος και βιβλιογραφία βλ. στην παρόντα δικτυακό τόπο στην διεύθυνση Ο Θουκυδίδης και οι σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Για ένα σύντομο και καλογραμμένο βιβλίο για τον Θουκυδίδη που εστιάζει την προσοχή στις διεθνολογικές διαστάσεις βλ. Perez Zagorin, Θουκυδίδης-Μία πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες 

Πριν από την αναφορά στους στοχαστές των νεότερων χρόνων, προτάσσεται το σημαντικότερο κείμενο διεθνών σχέσεων, δηλαδή Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Πρόσφερε αξιολογικά ουδέτερες και θεμελιωμένες εκτιμήσεις για τα διλήμματα, τα προβλήματα και εν γένει τα αίτια πολέμου σ’ ένα διακρατικό σύστημα όπου η αξίωση συλλογικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας-κυριαρχίας προκαλεί διεθνή αναρχία, ηθικοκανονιστικό και δικαιακό κατακερματισμό και έλλειμμα κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων. Ο Θουκυδίδης με μοναδική δεξιοτεχνία αφήνει τα συμπεράσματα στον αναγνώστη, που εξωθείται σε γόνιμο και πρακτικά χρήσιμο προβληματισμό. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί το γνωσιοθεωρητικό υπόβαθρο όλων των έγκυρων, σοβαρών και αξιόπιστων αναλύσεων διεθνών σχέσεων και οι παραδοχές του, όπως αποκρυσταλλώνονται από τις παρατηρήσεις για τη μορφή, τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του κλασικού συστήματος πόλεων, συνιστούν τις θεμελιώδεις παραδοχές του Παραδοσιακού Παραδείγματος των διεθνών σχέσεων (βλ. περαιτέρω σχόλια στο 30 χρόνια ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ισχύς και δίκαιο στην διεθνή πολιτική- ελληνική εξωτερική πολιτική 1974-2004). Η ανάλυσή του για τα αίτια πολέμου θεωρείται μοναδική και ανεπανάληπτη πηγή θεωρητικού προβληματισμού του διεθνούς συστήματος όπως εξελίσσεται και αναπτύσσεται τα νεότερα χρόνια.

Η ανάλυση του Θουκυδίδη είναι υποδειγματική και παραδειγματική. Μια διαυγής εικόνα ενός διεθνούς φαινομένου και μια πολύπλευρη διερεύνηση και αξιολόγησή του με τρόπο που επιτρέπει αντικειμενικές εκτιμήσεις απαιτεί όχι μόνο επιστημονική ουδετερότητα, αλλά και μια –ασφαλώς όχι αυθαίρετη– αφαίρεση από τους συλλογισμούς όλων των περιττών και δευτερευόντων ζητημάτων που προκαλούν στοχαστική συμφόρηση, αποπροσανατολίζουν τον αναγνώστη και υποτιμούν ή υπερτιμούν τη σημασία του. Αν σταθούμε στη Jacqueline de Romilly, (Ιστορία και Λόγος στον Θουκυδίδη 1988) και στην αριστουργηματική αποτίμηση του έργου και της μεθόδου του Θουκυδίδη, σημειώνει πως αυτό το θεμελιώδες έργο, που «με τόσο συγκινητικό τρόπο τείνει στην απόλυτη αντικειμενικότητα του ερευνητή» (σ. 15), οφείλει τη μεγάλη αξία του στο γεγονός πως κατόρθωσε «να θέσει την πιο αυστηρή αντικειμενικότητα στην υπηρεσία μιας εντονότατα προσωπικής δημιουργίας» (βλ. σ. 15). Αυτό επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, επειδή βλέπει τη λεπτομέρεια σε συνάρτηση με το σύνολο (βλ. σ. 43), παραθέτει και αξιολογεί μόνο εκείνες τις πληροφορίες που αναφέρονται σε κάποιο σημαντικό σκοπό (βλ. σ. 48), εξετάζει ό,τι έχει γνώρισμα καθολικό (βλ. σ. 49), παραθέτει «προθέσεις» ή «γνώμες» διαχρονικής αξίας και ανεξάρτητων των ατομικών περιπτώσεων (βλ. σ. 50) και εστιάζει την προσοχή με αυστηρή ακρίβεια επί της ουσίας και με τρόπο που μας επιτρέπει «να εντοπίσουμε κάτω από τις επιμέρους πράξεις την ύπαρξη τάσεων, αιτίων και λογικών αλληλουχιών, που είναι ολοένα και πιο βαθιές και μακρινές, που η αληθοφάνειά τους παίρνει έτσι έναν χαρακτήρα πιο γενικό», πιο ανεξάρτητο από τις περιστάσεις και τα πρόσωπα: αυτές οι αλληλουχίες επαναλαμβάνονται τόσο περισσότερο όσο πιο αυστηρά έχουν αναχθεί στο ουσιώδες» (σ. 52). Συνολικά, το μεγάλο στοχαστικό επίτευγμα του Θουκυδίδη, που το καθιστά, σύμφωνα με όλους τους σοβαρούς και αξιόπιστους διεθνολόγους αλλά και τους πολιτικούς ηγέτες, το θεμελιώδες κείμενο στην αιχμή των συζητήσεων του 21ου αιώνα, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός πως δεν προσπαθούσε να ορίσει την αλήθεια παρά μόνο να ανιχνεύσει τις εναλλακτικές εκδοχές της υπό το πρίσμα του αναρίθμητου πλήθους διλημμάτων και ανθρώπινων καταστάσεων, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος –τουλάχιστον στο ανθρωπίνως δυνατό επίπεδο– κατόρθωσε να αγγίξει υψηλές βαθμίδες αξιολογικής ουδετερότητας, απαλλάσσοντας τους συλλογισμούς του από προσωπικές ηθικοκανονιστικές σκέψεις. Εάν σταθούμε στην πολυσυζητημένη και τόσο παρεξηγημένη φράση του Θουκυδίδη όταν γράφει πως στις διεθνείς σχέσεις «το δίκαιο λογαριάζεται όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του, ενώ όταν αυτό δεν συμβαίνει ο δυνατός κάνει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και αποδέχεται» (V89) αποτελεί μια αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή των διλημμάτων και των προβλημάτων του άναρχου διεθνούς συστήματος, από το οποίο απουσιάζει (φυσιολογικά, αφού τα κράτη αξιώνουν πολιτική κυριαρχία-Εθνική Ανεξαρτησία) μια διεθνής εξουσία και όπου η ισχύς δεν ελέγχεται από κοινωνικά προσδιορισμένους σκοπούς (φυσιολογικά, αφού δεν υπάρχει μία διεθνής κοινωνία, αλλά πολλές κοινωνίες, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο ή ανέφικτο να υπάρξουν παγκόσμιοι σκοποί κοινωνικά προσδιορισμένοι). Το ιστορικό ζητούμενο μετά από αυτή τη μοναδικής ακρίβειας και αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή του άναρχου διεθνούς συστήματος που μας κληροδότησε ο Θουκυδίδης είναι ο έλεγχος της ηγεμονικής ισχύος και των αναδιανεμητικών της συνεπειών στο διεθνές επίπεδο, αίτια πολέμου που αναλύονται με πληρότητα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο.

