2. Περί Θουκυδίδη, Περικλή, Αλκιβιάδη, χαρακτηρισμών και Κολουμπής versus Παπαθεμελή.
Περιεχόμενα
1. Η ανάγκη οι ακαδημαϊκοί να μετρούν αντίστροφα τον χρόνο που τους μένει.
2. Παπαθεμελής, Καμένος, Πλατιάς, Χαρβαλιάς, Δούντας, Στοφορόπουλος, Κανέλλη, Ήφαιστος, Πεπονής, Καψής, Καρατζαφέρης et al, όλοι μαζί χέρι-χέρι σέρνουν την Ελλάδα σε δύο και τρις πολέμους (κατά Κουλουμπή λεγόμενα)
3. «Πολεμοχαρείς» διεθνολόγοι και επικριτές τους που αερολογούν, αντιφάσκουν και κυρίως ξεχνούν τι είπαν.
4. Αποτρεπτική στρατηγική και οι αντίπαλοί της
5. Η επιστημονική δολοφονία του Carl von Clausewitz στην Ελλάδα
6. Anything goes ή πυρ ομαδόν ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ελεύθερων σκοπευτών.
7. Διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα και η ποντικοπαγίδα του σχεδίου Αναν.
______________________
1. Η ανάγκη οι ακαδημαϊκοί να μετρούν αντίστροφα τον χρόνο που τους μένει.
Στην Καθημερινή της 15.4.2006 ο Στέλιος Παπαθεμελής, ανεξάρτητος βουλευτής Θεσαλλονίκης σχολίασε άρθρο του Θ. Κουλουμπή περί «εφικτού» και «επιθυμητού». Σε εκτενέστατη απάντηση ο Θοδωρής Κουλουμπής –Καθημερινή 7.5.2006– δυστυχώς επαναλαμβάνει τον εαυτό του όπως τον γνωρίσαμε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Μερικά πολύ σύντομα σχόλια και μια καλόπιστη κριτική.
Ερωτώ γιατί στην Ελλάδα οι ακαδημαϊκοί, ενώ αυτό έπρεπε να είναι το πρώτιστο μέλημά τους (και ταυτόχρονα καθήκον τους) δεν σκέφτονται την υστεροφημία τους; Για ευνόητους λόγους, όσο προχωρά ο χρόνος –που για κάθε άνθρωπο μετρά αντίστροφα αν και αυτό δεν το κατανοεί κάποιος στην νεότητά του– ένας ακαδημαϊκός λογικά αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται χίλιες ζωές για να κάνει την στοχαστική δουλειά που θα τον εκπλήρωνε πνευματικά. Γιατί λοιπόν, ένας συνταξιούχος να φάσκει και να αντιφάσκει αντί, όπως όλοι οι ακαδημαϊκοί με πρώτους τους αρχαιότερους θα πρέπει να κάνουμε, μετά από μια μακρά πορεία να χρησιμοποιεί όσο χρόνο μένει για να αναλογιστεί τυχόν λάθη, να συμπληρώσει κενά και να ολοκληρώσει τέλος πάντων όσο μπορεί ένα πνευματικό οικοδόμημα που θα τον θυμούνται όλοι θετικά; Γιατί να μην σκεφτεί ώριμα και ψύχραιμα και να αναλογιστεί τι έπρεπε να κάνει και δεν έκανε (για να δείξει στους νεότερους τον δρόμο), τι έκανε που δεν έπρεπε να κάνει (για να βοηθήσει τους νεότερους να μην κάνουν τα ίδια λάθη), τι έγραψε που δεν έπρεπε να γράψει (για να διασώσει την υστεροφημία του) και ποιους αδίκησε ενώ δεν έπρεπε να αδικήσει (για να τον θυμούνται όλοι ως ένα άνθρωπο που μπορεί να κάνει λάθη αλλά είναι καλόπιστος και εκ των υστέρων τα αποδέχεται). Αυτά δεν αποτελούν, εξάλλου, μια σημαντική δεοντολογική υποχρέωση κάθε ακαδημαϊκού; Γράφοντας τις γραμμές αυτές, βεβαίως, γνωρίζω ότι κάποια πράγματα απαιτούν γενναιότητα, «λεβεντιά», τόλμη και ευθυκρισία που μπορεί να μην έχουν όλοι. Επειδή scripta manent, κανείς δεν πρέπει να έχει αμφιβολία -και εγώ ποτέ δεν το βγάζω από το μυαλό μου όταν γράφω ακόμη και μια λέξη στα βιβλία μου αλλά και σε μικρότερα μη ακαδημαϊκά κείμενα– ότι αργά ή γρήγορα κάποιοι θα ενσκήψουν πάνω στις αναλύσεις ενός ακαδημαϊκού και είτε θα αναδείξουν την προσφορά του είτε θα τον κατατάξουν πιο χαμηλά εκεί που της αξίζει. Όπως εξάλλου έχω ήδη γράψει αλλού, ο υποφαινόμενος, πέραν της τελευταίας μονογραφίας και πρόσφατου δοκιμίου σε συλλογικό τόμο, ήδη συγγράφει πιο εξειδικευμένα κείμενα για την διαδρομή των διεθνών σπουδών στην Ελλάδα που θα καταγράψει την πραγματικότητα στην βάση επαληθεύσιμων συλλογισμών. Για ένα τουλάχιστον λόγο, δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο οι διεθνείς σπουδές εξελίσσονται με τρόπο που μελλοντικά τα περισσότερα στελέχη θα ενδιαφέρονται για να αναλύσουν αντικειμενικά και ακαδημαϊκά την πορεία των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα ή κατά πόσο αντίστροφα θα ενδιαφέρονται περισσότερο για «κοσμικά» οφέλη και λιγότερο για πνευματική καταξίωση. Σε κάθε περίπτωση, όπως υποστήριξα ήδη, αποτελεί ένδειξη ότι ένας ακαδημαϊκός χώρος είναι υγιής εάν και όταν γίνονται επιστημονικές παραδοχές λάθους (οι οποίες σε καλές επιστημονικές κοινότητες δεν αποτελούν ντροπή αλλά στάση που γίνεται σεβαστή και που θεωρείται αναγκαία για την επιστημονική πρόοδο). Η επιστημονική πρόοδος εξάλλου, επιτυγχάνεται όχι μέσα από πολιτικούς αφορισμούς όπως αυτούς που συνήθως περιέχουν οι επιφυλλίδες του κ Κουλουμπή αλλά μέσα από συζήτηση, κριτική για τυχόν επιστημονικά και λογικά λάθη και επισημάνσεις για ελλείμματα που τυχόν υπάρχουν σε μια –συνήθως οποιαδήποτε– ανάλυση.
2. Παπαθεμελής, Καμένος, Πλατιάς, Χαρβαλιάς, Δούντας, Στοφορόπουλος, Κανέλλη, Πεπονής, Καψής, Καρατζαφέρης et al όλοι μαζί χέρι-χέρι σέρνουν την Ελλάδα στον Πόλεμο (κατά Κουλουμπή λεγόμενα)
Ένα σημείο πάντως που αφήνει πραγματικά κατάπληκτο όποιο αναγνώστη γνωρίζει τα πραγματικά και επαληθεύσιμα γεγονότα στην θαυμαστή ζούγκλα των ελλήνων διεθνολόγων είναι το σημείο όπου ο Θ.Κ. γράφει πως «συμφωνεί ανεπιφύλακτα (με τον κ Παπαθεμελή) και ότι δεν πρέπει να διαχωρίζουμε τους έλληνες σε υπερπατριώτες, μειοδότες, αδιάλλακτους, κατευναστικούς, απορριπτικούς, πράκτορες».
Κατά πρώτον, αν και ο κ Κουλουμπής εμμέσως πλην σαφώς υπονοεί ότι ο κ Παπαθεμελής αυτό κάνει, ξαναδιαβάζοντας την επιφυλλίδα του τελευταίου κάτι τέτοιο δεν συνάγεται. Κατά δεύτερον, διερωτώμαι κατά πόσον ο κ Κουλουμπής είναι πρόθυμος όπως εγώ ήδη έχω προτείνει να γίνει μια ευρείας κλίμακας έρευνας τα έξοδα της οποίας θα καλύψει το πανταχόθεν χρηματοδοτούμενο ινστιτούτο του, για να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, ποιος έγραψε στο παρελθόν τέτοιους χαρακτηρισμούς. Γιατί αν στο παρελθόν υπήρξαν δράστες χαρακτηρισμών ο κ Κουλουμπής είναι ο πρωταθλητής (κάτι για το οποίο μάλιστα ήδη του έγινε αυστηρή κριτική) που δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη. Τον πληροφορώ λοιπόν ότι σύντομα –και του Ύψιστου επιτρέποντος– θα δει τεκμηριωμένα και γραπτά πόσες φορές, όσες τουλάχιστον ανακάλυψα στον λαβύρινθο των επιφυλλίδων του και μερικών άλλων κειμένων, χαρακτήρισε τον υπογράφοντα, μεταξύ άλλων, ως «ακραίο», «απορριπτικό», «αχιλλέα», «κλαουζεβιτζιανό», κτλ. Μάλιστα, για να μην υπάρχει περιθώριο μη ένταξής μου σε τέτοιες φανταστικές κατηγορίες που με κάθε κριτήριο αποτελούν «δολοφονία του επιστημονικού μου χαρακτήρα», εμφάνιζε τόσο τον υποφαινόμενο όσο και συναδέλφους όπως ο κ Πλατιάς σε ισοπεδωτικές-αυθαίρετες ομαδοποιήσεις πολιτικών, δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών, όπου παντελώς αβάσιμα και αυθαίρετα ισχυριζόταν ότι θέτουν την Ελλάδα σε άμεσο κίνδυνο πολεμικών συρράξεων. Έτσι ακαδημαϊκοί όπως ο υποφαινόμενος και ο κ Πλατιάς, αν και διαθέτουν πλήθος αγγλικών και ελληνικών δημοσιεύσεων στις οποίες καταγράφονται επακριβώς οι αξιολογικά ελεύθερες περιγραφικές θεωρήσεις τους για το διεθνές σύστημα –θα έλεγα επίσης ότι αυτές οι ιδιότητες της ανάλυσής μου χαρακτηρίζουν και σχεδόν όλες τις δικές μου επιφυλλίδες ή και άλλα μη ακαδημαϊκά κείμενά μου– ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι ανήκουμε σε κάποια μυστηριώδη επίπεδη ομάδα περίπου αναχρονιστικών και περίπου «πολεμοχαρών» αναλυτών και πολιτικών που αρέσκονται στην μονομερή δράση και που οδηγούν την χώρα τους στην απομόνωση, αν όχι πίσω στον Μεσαίωνα. Στην μυστηριώδη αυτή ομάδα –που ασφαλώς εμφιλοχωρεί μόνο στην φαντασία του κ Κουλουμπή–, της οποίας η εκστόμιση σε γραπτά κείμενα δεν τιμά την νοημοσύνη του δημιουργού της, βρίσκεις, εκτός από τους Ήφαιστο, Πλατιά και Γιαλλουρίδη, μεταξύ άλλων, τους … Παπαθεμελή, Γιώργο Χαρβαλιά, Λιάνα Κανέλλη, Χρ. Λαζαρίδη, Παναγιώτη Καμμένο, Γιάννη Καψή, Γιώργο Καρατζαφέρη, Δούντα, Στοφορόπουλο, Πάνο Παναγιωτόπουλο, Σάκη Πεπονή et al. Έτσι λοιπόν, οι «καλοί» είναι υπέρ της πολυμερούς διπλωματίας, της κατανόησης του «άλλου», της δυτικόστροφης διπλωματίας κτλ, ενώ οι «κακοί» στους οπαδούς των πολεμικών περιπετειών που … θα εμπλέξουν την Ελλάδα σε ταυτόχρονο πόλεμο!! με δύο ή και περισσότερους!!! (έμφαση δική μου) γείτονές τους.
3. «Πολεμοχαρείς» διεθνολόγοι και επικριτές τους που αερολογούν, αντιφάσκουν και κυρίως ξεχνούν τι λένε.
Δεν είναι του παρόντος επειδή θα επανέλθω δριμύτερος, εκτενέστερος και αναλυτικός. Πρέπει να το κάνω, αν μη τι άλλο γιατί είναι άδικο για όσους μελλοντικά θα θελήσουν να μάθουν τι ακριβώς συνέβηκε την δεκαετία του 1990 και 2000 να μην μπορέσουν να πληροφορηθούν εύκολα τα αίτια του εκτροχιασμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αφού λοιπόν το 2004 εκατοντάδες χιλιάδες κύπριοι ξέφυγαν προσωρινά τον κίνδυνο να υποδουλωθούν παντοτινά λόγω του ανελεύθερου σχεδίου Αναν που ο κ «Κουλουμπής και η παρέα του» (εύστοχη φράση πρωτοβάθμιου συναδέλφου διεθνολόγου που αναφέρεται σε επιστημονικά προβληματικές ομαδοποιήσεις των διεθνολόγων στην Ελλάδα) υποστήριξαν μετά μανίας, βλέπουμε την ελληνική διπλωματία να κινείται προς βράχια και κρημνούς και τους ίδιους δράστες που την οδήγησαν σ’ αυτή την περιπέτεια να μονολογούν στις ίδιες επιφυλλίδες αμέριμνα, ανενόχλητα και στοχαστικά ανεξέλεγκτα.
Χωρίς εδώ να μπαίνω σε λεπτομέρειες επισημαίνω αυτό που είναι διϋποκειμενικά πασίδηλο: Διαψεύστηκαν παταγωδώς όσον αφορά την πορεία της Ευρώπης (βλ. τις συγκρούσεις μεταξύ του υπογράφοντος και μερικών άλλων στον Οικονομικό Ταχυδρόμο), διαψεύστηκαν παταγωδώς όσον αφορά την πορεία του διεθνούς συστήματος (βλ. το βιβλιαράκι Κουλουμπής/Βερέμης του 1974 γύρω από το οποίο έγιναν ομηρικές μάχες στις επιφυλλίδες του «Βήματος» και της «Ελευθεροτυπίας»), διαψεύστηκαν παταγωδώς όσον αφορά την πορεία των ελληνοτουρκικών ζητημάτων και διαψεύστηκαν παταγωδώς όσον αφορά την πορεία του κυπριακού (τα δύο τελευταία ζητήματα είναι τα προνομιακά πεδία δράσης του «κ. Κουλουμπή και της παρέας του» και οι παραπομπές θα απαιτούσαν εκατοντάδες σελίδες). Παρά λοιπόν την μεγάλη ζημιά που προκάλεσαν στην ελληνική εξωτερική πολιτική οι λανθασμένες αναλύσεις τους, επανέρχονται ως να μην συμβαίνει τίποτα. Ελέω επιφυλλίδων και με την αυταπάτη, φαίνεται, ότι ποτέ δεν θα ελεγχθούν επιστημονικά, χωρίς δισταγμό επανέρχονται στον χώρο του «επιστημονικού εγκλήματος». Συντομογραφικά, θα θίξω τρία τουλάχιστον ζητήματα που θα δείξουν ότι ο Θ.Κ. είναι βαθύτατα άδικος, αλλοπρόσαλλος, αντιφατικός και ότι υποτιμά την νοημοσύνη μας όπως αδικεί και την δική του.
4. Αποτρεπτική στρατηγική και οι αντίπαλοί της.
Πρώτον, δεν βοηθούν τον Θ.Κ. τα σημερινά μισόλογα («lip service») για την αποτρεπτική στρατηγική που όψιμα την θυμήθηκε, ιδιαίτερα όταν μιλά σε στρατιωτικοόυς. Θα μπορούσα να αναφερθώ –και όπως είπα θα επανέλθω αναλυτικός– σε πλήθος πολιτικών (και ασφαλώς διόλου επιστημονικών) θέσεών του γραμμένες ως «προτάσεις πολιτικής» στις οποίες γίνεται φανερό ότι η μεγάλη ενόχλησή του για τις αναλύσεις μας οφείλεται στο γεγονός ότι ο επιστημονικός μας –αναπόδραστα διεθνών προδιαγραφών μιας και προσαρμόστηκαν διεθνώς καταξιωμένες θεωρήσεις– ήταν πολιτικά πειστικός και θανατηφόρος για μια εκκολαπτόμενη τότε κατευναστική προσέγγιση που εξυπηρετούσε κάποιους κύκλους της Ουάσιγκτον αλλά που οδηγούσε την Ελλάδα στους κρημνούς και στα βράχια (το σχέδιο Αναν είναι το πρώτο μεγάλο δείγμα τι σημαίνει αυτό).
Όντως, έχοντας καταξιωθεί στο δύσκολο πεδίο των στρατηγικών σπουδών στην διεθνή βιβλιογραφία, περίπου ανυποψίαστοι θεωρούσαμε αυτονόητο να πούμε και στην Ελλάδα τα ίδια που λέμε και έξω και που είναι πασίδηλα, εύλογα και αυτονόητα. Μεταξύ άλλων, ότι η ειρήνη είναι συνάρτηση αξιόπιστων αποτροπών των απειλών, ότι η ισορροπία δυνάμεων είναι προϋπόθεση ειρήνης και παραγωγικών διακρατικών διαπραγματεύσεων, ότι οι διπλωματικές πρωτοβουλίες όπως η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ είναι αναγκαίες και μη εξαιρετέες επιλογές και ότι η ισχυρή διπλωματική παρουσία σε μια ρευστή μεταβατική φάση των διεθνών σχέσεων είναι για ένα κράτος προϋπόθεση κατάκτησης θέσης και ρόλου που διασφαλίζει την διεθνή νομιμότητα και τα σύνορά σου. Νομίσαμε δηλαδή ότι αυτά που θα γράφαμε σε οποιαδήποτε άλλη χώρα μπορούμε να τα γράφουμε και στην ελληνική γλώσσα χωρίς να γινόμαστε στόχος χαρακτηρισμών άσχετων με το περιεχόμενο των αναλύσεών μας. Που να γνωρίζουμε, νέοι και ανυποψίαστοι, ότι η Ελλάδα είναι εξαρτημένο κράτος και ανεπίδεκτη τέτοιων θέσεων που είναι αυτονόητες σε κάθε άλλο κράτος, ακόμη και σε κράτη αδύναμα που εν τούτοις αγωνίζονται με κάθε μέσο που διαθέτουν για να στηρίξουν την εθνική τους ανεξαρτησία. Μια τέτοια θεώρηση του διεθνούς συστήματος, εξάλλου, δεν είναι μόνο αυτονόητο ότι θα πρέπει να γίνεται αλλά επιπλέον είναι προϋπόθεση επιστημονικού και πολιτικού ορθολογισμού.
Όμως, φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι αλλού: Κάποιοι έκριναν, φαίνεται, και οι εξελίξεις το απέδειξαν, πως η Ελλάδα δεν έπρεπε να έχει αποτρεπτική στρατηγική. Έπρεπε αν και περιφερειακός γίγαντας να μετατραπεί σε περιφερειακό νάνο παθητικό θεατή των εξελίξεων. Έπρεπε να μείνει αδύναμη και στοχαστικά απονευρωμένη. Να συρθεί στην φωλιά του λύκου ή αυτού που μερικοί αντιδραστικοί κύκλοι του αμερικανικού κατεστημένου ονομάζουν «ελληνοτουρκικό χώρο». Είναι οι ίδιοι που μόλις πρόσφατα με τους ιθαγενείς συνεταίρους τους επιχείρησαν να μετατρέψουν την Κύπρο σε πλωτό αεροδρόμιο-βάσεων άνομων και καταχρηστικών συμφερόντων. Κάτι ακόμη πιο σημαντικό: Αυτό το διεθνές κακούργημα έπρεπε να συντελεστεί χωρίς αντάλλαγμα και με παντοτινή υποδούλωση των κυπρίων όπως με μαθηματική ακρίβεια προνοούσε το μακάβριο σχέδιο Αναν.
Τα υποψήφια θύματα λοιπόν έπρεπε, για λόγους που μάλλον όλοι γνωρίζουμε πλέον, να αποκλειστούν από αναλύσεις και θεωρήσεις οι οποίες για άλλα δυτικά κράτη θεωρούνται αυτονόητες και αναγκαίες. Επειδή αυτό το θέμα το έχω καλύψει αλλού δεν θα επανέλθω. Η μέθοδος όμως είναι γνωστή, ονομάζεται «μαλακή ισχύς» και είναι στις μέρες μας ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της αμερικανικής στρατηγικής στις «ασθενείς και παραπαίουσες κοινωνίες» που θεωρούν αναλώσιμες στο βωμό άνομων και καταχρηστικών ηγεμονικών ανταγωνισμών. Οι διεθνολόγοι, όπως οι ίδιοι οι αμερικανοί λένε απροκάλυπτα, είναι ένα από τα κύρια εργαλεία τους. Το κατά πόσο οι διεθνολόγοι διαδραματίζουν αυτό τον ρόλο συνειδητά ή ασυνείδητα είναι επιστημονικά αδιάφορο.
Δεν μπορεί λοιπόν να είναι τυχαίο ότι η ίδια ανάλυσή μου που βρίσκεται στα αμερικανικά πανεπιστήμια και ενδεχομένως στο αμερικανικό Πεντάγωνο να θεωρείται εκεί βάσιμη και στη Ελλάδα να βομβαρδίζεται με χαρακτηρισμούς επιεικώς απαράδεκτους στις διαπροσωπικές και πολύ περισσότερο ακαδημαϊκές σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως προθέσεων αυτές οι επιθέσεις εξυπηρετούσαν πολιτικούς σκοπούς που εκπλήρωναν εξωγενή συμφέροντα. Έπρεπε οι έλληνες να μην διαβάζουν αυτά που διαβάζει κάθε άλλος πολίτης στην Ευρώπη και στην Αμερική, ότι δηλαδή το διεθνές σύστημα κινείται προς αστάθεια, ότι οι διεθνείς θεσμοί θα είναι εξ ορισμού εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος, ότι η Ευρώπη είναι εξ αντικειμένου ένας στρατηγικός νάνος, ότι τα δημοκρατικά κράτη (και πολύ περισσότερο η Τουρκία αλλά και οι ίδιες οι ΗΠΑ) διεξάγουν πολέμους, ότι ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων έπρεπε να μην εφησυχάσουμε όσον αφορά την τουρκική απειλή, ότι για να υπάρξει βιώσιμη λύση του κυπριακού χρειαζόταν συνδυασμός διπλωματικών πρωτοβουλιών με μια εύρωστη και αξιόπιστη αποτρεπτική!!! στρατηγική, ότι στην περιφέρειάς μας έπρεπε να αναπτύξουμε διπλωματικές πρωτοβουλίες για να μπορούμε να έχουμε διπλωματικά ερείσματα και δυνατότητα πελατειακών σχέσεων με τα ισχυρότερα κράτη, κτλ.
Γιατί έπρεπε οι έλληνες να μην γνωρίζουν αυτά τα αυτονόητα και πασίδηλα; Αν και το υποψιάζομαι, δεν γνωρίζω ποια είναι η σκοπιμότητα και τι κρύβεται σε σκοτεινούς διαδρόμους «συστημάτων Σόρος» όπου ένας ακαδημαϊκός ποτέ δεν πρέπει να κυκλοφορεί. Σίγουρα όμως εκτιμώ ότι το να χαρακτηρίζονται οι αξιολογικά ελεύθεροι αναλυτές της στρατηγικής «ακραίοι» και οι διεθνολογούντες ως «μετριοπαθείς» ενέχει πολιτικές συνέπειες. Στερούν την κοινωνία βάσιμων και ορθολογιστικών επιστημονικών αναλύσεων με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται το πολιτικό της σύστημα. Πέραν αυτού, ο φορολογούμενος που πληρώνει για τις διεθνείς σπουδές ακαδημαϊκού επιπέδου δεν έχει πολλές επιλογές: Το συμβαίνει στο εσωτερικό τους ακαδημαϊκό άσυλο είναι δική τους υπόθεση και κανείς, βασικά, δεν μπορεί να τους ελέγξει. Για τον ένα ή άλλο λόγο, πάντως, με την ευκαιρία του σχεδίου Αναν βεβαιωθήκαμε για το γεγονός ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Η πνευματική μας ζωή διασύρθηκε, η κοινωνία αποπροσανατολίστηκε και ο πολιτικός κόσμος παρουσίασε θλιβερή εικόνα αφού αιφνιδιάστηκε, σύρθηκε πίσω από εξωγενείς εκβιασμούς και ενέδιδε σε απειλές με τρόπο που δεν τιμούν κανένα. Έπρεπε οι απλοί πολίτες να πουν μόνοι τους το ΌΧΙ της επιβίωσής τους ενάντια στις ξένες επιβουλές, αντί να τους καθοδηγήσει η πολιτική του ηγεσία και ο καλοπληρωμένος «πνευματικός κόσμος» των πανεπιστημίων.
5. Η επιστημονική «δολοφονία» του Carl von Clausewitz στην Ελλάδα
ΔΕΎΤΕΡΟΝ, πολλά που γράφτηκαν ή ειπώθηκαν στην Ελλάδα από φορείς ακαδημαϊκών τίτλων δεν έχουν προηγούμενο στον δυτικό κόσμο. Η κοινωνία και κυρίως ο πολιτικός κόσμος κυριολεκτικά δηλητηριάζεται με όρους και έννοιες που είτε είναι ανύπαρκτοι είτε διαστρεβλώνονται σε βαθμό απελπιστικό. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πλέον, είναι ότι κανένας επιστημονικός έλεγχος δεν μπορεί να υπάρξει. Anything goes, οτιδήποτε μπορεί να λέγεται φτάνει να εκπληρώνονται οι προπαγανδιστικοί σκοποί συγκεκριμένων πολιτικών στόχων. Ένας αδέκαστος πολιτικός επιστήμονας του μέλλοντας, για παράδειγμα, διαβάζοντας τις αναφορές του κ Κουλουμπή για τον Κλάουζεβιτσς θα διερωτάται κατά πόσο υπήρχαν ή δεν υπήρχαν πανεπιστήμια, διεθνολόγοι και στοιχειωδώς μορφωμένοι δημοσιογράφοι που φιλοξενούν επιφυλλίδες. Αφού ο κ Κουλουμπής έκανε την γνωστή επαγγελματική διαδρομή στις ΗΠΑ, θα σκέφτεται ο διεθνολόγος του μέλλοντος, μετανάστευσε σε μια πνευματική έρημο που λεγόταν Ελλάδα. Τι άλλο να σκεφτεί, για παράδειγμα, όταν χωρίς κανένα έλεγχο ο κ Κουλουμπής και νεότεροι μιμητές του για τον διορισμό των οποίων φέρει ευθύνη αντιστρέφουν όρους, έννοιες και περιεχόμενα που στις διεθνείς σχέσεις αποτελούν στοιχειώδη γνώση. Γιατί, για παράδειγμα, είναι κατηγορία συνυφασμένη με αρνητικά μάλιστα πρόσημα το «κλαουζεβιτζιανός»;
Ένα από τα πιο παραπεμπόμενα κομμάτια των αγγλικών μου βιβλίων, είναι το κεφάλαιο 12 της σχετικής μονογραφίας για την στρατηγική στην εποχή των πυρηνικών όπλων, όπου αναλύω την σχέση πολεμικών σκοπών και χρήσης πολεμικής βίας. Ο Κλάουζεβιτζ, για κάθε στοιχειωδώς!!! μορφωμένο διεθνολόγο είναι εκείνος ο στοχαστής που δάμασε το φαινόμενο υποτάσσοντάς το στην εποχή του πολιτισμού. Προσάρμοσε το φαινόμενο του πολέμου στις κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών με το να υποστηρίξει, μεταξύ άλλων, ότι δεν είναι αυτόνομο φαινόμενο αλλά «συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Αυτό έχει συνέπειες για την ενδοκρατική ζωή (πρωτοκαθεδρία της πολιτικής στην οποία οι στρατιωτικοί υπακούουν) και μετριασμός των διακρατικών πολέμων και των συνεπειών τους. Αυτοί που τον επικαλούνται, ακριβώς, το κάνουν για προχωρήσουν σε αναλύσεις πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων, που αντικρούουν την άποψη ότι η «πολιτική είναι συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα». Υποστηρίζουν, όπως έκανε και ο υποφαινόμενος σε αναφορά με τα μέσα μαζικής καταστροφής, ότι το φαινόμενο της άσκησης βίας στις διεθνείς σχέσεις όσο υπάρχει θα πρέπει να υποτάσσεται αυστηρά στην λογική των πολιτικών σκοπών.
Το ίδιο υποστηρίζει και ο John Rawls στο Δίκαιο των Λαών, για να τονίσει ότι γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο θα πρέπει να προχωρήσουμε σε αναζήτηση κριτηρίων πολιτικής ηθικής διεθνούς πολιτικής συμβατών με τον πολιτικό μας πολιτισμό (το ίδιο κάνει και ο υποφαινόμενος με εντατικούς ρυθμούς τα δέκα τελευταία χρόνια σε όλες τις μονογραφίες και σε όλα τα άλλα κείμενά του). Στην βάση των κλαουζιβιτσιανών θεωρήσεων, εξάλλου, πολλοί συνδέουν την ανάλυσή τους κατά των εγκλημάτων πολέμου και με προόδους που αφορούν την εφαρμογή των προνοιών του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών. Μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες –και αυτά είναι και τα δικά μου συμπεράσματα στην προαναφερθείσα μονογραφία αλλά και σε ελληνικά κείμενα–, μια σειρά αναλυτών καταφεύγουν στην πολιτική φιλοσοφία διεθνών σχέσεων του Κλάουζεβιτζ για να αναδείξουν τον παραλογισμό της ακραίας πολεμικής βίας και κυρίως της χρήσης μαζικών όπλων. Δεν θα βρεθεί σοβαρός αναλυτής, βασικά, που να μην γνωρίζει ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό η μη πρώτη χρήση πυρηνικών όπλων μέχρι σήμερα οφείλεται στην μεγάλη επιρροή των ιδεών του Κλάουζεβιτς που αναλύθηκε σε δεκάδες χιλιάδες!! άρθρα, βιβλία.
Όλα αυτά βεβαίως φαίνεται είναι λεπτομέρειες που δεν μετρούν στην ζούγκλα των ελλήνων ακαδημαϊκών, μερικοί εκ των οποίων όπως μόλις τελευταία μαθαίνουμε δεν έχουν πλέον αναστολές να συναγελάζονται με ιδρύματα του κερδοσκόπου Σόρος και άλλους συμπαρομαρτούντες διεθνοπολιτικούς κύκλους που όρισα ως «συστήματα Σόρος». Πως με τέτοιες πυκνές διεθνικές δραστηριότητες θα έχουν καιρό να μελετήσουν δύσκολα κείμενα της διεθνούς βιβλιογραφίας όπως ο Κλάουζεβιτσς και αυτών που γράφτηκαν γι’ αυτόν!
Ειλικρινά, μια μόνο λογική ερμηνεία μπορώ να δώσω: Ο κ Κουλουμπής μέσα στην αγωνία του να κατατάξει τον υποφαινόμενο στην συνομοταξία αυτών που η κοινή γνώμη έπρεπε να θεωρεί επικίνδυνο και πολεμοχαρή, περιέπεσε σε ασυγχώρητα λάθη για τα οποία οφείλει να ζητήσει συγνώμη. Υποθέτω ότι στην αγωνία του μέσα πρόσεξε σε κάποιο βιβλιοπωλείο ότι υπάρχει κάποιο βιβλίο που μάλλον ποτέ δεν διάβασε –και σίγουρα αν το ξεφύλλισε δεν το διάβασε προσεκτικά– με τίτλο «Περί Πολέμου». Εισάγεται λοιπόν μια νέα εξόχως ελληνική επιστημονική μέθοδος αλυσιδωτών αλμάτων συλλογισμών:
1) Το βιβλίο του Κλάουζεβιτζ έχει τίτλο «πόλεμος».
2) Άρα μάλλον ο Κλάουζεβιτζ θα υποστηρίζει τον πόλεμο.
3) Ο Ήφαιστος γράφει για τον Κλάουζεβιτζ.
4) Ο Ήφαιστος, επομένως, μπορεί να χαρακτηριστεί πολεμοχαρής ή κάτι παραπλήσιο.
5) Έτσι, μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε κλαουζεβιτζιανό και άρα επικίνδυνο που θα σύρει την Ελλάδα σε σύρραξη, όχι !! μάλιστα με ένα γείτονα αλλά και με δύο !! ή περισσότερους!! ταυτόχρονα …
Έλεος… Όποιος είναι ανυπόμονος ας περιμένει λίγο ακόμη, θα παραθέσω αυτές και πολλές άλλες «ακαδημαϊκές λιχουδιές» για να διακρίνουμε εμείς και οι μελλοντικοί, ποιοι τέλος πάντων την δεκαετία του 1990 και 2000 είναι ήμεροι και ποιοι άγριοι. Αν μη τι άλλο το οφείλω στα νεότερα στελέχη ή όσα από αυτά δεν θα ήθελαν να συρθούν το τέλμα των προπαγανδιστικών προτάσεων πολιτικής και των προεκτάσεών τους. Πρέπει να τονίσω, πάντως, ότι ο Θ.Κ. ευθύνεται στοχαστικά για το γεγονός ότι νεότερα στελέχη των διεθνών σχέσεων διολίσθησαν σε τέτοια άλματα συλλογισμών που δεν τους τιμούν. Παρέσυρε επίσης στο τέλμα των εκλογικεύσεων και της αγραμματοσύνης όσους τον μιμήθηκαν γράφοντας ότι η επιστημονικά συνεπής, αξιολογικά ελεύθερη και αυστηρά περιγραφική θουκυδίδεια παράδοση –κρατοκεντρική σεβόμενη την ανθρώπινη κοινωνικοπολιτική οντολογία και τους διεθνούς θεσμούς κυριαρχίας– που εξετάζει τα αίτια πολέμου ως παρεμβαλλόμενες μεταβλητές μεταξύ διεθνούς δικαίου και διεθνούς σταθερότητας, είναι, δήθεν, ακραία.
6. Anything goes ή πυρ ομαδόν ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ελεύθερων σκοπευτών.
ΤΡΊΤΟΝ καλά θα κάναμε, μιας και φαίνεται ότι ο καθένας λέει ότι θέλει πλέον στην Ελλάδα χωρίς να ελέγχεται, να καταθέσουμε πραγματολογικά επαληθεύομενα γεγονότα για τον βίο και την πολιτεία των θηρίων της ελληνικής ακαδημαϊκής ζούγκλας. Να δούμε, προς το παρόν συντομογραφικά και προκαταρτικά, τους λόγους για τους οποίους ο υπογράφων και μερικοί άλλοι συνάδελφοι καταταχθήκαμε στην δολοφονική ομαδοποίηση ατόμων ευθύνονται για το εξώθηση της Ελλάδας σε πόλεμο όχι με ένα πόλεμο αλλά σε πολλούς ταυτόχρονα γείτονες!!. Λοιπόν: Όχι επειδή είμαι έλληνας αλλά εξ αντικειμένου επειδή είμαι αναλυτής που εξετάζει το διεθνές σύστημα αυστηρά περιγραφικά αναζητώντας τις προϋποθέσεις σταθερότητας, ειρήνης και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, οι προεκτάσεις των βάσιμων και σήμερα αποδεδειγμένα αλάνθαστων επιστημονικών αναλύσεων για το διεθνές σύστημα, την Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Τουρκία, αναπόφευκτα προεκτείνονταν στις εξής «πολεμοχαρείς» θέσεις, τις οποίες κάθε καλόπιστος μπορεί να κρίνει αντικειμενικά:
1) Για δύο περίπου δεκαετίες, λοιπόν, υποστηρίξαμε ότι η Κύπρος θα μπορούσε να δοκιμάσει να λύσει το πρόβλημα αν υποβάλει αίτησης ένταξης στην ΕΕ για να ανοίξει ο δρόμος για μια ευρωπαϊκή λύση σύμφωνη με το συμφέρον όλων των εμπλεκομένων (Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου, Ευρώπης) [Σύμφωνα με τις «επιστημονικές» αντιλήψεις κάποιων αυτό με καθιστούσε αντιευρωπαίο κτλ και γι’ αυτό το ινστιτούτο προτάσεων πολιτικής του κ Κουλουμπή, μεταξύ πολλών άλλων φιλοευρωπαϊκών δράσεων, κυκλοφόρησε και βιβλίο κατά της υποβολής αίτησης ένταξης για να προστατέψει, υποθέτω, την Ευρώπη]
2) Υποστηρίξαμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια αξιόπιστη αποτρεπτική στρατηγική που θα προεκταθεί στην Κύπρο για να εξορθολογίσει στρατηγικά το ήδη υφιστάμενο casus belli. Ο σκοπός ήταν αφενός να διαφυλάξει την διεθνή νομιμότητα και αφετέρου να καταστήσει εφικτή την πορεία της Κύπρου προς την Ευρώπη απαλλαγμένη στρατιωτικών και διπλωματικών εκβιασμών, γεγονός που θα διευκόλυνε την βιώσιμη λύση του κυπριακού από θέσης πλέον ισορροπίας [Το ότι αυτά επιβεβαιώθηκαν είναι το ένα σκέλος. Το άλλο είναι ότι όλως περιέργως ο Θ.Κ. και πολλοί ιδρυματικοί του συνάδελφοι καταπολέμησαν με χαρακτηριστική μανία αυτές τις ορθολογιστικές θέσεις. Το περίεργο ότι ο Θ.Κ. είναι γι’ αυτές και μερικές άλλες θέσεις που με έβαλε στο στόχαστρο τέτοιων βαρύτατων χαρακτηρισμών. Το ακόμη πιο περίεργο είναι ότι σήμερα ο κ Κουλουμπής αμέριμνος πετάει κάποιες φράσεις στις επιφυλλίδες του για «ανάγκη αποτρεπτικών δυνάμεων» ενώ χάνοντας την μνήμη του συμφωνεί … πως δεν πρέπει να χαρακτηρίζουμε ο ένας τον άλλο]
3) Ακόμη πιο σημαντικό, υποστηρίξαμε πριν δεκαπέντε χρόνια, και εξ αντικειμένου ΣΠΆΝΙΑ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΊ ΕΠΙΒΕΒΑΙΏΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΈΤΟΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΉ ΑΚΡΊΒΕΙΑ, τα εξής:
α) ότι επειδή η ΕΕ δεν είναι νομικός δρων αλλά νομικός (και αυτή η εκτίμηση με καθιστούσε, σύμφωνα με την περιρρέουσα συμβατική αντίληψη «αντιευρωπαίο»),
β) ότι αναπόδραστα θα δεχθεί την Κυπριακή Δημοκρατία ανεξαρτήτως λύσης (γι’ αυτό οι άσπονδοι δυτικοί σύμμαχοι και οι ντόπιοι ιθαγενείς άνθρωποί τους αγωνίστηκαν να υπερψηφιστεί το αντιευρωπαϊκό σχέδιο πριν την ένταξη της ΚΔ στην ΕΕ),
γ) ότι η «ένταξη ανεξαρτήτως λύσης» θα ευρωποιήσει διπλωματικά το κυπριακό (γι’ αυτό οι ηρακλειδείς της Ευρώπης έπρεπε να προστατέψουν την Ευρώπη από το «κυπριακό αγκάθι») και
δ) ότι έτσι θα αξιοποιηθούν δυνατότητες μιας ευρύτερης στρατηγικής-διπλωματικής διαπραγμάτευσης, που υποβοηθείτο λόγω των τουρκικών ευρωπαϊκών φιλοδοξιών (αυτό όμως δεν διευκόλυνε τα αγγλοσαξονικά σχέδια για αποδυνάμωση της Ευρώπης με υιοθέτηση μιας πορείας ένταξης μιας Τουρκίας που παραμένει αναθεωρητική, επιθετική και προκλητική)
ε) ότι αυτό συμφέρει κάθε νόμιμο συμφέρον της Τουρκίας γιατί θα προσφέρει στην Άγκυρα εύκολη διέξοδο από το γόρδιο δεσμό του κυπριακού που ο επεκτατισμός της δημιούργησε το 1974 (αυτό όμως δεν διευκόλυνε την μετατροπή της Κύπρου σε πλωτό αεροδρόμιο, απόδειξη ότι «το σχέδιό τους» πρόβλεπε όχι αποστρατικοποίηση αλλά μονομερή αφοπλισμό και παντοτινή παρουσία τριών ξένων στρατών πάνω στο νησί)
στ) ότι η ένταξη θα δημιουργήσει «διπλωματικά τετελεσμένα» που θα εξισορροπήσουν διπλωματικά τα στρατιωτικά τετελεσμένα διευκολύνοντας έτσι την έντιμη διέξοδο όλων προς την κατεύθυνση μιας βιώσιμης λύσης με γνώμονα την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα (αυτό όμως δεν διευκόλυνε τους εκείνους τους δυτικούς κύκλους που σχεδίαζαν την μετατροπή σε πεδίο μάχης της περιοχής που απλώνεται από το Ιράν μέχρι την Αφρική και που ήθελαν την Κύπρο ως κύριο εφαλτήριό τους),
ε) και ότι έτσι μια πιθανή βιώσιμη λύση του κυπριακού θα απαγκιστρώσει από την Κύπρο την Ελλάδα και την Τουρκία καθιστώντας την γέφυρα ειρήνης αντί σημείο τριβής και συγκρούσεων (αυτό όμως δεν βόλευε τους μακρόχρονους φαίνεται στρατηγικούς σχεδιασμούς που θέλουν στην περιοχή όχι κράτη προικισμένα με εθνική ανεξαρτησία και ικανότητα ισόρροπων διαπραγματεύσεων αλλά συμμαχίες με τοπικά αναθεωρητικά κράτη όπως η Τουρκία που θα περιβάλλεται από κρατίδια περιορισμένης ή ανύπαρκτης κυριαρχίας).
Εν κατακλείδι, με αξιολογικά ελεύθερες επιστημονικές αναλύσεις περιγράφαμε το διεθνές σύστημα και τις προεκτάσεις για την ελληνική εξωτερική πολιτική αλλά αυτό πρόσκρουσε στο υψηλό και απρόσωπο τείχος της ξένης εξάρτησης.
7. Διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα και η «επιστημονική ποντικοπαγίδα» του σχεδίου Αναν.
Η υπερβολική αυτοπεποίθησή συνήθως βλάπτει. Ιδιαίτερα στον ακαδημαϊκό χώρο που δεοντολογικά μιλώντας απαιτείται να είναι αποστειρωμένος από εξωεπιστημονικά κριτήρια –αυτό, βασικά, είναι και το κύριο νόημα του ακαδημαϊκού ασύλου–, αναπόφευκτα οδηγεί σε υπερφίαλες στάσεις και επιστημονικά σφάλματα. Κοινωνικοπολιτική ισχύς, θεσμική ισχύς, συνάφειες με διεθνείς θεσμούς και άλλες αλληλεξαρτήσεις, εξάλλου, αναπόδραστα εισρέουν αποσταθεροποιητικά στον επιστημονικό στοχασμό. Αυτό μάλλον έγινε στην περίπτωση του σχεδίου Αναν, γεγονός που προσφέρεται για εξαιρετικά αξιόπιστες εκτιμήσεις για τις πολιτικοποιημένες στάσεις της πλειονότητας του ακαδημαϊκού κόσμου και τις εξαιρετικά χαμηλές ποιοτικές επιδόσεις του. Κάποια στιγμή, βεβαίως, αν πετύχαινε το μακάβριο σχέδιο Αναν ενδέχεται όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις η επιστημονική ανεπάρκεια να συσκοτιζόταν από την περιρρέουσα πολιτική θέση περί «επιτυχίας και ορθότητας λόγω αποτελέσματος» (και του συμπληρωματικού «αλίμονο στους ηττημένους»). Τους χάλασε τα σχέδια, όμως, η Κυπριακή κοινωνία, η οποία φαίνεται να είναι βιώσιμη. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει την κυριαρχία-ελευθερία της. Το τετελεσμένο λοιπόν ήταν η νίκη –προσωρινή ίσως– της δημοκρατίας και της ελευθερίας και η δυνατότητα για μια ακόμη ευκαιρία διευθετήσεων συμβατών με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Οι δράστες που παράβλεψαν ή παρέκαμψαν την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα, όμως, ατυχώς γι’ αυτούς, εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα με αβάστακτα επιστημονικά λάθη που ελέω scripta manent εδώ είμαστε για να ελεγχθούν με ψυχραιμία, καλοπιστία, ηπιότητα αλλά και αμείλικτα όσον αφορά την αναγκαιότητα επιστημονικού ορθολογισμού. Σε κάθε περίπτωση, όσοι διέπραξαν σοβαρά επιστημονικά σφάλματα και δεν το παραδέχθηκαν στην συνέχεια, με ακαδημαϊκούς όρους, αποστερούν έτσι στον εαυτό τους το νομιμοποιημένο δικαίωμα να λέγονται επιστήμονες, πολύ περισσότερο μάλιστα, το δικαίωμά τους να αυτοχρίζονται αυθαίρετα ήπιοι και μετριοπαθείς επιστήμονες τι στιγμή που ταυτιστηκαν με την ακραία μορφή διεθνοφασισμού που ενσάρκωνε το σχέδιο Αναν. Ακόμη, το ολίσθημα αυτό είναι κοινωνικά επιζήμιο, για όσους τουλάχιστον επικαλούμενοι επιστημονικούς τίτλους έντυναν το σχέδιο αυτό με κίβδηλη επιστημονική αξιοπιστία.
Το σχέδιο Αναν, υπενθυμίζω, παραβίαζε συλλήβδην όλες τις θεμελιώδεις και υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου, ήταν ένα συνταγματικό τέρας, παραβίαζε συλλήβδην την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, καταστρατηγούσε τις συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παραβίαζε τις συμβάσεις για τα εγκλήματα πολέμου και ασφαλώς εξυπηρετούσε τα διεθνοφασιστικά συμφέροντα των ηγεμονικών αξιώσεων για μετατροπή της ΚΔ σ’ ένα στερημένο κοινωνικοπολιτικού συστήματος πλωτό αεροδρόμιο-εφαλτήριο πολεμικών δράσεων. Δεν γνώριζαν μήπως; Τότε γιατί συνεχίζουν να φέρουν ακαδημαϊκή τήβεννο όταν αυτά τα γνωρίζουν ακόμη και πρωτοετείς φοιτητές πανεπιστημίου. Επειδή έχουμε κάποια πείρα του παρελθόντος, το «δεν γνώριζα» δεν αποτελεί νομιμοποιημένη δικαιολογία και σίγουρα δεν αποτελεί «στιγμιαίο επιστημονικό έγκλημα» να μην γνωρίζεις θεμελιώδεις πτυχές της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας, ιδιαίτερα όταν διαπράχθηκε κατ’ εξακολούθηση, επί σειρά ετών και παρά τις δικές μας ψύχραιμες εκκλήσεις να ευθυγραμμιστούν με πασίδηλες ορθολογιστικές επιστημονικές τοποθετήσεις.
Για να αναφερθώ σε ένα μόνο σημείο, όταν η κυπριακή κοινωνία λέγοντας ΟΧΙ στις 24 Απριλίου 2004 διέσωσε την ελευθερία, την δημοκρατία, τις αρχές του διεθνούς δικαίου, την τιμή της Ευρώπης, την τιμή του ΟΗΕ και –προσωρινά τουλάχιστον– την ειρήνη στο τρίγωνο Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος, ο υποφαινόμενος «πολεμοχαρής» πάλι έδρασε: Μαζί με μερικούς έλληνες και ξένους συναδέλφους υπό την σκεπή μιας πανελλαδικής επιτροπής αποτελούμενη απ’ όλους τους κοινωνικούς χώρους, χωρίς χρηματοδοτήσεις κάποιου «συστήματος Σόρος», χρησιμοποιώντας και πάλιν τα αξιολογικά ελεύθερα εργαλεία βάσιμων επιστημονικών θεωρήσεων, και αφοσιωμένοι σε οικουμενικής αξίας επιστημονικούς κώδικες και δεοντολογίες μαζέψαμε τα θρύψαλα της ματωμένης επιστημονικής αξιοπρέπειας των ελλήνων ακαδημαϊκών. Περιεσώθηκε η τιμή των ακαδημαϊκών που θρυμμάτισαν οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένες «προτάσεις πολιτικής» που κατά καιρούς φορούν προβιές προβάτων για να εξυπηρετήσουν σκοπούς που δεν κατανοώ (και ούτε με ενδιαφέρει να κατανοήσω επειδή επιστημονικά μου είναι αδιάφορο – αυτό είναι πολιτικό ζήτημα και όποιος ενδιαφέρεται ας φροντίσει να το κατανοήσει). Στο πλαίσιο της «Επιτροπής για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού» το «Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογνωμόνων για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού» σύνταξε μια σφαιρική και περιεκτική έκθεση (συνεπή σε κάθε περίπτωση με προγενέστερες επιστημονικές θέσεις που με τον ένα ή άλλο τρόπο διατυπώνουμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες) που επιτέλους βρίσκεται στην αιχμή των συζητήσεων για μια βιώσιμη λύση του κυπριακού και σταθερές σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας.
Η έκθεση αυτή καταγράφοντας την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα που επί δεκαετίες υποδεικνύαμε –σ’ αντίθεση με κάποια πράγματι ακραία και εξτρεμιστικά στοιχεία που υποστηρίζουν την παραβίασή τους– ως βάση ειρηνικής επίλυσης των διενέξεων, δείχνει τον δρόμο ειρηνικής επίλυσης των προβλημάτων της περιοχής. Υπήρξε όμως μια αργοπορία που ίσως αποδειχθεί μοιραία, επειδή αυτή την νομιμότητα έπρεπε ήδη από το 2000-2001 να την είχε υποστηρίξει η ακαδημαϊκή κοινότητα και οι αρμόδιοι δημόσιοι θεσμοί. Και πάλιν, όμως: Πώς να το φέρουν εις πέρας την αποστολή τους ο δημόσιοι θεσμοί όταν πλημμυρίζουν από άτομα διεθνικών ΜΚΟ που επιδίδονται σε ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένες προτάσεις πολιτικής που χαλκεύονται σε εξωπολιτικές διεθνικές συνάξεις; Πώς να γίνει αυτό από τους ακαδημαϊκούς όταν στα διαλείμματα των ενδοπανεπιστημιακών διενέξεων εμπλέκονται σε διεθνικές δράσεις, χρηματοδοτήσεις και «συστήματα Σόρος»; Σίγουρα το σύστημα «προτάσεων πολιτικής» –όχι άσχετο με το «σύστημα Σόρος» που περιγράφω αλλού– που αν και ακριβοπληρωμένο από τον φορολογούμενο αντικαθιστά την επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων με προτάσεις πολιτικής, μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί. Αυτό γιατί πιάστηκε, όπως ήδη ανέφερα, στην ποντικοπαγίδα που λέγεται «σχέδιο Αναν». Για όποιον καλόπιστο ενδιαφέρεται, φανερώθηκε η αλήθεια για τις θέσεις, απόψεις, θεωρήσεις, παραδοχές και πολιτικά και επιστημονικά ηθικά αναστήματα. Όσο περνά ο χρόνος, πάντως, 1) πολλά φαινόμενα ερμηνεύονται καλύτερα, 2) πολλά που δεν τα γνωρίζουμε σήμερα σίγουρα θα τα μάθουμε σύντομα, 3) η κοινωνία που είναι ο άμεσα ενδιαφερόμενος αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει στο πεδίο της διπλωματίας και 4) ο πολιτικός κόσμος αρχίζει να συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεται τις ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένες «προτάσεις πολιτικής».
«Εμείς», όμως, ούτε μνησίκακοι είμαστε ούτε χαιρέκακοι. Λυπόμαστε αφάνταστα για τον επιστημονικό κατήφορο κάποιων συναδέλφων που αν μη τι άλλο μας στερεί την χαρά μιας ψύχραιμης, ορθολογιστικής και επιχειρηματολογικά βάσιμης επιστημονικής συζήτησης. Λυπούμαστε όλως ιδιαιτέρως για το γεγονός ότι πολλά νεοεισερχόμενα στελέχη των κοινωνικών επιστημών παγιδεύονται σ’ αυτό τον κατήφορο. Θα συνεχίσουμε τον δρόμο της ηπιότητας, των αξιολογικά ελεύθερων θεωρήσεων και των επιστημονικά βάσιμων επιχειρημάτων χωρίς να πτοούμαστε επειδή κάποιοι επιχειρούν να μας χαρακτηρίσουν αυτά που βλέπουν όταν κοιτάζουν τον καθρέφτη τους. Αν και το τείχος της εξάρτησης ορθώνεται ψηλά δημιουργώντας εφήμερα προβλήματα, είναι επιστημονικά αδιάφορο.
Πάντως, χωρίς την παραμικρή δόση ειρωνείας, θα έλεγα ότι ποτέ δεν είναι αργά. Ο Θ.Κ. θα διασώσει την υστεροφημία του αν κάνει 180% στροφή και αν πει ένα μεγάλο mea culpa για στάσεις, θέσεις και εξωακαδημαϊκούς χαρακτηρισμούς που με πάγιους όρους ακαδημαϊκής και επιστημονικής δεοντολογίας είναι επιεικώς απαράδεκτοι. Όπως του έχω πει και δημόσια πριν μερικά χρόνια, εδώ και τρις περίπου δεκαετίες, αντί να δώσει συνέχεια σε κάποια εισαγωγικά κείμενα που συνέγραψε με αμερικανό συνάδελφο και τα οποία στην συνέχεια αναπαράγαγε στα ελληνικά με ποικίλες εκδοχές, θα μπορούσε να είχε εισέλθει στον δύσκολο αλλά ακαδημαϊκά πρέποντα δρόμο της θεωρίας. Το γνωρίζει πολύ καλά ότι οι «προτάσεις πολιτικής» δεν μπορεί να είναι επιστημονικού χαρακτήρα και ότι ροκανίζουν την επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων όταν το βάρος δίνεται σ’ αυτές αντί στο βάσιμο κεκτημένο των διεθνών σχέσεων. Θα πρόσθετα ότι για ένα ακαδημαϊκό των διεθνών σχέσεων εξ αντικειμένου οι «προτάσεις πολιτικής» είναι δηλητήριο κατά της επιστημονικής του ανάπτυξης και ότι οι αρχαιότεροι πρέπει να αποθαρρύνουν νεοεισερχόμενα στελέχη του ακαδημαϊκού χώρου από το να επιδίδονται σ’ αυτές. Όπως είναι εξάλλου πασίδηλο πλέον, είναι φανερό ότι οι προτάσεις πολιτικής ευθύνονται για τον ανεπίστροφο ίσως κατήφορο των πολυδάπανων διεθνών σπουδών στην Ελλάδα. Όμως, έχω την εντύπωση πως κανείς πλέον δεν νοιάζεται για το εάν νεότερα στελέχη θεωρούν το πανεπιστήμιο εφαλτήριο προτάσεων πολιτικής και όχι χώρο αφοσιωμένης και ασκητικής καλλιέργειας της επιστήμης. Αν μη τι άλλο, εκτιμώ επίσης ότι ο εκτροχιασμός των διεθνών σπουδών προς την κατεύθυνση των προτάσεων πολιτικής ευθύνεται για το γεγονός ότι οι πολυδάπανες διεθνείς σπουδές στην Ελλάδα αντί να διαπρέψουν στην επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων εξωθήθηκαν στην σύγκρουση, στον διχασμό, στην ανάλωση πολύτιμου χρόνου σε άσκοπες διαμάχες και κυρίως την δημιουργία μιας νέας σχολής ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων αναλύσεων που αντί επιστήμης υπηρετούν «προτάσεων πολιτικής». Ακόμη χειρότερα, την σκυτάλη τέτοιων παρασιτικών δραστηριοτήτων αναπόφευκτα θα πάρουν νεοεισερχόμενα στελέχη τα οποία αντί να βασανιστούν όπως έχουν χρέος να κάνουν με τα δύσκολα και ουσιαστικά ζητήματα της θεωρίας, θα βολεύονται με κάποια αναμασήματα ξενόγλωσσων θεωρημάτων δέκατης ή και εικοστής κατηγορίας (όταν βεβαίως θα βρίσκουν καιρό από εξωπανεπιστημιακές θέσεις και πολιτικού χαρακτήρα συναντήσεις με εξωπολιτικούς διεθνικούς δρώντες).