Παναγιώτης Ήφαιστος, ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗΣ ΖΩΗΣ Δοκίμιο στον τιμητικό τόμο Καθηγητή Σωτήρη Καρβούνη

Περιεχόμενα: Εισαγωγή – Περιεχόμενο, φυσιογνωμία και προσανατολισμοί των διεθνών σπουδών – Γνώση versus γνώμη, επιστήμη versus προπαγάνδα και περιγραφή versus κοσμοπλαστικές αξιώσεις – Ακαδημαϊκή ανεξαρτησία και οι ιδιαιτερότητες των διεθνών σπουδών – Πίνακες – Σημειώσεις τέλους

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
Πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώχτης.
Καβάφης, «το πρώτο σκαλί»

Εισαγωγή
Γράφοντας το παρόν αναφορικά με το γνωστικό πεδίο των διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών προς τιμή του πρώην Πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιώς καθηγητή Σωτήρη Καρβούνη, συναδέλφου άλλου επιστημονικού τομέα με τον οποίο συνεργάστηκα όταν ήταν πρόεδρος της προσωρινής διοικούσας επιτροπής του Τμήματος ΔΕΣ του Πανεπιστημίου Πειραιώς –και ο οποίος πολύ με εντυπωσίασε για τον ακριβοδίκαιο ακαδημαϊκό ορθολογισμό του και για την μοναδική οξυδέρκειά του–, θα προσπαθήσω να μιλήσω απλά, σ0 bibliaifestosυντομογραφικά, κατανοητά, λογικά και ορθολογιστικά για το δικό μου γνωστικό πεδίο, το οποίο επιστημολογικά και επιστημονικά, αναμφίβολα, είναι το πλέον ολισθηρό[1].

Η τριετής συνεργασία μου με τον Σωτήρη Καρβούνη, παρόμοια και άλλες εμπειρίες με εξαιρετικούς συναδέλφους άλλων επιστημονικών τομέων πολλών πανεπιστημίων, με έπεισαν ότι, παρά τις υψηλές επιστημονικές προδιαγραφές στο πεδίο των δικών τους επιστημονικών εξειδικεύσεων και παρά τον υψηλό δείχτη αντιληπτικότητας, κατανοούν τις διεθνείς σπουδές ως ένα επιστημονικό πεδίο όπως κάθε άλλο. Οπωσδήποτε, βέβαια, όταν ως πρύτανης και πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής του Τμήματος συνομιλούσαμε για νέες και πρωτοπόρες προκηρύξεις και για δύσκολες επιλογές σε περιπτώσεις θέσεων με πολλούς και προικισμένους υποψηφίους –και με προγραμματική απόφαση αυστηρά αξιοκρατικών επιλογών–, η αντιληπτικότητά του και η κατανόησή του για τις επιστημονικές ιεραρχήσεις στις διεθνείς και ευρωπαϊκές σπουδές, ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν όχι μόνο η αντιληπτικότητα πάνω στην οποία στήριξε την εμπιστοσύνη στους ειδικούς ενός ξένου για αυτόν γνωστικού πεδίου, αλλά επίσης και το γεγονός ότι με διακριτικότητα και χωρίς να παρεμβαίνει στις κρίσεις, έκανε εύστοχες εκτιμήσεις για επιλογές που ενδεχομένως να αποδεικνύονταν λάθος.

Χωρίς λοιπόν αυτόnuclear να αποτελεί κάποιου είδους μομφή κατά των μη εξοικειωμένων με τις διεθνείς σπουδές, εκτιμώ ότι για αντικειμενικούς λόγους που αφορούν τις ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες της διαδρομής των προσπαθειών επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων μετά το 1939[2] –στο κοινωνικό σώμα ευρύτερα, στους ακαδημαϊκούς άλλων επιστημονικών κλάδων και στα διοικητικά στελέχη που αρμοδίως επιλαμβάνονται ζητήματα νομιμότητας των διαδικασιών–, ενδέχεται να υπάρχει
ελλειμματική αντίληψη ως προς το τι είναι ακριβώς οι διεθνείς σπουδές ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Ανεξαρτήτως αυτού, θεωρούμε ως δεδομένο πως όλοι θα ήθελαν οι σπάνιοι κοινωνικοί πόροι που δεσμεύονται για διεθνείς σπουδές να εκπληρώνουν τον σκοπό τους, δηλαδή, την καλλιέργεια γνώσεων υψηλών βαθμίδων, κοινωνικοπρακτικά χρήσιμων και σημαντικών για την επιστημονική πρόοδο στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η σπανιότητα των πόρων, ακριβώς, είναι ένας ακόμη λόγος που επιτάσσει εκπλήρωση των προσδοκιών αρχίζοντας από την κατανόηση των βασικών αξόνων των διεθνών σπουδών ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Η κατανόηση του περιεχομένου και των προσανατολισμών των διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών ενέχει μεγάλη σημασία για την πνευματική και επαγγελματική πορεία των φοιτητών, τις ιεραρχήσεις των γνωστικών πεδίων του προγράμματος σπουδών, την συμπληρωματικότητα των γνωστικών αντικειμένων και του τρόπου που αυτά τα γνωστικά αντικείμενα μπορούν να συνδυαστούν. Ενέχει ασφαλώς μεγάλη σημασία και για καταστατικές αποφάσεις όταν αποφασίζονται νέοι προσανατολισμοί για την φυσιογνωμία νέων Τμημάτων.

Αφού θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι οι τρις βασικοί γνωστικοί προσανατολισμοί ενός Τμήματος διεθνών και ευρωπαϊκών σπουδών είναι οι θεσμοί, η οικονομία και οι πολιτικές όψεις του διεθνούς συστήματος και του ευρωπαϊκού περιφερειακού υποσυστήματος, και αφού γίνει εισαγωγική αναφορά σε μερικές πτυχές για το επιστημονικό περιεχόμενο των διεθνών σπουδών ακαδημαϊκού χαρακτήρα, στην συνέχεια συντομογραφικά και συνδυαστικά θα τονιστούν δύο κυρίως πτυχές. Πρώτον, θα τονιστεί η διάκριση μεταξeuropeanύ ιδεολογικά, κυβερνητικά ή συμμαχικά στρατευμένης ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής στο πλαίσιο συγκρότησης «προτάσεων πολιτικής» και επιστημονικής ανάλυσης των διεθνών σχέσεων που αποσκοπεί στην όσο τοδυνατό πιο αντικειμενική περιγραφή και ερμηνεία των διεθνών φαινομένων στα τρία επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Δεύτερον και συναφές, θα επισημανθεί και εξηγηθεί συντομογραφικά το γεγονός ότι το γνωστικό αντικείμενο των διεθνών σπουδών κινείται ίσως στο πλέον ολισθηρό πεδίο της επιστημονικής ζωής, γεγονός που καθιστά τους επιστημονικούς, επιστημολογικούς και δεοντολογικούς ελέγχους στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας πολύ πιο επιτακτικούς απ’ ότι σε άλλους γνωστικούς τομείς. Στο σημείο αυτό, χρήσιμο θα ήταν να επισημάνουμε το αντικειμενικό γεγονός ότι λάθος διάγνωση ενός γιατρού θα προκαλέσει απώλεια μιας ζωής με αποτέλεσμα πιθανότατα να του αφαιρεθεί η άδεια άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος. Το ίδιο με ένα αρχιτέκτονα ή μηχανικό που κτίζει ένα προβληματικό κτίριο εάν λόγω λανθασμένων υπολογισμών των υλικών καταρρεύσει. Αντίθετα και παρά το γεγονός ότι στις διεθνείς σχέσεις οι προεκτάσεις είναι βαθύτερες, μαζικά θανατηφόρες και εκτεταμένα καταστροφικές για τα συμφέροντα και την ανεξαρτησία των κοινωνιών, δύσκολα εντοπίζονται οι δράστες των λανθασμένων εκτιμήσεων για τον χαρακτήρα, την δομή, τη φυσιογνωμία, τις λειτουργίες, τα αίτια πολέμου και την φορά κίνησης του διεθνούς συστήματος.


Περιεχόμενο, φυσιογνωμία και προσανατολισμοί των διεθνών σπουδών

Οι προδιαγραφές των γνώσεων που καλλιεργούνται σ’ ένα Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών είναι ευθέως ανάλογες της κατανόησης εκ μέρους των διδασκόντων και των διδασκομένωWaltz1bgν, μερικών –κυριολεκτικά πασίδηλων και αυτονόητων– πτυχών των τριών επιπέδων ανάλυσης, των διεθνών σπουδών, δηλαδή του ανθρώπου, τα κράτους και του διεθνούς συστήματος. Κύριο ζήτημα, αναμφίβολα, είναι η κατανόηση της κοσμοθεωρητικής, ηθικής, κοινωνικής και πολιτικής δομής του κόσμου όπως διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες και πιστοποιήθηκε από την Κοινωνία των Εθνών και την αποκρυστάλλωση των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου όταν ιδρύθηκε ο ΟΗΕ το 1945. Οι αρχές αυτές που επικυρώνουν την εθνική ανεξαρτησία ως την βάση λειτουργίας του διεθνούς συστήματος
είναι η διακρατική ισοτιμία, η μη επέμβαση, η εσωτερική αυτοδιάθεση και η συνεπαγόμενη εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία.

Οι προεκτάσεις των εκτιμήσεων που απορρέουν από μια σωστή κατανόηση του διεθνούς συστήματος είναι πάντοτε βαθύτατες και ανελέητα αναδιανεμητικού χαρακτήρα: Επειδή στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει –και ούτε ποτέ υπήρξε, ενώ όσον αφορά το μέλλον η φορά κίνησης είναι προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση– μια παγκόσμια κοινωνία, ένα παγκόσμιο πολιτικό σύστημα και μια παγκόσμια κυβέρνηση ή μια κυβέρνηση των κυβερνήσεων, το δίκαιο, η ισχύς, οι υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και η εξουσία, διαφέρουν θεμελιωδώς συγκρινόμενα με την ενδοκρατική τάξη πραγμάτων. Παρά την ύπαρξη διεθνών Συνθηκών και διεθνών θεσμών, εξάλλου, λόγω αιτιών πολέμου ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση είναι το κύριο γνώρισμα της διεθνούς πολιτικής. Ενόψει αυτής της πραγματικότητας, όταν στην ανάλυση της διεθνούς πολιτικής κυριαρχούν στρεβλές θεωρήσεις, ευσεβείς πόθοι, ουτοπικές προσδοκίες, ψευδαισθήσεις, φρούδες ελπίδες και απορρέουσες λανθασμένες εκτιμήσεις, το βέβαιο αποτέλεσμα είναι ο παθών να υπόκειται ζημιογόνες αναδιανομές συμφερόντων, υποβάθμιση της θέσης και του ρόλου του και ενίοτε απώλεια κυριαρχίας ή και ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής του ανεξαρτησίας. Το γνωστικό κεκτημένο της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων τις τελευτΘουκυδιδηςαίες δεκαετίες, εξάλλου, επαλήθευσε ξανά και ξανά την ανελέητη θεώρηση του Θουκυδίδη[3], πατέρα του επιστημονικού Παραδείγματος των διεθνών σχέσεων. Το παραδοσιακό παράδειγμα συμπεριλαμβάνει όλα τα άξια λόγου θεωρητικά ρεύματα (παγκόσμιο κράτος ή ηγεμονία, ισορροπία δυνάμεων, συλλογική ασφάλεια[4]).

Μια ακόμη προέκταση των ιδιομορφιών της διεθνούς πολιτικής σχετίζεται με τον υψηλό βαθμό δυσκολίας στην συναγωγή αξιόπιστων και πραγματολογικά επικυρωμένων εκτιμήσεων. Η ετερότητα των ανθρωπίνων οντοτήτων και ο απορρέων αστάθμητος χαρακτήρας της συμπεριφοράς των ατόμων, των κρατών, των ομάδων και μηανεξάρτητων κοινωνικών οντοτήτων, καθιστά την μελέτη της διεθνούς πολιτικής ελάχιστα ευθύγραμμη υπόθεση. Εκτιμήσεις εδρασμένες σε ποσοτικά κριτήρια, για παράδειγμα, είναι άκρως επισφαλείς. Ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται ποσοτικά στοιχεία ανάλυσης και εκτίμησης των πραγμάτων απαιτείται να συνεκτιμάται δεόντως ο σύνθετος, πολύπλοκος, δυναμικά ρευστός και αστάθμητος χαρακτήρας των συμπεριφορών και των συμπλοκών τους στα προαναφερθέντα τρία επίπεδα ανάλυσης. Τρία επίπεδα ανάλυσης –άνθρωπος, κράτος, διεθνές σύστημα– τα οποία, μάλιστα, αν και νομικά μιλώντας διέπονται από το σύστημα κρατικών κυριαρχικών ελέγχων και ρυθμίσεων που προνοεί το διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς θεσμοί και οι ποικίλες άλλες διακρατικές συμφωνίες, λόγω τεχνολογίας τους δύο τελευταίους αιώνες επηρεάζονται δραστικά από την πλανητικοποίηση των οικονομικών και πολιτικών φαινομένων[5]. Σε όλα τα επίπεδα, παρεισφρέουν αναρίθμητοι και απροσμέτρητης ποικιλομορφίας αστάθμητοι παράγοντες και κριτήρια που συμπλέκονται με ρευστό και συχνά παντελώς απρόβλεπτο τρόπο ή και με άγνωστα κριτήρια και παράγοντες που ενυπάρχουν στον αχανή διεθνικό κόσμο[6] και στο εσωτερικό των κοινωνιών. Τυχαία γεγονότα, επίσης, πυροδοτούν απρόβλεπτες και αστάθμητες εξελίξεις που ενδέχεται να είναι εξίσου βαθύτατων προεκτάσεων. Θα τόνιζα ότι συγκριτικά με οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, η επιστημονική στάθμιση και εκτίμηση της διεθνούς πολιτικής είναι μια ανελέητα δύσκολη υπόθεση. Αυτό το γεγονός επιτάσσει τόσο προσκόλληση στο επιστημονικό κεκτημένο όσο και αποφυγή στοχαστικών αλμάτων που αντιβαίνουν στον πραγματικό κόσμο όπως διαμορφώθηκε ιστορικά και όπως εξελίσσεται ιστορικά. Σημαίνει επίσης ότι σταθμισμένες και ορθές εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική απαιτούν ευρυμάθεια, εμβάθυνση των γνωστικών πεδίων που συμπλέκονται και προτεραιότητα στην ανάπτυξη της στοχαστικής οξυδέρκειας διδασκομένων και διδασκόντων. Βασικός στόχος των διεθνών σπουδών, ακριβώς, είναι η καλλιέργεια των δεξιοτήτων σταθμισμένης κρίσης που ως τέτοια μπορεί να 44.ifestos-diethnis-shesisβοηθήσει ένα καλό διεθνολόγο να σταδιοδρομήσει σε πολλούς επαγγελματικούς τομείς.

Πλήθος πολλών άλλων ειδοποιών διαφορών πιστοποιούν ότι οι διεθνείς σπουδές απαιτούν βαθιά και σταθμισμένη κρίση για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των συμπεριφορών των ανθρώπων, των κρατών και των άλλων δρώντων της διεθνούς πολιτικής. Σε ένα κόσμο γεμάτο καμπυλότητες που οφείλονται στην ανθρώπινη και κοινωνική ετερότητα οι ευθύγραμμες ερμηνείες σίγουρα δεν επαρκούν. Για ένα ακόμη κύριο λόγο, η «τυπική λογική[7]» όλων των ατομικών και συλλογικών δρώντων διαμορφώνεται μακραίωνα, γεγονός που καταμαρτυρείται από τις πολλές διαφορετικές κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές που συνθέτουν ένα διεθνές σύστημα ετερογενών και ανομοιογενών χωρών και που δημιουργούν μια απροσμέτρητα ποικιλόμορφη διεθνή ζωή[8]. Αναμφίβολα, το γεγονός ότι οι ευθύγραμμες και αλματώδεις γνώμες για το διεθνές σύστημα είναι κανόνας παρά εξαίρεση δεν είναι πειθαναγκαστικό να τις δεχθεί μια χειραφετημένη και επιστημονικά θεμελιωμένη θεώρηση της διεθνούς πολιτικής, ιδιαίτερα όταν πάνω από τις κεφαλές των λειτουργών της γνώσης επικρέμαται ή πρέπει να επικρέμαται η ηθική υποχρέωση να βελτιστοποιούν το αποτέλεσμα της δέσμευσης σπάνιων γιγαντιαίων κοινωνικών πόρων για την καλλιέργεια της γνώσης[9].

Η τυπική λογική που προσδιορίζει την ατομική και συλλογική ανθρώπινη ετερότητα, βεβαίως, δεν αποτελεί εμπόδιο στην πολιτική οργάνωση των ανθρώπων στο  εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ο «πολιτισμένος άνθρωπος» είναι πολιτικά ενταγμένος και αυτό προσδιορίζει τον πολιτικό πολιτισμό και τις Kosmo8ewriaβαθμίδες του σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο. Αναμφίβολα, τις τελευταίες δεκαετίες πέραν της διεθνούς τάξης και των διεθνών θεσμών προορισμός των οποίων είναι η τήρησή της, συμφωνήθηκαν διακρατικές συμβάσεις που απευθύνονται στους πολίτες των κρατών-μελών[10]. Όμως, συντριπτικά συμβαίνει, το πλείστον της καθημερινής ζωής των ανθρώπων απαιτεί όπως το άτομο εντάσσει και προσαρμόζει την δική του ατομική ετερότητα στις ανάγκες του συλλογικού πολιτικού βίου στο κράτος του οποίου είναι πολίτης[11]. Όλοι σήμερα, εν τέλει, είναι πολίτες ενός κράτους και λειτουργούν συμβατά με τις κυρίαρχες κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές αυτού του κράτους. Η συμμόρφωση των κρατών και των άλλων δρώντων των διεθνών σχέσεων στο εσωτερικό της «κοινωνίας κρατών[12]» (ή κατά άλλους του «συστήματος κρατών») είναι ένα διαφορετικό ζήτημα και καταμαρτυρούμενα βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμου.

Σε κάθε περίπτωση, η πολυπλοκότητα του διεθνούς συστήματος και του συνθετικού χαρακτήρα των θεωρήσεων που το περιγράφουν και ερμηνεύουν, μπορεί να γίνει κατανοητή με μια «απλή» παρατήρηση και σύγκριση μεταξύ ενδοκρατικής και διακρατικής τάξης. Η πρώτη όταν πρόκειται για ένα συνεκτικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα εδράζεται πάνω σε σταθεροποιημένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις και τις συμβατές με αυτό κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές δομές. Κυρίως, μπορεί να λειτουργήσει και να εξελιχθεί σύμφωνα με την φύση του επειδή υπάρχουν συμπεφωνημένοι τρόποι αλλαγών της ιδιοκτησίας και των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τα, απροσμέτρητης ποικιλομορφίας, καθημερινά κοινωνικοπολιτικά δρώμενα στο εσωτερικό μιας οποιασδήποτε πολιτείας. Η ισχύς διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ενδοκρατική τάξη αλλά εκλαμβάνεται ως νομιμοποιημένη, κοινωνικοπολιτικά επικυρωμένη και δικαιακά θεμελιωμένη[13].

Σ’ αντιδιαστολή με την ενδοκρατική τάξη, στην διεθνή πολιτική απουσιάζουν πολιτικά άξιες λόγου ανθρωπολογικές προϋποθέσεις επαρκείς για να δημιουργηθεί και να Ισχύς απόφασησταθεροποιηθεί μια παγκόσμια ηθικά επικυρωμένη διακυβέρνηση του πλανήτη. Για διεθνή διακυβέρνηση μιλάμε λοιπόν μέσω θεσμών που ιδρύουν τα ίδια τα κράτη. Η βαθύτατη ανθρωπολογική ετερότητα μιας έκαστης κοινωνίας δημιουργεί ένα κοινωνικοοντολογικά και κοινωνικοπολιτικά διαφοροποιημένο πλανήτη. Η διακυβέρνηση επιμερίζεται στο εθνοκρατικό επίπεδο και η διεθνής διακυβέρνηση που εδράζεται στο διεθνές δίκαιο και στους διεθνείς θεσμούς βρίσκεται, επιπλέον, διαρκώς υπό την αίρεση των κυμάνσεων του εκκρεμούς της διεθνούς πολιτικής που προκαλούν τα αίτια πολέμου. Αίτια πολέμου τα οποία αποτελούν το κύριο αντικείμενο των διεθνών σπουδών, καθότι το κύριο ερώτημα είναι η διεθνής συνεργασία και τα ελλείμματά της που εμποδίζουν την συνεργασία ή προκαλούν ανταγωνισμούς, συγκρούσεις κάθε είδους και ενίοτε άσκηση πολεμικής βίας.

Γνώση versus γνώμη, επιστήμη versus προπαγάνδα και περιγραφή versus κοσμοπλαστικές αξιώσεις

Ο φορέας της ακαδημαϊκής ιδιότητας στο πεδίο του πολιτικού στοχασμού περί τα διεθνή διακρίνεται και επιβάλλεται να διαχωρίζεται από τον μαχητή της ιδεολογικοπολιτικής διαμάχης. Αυτό γιατί σύμφωνα και με την προαναφερθείσα αντίληψη περί τυπικής λογικής των ατομικών και συλλογικών δρώντων, αφενός, η προσκόλληση σ’ ένα μόνο αξιακό σύστημα εξ ορισμού μπορεί να αφορά μόνο το ένα ή το άλλο ιδεολογικό δόγμα και το ένα ή το άλλο συμφέρον ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός κράτους, μιας συμμαχίας ή ενός διεθνικού δρώντα. Όμως, περιγράφοντας και συνάμα προκρίνοντας ένα μόνο αξιακό σε αναφορά με κάποιο ιδεολογικό δόγμα, η περιγραφή και ερμηνεία ενός πολυσύνθετου και πολυεπίπεδου κόσμου είναι προγραμματικά ελλειμματική, στρεβλή, λανθασμένη και, ως προς την ιδεολογικά προκρινόμενη τάξη πραγμάτων, στερούμενη Θεωρία του Πολέμουοντολογικών θεμελίων. Τέτοιες αναλύσεις αν και συνήθεις, «διαφθείρουν» στοχαστικά την πολιτική σκέψη με θέσεις που εκφράζουν ιδιοτελή συμφέροντα ελάχιστου ή μηδενικού αντικειμενικού επιστημονικού κύρους. Σε κάθε περίπτωση, η προγραμματική κοσμοπλαστική ιδεολογική προαίρεση είναι ένα εξαιρετικά σύνηθες φαινόμενο στην διαδρομή του πολιτικού στοχασμού των Νέων Χρόνων και της σύγχρονης εποχής, αναιρεί κάθε αξίωση περιγραφικής και ερμηνευτικής αντικειμενικότητας, καθηλώνει τον αναγνώστη ή τον φοιτητή σε γνώμες και τον στερεί τους αναγνώστες και τους φοιτητές σωστής περιγραφής και ερμηνείας που καλλιεργεί την γνώση. Σύνηθες είναι να προδικάζεται ιδεολογικά η μελλοντική πορεία των ανθρώπων και του κόσμου σύμφωνα με την γνώμη ενός ατόμου ή των συμφερόντων μιας ομάδας ή ενός ηγεμονικού κράτους,  αλλά ελάχιστη αξία μπορεί να έχει με την αντικειμενική ανάλυση και εκτίμηση ενός κόσμου που αποτελείται από εκατοντάδες ιστορικά αξιακά συστήματα κοινωνικοντολογικά θεμελιωμένα[14].

Συναφώς, εάν δεχθούμε ως εξ αντικειμένου ορθή και λογική την θέση του Παναγιώτη Κονδύλη πως ότι και να πει ένας πολιτικός επιστήμονας που ερευνά και γράφει για τα τρία επίπεδα ανάλυσης –του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος– η ουσία έγκειται σε έγκυρες αναλύσεις και εκτιμήσεις για το planeticpoliticsvq4«τι συγκροτεί και συγκρατεί το κράτος και τον κόσμο», σε καθαρά αντικειμενική βάση, η εκτίμηση των προδιαγραφών των διεθνών σπουδών συναρτάται με τον βαθμό αφενός συνάφειας και αφετέρου πραγματολογικής αντιστοιχίας με τις οντολογικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις μιας περιοχής ή και του πλανήτη ολόκληρου. Για να το θέσουμε απλά: Αναλύουμε τον αληθινό κόσμο ή κάνουμε ασκήσεις φαντασίας περί ενός φανταστικού κόσμου;  Είναι η γνώση συναφής με τον αληθινό κόσμο ή άσκηση φαντασίας στην βάση γνωμών και (ιδεολογικών) δογμάτων;

Αναμφίβολα, ο διεθνολόγος δεν είναι μελλοντολόγος: Μπορεί μόνο να περιγράψει το διαμορφωτικό παρελθόν, να αντλείσει εμπειρίες και διδάγματα για πιθανές νομοτέλειες, να περιγράψει και ερμηνεύσει το κοινωνικοοντολογικά θεμελιωμένο παρόν και, σε τελική ανάλυση, ενδεχομένως, να καταγράψει την φορά κίνησης των τάσεων στο κοντινό μέλλον. Σε κάθε περίπτωση οι κοσμπλαστικές υποθέσεις ή προβλέψεις για μακροχρόνιες οντολογικές διαμορφώσεις είναι επισφαλείς και αβέβαιες. Η ιεραποστολική ιδεολογική πρόκριση των κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων είναι ασύμβατη με τις οντολογικές διαμορφώσεις που καταμαρτυρούμενα ιστορικά εξελίσσονται ερήμην των φιλοσόφων και των ιδεολογικών δογμάτων. Για να το πούμε διαφορετικά, ένας επιστημονικά εμφορούμενος διεθνολόγος δεν μπορεί να είναι κοσμοπλάστης, ιεραπόστολος και μελλοντολόγος. Η πραγματολογική θεμελίωση είναι η πεμπτουσία και το μέτρο στάθμισης των επιστημονικά προσανατολισμένων διεθνών σπουδών αλλά και του πολιτικού στοχασμού ευρύτερα. Στον πυρήνα των μη ιδεολογικά και επιστημονικά δομημένων διεθνών σπουδών βρίσκονται οι  πραγματολογικά επικυρωμένες θεωρήσεις που αφορούν τους δρώντες του διεθνούς συστήματος με κύριο άξονα τα εθνοκράτη και τους διεθνείς θεσμούς τους, καθώς επίσης και το πλήθος παρεμβαλλόμενων και εξαρτημένων μεταβλητών. Όσο πιο βάσιμα ολιστική είναι η ανάλυση τόσο το καλύτερο.

10.ADAM-WATSONΔεδομένου ότι για κάθε κοινωνία, είτε αυτή είναι εθνική είτε μια υποθετική παγκόσμια κοινωνία, το πολιτικό σύστημα διακυβέρνησής και το ανθρωπολογικό περιβάλλον συνδέονται άμεσα και ζωτικά, οι διεθνείς σπουδές αξία έχουν μόνο εάν περιγράφουν και ερμηνεύουν το υπαρκτό και ιστορικά διαμορφωμένο διεθνές σύστημα διαφορετικών και κοινωνικοπολιτικά ανεξαρτήτων και ανθρωπολογικά διακριτών συλλογικών οντοτήτων. Αντίστροφα, εάν υποστηρίζεται πως η διακυβέρνηση του πλανήτη μπορεί να στηριχθεί στο δεδομένο ύπαρξης μιας κοσμοθεωρητικά, ηθικά, πολιτικά κα κανονιστικά σταθεροποιημένης πολιτικά άξιας λόγου παγκόσμιας κοινωνίας, προεξάρχει και προηγείται η πραγματολογική τεκμηρίωση μιας τέτοιας ρηξικέλευθης θέσης. Θέσης της οποίας η τεκμηρίωση, τονίζεται, οφείλει να συμπεριλάβει θεμελίωση που να εξηγεί γιατί θεωρεί επιδερμικά και εφήμερα τα γεγονότα των τελευταίων αιώνων που οδήγησαν στην ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών και αντίστοιχα του ΟΗΕ το 1945. Επίσης, να συμπεριλάβει θεμελίωση για τους λόγους που οι κοινωνίες αντιστεκόμενες στην παγκόσμια εξομοίωση και εξίσωσή τους εμμένουν στην αξίωση αυτοδιάθεσης και εθνικής ανεξαρτησίας στην βάση της ιστορικής ανθρωπολογικής διαμόρφωσής τους και των Υψηλών Αρχών του διεθνούς δικαίου που προαναφέραμε. Μια επιστημονικά βάσιμη θεώρηση, επίσης, θα πρέπει να εξηγήσει το συμπαρομαρτούν με όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια και παράγοντες διεθνές κανονιστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων όλων των διεθνών θεσμών οι οποίοι έχουν ως ηθικά και νομικά απαράβατο άξονα την κρατική κυριαρχία-εθνική ανεξαρτησία. Τώρα, κανείς σκεπτόμενος λογικά και ορθολογιστικά, αναρωτάτε –και θα πρέπει να απαντήσει– για το τι πρέπει να μπαίνει στην πλάστιγγα των διεθνών σπουδών, όπου στην μια πλευρά ο ένας δίσκος είναι κοσμοπλαστικός, ιεραποστολικός και μελλοντολογικός και στην άλλη πλευρά ο δίσκος συνδέεται με οντολογικά θεμελιωμένες παρατηρήσεις. Λογικά, η απάντηση είναι για πολλούς αυτονόητη.

robert3bgΣτον ένα δίσκο είναι οι κοινωνικοοντολογικά συναφείς και περιγραφικά και ερμηνευτικά εύρωστες θεωρίες. Στον άλλο δίσκο είναι θεωρήματα, ιδεολογήματα και κάθε άλλου είδους γνώμες, αυταπάτες, ευσεβείς πόθοι, προπαγάνδες ηγεμονικών κρατών, ιδεολογικοπολιτικές εκλογικεύσεις ποικίλων ομάδων και αυτοπροσδιορισμένα «ρεύματα σκέψης» ποικίλων ομάδων που παρεισφρέουν και κυριαρχούν σε ποικίλα πανεπιστημιακά τμήματα, κυρίως των δυτικών πανεπιστημίων. Η θέση που εδώ υιοθετούμε, είναι πως αποστολή ενός ακαδημαϊκού σε οποιαδήποτε χώρα ή πανεπιστήμιο και αν βρίσκεται δεν είναι να αναμασά και μάλιστα μεταπρατικά σπουδαιοφανείς και φλύαρες γνώμες εφήμερης ή συγκυριακά χρηστικής αξίας για τα συμφέροντα του ενός ή άλλου επίδοξου ηγεμόνα.

Αποστολή του είναι, και έτσι βελτιστοποιούνται οι σπάνιοι κοινωνικοί πόροι, να αξιολογεί τις θεωρίες με χειραφετημένες και πραγματολογικά θεμελιωμένες θεωρίες, να ιεραρχεί τις θεωρίες ανάλογα με την περιγραφική και ερμηνευτική τους αξία και να τονίζει αυτές που καλλιεργούν γνώση και όχι γνώμες. Κανείς πρωτίστως απαιτείται να περιγράψει και να ερμηνεύσει σωστά τον τρόπο που συγκροτούνται και συγκρατούνται τα κράτη και ο κόσμος και στην συνέχεια ας τους αποδώσει όποιο όνομα ταιριάζει σε αυτή την περιγραφή. Η θεωρητική ονοματολογία καμιά αξία δεν έχει. Αξία έχει η σωστή σύνδεση αιτίων και αιτιατών και η πραγματολογικά επαληθευμένη ερμηνεία του υπαρκτού κόσμου, της φυσιογνωμίας του, των λειτουργιών του και των διλημμάτων και προβλημάτων που προκύπτουν λόγω αιτιών πολέμου.

Ακαδημαϊκή ανεξαρτησία και οι ιδιαιτερότητες των διεθνών σπουδών.

Kondylis_ParakmiΣτην αρχή του παρόντος δοκιμίου αναφέρθηκε ότι θα γίνουν διακρίσεις μεταξύ επιστημονικής μελέτης των διεθνών σπουδών και προπαγάνδας, καθώς επίσης και αναφορές σε συναφείς λόγους για τους οποίους επιστημολογικά και στοχαστικά οι διεθνείς σπουδές αποτελούν ένα πολύ ολισθηρό επιστημονικό πεδίο. Η ανάλυση που προηγήθηκε ευθέως ή εμμέσως διέκρινε μεταξύ γνώσης και γνώμης, διεθνολόγου και μελλοντολόγου ή ιεραπόστολου και επιστήμονα[15]. Η επιστημονικά μεταμφιεσμένη «γνώμη» δεν εμπίπτει στην σφαίρα της επιστήμης. Είτε εκφράζει τον φορέα που την διατυπώνει είτε εκπροσωπεί ομάδες και συμφέροντα στον διεθνή και διεθνικό χώρο, εκ προοιμίου στερείται αντικειμενικού κύρους. Οι ιδιομορφίες του γνωστικού πεδίου των διεθνών σπουδών που περιγράψαμε συντομογραφικά, πολύ περισσότερο σε σύγκριση με άλλα επιστημονικούς τομείς, καλούν για προσκόλληση στο επιστημονικό κεκτημένο του κλάδου, παράκαμψη των ιδεολογικών σειρήνων και ακόμη μεγαλύτερη συμμόρφωση σε πάγιους ακαδημαϊκούς και δεοντολογικούς κώδικες. Σε αντίθετη περίπτωση παραμονεύει ο κίνδυνος της επιστημονικά μεταμφιεσμένης διολίσθησης στο τέλμα της προπαγάνδας ή της άχρηστης στοχαστικής ασυναρτησίας. Θα ολοκληρώσουμε λοιπόν συνοψίζοντας μερικές κεντρικές πτυχές που αφορούν την αυτοσυγκρότηση, αυτορρύθμιση, δεοντολογική θεμελίωση και αυτοδιοίκηση των ακαδημαϊκών στο εσωτερικό του επιστημονικού και πανεπιστημιακού ασύλου[16]. Αν και θα γίνουν εξειδικεύσεις που αφορούν τις διεθνείς σπουδές, οι περισσότερες εξ αντικειμένου αφορούν το σύνολο της ακαδημαϊκής ζωής.

Μια αναγκαία και μη εξαιρετέα διάκριση είναι μεταξύ ιδεολογικά, κυβερνητικά ή συμμαχικά στρατευμένης ανάλυσης της διεθνούς πολιτικής στο πλαίσιο συγκρότησης politiko_anthrwpos«προτάσεων πολιτικής» που εξυπηρετούν την χάραξη και εκπλήρωση της στρατηγικής ενός κράτους ή μιας συμμαχίας (ανάλυση στην οποία στις μέρες μας εμπλέκονται έντονα εξωπολιτικοί διεθνικοί δρώντες που διαφεύγουν των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων οποιουδήποτε κράτους ή διεθνούς οργανισμού) και ανάλυσης των διεθνών σχέσεων που αποσκοπεί στην όσο το δυνατό πιο αντικειμενική περιγραφή και ερμηνεία των διεθνών φαινομένων στα τρία επίπεδα ανάλυσης, δηλαδή του ανθρώπου, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Όπως θα πρέπει να έχει γίνει αντιληπτό, υποστηρίζεται πως η πρώτη κατηγορία δεν αποτελεί επιστημονική ενασχόληση και η επιστημονική μεταμφίεσή της είναι στοχαστικά καταχρηστική και σχεδόν πάντοτε ροκανισμένη ιδιοτελώς. Εμπίπτει ξεκάθαρα στην σφαίρα της μη ακαδημαϊκού χαρακτήρα στρατευμένης άσκησης πολιτικής που εκπληρώνει συγκεκριμένους εφήμερους πολιτικούς σκοπούς σύμφωνα με τα συμφέροντα των φορέων που εκμισθώνουν μια πρόταση πολιτικής. Λογικότατο, ορθολογιστικότατο και φυσιολογικό είναι να αποτελεί έργο των κρατικών λειτουργών μιας χώρας, αποστολή των οποίων είναι η εκλογικευμένη εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Όμως είναι ένα πράγμα η επιστημονική μεταμφίεση εκατέρωθεν θέσεων της ενδοκρατικής και διακρατικής διαπάλης και άλλο η αναζήτηση της αλήθειας για τα ισχύοντα της διεθνούς πολιτικής.

Αποστολή των διεθνών σπουδών δεν μπορεί παρά να είναι η παραγωγή γνώσης αντικειμενικού κύρους και οικουμενικής εφαρμογής που ρέει στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις ενισχύοντας τον ορθολογισμό των πολιτικών αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα (του ανθρώπου  πολίτη, του κράτους και του διεθνούς συστήματος). Η επιστημονική μεταμφίεση τους ενός ή άλλου εφήμερου ιδιοτελούς συμφέροντος αποκλείεται, τονίζεται για ακόμη μια φορά, να είναι αντικειμενική. Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ πιο οξύ εάν ένας αναλυτής όχι μόνο μεταμφιέζει τις γνώμες του επιστημονικά αλλά επιπλέον αυτές συνειδητά ή ανεπίγνωστα είναι επιστρατευμένες στην υπονόμευση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας στην οποία ανήκει. Αυτή εκτιμώ είναι μια αντικειμενική παρατήρηση που ισχύει για όλες τις κοινωνίες, όλων των KontogKosmBεποχών και όλων των κρατών.

Η ακαδημαϊκή και επιστημονική ανάλυση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη των επιστημονικά μεταμφιεσμένων και ιδεολογικά κατασκευασμένων πολιτικών εκλογικεύσεων. Η αμιγής ακαδημαϊκή και επιστημονική ανάλυση μόνο σκοπό μπορεί να έχει την παραγωγή αντικειμενικής και τεκμηριωμένης γνώσης, προϋπόθεση της οποίας είναι η προσκόλληση σε πάγιους δεοντολογικούς κώδικες επιστημονικής αντικειμενικότητας.

Στον βαθμό που επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις –και συμβατικά μιλώντας μια ανάλυση φορέα ακαδημαϊκού τίτλου για τα μέλη της κοινωνίας σημαίνει αντικειμενικό κύρος, αξιοπιστία και εγκυρότητα– οι αναλύσεις και οι εκτιμήσεις για την διεθνή πολιτική ενέχουν βαθύτατες διανεμητικές προεκτάσεις για την θέση, τον ρόλο και τα συμφέροντα των κρατών. Αφορούν, επιπλέον, ένα πολύ συχνό φαινόμενο της ιστορίας, δηλαδή τον πόλεμο. Καλλιεργώντας μια τέτοια γνώση είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται τόσο η επιστημονική ελευθερία των στοχαστών όσο και οι αναγκαίοι και μη εξαιρετέοι επαρκείς επιστημονικοί, επιστημολογικοί και δεοντολογικοί έλεγχοι μεταξύ των επιστημόνων που απολαμβάνουν το προνόμιο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας. Επαρκείς, σε βαθμό που διασφαλίζουν πως η αυτοσυγκρότηση και αυτορρύθμιση των ακαδημαϊκών διεθνολόγων δεν οδηγεί σε συνειδητή ή ασυνείδητη και εξεζητημένη επιστημονική μεταμφίεση γνωμών και προπαγάνδας. Απαιτείται επίσης άγρυπνη μέριμνα για την διαφύλαξη της νομιμότητας των διαδικασιών εκλογής μελών ΔΕΠ ούτως ώστε να mhdenismosδιαφυλαχθεί υψηλών βαθμίδων επιστημονική αρμοδιότητα των μελλοντικών εισηγητών και εκλεκτόρων. Σε αντίθετη περίπτωση η επιστημονική αρμοδιότητα ροκανίζεται και η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία εκτροχιάζεται χωρίς πλέον δυνατότητα εξόδου από παρασιτικές και συνειδητές ή ασυνείδητες διολισθήσεις στο επιστημονικό τέλμα και στον παρασιτισμό. Η επιστημονική ανεξαρτησία, εν τέλει, είναι ένα μεγάλο προνόμιο βαθύτατων προεκτάσεων που προσφέρεται σε μια ομάδα πολιτών που οχυρώνονται στο εσωτερικό του Ακαδημαϊκού χώρου, όπου και απολαμβάνουν μεγάλων προνομίων ελεύθερης και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτης άσκησης των καθηκόντων τους. Ανάλογο και αντίστοιχο προνόμιο δεν προσφέρεται σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ομάδα. Υπό το πρίσμα αυτού του γεγονότος μια σειρά κριτήρια και παράγοντες που αφορούν την επιστημονική και ειδικότερα την ακαδημαϊκή ζωή στο πεδίο των διεθνών σπουδών αξίζει να αναφερθούν συντομογραφικά:

Πρώτον, η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να ερμηνεύεται κατά βούληση, αυθαίρετα, καταχρηστικά και κατά τρόπο που προκαλεί διολίσθηση των επιστημονικών προδιαγραφών και στον ακαδημαϊκό παρασιτισμό. Δεύτερον και συναφές, επειδή η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία στην Ελλάδα είναι μια κατάκτηση η οποία, συγκριτικά με άλλα κράτη αναμφίβολα υπερέχει, ifestos4bgεπιτάσσεται η διασφάλιση των κεκτημένων με καθημερινή επιστημονική αυτοσυγκρότηση, ακαδημαϊκή αυτορρύθμιση και χρηστή αυτοδιοίκηση ανώτατων ιδρυμάτων. Η λειτουργία του ακαδημαϊκού ασύλου σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος και των νόμων, εν ολίγους, αποτελεί ύψιστης βαθμίδας δημόσιο συμφέρον. Τρίτον, όσον αφορά τις διεθνείς σπουδές πιο συγκεκριμένα, το αδιαμφισβήτητο ροκάνισμα των διεθνών σπουδών λόγω εμπλοκής τους με την ηγεμονική διαπάλη κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, δημιούργησε μια κατάσταση που για ένα ακόμη λόγο απαιτείται εγρήγορση όσον αφορά την επιστημονική ηθική και τους δεοντολογικούς κώδικες στο εσωτερικό των πανεπιστημίων. Οι ενδοακαδημαϊκοί έλεγχοι στο πεδίο των διεθνών σπουδών για την διασφάλιση προσκόλλησης σε πάγιους επιστημονικούς και δεοντολογικούς κώδικες όχι μόνο δεν σημαίνει περιορισμό της ελευθερίας της σκέψης αλλά σημαίνει το αντίθετο: Η επιστημονική ελευθερία απαιτεί αυξημένους επιστημονικούς και δεοντολογικούς ελέγχους με σκοπό να παράγεται η γνώση και όχι οι γνώμες. Μπορεί να υποστηριχθεί αβίαστα ότι, πολύ περισσότερο απ’ ότι σε οποιοδήποτε άλλο γνωστικό πεδίο, το ροκάνισμα των διεθνών σπουδών σε όλα τα κράτη, συνδυασμένο με την αναγκαία και μη εξαιρετέα ακαδημαϊκή ανεξαρτησία δύναται να καταστήσει ένα τμήμα μια αυτονομημένη εστία «πνευματικής μόλυνσης» και πολιτικού ανορθολογισμού που θα ρέει στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις. Τίποτα άλλο δεν προστατεύει από μια τέτοια καταστροφή, παρά μόνο οι υψηλές επιστημονικές προδιαγραφές στις ακαδημαϊκές κρίσεις για διορισμούς και εξελίξεις, καθώς επίσης όπως τονίστηκε οι προαναφερθέντες πυκνοί και εντατικοί επιστημονικοί και δεοντολογικοί έλεγχοι μεταξύ των ακαδημαϊκών. Τέταρτον, συχνά εισέρχονται στον ελληνικό πανεπιστημιακό χώρο μέλη ΔΕΠ –και μάλιστα σε ανώτερες βαθμίδες– 39-ifestos-diplomatiaπροερχόμενα από την πολιτική ζωή και από ιδρύματα του εξωτερικού. Ενδέχεται να μην έχουν την παραμικρή ιδέα για το ελληνικό ακαδημαϊκό σύστημα και τις επιταγές αυτοδιοίκησης, αυτοσυγκρότησης, αυτορρύθμισης της ελληνικής ακαδημαϊκής ζωής. Αυτό γιατί σε κράτη της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ το πανεπιστήμιο είναι είτε ιδιωτικό είτε ενταγμένο σε μια πιο οργανωμένη (και ενίοτε όχι πάντοτε ακαδημαϊκά ελεύθερη) θεσμική οργάνωση. Άλλη είναι επίσης η κουλτούρα των κρίσεων, των δημοσιεύσεων, της μονιμότητας και των παύσεων. Πέμπτον, η ένταση και πυκνότητα των διεθνικών διαδράσεων σε συνάρτηση με τις νέες τεχνολογίες είναι δίκοπο μαχαίρι. Θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανάδειξη του οικουμενικού χαρακτήρα του ακαδημαϊκού λειτουργήματος ή αντίστροφα διαφθορά του και αχρήστευσή του από «υπηρεσίες» διαφόρων κρατών, εθνικές ιδιοτέλειες και διεθνικά συμφέροντα. Υπό συνθήκες πλέον πλανητικοποίησης η ανάγκη ανάδειξης των δεοντολογικών κωδίκων και των πάγιων ηθικών κριτηρίων της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας είναι κάτι περισσότερο από προϋπόθεση του προνομίου της πανεπιστημιακής ανεξαρτησίας ή ακόμη και της ίδιας της ύπαρξης της ακαδημαϊκής ζωής.

Θα  μπορούσαν, τέλος, να καταγραφούν μερικές αρχές και κάποια κριτήρια τα οποία δεν είναι πάντοτε αυτονόητα για όλους και που αφορούν τις προϋποθέσεις επιστημονικής προόδου σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η ακαδημαϊκή ζωή προικίζεται με ηυξημένα προνόμια ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας. Κατ’ αρχάς, η ακαδημαϊκή ανεξαρτησία δεν είναι αυτοσκοπός. Εξυπηρετεί τόσο την ανεξάρτητη πολιτική σκέψη όσο και την επιστημονική πρόοδο. Δηλαδή, δύο σκοπούς άρρηκτα συνδεδεμένους. Η συνεπαγόμενη ακαδημαϊκή ελευθερία, επιπλέον, είναι άρρηκτα fuller +συνδεδεμένη με την ηθική υποχρέωση αξιολογικής ελευθερίας, δηλαδή, την απαλλαγή από κάθε ιδεολογική, εθνική, συμμαχική, προσωπική, χρηματική ή οποιασδήποτε άλλη εισροή που ροκανίζει και ίσως διαφθείρει στοχαστικά την απροκατάληπτη επιστημονική σκέψη. Αυτό προνοεί το Σύνταγμα και το πνεύμα και το γράμμα του νόμου όταν ορίζουν την αναγκαία και μη εξαιρετέα ελευθερία όλων των επιστημονικών κρίσεων και εκτιμήσεων. Λογικά σκεπτόμενοι αυτό προσδοκούν και απαιτούν οι πολίτες όταν δεσμεύουν γιγαντιαίους σπάνιους πόρους στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Κύρια αποστολή των πανεπιστημίων δεν μπορεί παρά να είναι η υψηλότερη δυνατή μόρφωση των φοιτητών, η καλύτερη δυνατή επαγγελματική τους κατάρτιση και η υψηλότερη δυνατή διαπαιδαγώγησή στον στίβο των επιστημονικών και δεοντολογικών κωδίκων. Για να διασφαλιστούν αυτές οι προϋποθέσεις τα πανεπιστήμια καθίστανται οχυρά ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας και η έκφραση επιστημονικής κρίσης τίθεται στο απυρόβλητο των κοινωνικών, πολιτικών και διοικητικών ελέγχων. Αυτό όπως προαναφέρθηκε σημαίνει ότι άγρυπνη μέριμνα εκπλήρωσης των σκοπών αδέσμευτης αυτοσυγκρότησης και αυτοθέσμισης της ακαδημαϊκής ζωής, καθότι σε αντίθετη περίπτωση θρέφεται ο κοινωνικός παρασιτισμός.

Για να τονιστεί η σημασία των πιο πάνω, υπενθυμίζω μερικά προνόμια που διαθέτουν οι πανεπιστημιακοί υπό το πρίσμα της επιστημονικής ελευθερίας και των προνομίων ακαδημαϊκής αυτοσυγκρότησης, αυτορρύθμισης, αυτοελέγχων και αυτοδιοίκησης: i) Ανεξάρτητη εκλογή των μελών της διοίκησης που είναι ακαδημαϊκοί, ii) ανεξάρτητη οριοθέτηση της επιστημονικής δομής και φυσιογνωμίας ενός ακαδημαϊκού τμήματος, iii) ανεξάρτητο προσδιορισμό των γνωστικών πεδίων που θα καλλιεργεί ένα τμήμα και ορισμό των ΦΕΚ διορισμών μελών 7.fuller-alexΔΕΠ που θα τα καλλιεργούν επιστημονικά (τα γνωστά «ΦΕΚ» των μελών ΔΕΠ που προσδιορίζουν και τις εισηγητικές επιτροπές και τα εκλεκτορικά σώματα στην πορεία στελεχιακής ανάπτυξης ή αναπλήρωσης), iv) ανεξάρτητη και αδέσμευτη εκτίμηση για τις ποιοτικές βαθμίδες πρώτων διορισμών ή εξέλιξης των μελών των ΔΕΠ, v) ανεξάρτητες και αδέσμευτες αιτιολογήσεις των μελών των εκλεκτορικών σωμάτων και των μελών των εισηγητικών επιτροπών (με μόνη δέσμευση τα ΦΕΚ των εξωτερικών εκλεκτόρων και των εισηγητών, ζήτημα που θα δούμε πιο κάτω το κατά πόσο είναι επιδεκτικά επιστημονικής διαφθοράς βαθύτατων προεκτάσεων), vi) ανεξάρτητη και αδέσμευτη κρίση για τον προσδιορισμό των προγραμμάτων σπουδών και του περιεχομένου ενός εκάστου γνωστικού πεδίου που καλύπτει ένα μάθημα, vii) ανεξάρτητες αποφάσεις για τα ερευνητικά πεδία, viii) αδέσμευτη συγγραφή επιστημονικών κειμένων (και στην Ελλάδα αδέσμευτες προτάσεις για «συγγράμματα» που τίθενται βέβαια υπό την αίρεση αποφάσεων των συλλογικών οργάνων), ix) ανεξάρτητη επιστημονική κρίση επί οποιουδήποτε ζητήματος ανακύψει όπως για παράδειγμα η αναδιάταξη ή μεταρρύθμιση των προγραμμάτων σπουδών, x) διασφάλιση σχεδόν απέραντου χρόνου μελέτης, συγγραφής κειμένων και συμμετοχής σε συνέδρια και επιστημονικές συζητήσεις (βασικά, όλος ο χρόνος που παραμένει μετά την διδασκαλία ολίγων ωρών, την περιοδική συμμετοχή στα όργανα και την εξέταση των φοιτητών), xi) ανεξάρτητη και αδέσμευτη διδασκαλία και xii) ανεξάρτητη και αδέσμευτη έκφραση επιστημονικής κρίσης σε όλες ανεξαιρέτως τις συγγραφικές και διδακτικές εκφάνσεις ενός ακαδημαϊκού.

Η λογική συνέπεια τέτοιων προνομίων σημαίνει ότι απαιτείται να εκπληρώνονται τα εξής: i) Αντικειμενικότητα των πιο υψηλών βαθμίδων. Διασφαλίζεται, όμως, μόνο με 45-ifestos-theoria-diethnousπραγματική και όχι υποκριτική αξιολογική ελευθερία που θεμελιώνεται με ισχυρή επιχειρηματολογία και όχι με αυθαίρετες εκτιμήσεις που αν συγκροτούνται συλλογικά και ομοϊδεατικά δημιουργούν ανεξέλεγκτες ακαδημαϊκές συσπειρώσεις άπιαστες από κοινωνικούς, πολιτικούς, διοικητικούς και ποινικούς ελέγχους. ii) Απαλλαγή από ιδεολογικά, κομματικά ή άλλα ροκανίσματα που εισρέουν άπιαστα ιδιαίτερα αν προέρχονται μεταμφιεσμένα από τον διεθνή και διεθνικό κόσμο. Μια τέτοια απαλλαγή είναι προϋπόθεση αντικειμενικού κύρους των επιστημονικών θέσεων, στάσεων και συμπεριφορών. iii) Ασκητική επιστημονική ζωή στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό και στην μεγαλύτερη δυνατή έκταση. Βασικά, όριο είναι ο ουρανός και μια ζωή δεν αρκεί για να εκπληρωθούν οι επιστημονικοί σκοποί ενός ακαδημαϊκού λειτουργού. Γι’ αυτό η μάθηση είναι μια πορεία προς την Ιθάκη της γνώσης όπου ο ακαδημαϊκός γηράσκει αεί διδασκόμενος. Υπηρετώντας δύο και τρεις ιδιωτικές ή κομματικοπολιτικές Εκκλησίες ή διεθνικούς χρηματοδότες ο σκοπός αυτός είναι εκ προοιμίου ανεκπλήρωτος. iv) Θέσεις και αποφάσεις στα ακαδημαϊκά όργανα επιχειρηματολογικά αντικειμενικά θεμελιωμένες.

Τελειώνοντας, λοιπόν, αφού εκφράσω την βαθιά μου εκτίμηση για τον Σωτήρη Καρβούνη στον οποίο αφιερώνεται ο τόμος, εκφράζω και τις βαθιές μου ευχαριστίες γιατί ως πρόεδρος της προσωρινής διοικούσας επιτροπής του Τμήματος ΔΕΣ Πειραιώς πριν καταστεί αυτόνομο έδειξε απέραντη εμπιστοσύνη στις ακαδημαϊκές και επιστημονικές επιλογές των διεθνολόγων. Αυτό βέβαια, δημιουργεί μεγάλη ευθύνη και υποχρεώσεις για διαρκή επιστημονική πρόοδο τις οποίες τα μέλη του Τμήματος ευελπιστώ και προσδοκώ ότι θα εκπληρώσουν.

Πίνακες

Καθεστώς διεθνών σχέσεων

 0 Εκκρεμές Watson power point

4κεφ5 2 22IR STRUCTURE (2)

Waltz 10 positions 001

Διαδρομή Κοσμοθεωρία Εθνών Ιούνιος 12 (1)

0 bibliaifestos

Υποσημειώσεις

[1] Οι θέσεις που διατυπώνω εδώ γίνεται προσπάθεια να οριοθετηθούν αυστηρά από λογικούς συλλογισμούς, ορθολογιστικές σκέψεις και αντικειμενικές ιστορικές αναφορές για την διαδρομή του κράτους, του κόσμου και των θεωρήσεων που τον ερμήνευσαν, ιδιαίτερα τους τελευταίους αιώνες. Υπό αυτό το πρίσμα, κρίνονται αναγκαίες τρεις επισημάνσεις. Πρώτον, η θεωρία διεθνών σχέσεων που στέκεται στην περιγραφή και ερμηνεία δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς στο πεδίο του φιλοσοφικού στοχασμού περί τα διεθνή. Αντίστροφα, τους δύο τελευταίους αιώνες εισέρευσαν ποταμοί ιδεολογικής σκέψης που με τον ένα ή άλλο τρόπο πρόκριναν προγραμματικά την μια ή άλλη βαθμίδα παγκόσμιας ανθρωπολογικής εξομοίωσης, παγκόσμιας πολιτικής εξίσωσης και παγκόσμιας διακυβέρνησης σύμφωνα με το εκάστοτε ηγεμονικό, φιλελεύθερο, αστικοφιλελεύθερο, κομμουνιστικό, ναζιστικό ή άλλων αποχρώσεων ιδεολογικό δόγμα. Δεύτερον, στην διαδρομή της Ευρώπης και του κόσμου μετά τον 16ο αιώνα (ηγεμονίες, αστικά κράτη, Γαλλική Επανάσταση και αξιώσεις λαϊκής κυριαρχίας, αστικοφιλελεύθερα κράτη, φασιστικά καθεστώτα, κομμουνιστικά καθεστώτα) στο πεδίο του πολιτικού στοχασμού για τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα κυριαρχούσε η πολιτική στράτευση στα συμφέροντα των κατά περίπτωση φορέων ισχύος και η έρευνα, η μέθοδος, η ανάλυση και τα πορίσματα προσαρμόζονταν ανάλογα. Αν και πολλοί υπηρετούντες το πεδίο αυτό είτε δεν το ξέρουν γνωστικά είτε αισθάνονται πως δεν τους συμφέρει να λέγεται, η ιστορική πραγματικότητα είναι πως η ιδεολογικοπολιτική στράτευση ήταν ο κανόνας και η επιστημονική αντικειμενικότητα η εξαίρεση. Για την κατανόηση αυτού του πολύ σημαντικού προβλήματος που καθίσταται ολοένα και πλέον οξύ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κανείς αρκεί να διαβάσει τα πρώτα κεφάλαια στην μοναδική πραγματεία του Π. Κονδύλη, Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός (Εκδ. Θεμέλιο, 1987) Τόμος Β. Τρίτον, το σύγχρονο διακρατικό σύστημα και οι διεθνείς του θεσμοί έχει ως αφετηρία την Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 μ.Χ.. Λογικά, οι διεθνείς σπουδές είναι η αιχμή του πολιτικού στοχασμού και πολλοί πλέον ομιλούν περί της ανάγκης ανάπτυξης της «πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων». Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Martin Wight, προέκταση της πολιτικής σκέψης περί τα διεθνή με τρόπο παρόμοιο με αυτό της κλασικής πολιτικής θεωρίας. Δηλαδή, συνδυαστικά και ολιστικά, να διατυπώσει θεωρίες για τις σχέσεις των κρατών και των κοινωνιών τους, τον ρόλο της ισχύος, την εξουσία στις διεθνείς σχέσεις, τις πηγές και τα όρια της ισχύος, τις πηγές του δικαίου και των υποχρεώσεων, καθώς και την φύση της ελευθερίας (εθνικής ανεξαρτησίας;) και των δικαιωμάτων των κρατών και των πολιτών τους. Βλ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998) σ. 1. Σημειώνεται ότι το 2008 στο Τμήμα ΔΕΣ Πειραιώς, πρωτοποριακά, προκηρύχθηκε και συμπληρώθηκε έδρα «πολιτικής φιλοσοφίας και πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων». Στο σημείο αυτό οφείλω να εκφράσω την εκτίμηση ότι, παρά την κυριαρχία των αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων στον ιδεολογικοπολιτικό κυρίως στίβο, στην Γαλλία στοχαστικές προσωπικότητες όπως ο Raymond Aron, στην Γερμανία όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης (τα πλείστα έργα του μεταφράστηκαν και στα ελληνικά) και στην Ελλάδα όπως οι Γιώργος. Κοντογιώργης, Θόδωρος Ζιάκας και μερικοί ακόμη,  ανάπτυξαν θεωρήσεις στην αιχμή των συζητήσεων και στο πιο υψηλό επιστημονικό επίπεδο. Με όρους διεθνούς βιβλιογραφίας, η περιγραφική και ερμηνευτική παρακαταθήκη του Παναγιώτη Κονδύλη αποτελεί, αναμφίβολα ίσως το πλέον σημαντικό επιστημονικό επίτευγμα. Πάνω σε αυτό μπορεί κανείς να οικοδομήσει μια ολιστική θεωρία για τα τρία επίπεδα ανάλυσης. Ο Κονδύλης είχε αρχίσει να κινείται εντατικά και στα τρία επίπεδα ανάλυσης την τελευταία δεκαετία πριν την πρόωρη αποδήμησή του. Εν τούτοις, κάθε δική μου εκτίμηση για την δυτική βιβλιογραφία, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησής μου για το γεγονός ότι ο Παναγιώτης Κονδύλης ήταν ο οξυδερκέστερος και πλέον αντικειμενικός σύγχρονος δυτικός αναλυτής, βρίσκεται υπό την αίρεση της σχεδόν παντελούς άγνοιάς μου όσον αφορά στοχαστές των Ανατολικών κοινωνιών. Για παράδειγμα, πρόσφατη μελέτη του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό Βάθος, η διεθνής θέση της Τουρκίας (Εκδόσεις Ποιότητα, 2010) δείχνει ότι, παρά τις επιστημονικές ή επιστημολογικές επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κάποιος για τα πολλά ιστορικά του άλματα και τον προγραμματικό πολιτικό του σκοπό να καταστήσει την Τουρκία ηγεμονικό κράτος, συνάγω ότι αναλυτές των ανατολικών κοινωνιών ενδέχεται να μπορούν να κινούνται ευέλικτα και στα τρία επίπεδα του γνωστικού πεδίου που στην δυτική βιβλιογραφία επικράτησε να ονομάζεται πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων. Στην επιφύλαξη για την δική μας γνώση των ανατολικών στοχαστών συμπεριλαμβάνονται οι στοχαστικές παραδόσεις των κοινωνιών της Άπω Ανατολής και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Σημειώνουμε ότι, στο ΔΕΣ Πειραιώς, πρωτοπορώντας επιστημονικά προκηρύχθηκαν και συμπληρώθηκαν γνωστικά αντικείμενα που εμπίπτουν στην πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων που βρίσκονται στην αιχμή των πολιτικών στοχασμών για το σύγχρονο διεθνές σύστημα όσο και μαθήματα για την Μικρά Ασία και την Άπω Ανατολή. Ξανά, τονίζεται ότι η αντιληπτικότητα και η συνηγορία του Σωτήρη Καρβούνη στην ανάπτυξη του ΔΕΣ Πειραιώς προς τέτοιους προσανατολισμούς ήταν αποφασιστικής σημασίας.

[2] Ευρέως θεωρείται ότι η επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων την νεότερη εποχή έχει ως αφετηρία την δημοσίευση του εμβληματικού έργου του Edward H. Carr, Η εικοσαετής κρίση, εισαγωγή στην μελέτη των διεθνών σχέσεων (1939-δημοσιεύτηκε μεταφρασμένο το 2000 από τις εκδόσεις Ποιότητα). Στο βιβλίο αυτό, ο E.H.Carr του οποίου η κύρια επιστημονική ενασχόληση ήταν η ιστορική μελέτη, με ρηξικέλευθο και περιεκτικό τρόπο εξέτασε τις πολιτικές όψεις του συγχρόνου διεθνούς συστήματος και ουσιαστικά έθεσε την επιστημονική ατζέντα των κειμένων που ακολούθησαν που συχνά μέχρι και σήμερα υιοθετούν ή αντικρούουν τις θεωρήσεις του Carr. Επισημαίνεται ότι ακολούθησαν εξίσου εμβληματικά έργα όπως αυτά των Hans Morgenthau, Raymond Aron, Kenneth Waltz, Robert Gilpin, Martin Wight, Hedley Bull, et al.  Πριν το 1939 οι μελέτες αφορούσαν πρωτίστως το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων και το διεθνές δίκαιο που προέκυψε μέσα από αυτό. Βλ. M. Wight, Διεθνής Θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης ό.π. κεφ. 3. Ο Wight, στο ίδιο έργο στο κεφάλαιο 1, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η πολιτική σκέψη κατατμήθηκε τον 19ο και 20ο αιώνα. Μια πιο περιεκτική ερμηνεία αυτής της κατάτμησης σε αναρίθμητα μικρότερα γνωστικά αντικείμενα βρίσκεται στο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη, Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού (Εκδόσεις Θεμέλιο 1991). Η πολιτική σκέψη παρακολούθησε, βασικά, την έλευση του μεταμοντερνισμού λόγω μαζικών παραγωγικών δομών και μαζικών καταναλωτικών δομών που «κατακερμάτισε το άτομο» και το συρρίκνωσε επηρεάζοντας κάθε πτυχή της ζωής του ανθρώπου της σύγχρονης εποχής. Βέβαια, δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο υποστηρίζουν την θέση πως απαιτείται να συνδυαστούν οι μελέτες των πολιτικών όψεων του διεθνούς συστήματος με τις ιστορικές σπουδές, την πολιτική φιλοσοφία και κυρίως την οικονομική επιστήμη. Δεν πρέπει να λησμονούμε, εξάλλου, ότι αυτό που επικράτησε να ονομάζεται ως «διεθνής πολιτική οικονομία» και που καλλιέργησαν αναλυτές όπως οι Krasner, Gilpin, Keohane, Nye, Kazestein et al, είναι εδώ και μερικές δεκαετίες ένα από τα  μεγαλύτερα αν όχι το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας διεθνών σχέσεων. Κανείς θα πρέπει να συμπεριλάβει, επίσης, την ανάπτυξη των Στρατηγικών Σπουδών ως της αιχμής της θεωρίας διεθνών σχέσεων που συνοδεύτηκε με επανάκαμψη της γεωπολιτικής ανάλυσης του μεσοπολέμου που ουκ ολίγοι διεθνολόγοι την ενέταξαν στην αιχμή της θεωρίας διεθνών σχέσεων ως σημαντικό μέσο εκτίμησης της κατανομής ισχύος περιφερειακά και παγκόσμια. Παράλληλα, υπήρξε άνθηση της θεωρίας ολοκλήρωσης με άξονα την διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι εδώ αναφερόμαστε σε αμιγώς ακαδημαϊκά και αξιολογικά ελεύθερες επιστημονικές αναλύσεις. Στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης του 20ου αιώνα έγινε πληθώρα αναλύσεων για την πορεία του κόσμου, μερικές εκ των οποίων αναμφίβολα ήταν σημαντικές στο πλαίσιο της κατανόησης της διπολικής ηγεμονομαχίας του 20ου αιώνα υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων. Στο παρόν δοκίμιο, πάντως, αναφερόμαστε στις ακαδημαϊκές σπουδές νοούμενες ως περιγραφή, ερμηνεία και διαβάθμιση των ερμηνειών για τους διαμορφωτικούς παράγοντες, την μορφή, τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος, των πολιτικών του όψεων, των διεθνών θεσμών και κάθε παρεμβαλλόμενη μεταβλητή όπως διεθνικοί δρώντες κάθε είδους. Υπό αυτό το ακαδημαϊκό πρίσμα η εισροή ιδεολογικοπολιτικά στρατευμένων θέσεων θεωρείται ότι αποδυναμώνει ή και εκμηδενίζει την περιγραφική και ερμηνευτική αξία μιας επιστημονικής θεώρησης.

[3] Μεταξύ άλλων, με αυστηρά περιγραφικό και αξιολογικά ουδέτερο τρόπο επισήμανε ότι σ’ ένα διεθνές σύστημα όπου υπάρχουν αίτια πολέμου «δίκαιο έχουν όσοι έχουν ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται». Επίσης, στο ίδιο πλαίσιο ότι, «η ελπίδα, παρηγοριά την ώρα του κινδύνου, όσους την έχουν από περίσσια δύναμη κι αν τους βλάψει δεν τους καταστρέφει  όσοι όμως, στηριγμένοι πάνω της, τα παίζουν όλα για όλα (γιατί απ’ τη φύση της είναι σπάταλη), μονάχα όταν αποτύχουν το γνωρίζουν». Πελοποννησιακός Πόλεμος (Α εδάφια 89,103)

[4] Μια εξαίρετη ανάλυση για το ζήτημα αυτό έχει γίνει από τον Arend Lijphart. Όπως σημειώνει, το Παραδοσιακό Παράδειγμα της κρατικής κυριαρχίας και του φυσικού συνεπακόλουθού της, δηλαδή της διεθνούς αναρχίας, απορρέουν τρεις βασικές θεωρίες: της «παγκόσμιας κυβέρνησης», της «ισορροπίας δυνάμεων» και της «συλλογικής ασφάλειας». Βλ. «The Structure of the Theoretical Revolution in International Relations», International Studies Quarterly, vol. 18, no 1, 1974. Ένας επιστημονικός κλάδος θεμελιώνεται όταν είναι προικισμένος τόσο με ένα πλέγμα θεμελιωδών γενικών νόμων (το επιστημονικό παράδειγμα) όσο και με αξιόπιστα θεωρητικά εποικοδομήματα (τις επιμέρους θεωρίες). Στην διεθνή πολιτική το επιστημονικό Παράδειγμα είναι το θεμελιώδες υπόβαθρο ισχυρών ερμηνευτικών προτάσεων στη βάση των οποίων επιχειρείται να οικοδομηθούν οι θεωρίες διεθνών σχέσεων. Στο ιστορικό-διεθνολογικό έργο Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, υπό το πρίσμα αξιολογικής ελευθερίας όσον αφορά το κλασικό σύστημα των Πόλεων-κρατών, ο Θουκυδίδης περιέγραψε με πληρότητα και οξυδέρκεια το σύνολο σχεδόν των διλημμάτων και των προβλημάτων ενός συστήματος κυριαρχίας-εθνικής ανεξαρτησίας όπου επικρατεί «αναρχία». Ένα σύστημα, δηλαδή, από το οποίο απουσιάζει μια κυβέρνηση των κυβερνήσεων ή μια παγκόσμια κυβέρνηση και στο οποίο οι διεθνείς θεσμοί είναι εξαρτημένες μεταβλητές των κρατών (με αποτέλεσμα να μετατρέπονται συχνά σε εξαρτημένες μεταβλητές των ισχυρών κρατών ή να ατονούν λόγω αιτιών πολέμου). Έτσι, στο πεδίο των θεωρητικού προβληματισμού α) πολλοί τονίζουν την ισορροπία δυνάμεων ως τρόπο επίτευξης σταθερότητας, β) άλλοι την εμπέδωση και ανάπτυξη της συλλογικής ασφάλειας και εν γένει των διεθνών θεσμών (εδώ οι εκτιμήσεις ποικίλουν όταν μερικοί υποστηρίζουν μια ηγεμονική διαχείρισή τους και άλλοι τον δευτερεύοντα ρόλο τους λόγω αιτιών πολέμου, ενώ πολλοί άλλοι υποστηρίζουν ότι για κάποιους λόγους που ερμηνευτικά ποικίλουν, μπορούν να αποτελέσουν αντικειμενικό και αποτελεσματικό μέσο ειρήνευσης του κόσμου), γ) και μερικοί άλλοι παλινδρομούν υποστηρίζοντας κάποιου είδους παγκόσμια εξουσία που περιγραφικά και ερμηνευτικά κυμαίνεται μεταξύ της νεφελώδους καντιανής αντίληψης και ιδεολογικών θέσεων για παγκόσμια ενότητα του ενός ή άλλου είδους. Περιττό να τονιστεί ότι, για ευνόητους λόγους που αφορούν τον πραγματολογικά επαληθευμένο κόσμο, οι δύο πρώτες θεωρήσεις κυριαρχούν στον χώρο της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σπουδών επιστημονικού χαρακτήρα. Οι βασικές θεωρήσεις στον πυρήνα του Παραδοσιακού Παραδείγματος δεν προτείνουν μια εξειδικευμένη ερμηνεία αναφορικά με ένα συγκεκριμένο ζήτημα διεθνούς πολιτικής, αλλά μόνο προσδιορίζουν γενικούς νόμους και γενικούς ερμηνευτικούς προσανατολισμούς οι οποίοι προσφέρουν διαυγή αντίληψη και βαθιά κατανόηση της φύσης, του χαρακτήρα και των λειτουργιών του διεθνούς συστήματος.

[5] Θα μπορούσε να γίνει αναφορά σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων ετών. Στο επίπεδο οικονομικής θεωρίας, συχνά τα πάντα ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της «αποτελεσματικότητας», της «παραγωγικότητας» και της ανάπτυξης που αναμφίβολα προκαλείται από την αποδέσμευση των περιορισμών της εμπορικής και οικονομικής δραστηριότητας στο διεθνές πεδίο. Λησμονείται έτσι συχνά το γεγονός ότι στο πλανητικό πεδίο απουσιάζει μια συνεκτική κοινωνία και τρόποι πλανητικής διανεμητικής δικαιοσύνης. Η επανάσταση των χρηματοοικονομικών ροών τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι πρότινος θεωρείτο πεμπτουσία της διεθνούς και εθνικής οικονομικής ζωής μέχρι που έγινε αντιληπτό ότι κάθε δραστηριότητα διανεμητικών προεκτάσεων εντάσσεται σε ένα τρόπο ζωής πολιτικά ενταγμένο και όταν αυτό δεν συμβαίνει η εξωπολιτική ιδιοτέλεια και οι απορρέουσες δραστηριότητες οδηγούν σε εκτροχιασμούς. Έτσι, μετά από πολλές δεκαετίες αμέριμνου εφησυχασμού, το 2009-10 (αλλά και σε άλλες περιπτώσεις των προγενέστερων δεκαετιών) τα κράτη και οι διεθνείς θεσμοί τους έσπευσαν να συγκροτήσουν νέους διακρατικούς οργανισμούς διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης. Αργοπορημένα μεν αλλά τελικά αυτό έσπευσαν να κάνουν καθότι η διαχείριση των διεθνών υποθέσεων με τον σωστό και νομιμοποιημένο τρόπο μπορεί να γίνει μόνο από τους διεθνείς θεσμούς και από κανένα άλλο. Αυτό μπορούμε να το πούμε και διαφορετικά: Η διακυβέρνηση στο εσωτερικό του κράτους νομιμοποιείται από ένα σταθεροποιημένο και στέρεα ανθρωπολογικά εδρασμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που νομιμοποιεί τις ηθικοκανονιστικές δομές, δηλαδή τις αρχές και τους κανόνες του συλλογικού βίου. Στο διεθνές επίπεδο από το οποίο απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία –εξ ου και η χρήση του όρου «παγκοσμιοποίηση» είναι ορολογικά λανθασμένη, ο σωστός όρος, όπως συχνά υποστήριξε ο Παναγιώτης Κονδύλης είναι «πλανητικοποίηση»–, η ρύθμιση των διανεμητικών προεκτάσεων των δραστηριοτήτων ατόμων ή ομάδων μπορεί να γίνεται μόνο από διεθνείς θεσμούς διακυβέρνησης. Οτιδήποτε λιγότερο είναι ελλειμματικό και ασφαλώς τα ίδια σε εντονότερο βαθμό ισχύουν για φαινόμενα όπως η τρομοκρατία, το ηλεκτρονικό έγκλημα, η λαθρομετανάστευση και το λαθρεμπόριο που μόνο μια αποτελεσματική διεθνής διακυβέρνηση μπορεί να ελέγξει. Αν και είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι απελπισμένοι από τα διεθνή προβλήματα πάντοτε προσέβλεπαν ουτοπικά για κάποιου είδους παγκόσμια ενότητα και παγκόσμια διακυβέρνηση, η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική και οι προσγειωμένες και οντολογικά συναφείς διεθνείς σπουδές δεν μπορούν να την παρακάμψουν.

[6] Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να αναφέρεται ο ρόλος των διεθνικών δρώντων που προκαλούν πλανητικοποίηση πολλών οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων, συχνά μάλιστα υπό την σκεπή του νεφελώδους όρου «παγκοσμιοποίηση» που όπως ήδη τονίστηκε στην ελληνική μετάφραση απέδωσε λανθασμένα τον όρο «globalization (πλανητικοποίηση). Ακόμη πιο σημαντικό, ο λανθασμένος αυτός όρος αοριστολόγα υπονοεί ύπαρξη μιας κατά άλλα ανύπαρκτης παγκόσμιας πολιτικής κοινωνίας ανθρωπολογικά θεμελιωμένης και προικισμένης με περίπου αλτρουιστικές διανεμητικές ιδιότητες. Ο άνθρωπος όταν οργανώνεται είναι πολιτικός δρών και οι δραστηριότητές του ενέχουν διανεμητικές προεκτάσεις των οποίων το μεν αξιολογικό σκέλος διαμορφώνεται κοινωνικοπολιτικά το δε κανονιστικό σκέλος προσδιορίζεται πολιτικά ανάλογα με τον κατά κοινωνία κατ’ αλήθειαν τρόπο ζωής. Το ζήτημα λοιπόν είναι να εξεταστεί, για παράδειγμα ένας ΜΚΟ ή ένας παντελώς ανεξέλεγκτος διεθνικός δρων, ως φορέας πολιτικών θέσεων διανεμητικού χαρακτήρα.  Πεμπτουσία της Πολιτικής είναι η κοινωνικοπολιτική ένταξή της μετά από την οποία αρχίζει μια προσπάθεια να εξεταστεί ο βαθμός δημοκρατικών ελέγχων και ισορροπιών. Εκτός αυτών των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και ισορροπιών κάθε δράση είναι εξωπολιτική και προπολιτική, εν δυνάμει δε άκρως ανεξέλεγκτα ιδιοτελής και καταστροφική. Οι εξωπολιτικές δράσεις των χρηματοοικονομικών δρώντων τα τελευταία χρόνια ή των τρομοκρατικών δράσεων είναι ενδεικτικές περιπτώσεις ανθρώπινων κακουχιών. Τέλος, οι βαθμίδες δημοκρατίας ποικίλουν ανάλογα με την κοινωνία στην οποία αναφερόμαστε και την πολιτική της ωρίμανση. Η δημοκρατία εδώ έχει την (χειραφετημένη από ιδεολογίες) έννοια ότι των βαθμίδων δημοκρατικής συγκρότησης που είναι ευθέως ανάλογες της εγγύτητας και της εξάρτησης των πολιτικών εντολέων από την εντολοδόχο εξουσία. Η εξαιρετικά πρωτότυπη, χειραφετημένη και πρωτοπόρα θεώρηση που συνδέει τον πόλεμο και την ειρήνη με το είδος της κοινωνίας και όχι το πολίτευμα (το τελευταίο αποτελεί εξαρτημένη μεταβλητή της ανθρωποκεντρικής πολιτικής ωρίμανσης της κοινωνίας) ανήκει στον Γιώργο Κοντογιώργη και αναπτύσσεται σε πολλά δημοσιευμένα κείμενά του.

[7] Η έννοια της «τυπικής λογικής» των δρώντων ανάλογα με την ιστορική διαμόρφωσή τους παρακολουθεί την ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη σε πολλά βιβλία του, ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, ό.π. Προσδιορίζει την απροσμέτρητη ανθρωπολογική ποικιλομορφία των δρώντων στα τρία επίπεδα ανάλυσης και καθιστά φανερό το γεγονός ότι «το τι συγκροτεί και τι συγκρατεί τα  κράτη και τον κόσμο» δεν είναι μια απλή ή ευθύγραμμη υπόθεση. Βοηθά στο να υποψιαστεί κανείς, επίσης, ότι το ζήτημα της συμμόρφωσης των ανθρώπων επί ζητημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης στο επίπεδο του κράτους και του διεθνούς συστήματος δεν αποτελεί υπόθεση με την οποία αν κανείς εκτιμήσει επιπόλαια είναι θανατηφόρο. Χαρακτηριστικά, ο Κονδύλης αναφέρει: «Η σύνδεση του ορθολογισμού με συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκεκριμένες θέσεις αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα όπλα στη φιλοσοφική πολεμική. Σκοπός της είναι να εξαρτήσει την ικανότητα για λογική σκέψη με την αποδοχή θεωριών με συγκεκριμένο περιεχόμενο και να καταγγείλει όσους δεν αποδέχονται τις τελευταίες ως εχθρούς της λογικής γενικά σκέψης ή ως αναξιόπιστους διανοητές. Η πολυσημία της έννοιας του ορθολογισμού ήταν αποτέλεσμα της πολεμικής της χρήσης, αφού έτσι συνδέθηκε κατά καιρούς με τα πιο διαφορετικά περιεχόμενα. (…) η λογικά μεθοδευμένη σκέψη έχει ίσαμε τώρα τεθεί στην υπηρεσία εντελώς διαφορετικών απόψεων και θέσεων (…) (οι οποίες) κατά τρόπο περίεργο, συμπίπτει πάντοτε με τον προσωπικό τους τρόπο σκέψης. (…) [πρέπει επομένως να αναζητηθεί ένας ορθολογισμός, αυστηρά τυπικός, που θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί σε κάθε ορθολογισμό, όποιο και να είναι το περιεχόμενό του και να μας αποσυνδέει από επιμέρους περιεχόμενα σκέψης] Ορθολογισμός λοιπόν είναι η σκόπιμη και άψογη (από την άποψη της τυπικής λογικής) χρήση των επιχειρηματολογικών μέσων της σκέψης για να κατοχυρωθεί θεωρητικά μια δεδομένη θεμελιώδης στάση απέναντι στον κόσμο. Αυτή η θεμελιώδης στάση ή απόφαση βρίσκεται η ίδια πέραν από κάθε λογική αιτιολόγηση (…) Μονάχα η εκλογίκευση της θεμελιώδους στάσης ή απόφασης μπορεί να πραγματοποιηθεί με λογική συνέπεια και μονάχα αυτή μπορεί, επίσης, να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής διαμάχης – όχι η ίδια η θεμελιώδης στάση: γιατί στα έσχατα ερωτήματα η απάντηση δίνεται με αξιωματικές αποφάνσεις. Μπορούν λοιπόν να υπάρξουν τόσες μορφές λογικής συνέπειας όσες και οι θεμελιώδεις στάσεις. Μολονότι τα τυπικά λογικά μέσα παραμένουν τα ίδια, ωστόσο υπηρετούν κάθε φορά την εκλογίκευση θεμελιωδών αποφάσεων με διαφορετικό περιεχόμενο», τόμος Ι, σ. 47,48. Επίσης, αλλού, επισημαίνει: «Το φαινομενικά παράδοξο γεγονός, ότι οι εχθροί μάχονται μεταξύ τους κάτω από τη σημαία των ίδιων δομών σκέψης, εξηγείται εύκολα, αν κάμουμε σαφή διάκριση ανάμεσα στη δομή και στο περιεχόμενο της σκέψης. (…) Γι’ αυτό, «προϋπόθεση για τη σύλληψη του χαρακτήρα της κανονιστικής σκέψης παραμένει η διάκριση ανάμεσα στον τρόπο, με τον οποίο λειτουργεί πράγματι η σκέψη, και στον τρόπο, με τον οποίο αυτή ορίζεται πάνω στη βάση μια εξαντικειμενικευμένης απόφασης», Ισχύς και Απόφαση (Εκδόσεις Στιγμή, 1991), σ. 120-1,165.

[8] Αβασάνιστα μια απλή ιστορική ματιά χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες καταμαρτυρεί ότι η ιστορία της μετά-αποικιακής εποχής είναι μια διαρκής πολιτειακή προσαρμογή στις υποκείμενες κοινωνικές-ανθρωπολογικές προϋποθέσεις. Τελευταία πολύ σημαντική μαρτυρία αυτού του γεγονότος είναι η ακαριαία κατάτμηση της πρώην ΕΣΣΔ και η προσαρμογή των πολιτειακών δομών στις ιστορικές ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των επί επτά δεκαετίες υποκείμενων εθνών. Βασικά, κανένας πολιτικός επιστήμονας του κράτους ή της διεθνούς πολιτικής δεν μπορεί να παραγνωρίσει τόσο σημαντικές μαρτυρίες που καταδεικνύουν την στενή συνάρτηση των αξιώσεων κυριαρχίας (εθνικής ανεξαρτησίας) και των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων που διαμορφώνουν το Κοινωνικό γεγονός και συγκροτούν το Πολιτικό γεγονός.

[9] Δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθεί, αλλά, όσον αφορά τις αλματώδεις θεωρήσεις των δύο τελευταίων αιώνων για οικουμενικές πτυχές της διεθνούς πολιτικής, αρκεί η αναφορά μιας μόνο φράσης της αριστουργηματικής ανάλυση του E.H.Carr: «Η “διεθνής τάξη πραγμάτων” και η “διεθνής αλληλεγγύη” θα είναι πάντοτε τα συνθήματα εκείνων που αισθάνονται αρκετά ισχυροί ώστε να τα επιβάλουν στους άλλους. [Αναφορικά με οικουμενικές αρχές και συμφέροντα που πολλοί επικαλούνται κατά καιρούς] … αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτές οι δήθεν απόλυτες και οικουμενικές αρχές δεν συνιστούσαν καν αρχές αλλά υποσυνείδητες σκέψεις μιας εθνικής πολιτικής, η οποία βασιζόταν σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του εθνικού συμφέροντος [πρωτίστως από τις ηγεμονικές δυνάμεις της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας] σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. … Μόλις όμως γίνει προσπάθεια να εφαρμοστούν αυτές οι αρχές σε μια συγκεκριμένη πολιτική κατάσταση, αποδεικνύονται ότι είναι τα διαφανή προσωπεία των εγωιστικών κεκτημένων συμφερόντων. Η χρεοκοπία της ουτοπικής θεωρίας έγκειται όχι στην αποτυχία της να ανταποκριθεί στις αρχές της, αλλά στην αποκάλυψη της ανικανότητάς της να παράσχει κάποιο απόλυτο και ανιδιοτελές κριτήριο για τον χειρισμό των διεθνών υποθέσεων» ό.π. σ. 127.

[10] Το αντίστοιχο του «πολιτικού πολιτισμού» στην ενδοκρατική τάξη νοούμενου ως ανάπτυξη κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που συγκροτούν και ρυθμίζουν ένα συλλογικό τρόπο πολιτειακής ζωής, είναι η ανάπτυξη πολιτικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, κάτι το οποίο ορίζουμε ως «διεθνή πολιτικό πολιτισμό». Οι βαθμίδες του τελευταίου εκτιμώνται και σταθμίζονται υπό την αίρεση της απουσίας άσκησης μη νομιμοποιημένης βίας στην διεθνή πολιτική.

[11] Από τις σκέψεις αυτές απορρέει ο λογικός συνειρμός ότι οι ποικιλόχρωμες επαναστατικές ιδεολογίες των Νέων Χρόνων που υποστήριζαν ανθρωπολογική εξομοίωση και πολιτική ενοποίηση του πλανήτη δεν βρίσκονταν σε αρμονία και συμβατότητα με τις ιστορικές ανθρωπολογικές διαμορφώσεις. Θα ήταν πολύ ορθολογικό και σωστό να επισημάνουμε ότι, μετά το τέλος της αποικιοκρατίας, μετά την εκπνοή της ηγεμονικής διαπάλης του 20ου αιώνα και μετά την έξοδο πολλών και μεγάλων ιστορικών εθνών από τις ιστορικές αποικιακές και ηγεμονικές φυλακές, η αξία των διεθνών σπουδών και η κοινωνικοπρακτική τους σημασία συναρτάται με το κατά πόσο θα εστιάσουν την προσοχή στις κοινωνικοοντολογικά συναφείς θεωρήσεις θάβοντας στο νεκροταφείο των αποτυχημένων ιδεών τις απλουστευτικές επαναστατικές θεωρίες για ανθρωπολογική εξομοίωση και πολιτική εξίσωση του πλανήτη. Αν και μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αυτές οι επισημάνσεις φαντάζουν αυτονόητες, κανείς δεν θα πρέπει να ξεχνά πρώτον, το γεγονός ότι ταλάνισαν τους ανθρώπους στην διαδρομή των τεσσάρων τελευταίων αιώνων και δεύτερο το γεγονός ότι πολλοί πολιτικοί στοχαστές βρίσκονται, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και εθισμού, υπό την επήρεια παρωχημένων επαναστατικών δογμάτων που αποκορυφώθηκαν τον 20ο αιώνα στο πλαίσιο της ηγεμονικής διαπάλης. Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε να τονιστεί με έμφαση ότι ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία, οι προσπάθειες στην Ελλάδα για την συγκρότηση άποψης για την επιστημονική ανάπτυξη των διεθνών σπουδών και την κοινωνικοπρακτική σημασία τους απαιτείται να είναι χειραφετημένη. Κυρίως γιατί όπως είναι κοινώς γνωστό οι διεθνείς σπουδές τις οποίες οι πλείστοι έλληνες διεθνολόγοι γνώρισαν τις τελευταίες δεκαετίες, στα αγγλοσαξονικά κυρίως πανεπιστήμια, αναπτύχθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και υπό το πρίσμα των στρατηγικών συμφερόντων των ηγεμονικών δρώντων της περιόδου αυτής. Το ίδιο ασφαλώς ισχύει για τα εκατομμύρια των θεωρήσεων στην αντίπερα όχθη της ηγεμονικής διαμάχης του 20ου αιώνα, δηλαδή την Σοβιετική Ένωση και όσες μαρξιστικές αναλύσεις στην Δύση πρωτίστως κατά νου είχαν να την στηρίξουν για να επιτευχθεί ο επαναστατικός σκοπός της «παγκόσμιας αταξικής κοινωνίας». Οι προσπάθειες στην Ελλάδα, εν τούτοις, θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί με άξονα πρωτότυπες προσεγγίσεις που αντλούν από την μεστή και μακραίωνη ιστορική εμπειρία των κοινωνιών της περιφέρειάς μας. Την ευθύνη για την ανυπαρξία ενός τέτοιου εγχειρήματος, πιστεύω, φέρουν οι έλληνες πολιτικοί φιλόσοφοι και ιστορικοί των ιδεών του 20ου αιώνα, πλην Παναγιώτη Κονδύλη ο οποίος παρά τον πρόωρο θάνατό του πέτυχε μια εντυπωσιακή πρόοδο ολιστικής θεώρησης και των τριών επιπέδων ανάλυσης. Μια ακόμη πολύ συναφής σημαντική παρατήρηση είναι η εξής: Οι κοινωνίες της περιφέρειας στην οποία ανήκει η Ελλάδα διένυσαν μια πολύ διαφορετική διαδρομή συγκρινόμενη με αυτή των αποικιακών και ηγεμονικών κρατών των Νέων Χρόνων τα οποία μετά την έξοδο από την φεουδαρχία και την δουλοπαροικία δεν διέθεταν ισχυρή ανθρωπολογική βάση με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε ιδεολογικά δόγματα που πρότειναν ανθρωπολογική και πολιτική των κοινωνιών διαμέσου θεσμικών εποικοδομημάτων που επικάθονται στους πολίτες και τους διαμορφώνουν. Το θέμα αυτό έχει εξεταστεί εκτενώς από τον υποφαινόμενο στο Κοσμοθεωρία των Εθνών, συγκρότηση και συγκράτηση των κρατών, της Ευρώπης και του κόσμου (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009). Στο σημείο αυτό, χρήζει να τονιστεί ότι η έννοια «επαναστατισμός» όπως χρησιμοποιείται εδώ αποτελεί διεθνολογικό και όχι ιδεολογικό όρο (αφορά βασικά όλες τις εξισωτικές-εξομοιωτικές οικουμενικίστικες ιδεολογίες ίσαμε τις ακραίες λογικές απολήξεις του) και παραπέμπει στις αναλύσεις των Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, ό.π. και Hedley Bull Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, 2002). Η έννοια «ανθρωπολογία» όπως χρησιμοποιείται εδώ, επιπλέον, αναφέρεται σε όλους τους παράγοντες και κριτήρια που ιστορικά συγκροτούν μια κοινωνική οντότητα στην βάση συνθέσεων που αρχίζουν από κοσμοθεωρίες συγκροτημένες στην καταστατική φάση μιας πολιτείας, ιστορικές μνήμες, πολιτισμικά πρότυπα, ηθικά πρότυπα, νομικά συστήματα, θρησκευτική πίστη, αισθητικά κριτήρια, οικονομικοί παράγοντες, κλιματικές συνθήκες, κτλ. Το φυλετικό κριτήριο ιστορικά ενίοτε υπεισέρχεται σε αυτές τις συλλογικές ανθρωπολογικές διαμορφώσεις, ιδιαίτερα σε κοινωνίες της Άπω Ανατολής και της Αφρικής. Πλην όμως, σε περιοχές όπως η Ευρώπη, η Μικρή Ασία και Άπω Ανατολή και η Αμερική, των οποίων οι μακραίωνες πολιτικές και πολιτισμικές διαδρομές έντονων και βαθύτατων αλληλοεπιδράσεων, το φυλετικό κριτήριο εξ αντικειμένου είναι το λιγότερο σημαντικό. Επίσης, τονίζοντας το στοιχείο της ανθρωπολογικής ετερότητας στην σύγχρονη πολιτειακή της διάσταση, μπορεί να γίνει αναφορά στην Θρησκεία και ιδιαίτερα στην επέλαση του Ισλαμισμού μετά το 1453 μ.Χ., για να επισημανθεί ότι ακόμη και μεταξύ ισλαμικών κρατών υπάρχει αγεφύρωτη ανθρωπολογική ετερότητα γεγονός που καταμαρτυρείται με τον κρατικό κατακερματισμό του μουσουλμανικού κόσμου που κατά τα άλλα αριθμεί πιστούς πέραν του ενός δισεκατομμυρίου. Ως προς τις ανθρωπολογικές διαμορφώσεις, ο Γιώργος Κοντογιώργης σε αναφορά με ανθρωποκεντρικά κυρίως κριτήρια που διαμόρφωσαν το ελληνικό κοσμοσύστημα από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας και που επηρέασαν την διαμόρφωση όλου του υπόλοιπου κόσμου, συμπεριλαμβάνει διαμορφωτι­κούς παράγοντες όπως οι πολύμορφες φυλετικές ρίζες, περιβαλλοντολογικά κριτήρια και ιδιαίτερα η θάλασσα, η θρησκεία, η χρηματιστική οικονομία και η πολυκεντρική κοινωνική ενόραση των ελληνικών κοινωνιών. Επίσης, οι διαπολιτειακές σχέσεις, το πλέγμα των οικονομικών σχέσεων, η τεχνολο­γία, οι επιστήμες, οι τέχνες, η επικοινωνιακή συγκρότηση του κοινού βίου, η οργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και στον πολιτικό στοχασμό (βλ. Κοντογιώργης, Ελληνικό κοσμοσύστημα, Σιδέρης, Αθήνα, 2007 (βλ. συ­νόψιση σ. 139, 146). Τέλος, οι προηγηθείσες επισημάνσεις για την συλλογική ετερότητα των κοινωνιών δεν προδικάζουν την δημιουργία και ανάπτυξη περιφερειακών οργανισμών και διακρατικών συσπειρώσεων συμπολιτειακού χαρακτήρα.

[12] Η έννοια «κοινωνία κρατών» αναπτύχθηκε κυρίως από την λεγόμενη «Αγγλική σχολή» και κυρίως από τους Carr, Wight, Bull και Watson. Δεν σχετίζεται με διεθνιστικές ή κοσμοπολίτικες θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων και κινείται οριοθετημένα του Βεστφαλιανού διακρατικού συστήματος μιλώντας πρωτίστως για την διεθνή τάξη, όντας επιφυλακτικοί να εισέλθουν στην σφαίρα των περί δικαιοσύνης ιδεών πέραν και υπεράνω των κρατών στο πεδίο των συμφερόντων μεταξύ κρατών και εθνών. Σχετική είναι και η συναφής διευκρίνιση του Hedley Bull στο Άναρχη Κοινωνία, ό.π., στην εισαγωγή του έργου. Βι

[13] Μια πρωτοποριακή προσέγγιση θεώρησης του ζητήματος της νομιμοποίησης των διανεμητικών προεκτάσεων της ισχύος σε συνάρτηση με το είδος της κοινωνίας και τις βαθμίδες πολιτικής της ωρίμανσης και δημοκρατίας είναι αυτή του Γιώργου Κοντογιώργη, ιδ. στο Δημοκρατία ως ελευθερία (Πατάκης, Αθήνα, 2007), σ. 298-301. Όπως σημειώνει εύστοχα ο Κοντογιώργης, η πολιτική ως δύναμη είναι μία καθαρά δεσποτική επιλογή. Είναι πολιτικό φαινόμενο καθαρά συναρτημένο με τους συσχετισμούς ισχύος. Στην κλίμακα του πολιτικού πολιτισμού η πολιτική ως δύναμη βρίσκεται χα­μηλότερα της πολιτικής ως εξουσίας (κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί και ελέγχεται, έστω και στοιχειωδώς, η δύναμη) και πολύ χαμη­λότερα της πολιτικής ως ελευθερίας. Η τελευταία ορίζεται ως «πεδίο εμπραγ­μάτωσης της καθολικής αυτονομίας του κοινωνικού ανθρώπου. Η διατύπωση αυτή σημαίνει δύο τινά: Πρώτον, ότι η πολιτική καθορίζει και κατοχυρώνει την ατομική και την κοινωνική ελευθερία του κοινωνικού ανθρώπου και, δεύτερον, ότι η ίδια (η πολιτική) συγκροτείται, έτσι ώστε να «αυτονομηθεί» το άτομο και κατ’ επέκταση να του διασφαλίσει την πολιτική ελευθερία» (ό.π., σ. 42-3). Οι νεοτερικές νοηματοδοτήσεις του Πολιτικού θέλουν «την πολιτική ως εξουσία και συναιρετικά ως δύναμη», δηλαδή εγκιβωτίζουν την πολιτική «αποκλειστι­κά στα πολιτειακά συστήματα, που αντλούν από το φεουδαλικό προηγούμενο (ιδιοκτησιακό σύστημα) και εδράζονται στην ατομική ελευθερία» (ό.π., σ. 298).

[14] Ο οξυδερκής αναγνώστης θα έχει ήδη αντιληφτεί ότι αυτή η παρατήρηση κατά τα άλλα αυτονόητων και πασίδηλων πραγματικοτήτων για την ιστορική κοινωνική δομή του κόσμου αντικρούει τις επαναστατικές εξομοιωτικές και εξισωτικές ερμηνείες των τελευταίων αιώνων και τις θεωρεί ως εισροή που δεν συνάδει με την ανάλυση του πραγματικού κόσμου ή αυτού που επέρχεται στην βάση ήδη προδιαγεγραμμένων κοινωνικοοντολογικών γεγονότων. Η αντίθετη (ιδεολογική) άποψη για να είναι επιστημονικά έγκυρη θα πρέπει να θεμελιώσει επιχειρήματα για την δυνατότητα κατάργησης των εθνών –μικρών και μεγάλων– για να δημιουργηθεί μια παγκόσμια ενότητα. Λόγω χώρου δεν αναπτύσσεται η συναφής θέση –αυτό γίνεται σε πολλά βιβλία του υπογράφοντος– ότι αυτή η ενότητα αναιρέθηκε εδώ και καιρό λόγω κοινωνικοοντολογικών γεγονότων που επικυρώθηκαν από όλα τα ανεξάρτητα έθνη με την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών στον Μεσοπόλεμο και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών το 1945 που καθιέρωσαν τις αντί-επαναστατικές Υψηλές Αρχές του διεθνούς δικαίου που σκοπεύουν στην κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας. Συγκεκριμένα, της διακρατικής ισοτιμίας, της μη επέμβασης και της εσωτερικής αυτοδιάθεσης.

[15] Ο υποφαινόμενος εδώ και καιρό συγγράφει και σύντομα θα ολοκληρώσει δημοσίευση για τον ρόλο του πολιτικού στοχασμού και των φορέων του στην ιστορική διαδρομή με έμφαση τα Νέα Χρόνια και δει την ύστερη εποχή.

[16] Απλά υπενθυμίζω ότι στην Ελλάδα το Σύνταγμα κατοχυρώνει απόλυτα την επιστημονική και ακαδημαϊκή ελευθερία καθώς επίσης και την ελευθερία της έκφρασης γενικότερα. Ασφαλώς, αυτό δεν αναιρεί αλλά καλεί για εντονότερους ακαδημαϊκούς, επιστημονικούς και δεοντολογικούς ελέγχους μεταξύ των πανεπιστημιακών.



Κατηγορίες:Διεθνής πολιτική, Διεθνείς σπουδές, Δοκίμια, Παναγιώτης Ήφαιστος

Ετικέτες: , , ,