Ως γενική παρατήρηση για το σύστημα των κοινών θεσμών της κλασικής περιόδου θα μπορούσε να ειπωθεί πως όσο πιο αδύναμος ήταν ένας διεθνής θεσμός τόσο περισσότερο εξυπηρετούσε τις συναλλαγές μεταξύ των Πόλεων υπό συνθήκες σεβασμού της κυριαρχίας των άλλων. Αντίστροφα, η ενίσχυση των θεσμών με πρόνοιες που παραβίαζαν την αρχή της ανεξαρτησίας οδηγούσε είτε στη μετατροπή τους σε μέσο ηγεμονίας (και κατ’ επέκταση αυταρχικής-ηγεμονικής σταθερότητας) είτε στην υποβάθμισή τους επειδή τα υπόλοιπα μέλη διέβλεπαν κίνδυνο διάβρωσής τους από τα ισχυρότερα κράτη και έχαναν το ενδιαφέρον τους γι’ αυτούς. Ο λόγος αυτής της ρευστότητας του ρόλου των διεθνών θεσμών της εποχής και της ευπάθειάς τους στις ανακατανομές ισχύος ήταν, επαναλαμβάνεται, η ύπαρξη των αιτίων πολέμου, χωρίς την εξάλειψη των οποίων ποτέ και κανένας θεσμός δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική τύχη. Με άλλα λόγια, η πολιτική κυριαρχία φέρνει τη συλλογική ελευθερία των κοινωνιών, η οποία όμως προκαλεί διεθνή αναρχία, γεγονός που σημαίνει πως λόγω ύπαρξης αιτίων πολέμου η συλλογική ελευθερία διασφαλίζεται στη βάση της αρχής της αυτοβοήθειας. Δηλαδή επαρκής ισχύς που να διασφαλίζει κατά των αναθεωρητικών απειλών και ελιγμοί σ’ όλο το φάσμα των σχέσεων ισχύος και συμφερόντων με τρόπο που να εξασφαλίζει επαρκή εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση: υπό συνθήκες κυριαρχίας-διεθνούς αναρχίας «όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στη δύναμή τους» (Θουκυδίδης, V97). Βασικά μόνο η εξάλειψη των αιτίων πολέμου μπορεί να καταστήσει ένα καθεστώς κυριαρχίας-αναρχίας σταθερό, τους διεθνούς θεσμούς αποτελεσματικούς και αξιόπιστους και να διασφαλίσει τη συλλογική ελευθερία.

Αρέσει σε %d bloggers: