Περί «πρώτου πλήγματος» και ο Κονδύλης: Εισερχόμενοι βαθύτερα στον 21ο αιώνα. Η διαλεκτική σχέση ισορροπίας δυνάμεων, άμυνας, επίθεσης-αντεπίθεσης, σταθερότητας, αστάθειας.  

Μέσα της δεκαετίας του 1990 έγιναν πολλές συζητήσεις οι οποίες καθίστανται

ολοένα και πιο επίκαιρες. Τα αίτια είναι πολλά. Κύρια αίτια είναι πρώτον, η ολοένα οξύτερη αναθεωρητική απειλή, δεύτερον, η επιτάχυνση του κατευναστικού κατήφορου που οδηγεί είτε σε πόλεμο είτε σε ήττα χωρίς πόλεμο, τρίτον, η παράλειψη εξισορρόπησης της Τουρκίας στην Κύπρο με αποτέλεσμα το ένα δέκατο του Ελληνισμού να είναι, βασικά και ουσιαστικά, όμηροι της Άγκυρας, και τέταρτον, η εν πολλοίς επιτυχής στρατηγική σχοινοβασία της Τουρκίας εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων και συναλλαγών της Άγκυρας με τις εμπλεκόμενες δυνάμεις και περιφερειακά κράτη. Για αυτούς και άλλους συναφείς λόγους, κρίνεται σκόπιμη η επαναφορά και ο σχολιασμός κρίσιμων συζητήσεων που αφορούν την λεπτή σχέση μεταξύ σταθερότητας και αστάθειας, έναρξης μιας σύρραξης, πιθανοτήτων κλιμάκωσής και το ενδεχόμενο πρώτου πλήγματος. Ως προς το τελευταίο, έχουμε συχνά αναφέρει σε πολλές αναλύσεις αυτό που θεωρείται δεδομένο στην στρατηγική ανάλυση, ότι δηλαδή λόγω τεχνολογικών εξελίξεων θολώνει εάν όχι και είναι πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί ποιος και πότε προχώρησε σε ένα πρώτο αφοπλιστικό πλήγμα και ποιος είναι ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος. Αμυνόμενος, σε κάθε περίπτωση, είναι εκείνο το κράτος μιας διένεξης το οποίο δεν εκπέμπει απειλές και δεν εγείρει αναθεωρητικές αξιώσεις. Αυτά και πολλά άλλα κριτήρια και παράγοντες καθιστούν αναγκαίο το αμυνόμενο κράτος να διαθέτει επαρκή ισχύ, να δημιουργεί παραστάσεις στρατηγικής αξιοπιστίας και να είναι πανέτοιμο να αντιμετωπίσει όλα τα ενδεχόμενα. Μετά την σύντομη εισαγωγή παρατίθενται α) το άρθρο του Παναγιώτη Κονδύλη στο «Βήμα» που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις, β) η πρώτη δική μας αντίδραση στο «Βήμα» και γ) εκτενέστερο κείμενο στο «Πτήση».

Εισαγωγή.

Φτάσαμε στο τέλος της Μεταψυχροπολεμικής εποχής που συμβολίζεται με τον πόλεμο της Ουκρανίας. Ενώ προχωράμε βαθύτερα στον 21ο αιώνα εύλογα κανείς διερωτάται τι ισχύει. Το τι ισχύει το έχουμε αναλύσει αλλού και θα εξεταστεί εκτενέστερα σε επερχόμενα κείμενα. Στην παρούσα φάση οφείλουμε να πούμε ότι η «απέραντη τουρκική απειλή» από καιρό ξεπέρασε κάθε όριο και οξύνεται ολοένα περισσότερο. Όπως ιστορικά λειτουργούσε η Άγκυρα, αναμένει παράθυρο ευκαιρίας για «χαριστικό πλήγμα».

            Εντός του ημέτερου κράτους, δεν είναι σαφές ποιες θεωρήσεις της διεθνούς πολιτικής κυριαρχούν. Κάτι που δεν αποτελεί μόνο σημερινή διαπίστωση, οι κοινωνικοπολιτικές αποφάσεις και η χάραξη εθνικής στρατηγικής πλήττονται από τα γνωστικά ελλείμματα, τις ιδεολογικές παρωπίδες, τη διαρκή είσοδο σε Συμπληγάδες κομματικών/ιδεολογικών διαιρέσεων και την ελλειμματική γνώση του χαρακτήρα, της δομής και των λειτουργιών του κρατοκεντρισμού. Μεταψυχροπολεμικά όλα απογειώθηκαν, μεταξύ άλλων, με ανυπόστατα ιδεολογήματα περί «παγκοσμιοποίησης», την αμφισβήτηση του ρόλου του κράτους ακόμη και από άτομα που κατέλαβαν υψηλές θέσεις στην πολιτική ιεραρχία, τις παραπλανήσεις περί παγκόσμιας υπερεθνικότητας που θα έφερναν οι «ανθρωπιστικοί βομβαρδισμοί», τα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα, την αμφισβήτηση ακόμη και ύπαρξης εθνικού συμφέροντος και την ενοχοποίηση των Ελλήνων με κατηγορίες περί μη «εξευρωπαϊσμού» τους παρά το ότι η Ευρώπη των απατηλών ονείρων τους ήταν ήδη ενωμένη. 

            Κατά συνέπεια, δεν εκπλήττει όταν μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας σε όλα τα επίπεδα καταμαρτυρήθηκε επικίνδυνο έλλειμμα γνώσης για τον χαρακτήρα της ηγεμονικής διαπάλης, τις στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων, τον τρόπο που το πολυπολικό πλέον διεθνές σύστημα επηρεάζει τις περιφέρειες. 

  Πάντως, η «μάχη» δόθηκε το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 1990 όταν «κάποιοι» εισήγαγαν τυπολογίες και (Θουκυδίδεια) αξιώματα τόσο της θεωρίας διεθνούς πολιτικής όσο και της άλλης όψης του ίδιου νομίσματος που είναι η στρατηγική θεωρία. Η τελευταία, όταν είναι άξια λόγου είναι εδρασμένη σε θεωρία διεθνών σχέσεων που είναι συμβατή με τα Θουκυδίδεια αξιώματα και εξετάζει τις εθνικές στρατηγικές συνεκτιμώντας με γεωπολιτικούς όρους τους πόλους ισχύος, την κατανομή ισχύος και τις ανακατανομές ισχύος.

Μέσα της δεκαετίας του 1990 προστέθηκε η με κάθε κριτήριο εντυπωσιακή συνεισφορά του Παναγιώτη Κονδύλη. Οι επιθέσεις εναντίον του Κονδύλη με αφορμή τα βιβλία του και τις εξαιρετικά σημαντικές παρεμβάσεις του είχε ως αποτέλεσμα να κορυφωθεί η αντιμαχία μεταξύ όσων έκαναν στρατηγική ανάλυση με αυτούς οι οποίοι κινούμενοι ιδεολογικά εκτόξευαν ολοφάνερα ανυπόστατες θέσεις περί «παγκοσμιοποίησης», περί επικείμενης άμεσης έλευσης της ευρωπαϊκής ένωσης με λειτουργιστικούς-υλιστικούς όρους (μάλιστα που «θα εγγυηθεί τα Ελληνικά σύνορα») και ακόμη πιο εκτεταμένα υποστήριξη ενίοτε και φανατικά των επεμβάσεων που κατεδάφισαν κράτη, αποσταθεροποίησαν ολόκληρες περιφέρειες, έθρεψαν διλήμματα μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων του αναδυόμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος, προκάλεσαν εκατομμύρια νεκρούς και πρόσφυγες και δυνάμωσαν τα αίτια αστάθειας. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την διάρκεια των τριών Μεταψυχροπολεμικών δεκαετιών κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής πολιτικής είναι ο κατευνασμός σε όλο το φάσμα των Τουρκικών απειλών οι οποίες οξύνονται και βαθαίνουν ολοένα και περισσότερο.

Μπορεί καθώς εισερχόμαστε βαθύτερα στον 21ο αιώνα οι προαναφερθέντες ανυπόστατες θέσεις να φαντάζουν κυριολεκτικά κωμικοτραγικές και επικίνδυνες αλλά οι προεκτάσεις της κυριαρχίας τους στην Ελλάδα την Μεταψυχροπολεμική εποχή είναι βαθύτατες όσον αφορά την εθνική ασφάλεια, την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και την αναίρεση των παράνομων τετελεσμένων και την εφαρμογή της διεθνούς νομιμότητας στην Κυπριακή Δημοκρατία όπου ζει το ένα δέκατο των συγχρόνων Ελλήνων. 

Ενώ ολοένα και περισσότεροι επανέρχονται μελετώντας και παραπέμποντας τις προαναφερθείσες εξ αντικειμένου διαχρονικής αξίας αναλύσεις μερικών αναλυτών που έγραψαν βιβλία και άρθρα την δεκαετία του 1990, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Κονδύλη, κάποια σχόλια κυρίως στο διαδίκτυο και μάλιστα από άτομα που επιθυμούν να εντρυφήσουν στην στρατηγική ανάλυση, ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΕΚΠΛΗΞΗ.

Δεν είναι μόνο το γνωστό ζήτημα του «πρώτου πλήγματος» που γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρο ζήτημα αλλά και ΟΙ ΦΤΩΧΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΟΥ. Μερικές δικές μας παρεμβάσεις και αυτές του Κονδύλη που έγιναν μέσα της δεκαετίας του 1990 παρατίθενται στην συνέχεια.

Αναλύοντας την διεθνή πολιτική, την θέση της Ελλάδας και τον τρόπο που εντάσσονται οι επιλογές της στις εν εξελίξει καταιγιστικές ανακατατάξεις που πυροδότησε ο πόλεμος της Ουκρανίας, υποχρεωτικά θα πρέπει να συνεχίσουμε σταθούμε σε πάγιες και διαχρονικής αξίας τυπολογίες και αξιώματα. Βασικά, κανείς είναι περιττό να γράφει εάν θα εκφέρει γνώμες ή θα αναλώνεται σε διαλόγους κωφαλάλων με εκτόξευση γνωμών ενίοτε και οχλοκρατικών επειδή συνοδεύονται με αφορισμούς, χαρακτηρισμούς και υποκειμενικές ιεραρχήσεις.

Κατά πρώτον, ολοφάνερα η Ελλάδα στερείται στρατηγικής, όπως τουλάχιστον κατανοούν τον όρο εθνική στρατηγική τα σύγχρονα κράτη. Μετράνε οι ιδεολογικοκομματικές διαμάχες για την κατοχή της εξουσίας, οι κρατικοί λειτουργοί είναι υποβαθμισμένοι και συχνά οι διάδρομοι των κρατικών θεσμών πλημμυρίζουν με ιδιώτες. Εξ αντικειμένου, η Ελλάδα στερείται άρτιων κρατικών επιτελείων και διαχρονικά κάποιου είδους «υπερκυβερνήσεων» με διεθνικές διασυνδέσεις κάθε είδους επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Επί δεκαετίες γράφουν δήθεν «προτάσεις πολιτικής» που δεν είναι συμβατές με οποιοδήποτε κράτος θέλει να θεωρείται βιώσιμο, αλλά, αυτό στην Ελλάδα δεν μετράει.

Μείζον ζήτημα είναι επίσης το έλλειμμα στρατηγικής κουλτούρας. Πρωτίστως, μεταξύ άλλων, όσον αφορά

  • τα εγγενή χαρακτηριστικά του σύγχρονου διεθνούς συστήματος,
  • τον ρόλο του κράτους, την (κατά τα άλλα πανομοιότυπη για όλα τα κράτη) τυπολογία των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων,
  • τον ρόλο του πολέμου διαχρονικά και συγκαιρινά,
  • τις διαφορετικές εκδοχές πολέμου (αμυντικού, αναθεωρητικού, ηγεμονικού κτλ),
  • τα αίτια πολέμου που παρεμβάλλονται μεταξύ διεθνών συμφωνιών και αστάθειας,
  • τις προεκτάσεις απουσίας παγκόσμιας κοινωνίας, παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος και νομιμοποιημένης παγκόσμιας εξουσίας,
  • τα βαθύτερα χαρακτηριστικά των διαχρονικών ηγεμονικών ανταγωνισμών και
  • το γεγονός ότι το διεθνές δίκαιο αφορά την διεθνή τάξη που ορίστηκε μετά τον τελευταίο πόλεμο. Εξαιρετικά σημαντικό επίσης είναι να κατανοηθεί ότι όταν όπως συχνά ισχύει τα κράτη διαφωνούν για την ερμηνεία των Συνθηκών, των Συμβάσεων και του διεθνούς δικαίου, δεν υπάρχει κάποιο κριτήριο δικαιοσύνης για το που πρέπει να βρίσκονται τα σύνορα ή το πώς κατανέμονται οι πόροι.

Αυτά και τα συμπαρομαρτούντα είναι Αλφαβητάρι. Πέραν αυτού αρχίζει η συζήτηση που αφορά των διπλωματία και την στρατηγική των κρατών εντός του ισχύοντος διεθνούς συστήματος. Υπάρχουν βασικά δύο εκδοχές. Η μια αφορά τα πάγια αξιώματα και την τυπολογία που εδραίωσαν κορυφαίοι αναλυτές των σύγχρονων διεθνών σχέσεων της Θουκυδίδειας παράδοσης. Η άλλη αφορά το πώς αυτά τα αξιώματα εντάσσονται στην εθνική στρατηγική του ενός ή άλλου κράτους.

Σε όλες τις περιπτώσεις ισχύει ότι υπάρχει διάκριση μεταξύ αξιολογικά ουδέτερης περιγραφής και ερμηνείας για τους κεντρικούς προσανατολισμούς της εθνικής στρατηγικής και των κανονιστικά φορτισμένων αναλύσεων ως προς το ποιες επιλογές είναι οι «καλύτερες». Δική μας θέση είναι ότι οι ιδεολογικά ή άλλως πως κανονιστικά διατυπωμένες θέσεις από φορείς επιστημονικών τίτλων είναι ακραία αντί-δεοντολογική προσέγγιση.

Εδώ θα σταθούμε στην αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή και ερμηνεία στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας. Οι τίτλοι –συχνά τους επικαλούνται όλοι, γενικόλογα, θολά και ενίοτε παραπλανητικά– δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Σημασία έχει η υπεύθυνη και τίμια κατάθεση ανάλυσης από όποιον μπορεί να την κάνει και μέχρι εκεί που μπορεί να την αναπτύξει.

Χαρακτηριστική περίπτωση άριστου επιστήμονα είναι ο Παναγιώτης Κονδύλης ο οποίος ερευνούσε και έγραψε έξω από την ιδεολογικά κυριαρχημένη παγκόσμια πανεπιστημιακή Ιερουσαλήμ. Ο υποφαινόμενος, έχοντας υποστεί την βάσανο μακροσκελών διεθνών δημοσιεύσεων και στην συνέχεια στην Ελληνική γλώσσα στα πεδία της στρατηγικής θεωρίας και κυρίως των ηγεμονικών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών στρατηγικών, ερχόμενος στην Ελλάδα αισθάνθηκε αμέσως ότι στην πατρίδα του Θουκυδίδη υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να μπορούν να γίνονται συζητήσεις με όρους  Αλφαβηταρίου.

Πως μπορεί να γίνει συζήτηση όταν φορείς φανταχτερών τίτλων υποστήριζαν, για παράδειγμα, ότι η έννοια εθνικό συμφέρον αλλά … ιδιοτροπία κάποιων Ελλήνων (επί του προκειμένου φωτογραφικά του υπογράφοντος για τον παρεμβαλλόμενο πίνακα), ότι η αποτρεπτική στρατηγική συνιστά πολεμοκάπηλη προσέγγιση φανατικών και εθνικιστών και ότι, όπως έγραψε αρθρογράφος περιωπής, ο Κονδύλης ήταν … μαχαιροβγάλτης. Ανέφερε βλέπετε ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα στην στρατηγική θεωρία που εξειδικεύεται στην αποτροπή και τα στάδιά της. Η μάχαιρα είναι στην θήκη και ο κατέχων περπατάει αμέριμνος, το χέρι του κατέχοντος κινείται προς την μάχαιρα, ο κατέχων θέτει το χέρι στην μάχαιρα, επόμενο στάδιο την βγάζει από την θήκη, στην συνέχεια αρχίζει να αιωρείται και λίγο πριν την επίθεση η μάχαιρα κατεβαίνει ορμητικά και πλήττει όποιον αδιαφορεί ή σφάλλει για τις προθέσεις και τα σχέδια του επιτιθέμενου. Περιγράφονται έτσι παραστατικά στάδια που απαιτούν διαφορετικές αποτρεπτικές προσεγγίσεις.

Χρήζει να διευκρινιστεί ότι ορισμένα που γράφτηκαν τότε (μέσα της δεκαετίας του 1990 όταν κυκλοφόρησε το «Θεωρία του Πολέμου») και που εν πολλοίς συνεχίζουν και σήμερα, αγγίζουν τα όρια της αναίδειας. Μπορεί κανείς να λέει ότι έκανε διεθνείς σχέσεις ή και στρατηγικά και να παραμιλά «αξιόπιστα» ως φορέας τίτλου αλλά τα λεγόμενα να είναι ακραία επικίνδυνα για την εθνική στρατηγική της χώρας ή αδιάφορα εάν δεν κατανοεί βαθιά και πλατιά τα Θουκυδίδεια αξιώματα ή εάν δεν γνωρίζει ή εάν δεν κατανοεί κορυφαίους σύγχρονους της Μεταπολεμικής στρατηγικής ανάλυσης όπως οι Aron, Kissinger, Waltz, Mearsheimer και μερικοί ακόμη συμπεριλαμβανομένου του Κονδύλη. Ο Κονδύλης ίσως βρίσκεται στην κορυφή στο επίπεδο του Aron και το μόνο «πρόβλημα», αν μπορεί να θεωρηθεί πρόβλημα, είναι ότι τα κείμενά του συμπεριλαμβανομένου του «Θεωρία του Πολέμου» δεν μεταφράστηκε στα Αγγλικά.

Έχοντας μελετήσει, καλύψει σφαιρικά και δημοσιεύσει στο ριψοκίνδυνο αυτό γνωστικό πεδίο της διεθνούς βιβλιογραφίας, αυτή ήταν η ακαριαία εκτίμησή μου όταν μελετήθηκε για πρώτη φορά το «Θεωρία του Πολέμου». Επιβεβαιώθηκε στις λίγες συναντήσεις μαζί του πριν την πρόωρη αποχώρηση από τα εγκόσμια. Όχι μόνο είχε πλήρη εάν όχι απόλυτη εποπτεία του κεκτημένου της σύγχρονης στρατηγικής θεωρίας αλλά ως προς πολλά η συνεισφορά του είναι εξαιρετικά πρωτότυπη. Επιπλέον, ως αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή και ερμηνεία είναι εξαιρετικά χρήσιμη για κάθε κράτος που διαθέτει εθνική στρατηγική.

Τα πιο πάνω ενέχουν μεγάλη σημασία για την Ελλάδα όπως βέβαια και για κάθε άλλο κράτος. Πόσο όμως απασχολούν τους πολίτες; Έχουν λόγο οι πολίτες; Η εθνική στρατηγική χαράσσεται με όρους ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων ή με όρους συμφερόντων ξένων κρατών που επηρεάζουν την εκάστοτε πολιτική ηγεσία; Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ο ρόλος των μελών της κοινωνίας είναι από μηδέν έως ελάχιστος και αποδείχθηκε σε πληθώρα περιπτώσεων συμπεριλαμβανομένου του «Μακεδονικού ζητήματος» και του Κυπριακού ζητήματος. Ουσιαστικά και καταμαρτυρούμενα, οι πολίτες καλούνται κάθε μερικά χρόνια να εκλέξουν μορφικά πανομοιότυπες εξουσίες, ενώ επιπλέον είναι διχασμένοι με όρους του τελευταίου εμφυλίου πολέμου, ανυπόστατων ιδεολογιών, ιδεολογημάτων και παράγωγων θεωρημάτων. Η κοινωνία δεν είναι οργανωμένη ως ένα ενιαίο πολιτικό σώμα πολιτειακά οργανωμένο για να ασκείται ευθέως και άμεσα ο ρόλος των πολιτών ως εντολείς της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας που σύμφωνα με τις διαχρονικές Ελληνικές δημοκρατικές παραδόσεις απαιτείται, επιπλέον, να είναι ανακλητή.  

Ο πόλεμος της Ουκρανίας κατέδειξε πλήρως πολλά ελλείμματα που χρήζουν αντιμετώπισης. Πέραν των χαωδών γνωμών ως προς το τι είναι πόλεμος ως φαινόμενο της διεθνούς πολιτικής, ποια είναι διαχρονικά και πάγια η στρατηγική των ηγεμονικών δυνάμεων, πόσο διαιρεμένη είναι η Ευρώπη, και τα λοιπά, αναδείχθηκε και κάτι άλλο: Εν μέσω μιας ιστορικής σημασίας διεθνούς κρίσης σχεδόν απαγορεύεται να μιλήσεις για τα αίτια των διενέξεων και εάν το κάνεις εισπράττεις μύριους δολοφονικούς χαρακτηρισμούς φανατισμένων υποστηριχτών της μιας ή άλλης πλευράς. Τα ίδια ακριβώς φαινόμενα όπως και την δεκαετία του 1990.

 

Την κρίση της Ουκρανίας και τα επερχόμενα τα επόμενα χρόνια και τις επόμενες δεκαετίες κανείς θα πρέπει να τα αναλύει με όρους στρατηγικής θεωρίας. Η στρατηγική ανάλυση, βασικά εδρασμένη πάνω στις λογικές των αξιωμάτων του Θουκυδίδη, έχει από καιρό αποκρυσταλλώσει διαχρονικής σημασίας τυπολογίες. Επιπλέον, πρωτίστως οι Αγγλοσάξονες αλλά και οι Γάλλοι και οι πρώην Σοβιετικοί αναγκάστηκαν να επεξεργαστούν ειδοποιούς διαφορές και εξειδικευμένα ζητήματα που αφορούσαν την αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου, τόσο σε επίπεδο υπερδυνάμεων όσο και το συνδεδεμένο με αυτά ευρωστρατηγικό επίπεδο.

Παρενθετικά σημειώνεται ότι στην συζήτηση αυτή ο υποφαινόμενος συμμετείχε στην διεθνή βιβλιογραφία με εκτεταμένες Αγγλικές μονογραφίες και δοκίμια. Ιδιαίτερα στο «Nuclear Strategy and European Security dilemmas» εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, τα στρατηγικά δόγματα των υπερδυνάμεων, η στρατηγική κάλυψη της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Επίσης, οι ευρύτερες στρατηγικές πτυχές του «Γερμανικού ζητήματος», η Κλαουζεβιτσιανή λογική για την σχέση πολέμου και πολιτικής και το πώς αυτά επηρεάζουν την συγκρότηση και οι καταμαρτυρούμενα επαναλαμβανόμενες διαβαθμίσεις των στρατηγικών δογμάτων των κρατών. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν με πολύ πιο σύντομο τρόπο και προσαρμοσμένα στα Ελληνικά δεδομένα στο «Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική» (1992) στο δικό μου μέρος. Ούτε μια λέξη δεν χρειάζεται να αλλάξει από το βιβλίο αυτό (εξαντλημένο και επανεκδίδεται συμπληρωμένο με αναφορές για το πως προσανατολίζεται το διεθνές σύστημα ενώ προχωρούμε βαθύτερα στον 21 αιώνα).

Καταληκτικά, ενώ οι συντελεστές σχεδόν όλου του φάσματος του Ελληνικού κράτους λειτουργούν σπασμωδικά ο πόλεμος της Ουκρανίας δημιουργεί νέα δεδομένα όσον αφορά την Τουρκική απειλή. Μιλώντας για το θέμα κανείς οφείλει να μιλά υπεύθυνα και αυτό δεν είναι εύκολο. Είναι ανέφικτο για όσους εκπέμπουν γνώμες ή υπόγεια υποκινούμενα επικοινωνιακά τεχνάσματα και για όσους δεν έχουν διαβάσει ή καν σκεφτεί για τα στρατηγικά προβλήματα της χώρας. Αυτές οι επισημάνσεις σκοπό έχουν, μεταξύ άλλων, να υπογραμμίσουν δύο πράγματα.

Πρώτον, ότι η τουρκική απειλή απαιτείται να εκτιμηθεί σωστά –υπάρχουν ορισμοί της έννοιας απειλή και τυπολογίες ιεράρχησής της, στο προαναφερθέν «Αποτρεπτική Στρατηγική» έγιναν ορισμοί της απειλής– και να χαραχθεί άμεσα μια στρατηγική αποτελεσματικής αποτροπής. Έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολλές δεκαετίες αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να γίνει στην παρούσα συγκυρία. Ακόμη και ο παραμικρός κατευνασμός οδηγεί σε ήττα χωρίς πόλεμο και αμέσως μετά και σε πόλεμο. Η ιστορία αυτό διδάσκει.

Δεύτερον, χρήζει να επαναφερθούν στο τραπέζι των συζητήσεων τα κύρια και σημαντικά της δεκαετίας του 1990 πριν αρχίσουν οι κατευνασμοί κάθε είδους. Η κατάσταση δεν είναι η ίδια και η τουρκική απειλή ακόμη οξύτερη, διευρυμένη και σύμφωνα με πάγιους ορισμούς «απέραντη» (ασαφές τι θα εκπληρώσει το κράτος που εγείρει αναθεωρητικές αξιώσεις εάν η επίθεση είναι νικηφόρα).

Όπως ήδη αναφέρθηκε η παρέμβαση του Κονδύλη μέσα της δεκαετίας του 1990 έγινε αντικείμενο απίστευτων επιθέσεων και χαρακτηρισμών που ερμηνεύουν τον κατήφορο των δημόσιων συζητήσεων. Η αντίδραση του υποφαινόμενου όταν ο Παναγιώτης Κονδύλης δέχθηκε απίστευτες επιθέσεις ήταν ακαριαία. Μας δόθηκε η ευκαιρία, επίσης, να αναλυθούν στην Ελληνική γλώσσα και με πιο εξειδικευμένο τρόπο μερικά πράγματα κρίσιμης στρατηγικής σημασίας (τότε και πολύ περισσότερο συγκαιρινά). Ιδιαίτερα το δοκίμιο στο περιοδικό «Πτήση-Διάστημα» η ανάλυση κάλυψε κλασικής και διαχρονικής σημασίας ζητήματα των οποίων αλλάζουν προς το χειρότερο μερικές προϋποθέσεις αλλά όχι η ουσία και η (στρατηγική) προσέγγιση που απαιτείται να υιοθετεί ένα βιώσιμο κράτος. Και επειδή ακριβώς σχεδόν πάντα υπάρχει αμυνόμενος/αποτρέπων και απειλών/επιτιθέμενος η διαλεκτική σχέση άμυνας και επίθεσης είναι ένα υψίστης σημασίας ζήτημα που η παρέμβαση του Κονδύλη μας έδωσε την ευκαιρία να εξεταστούν συγκεκριμένες ειδοποιοί διαφορές.

Εν μέσω μεγάλης διεθνούς κρίσης και νέων δεδομένων στην διεθνή πολιτική επαναφέρεται αυτή η ανάλυση, όχι μόνο επειδή αναλύονται διαχρονικά ζητήματα της στρατηγικής θεωρίας, αλλά κυρίως  επειδή κάθε λέξη, κάθε διατύπωση και κάθε συμπέρασμα ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα απ’ ότι την δεκαετία του 1990.

Ο πόλεμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται να κυριαρχούν ανεύθυνες και επικίνδυνες γνώμες. Εξάλλου, όπως σωστά έγραψε ο Martin Wight, το πόσο αξιόπιστη είναι μια ανάλυση διεθνών σχέσεων εξαρτάται από το τι λέει ο συγγραφέας ενός κειμένου για τον πόλεμο. Παρόμοια και ο Kenneth Waltz υπογραμμίζει ότι: «η διάγνωση των αιτιών πολέμου είναι το αντίστοιχο της ιατρικής. Λάθος διάγνωση, λάθος θεραπεία και βλάβες ή θάνατος».

Αρχές της τρίτης Μεταψυχροπολεμικής δεκαετίας δεν είναι μόνο οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας που κινούνται στην κόψη του ξυραφιού αλλά και ευρύτερα οι πλανητικές και περιφερειακές σχέσεις. Αναζητώντας νέα ισορροπία στο βάθος του 21 αιώνα οι στρατηγικές εξελίξεις είναι καταιγιστικές και οι ανακατατάξεις ανελέητες για τους απρόσεκτους.

ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΟΝΔΥΛΗ ΣΤΟ «ΒΗΜΑ» ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ», ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ «ΒΗΜΑ» ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟ ΕΚΤΕΝΕΣΤΕΡΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΣΤΟ «ΠΤΗΣΗ».

Παναγιώτης Κονδύλης «Θεωρία του πολέμου» (Εκδόσεις Θεμέλιο). Δημοσιεύτηκε στο Βήμα στις 9.11.1997 ως προδημοσίευση της κυκλοφορίας του βιβλίου την επομένη.

Η έκταση της τουρκικής επικράτειας είναι εξαπλάσια από την ελληνική και συνιστά σχεδόν εξ ολοκλήρου (δηλαδή με εξαίρεση το μικρό ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας) χώρο συμπαγή και ολότμητο, ενώ ο ελληνικός χώρος (και μάλιστα η κρίσιμη ως θέατρο πολέμου περιοχή ολόκληρου του Αιγαίου καθώς και η βόρεια Ελλάδα από τον Εβρο μέχρι τη Θεσσαλονίκη) αποτελείται από κατεσπαρμένα και μεμονωμένα εδάφη (νησιά) ή στενές λωρίδες. Το στρατηγικό πλεονέκτημα που δίνει η τέτοια κατανομή του χώρου στην τουρκική πλευρά είναι προφανές. Ο κατακερματισμένος ελληνικός χώρος μπορεί να καταληφθεί και να κρατηθεί κατά τμήματα, ακόμα και πολύ μικρά· ο εχθρός δεν είναι υποχρεωμένος να εμπλακεί στην πολεμική περιπέτεια κατάληψης ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας προκειμένου ν’ αποσπάσει ένα τμήμα της, όποιο θέλει ή εν πάση περιπτώσει όποιο μπορεί· αφού καταλάβει ένα τμήμα, έχει τη δυνατότητα, εφ’ όσον υπερέχει στρατιωτικά, να εδραιώσει την καινούργια κατάσταση, δημιουργώντας σε σχετικά σύντομο διάστημα τετελεσμένα γεγονότα. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα (με ελάχιστες παρήγορες εξαιρέσεις) να αποσπάσει από τον μεγάλο και συμπαγή τουρκικό γεωγραφικό όγκο ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι χωρίς να περιπλακεί, mutatis mutandis, στο τραγικό δίλημμα του 1922.
Πώς μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει, σε περίπτωση πολέμου, τα σοβαρά γεωγραφικά της μειονεκτήματα; Θα επισημάνουμε τέσσερα σημεία. (…) Ας αρχίσουμε από το ζήτημα των πιθανών εδαφικών απωλειών και κερδών, καθώς μου φαίνεται προφανές ότι η τουρκική πλευρά θα συνδέσει την αιτιολόγηση και τη διεξαγωγή του πολέμου εκ μέρους της με εδαφικές διεκδικήσεις. Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ελληνική πλευρά θα έκανε πολύ άσχημα να περιορισθεί στην υπεράσπιση των προσβαλλομένων εδαφών της. Αν αυτά ήσαν περισσότερα του ενός και αν δεν ήταν δυνατή η επιτυχής υπεράσπιση όλων τους, τότε οι Τούρκοι θα είχαν στο τέλος ένα καθαρό κέρδος, έστω και αν αυτό ήταν μικρό ή εκ των υστέρων φαινόταν «δυσανάλογο» (η έννοια είναι βέβαια σχετική) προς τις αντίστοιχες θυσίες. Γι’ αυτόν τον λόγο η ελληνική πλευρά πρέπει κατά το δυνατόν να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη, είτε ως αντιστάθμισμα για μόνιμες δικές της απώλειες είτε ως πιθανό αντάλλαγμα σε μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις. Το πού πρέπει να αναζητηθούν τα κέρδη αυτά, με δεδομένο τον κατά βάση συμπαγή και ολότμητο χαρακτήρα του τουρκικού εθνικού χώρου, μας το δείχνει μια γρήγορη επισκόπηση των τριών πιθανών θεάτρων του πολέμου: της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου. Στη Θράκη, ή μάλλον στον Εβρο, η πυκνή συγκέντρωση στρατευμάτων και από τις δύο πλευρές σημαίνει ότι όποιος καταφέρει να διασπάσει πρώτος τις αντίπαλες γραμμές θα έχει τη δυνατότητα να αποκόψει αμέσως, μ’ έναν κυκλωτικό ελιγμό σχεδόν επί τόπου, μεγάλες εχθρικές μονάδες.
Όμως αυτός δεν είναι ο μόνος λόγος, για τον οποίο οι ελληνικές δυνάμεις θα πρέπει εξ αρχής να επιδιώξουν με κάθε θυσία (και η πυκνή συγκέντρωση θα απαιτήσει κατά πάσα πιθανότητα σοβαρές θυσίες) τη διάσπαση του εχθρικού μετώπου και να μην αρκεσθούν σε μιαν παθητική άμυνα. Μια γρήγορη προέλαση τεθωρακισμένων μονάδων στην Ανατολική Θράκη, την οποία ευνοεί το πεδινό έδαφος και οι περιορισμένες αποστάσεις, θα μπορούσε να αποφέρει στην Ελλάδα το σημαντικότερο πιθανό αντίβαρο απέναντι σε οποιεσδήποτε εδαφικές απώλειες σε άλλες περιοχές.
Πράγματι, πουθενά αλλού εκτός από τη Θράκη η ελληνική πλευρά δεν έχει τη δυνατότητα αξιόλογης κατάκτησης εδαφών, οσοδήποτε περιορισμένη κι αν κρίνει κανείς αυτή τη δυνατότητα· πάντως υπάρχει, κι αφού είναι η μόνη πρέπει να αξιοποιηθεί στο έπακρο και με συνέπεια. Στο θέατρο του Αιγαίου, καθώς είπαμε, δεν έχει κανένα νόημα η προσπάθεια δημιουργίας προγεφυρωμάτων στη μικρασιατική ακτή, έστω κι αν τα προγεφυρώματα αυτά θα μπορούσαν να κρατηθούν για λίγο· η μόνη ενέργεια, η οποία θα μπορούσε ν’ αποφέρει εδώ εδαφικά οφέλη, θα ήταν μια κατάληψη της Ιμβρου και της Τενέδου, υπό την προϋπόθεση ότι το ελληνικό ναυτικό θα ήταν σε θέση να την καλύψει (την αεροπορική κάλυψη τη θεωρούμε θεμελιώδη και αυτονόητη τόσο σε μιαν απόβαση στα νησιά όσο και σε μιαν προέλαση στη Θράκη· όμως το πρόβλημα της κυριαρχίας στον εναέριο χώρο είναι τόσο κρίσιμο, ώστε θα μιλήσουμε γι’ αυτό χωριστά).


Τέλος, στην Κύπρο η ελληνική πλευρά πολύ λίγα πράγματα έχει να περιμένει. Και αν μπορέσει να υπερασπίσει κάτι, αυτό θα είναι δυνατόν μονάχα εάν ο κυπριακός πληθυσμός στο σύνολό του φανεί διατεθειμένος να πολεμήσει, αν χρειαστεί, με νύχια και με δόντια. Αυτό δυστυχώς, δεν έγινε το 1974, όταν είδαμε βέβαια την τραγωδία των Κυπρίων, αλλά δεν είδαμε μιαν επίμονη παλλαϊκή αντίσταση μέχρις εσχάτων. Όμως τούτη τη φορά δεν υπάρχει νότος για να καταφύγει κανείς. Υπάρχει μόνον η θάλασσα.
Το δεύτερο σημείο, που επιθυμούμε να υπογραμμίσουμε, είναι η ανάγκη συγκέντρωσης των δυνάμεων. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός του ελληνικού χώρου γεννά εύκολα τον πειρασμό αντίστοιχου κατακερματισμού των ενόπλων δυνάμεων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η κατά το δυνατόν πληρέστερη κάλυψή του. Ο πειρασμός αυτός μπορεί να αποβεί θανάσιμος, άλλωστε και ο σκοπός είναι καθ’ εαυτόν ουτοπικός. Η αριθμητική υπεροχή της τουρκικής πλευράς και το πλήθος των πιθανών στόχων της τής δίνει εξ αντικειμένου ορισμένα περιθώρια επιλογής και εκτέλεσης παραπλανητικών αποβατικών και άλλων κινήσεων με σκοπό να ενταθεί ο έτσι κι αλλιώς υπαρκτός ελληνικός πειρασμός του κατακερματισμού των δυνάμεων. Αντίστοιχα μεγάλη επαγρύπνηση και διαίσθηση απαιτείται από την πλευρά της ελληνικής ηγεσίας, η οποία θα πρέπει να ξεκόψει εξ αρχής από την αντίληψη ότι είναι δυνατή η ίση προστασία των πάντων, θα πρέπει επίσης, λόγω της αριθμητικής μειονεξίας και της απόλυτης αναγκαιότητας αεροπορικής παρουσίας σε όλα τα καίρια επιχειρησιακά σημεία, να θέσει σε δευτερεύουσα και τριτεύουσα μοίρα την προάσπιση πόλεων και αμάχων πληθυσμών και να επικεντρώσει τα διαθέσιμά της όχι στην κάλυψη χώρου, αλλά αποκλειστικά στη συντριβή του κύριου όγκου των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, εκεί όπου αυτές θα ρίξουν το βάρος τους και ει δυνατόν πριν προλάβουν να αναπτυχθούν πλήρως. Προκειμένου να εκπληρωθεί ο υπέρτατος αυτός σκοπός ίσως χρειασθεί να διακινδυνεύσει ο αριθμητικά υποδεέστερος την απώλεια εδαφών ή και τη διεξαγωγή επιχειρήσεων με ανοιχτά τα πλευρά του, πράγμα που θα πρέπει ν’ αναπληρώνει με ευελιξία και ταχύτητα.
Όμως η τελική έκβαση θα κριθεί με βάση τα όσα θα γίνουν στο επίπεδο εκείνο που άπτεται της ίδιας της ουσίας του πολέμου. Πόλεμος σημαίνει πρωταρχικά επιδίωξη συντριβής των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων, απ’ αυτήν εξαρτώνται κι απ’ αυτήν απορρέουν όλα τα άλλα. Και εάν αυτή επιτευχθεί, τότε αναπληρώνονται αργά ή γρήγορα όλα, όσα θυσίασε κανείς θέλοντας να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του την αποφασιστική στιγμή στο αποφασιστικό σημείο.
Κατά τρίτον λόγο, η ελληνική πλευρά δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τα γεωγραφικά της μειονεκτήματα έναντι της τουρκικής αν δεν καλύπτει με ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας και όχι απλώς τα θέατρα του πολέμου και περιορισμένο βάθος του χώρου γύρω τους. Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε γιατί. Το μικρό βάθος του ελληνικού χώρου δίνει στην τουρκική πλευρά τη δυνατότητα να πλήξει ολόκληρη την επιφάνειά του με όπλα μικρότερου βεληνεκούς (ήδη η Τουρκία αποκτά αμερικανικούς πυραύλους ATACMS με βεληνεκές 120-300 χλμ.) καθώς και με αεροπλάνα που διαθέτουν μικρότερη ωφέλιμη ακτίνα δράσεως από τα ελληνικά. Αλλά και αντίστροφα: το συγκριτικά μεγάλο βάθος του τουρκικού χώρου επιτρέπει να αποσυρθούν στο εσωτερικό του, δηλαδή πέρα από την εμβέλεια της ελληνικής δύναμης πυρός, όπλα μεγαλυτέρου βεληνεκούς (η Τουρκία έφτασε να συζητεί ακόμα και με την Κίνα την αγορά πυραύλων εδάφους – εδάφους μεγάλου βεληνεκούς) καθώς και αεροπλάνα με μεγαλύτερη ωφέλιμη ακτίνα δράσεως· ας σημειωθεί ότι τα τουρκικά αεροπλάνα μπορούν, ξεκινώντας από τα μακρινότερα ως προς εμάς αεροδρόμια της Ανατολίας (Μπάτμαν, Ερζουρούμ), να ανεφοδιάζονται στον αέρα όσο ακόμα βρίσκονται μέσα στον τουρκικό εναέριο χώρο και να εκτελούν έτσι αποστολές μέσα στην ελληνική επικράτεια σα να είχαν απογειωθεί από αεροδρόμια των μικρασιατικών παραλίων. Ετσι, σε περίπτωση σύρραξης, η ελληνική πλευρά, ακόμα κι αν θα επιθυμούσε να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο με ένα προληπτικό χτύπημα, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι θα έβρισκε τον κορμό των αεροπορικών δυνάμεων στα πλησιέστερα αεροδρόμια.
Το κρίσιμο τούτο πρόβλημα λύνεται μόνον με πυραυλικά συστήματα κατάλληλου βεληνεκούς και με ουσιώδεις δυνατότητες ανεφοδιασμού των ελληνικών αεροπλάνων στον αέρα (π.χ. μεταξύ Κρήτης και Κύπρου). Τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλούστερα, εννοείται, αν η Ελλάδα και η Κύπρος δεν ήσαν κράτη με de facto μειωμένα κυριαρχικά δικαιώματα, αν δηλαδή οι αποφάσεις τους δεν εξαρτιούνταν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα από το τι ανέχονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και το τι θεωρεί ως casus belli η Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, η κυρίαρχη κυπριακή κυβέρνηση θα καλούσε την κυρίαρχη ελληνική κυβέρνηση να εγκαταστήσει αεροπορικές δυνάμεις στο έδαφός της, οι οποίες θα μπορούσαν να πλήξουν άμεσα την καρδιά και τα νώτα της τουρκικής επικράτειας. Στο κάτω – κάτω η Ελλάδα είναι εξ ίσου εγγυήτρια Δύναμη του κυπριακού κράτους και επομένως έχει τουλάχιστον τα ίδια δικαιώματα με την Τουρκία να εγκαταστήσει εκεί τις ένοπλες δυνάμεις της. Αλλά τέτοιες παλικαριές ούτε καν να τις ονειρευθεί δεν τολμά όποιος είναι υποχρεωμένος να επαιτήσει το τελευταίο ανταλλακτικό και την τελευταία βίδα.
Τέταρτο και τελευταίο, μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας η ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Το πρώτο πλήγμα το επιβάλλει σήμερα όχι κάποια «πολεμοχαρής» διάθεση, αλλά η λογική των σύγχρονων οπλικών συστημάτων: η λογική του μέσου αυτονομείται, όπως αναφέραμε στις εισαγωγικές μας παρατηρήσεις, και προσδιορίζει ουσιωδώς τον προσανατολισμό της πολεμικής στρατηγικής. Αν η ελληνική πλευρά, λέγοντας «αμυντικό δόγμα», εννοεί ότι, φοβούμενη μήπως εκτεθεί στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης και των συμμάχων, προτίθεται σε οποιαδήποτε περίπτωση (γενικού) πολέμου να αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και το πλεονέκτημα του πρώτου (μαζικού) πλήγματος στον εχθρό, τότε έχει κατά πάσα πιθανότητα υπογράψει μόνη της και εκ προοιμίου την καταδίκη της. Με δεδομένη την τουρκική υπεροπλία και τη γενικότερη τουρκική γεωπολιτική υπεροχή ένα (μαζικό) πρώτο πλήγμα εξ ανατολών θα παραλύσει τεχνικά, αλλά και ψυχολογικά την ελληνική πλευρά.
Σε παλαιότερους πολέμους, διεξαγόμενους στην ξηρά, μπορούσε ενδεχομένως να αφεθεί στον εχθρό η επιθετική πρωτοβουλία ως ότου εξαντλήσει τις δυνάμεις του. Ομως αυτό προϋπέθετε ότι ο αμυνόμενος κατείχε θέσεις φυσικά ή τεχνητά οχυρές που του επέτρεπαν να κρατήσει τις δικές του δυνάμεις σχετικά αλώβητες ώσπου να περάσει στην αντεπίθεση. Σήμερα, η δύναμη και το βεληνεκές του πυρός από κάθε κατεύθυνση προς κάθε κατεύθυνση και η μετάθεση του πολεμικού κέντρου βάρους από την ξηρά στον αέρα ακυρώνει αυτήν την προϋπόθεση· δεν υπάρχουν πια κρυψώνες για τις ένοπλες δυνάμεις, και το (μαζικό) πρώτο πλήγμα αποσκοπεί ακριβώς στην εξουδετέρωση των μέσων μιας αντεπίθεσης σε ευρεία κλίμακα. Οι ίδιοι αυτοί τεχνικοί παράγοντες καθιστούν τον χρόνο αποφασιστικό μέγεθος, με άλλα λόγια προσδίδουν στην εναρκτήρια φάση του πολέμου καθοριστική σημασία· ό,τι δεν κερδίζεται ή ό,τι χάνεται στη φάση αυτή είναι δυσκολότατο ν’ αποκτηθεί ή να αναπληρωθεί κατόπιν. Γι’ αυτό και το πρώτο πλήγμα, το οποίο εγκαινιάζει την καθοριστική εναρκτήρια φάση του πολέμου, πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μαζικότερο και καιριότερο. Πρώτο πλήγμα, με τη στρατηγική σημασία του όρου, δεν είναι ο πρώτος τυχόν πυροβολισμός που πέφτει κατά το πρώτο «θερμό επεισόδιο» μιας πολεμικής αντιπαράθεσης· είναι μια συντονισμένη και ακαριαία ενέργεια όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων προς εκμηδένιση των ζωτικών σημείων του εχθρικού πολεμικού δυναμικού, ιδίως όσων εμφανίζονται κρίσιμα μέσα στη δεδομένη συγκυρία.
Μπορεί να καταφερθεί στο πλαίσιο της κλιμάκωσης ενός τοπικού «θερμού επεισοδίου», αλλά και πολύ νωρίτερα ακόμα, όταν δηλαδή διαπιστωθεί ότι επίκειται έτσι κι αλλιώς εχθρική επίθεση· το επιτελικό σχέδιο του πρώτου πλήγματος πρέπει λοιπόν να βρίσκεται στο συρτάρι ήδη από καιρό ειρήνης, χωρίς αυτό να σημαίνει καθόλου ότι όποιος το έχει καταστρώσει και όποιος θα το εφαρμόσει είναι αναγκαία ο επιτιθέμενος με την ιστορική και πολιτική έννοια του όρου. Καθώς το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται, ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία· ανεξάρτητα από εθνικές μυθολογίες, το γεγονός τούτο δεν έχει καμμία σχέση με ηθικές ή φυλετικές ιδιότητες, αλλά οφείλεται στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων, και τα πράγματα θα αντιστρέφονταν αν αντιστρεφόταν και ο συσχετισμός των δυνάμεων. Αλλά όποιος, θέλοντας και μη, υιοθετεί αμυντική στρατηγική στο ιστορικό και στο πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο υποχρεωμένος να υιοθετήσει αμυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο. Τα δύο επίπεδα δεν πρέπει να συγχέονται κατά κανένα τρόπο.
Αλλο είναι η άμυνα ως ιστορικοπολιτικός σκοπός και άλλο η άμυνα ως στρατιωτικό μέσο, άλλο ο αμυντικός χαρακτήρας ενός πολέμου και άλλο η αμυντική διεξαγωγή ενός πολέμου. Αλλωστε από στρατιωτική άποψη η καθαρά αμυντική διεξαγωγή πολέμου στερείται νοήματος και είναι πρακτικά αδύνατη. Αν την παίρναμε στα σοβαρά, θα σήμαινε ότι ο επιτιθέμενος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ατιμώρητα, διατρέχοντας απλώς τον κίνδυνο να επανέλθει στην αρχική του θέση και να προετοιμασθεί για να ξαναδοκιμάσει. Καμμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιον σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος.

Δοκίμιο (Π. Ήφαιστος) στο Πτήση – Διάστημα – Περιοδικό «Πτήση-Διάστημα» – 1998 

Στα ελάχιστα κείμενα στρατηγικής ανάλυσης της Ελληνικής βιβλιογραφίας προστίθεται το διεθνών προδιαγραφών και κλασικό στο είδος του βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Θεωρία του Πολέμου (Εκδ. Θεμέλιο., Αθήνα, 1997), για το οποίο ήδη έγινε λόγος στην επιφυλλίδα μου του προηγούμενου τεύχους της «Πτήσης».

Πρόκειται για βιβλίο που εκδόθηκε στη Γερμανική γλώσσα το 1988 και που μεταφράσθηκε στα Ελληνικά με σημαντικές προσθήκες ως προς ορισμένες πτυχές του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς περιβάλλοντος, καθώς και με ένα επίμετρο για ορισμένες στρατηγικές πτυχές των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας.

Εκτιμώ ότι, το κυρίως κείμενο ίσως είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα της διεθνούς βιβλιογραφίας για το θέμα που πραγματεύεται, δηλαδή, τις ιδέες των Κλάουζεβιτζ, Μάρξ, Έγκελς, Λένιν, και όχι μόνον. Για όσους έχουν υπόψη τους τα έργα του Κλάουζεβιτζ και τις μονογραφίες του Ραϊμόν Αρόν για την Κλαουζεβιτζιανή θεωρία του πολέμου, ανάγνωση μερικών μόνον σελίδων του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη αφήνει τον αναγνώστη με την εντύπωση πως ο διακεκριμένος Έλληνας στοχαστής, ενίοτε, ξεπερνά τους κλασικούς που επέλεξε ως σημείο αναφοράς της ανάλυσής του.

Στην διεθνή βιβλιογραφία, σπάνια βρίσκει κάποιος αναλυτές που επιτυγχάνουν τις επιδόσεις του Παναγιώτη Κονδύλη. Με γνωστικό βάθος και γνωστική ευρύτητα ως προς ένα ευρύ φάσμα αλληλοσυνδεδεμένων επιστημών (φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ιστορία των ιδεών, ιστορία των διεθνών σχέσεων, πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, θεωρία διεθνών σχέσεων και στρατηγική ανάλυση), ο Παναγιώτης Κονδύλης κατορθώνει να προσφέρει κλασικά κείμενα που ο χρόνος θα αποδείξει την τεράστια προσφορά του. Οι δικές μου αναφορές που ακολουθούν αφήνουν τον σχολιασμό του κυρίως μέρους του βιβλίου – δηλαδή την ανάλυση του Κλάουζεβιτζ και άλλων κλασικών – για ένα άλλο σχόλιο ή για παραπομπές σε πιο εξειδικευμένες αναλύσεις στις οποίες η αναφορά στο έργο του Κονδύλη είναι πλέον υποχρεωτική.

Στις γραμμές που ακολουθούν θα σχολιάσω μερικά μόνον ζητήματα του επιμέτρου του βιβλίου του Παναγιώτη Κονδύλη που αφορούν την Ελλάδα. Για την ανάλυση αυτή, έγιναν ήδη ορισμένοι κακεντρεχείς χαρακτηρισμοί κατά του προσώπου του διακεκριμένου Έλληνα στοχαστή, γεγονός που προκαλεί θλίψη αλλά και ανησυχία για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα καθώς και για τις φασιστικές / μακαρθικές τάσεις που ολοένα και περισσότερο εμποδίζουν τον ελεύθερο στοχασμό.

Οι επιθέσεις κατά του Παναγιώτη Κονδύλη με αφορμή το έξοχο έργο του, μου θύμισε έντονα τον Κωσταντίνο Τσάτσο όταν, πρίν δύο περίπου χρόνια περιέγραψε τις ανησυχητικές τάσεις που αναπτύσσονται στον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα σήμερα. Όπως έγραψε ο κ Τσάτσος, ενώ ακόμη και η ζούγκλα υπόκειται σε κάποιους κανόνες, ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα τους στερείται: «ο διάλογος καθορίζεται από οπλοφορούντες. Με τους οπλοφορούντες συμφωνείς ή εκτελείσαι. Χυδαιογραφούντες και χυδαιοπραγούντες, αλλά και έμμεσα όσοι τους στηρίζουν» (….) γενικεύουν τον διάλογο «καθιστώντας έτσι πολλούς τμήμα μιας διαδικασίας που θυμίζει και μυρίζει χοιροστάσιο».

Ακριβώς, επειδή η ανάλυση που κατατίθεται τόσο στον κύριο κορμό του βιβλίου όσο και στο επίμετρό του είναι στρατηγικός προβληματισμός που βρίσκεται στην αιχμή της θεωρίας, ο Παναγιώτης Κονδύλης, δεν έπρεπε ίσως να ασχοληθεί με αφελή και ανόητα σχόλια μπερδεμένων εγκεφάλων που εκτονώνουν την φασιστική τους νοοτροπία και ταλανίζουν τους Έλληνες αναγνώστες.

Το επίμετρο του έξοχου αυτού έργου αφιερώνεται στην Ελλάδα και κυρίως στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς Ελλάδας – Τουρκίας. Η μεγάλη αξία του επιμέτρου του βιβλίου του ΠΚ δεν έγκειται μόνον στην σύντομη – αλλά εξόχως θεμελιωμένη – αναφορά στο ολοένα διογκούμενο γεωπολιτικό ανισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πτυχή που πρέπει να κατανοηθεί πλήρως από τους Έλληνες πολιτικούς προτού είναι πολύ αργά.

Ο ΠΚ προχωρεί, επίσης, στην επισκόπηση των προσανατολισμών ανάπτυξης ελληνικού στρατηγικού δόγματος που θα καθιστούσε αξιόπιστη την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική ενόψει του ολοένα και πιο δυσμενούς γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού συσχετισμού μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής ο υπογράφων ανέπτυξε ορισμένες αρχικές σκέψεις το 1992 στο εισαγωγικό βιβλίο «Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική» σελ. 83 – 105 αλλά και σε μικρότερα κείμενα στην «Ελευθεροτυπία» («αντεπιθετική στρατηγική», 23.3.1993), «Τα Νέα» (Στρατηγική Νίκης, 23.10.1997)  και στην Πτήση («αντεπιθετική απάντηση στην Τουρκική Απειλή», Νοέμβριος 1997).

Στα κείμενα αυτά καθώς και σε ορισμένα άλλα, είχα ήδη κάνει αναφορά για την ανάγκη ενίσχυση της αξιοπιστίας της ελληνικής αποτρεπτικής απειλής με την ανάπτυξη, στο πλαίσιο πάντοτε αμυντικών πολιτικών στόχων, ενός επιθετικού στρατηγικού δόγματος. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, ο Παναγιώτης Κονδύλης, πολύ εύστοχα, επισημαίνει (σελ. 398) ότι, «όποιος θέλοντας και μη, υιοθετεί αμυντική στρατηγική στο ιστορικό και πολιτικό επίπεδο, δεν είναι γι’ αυτόν και μόνον τον λόγο υποχρεωμένος να υιοθετήσει αμυντική στρατηγική στο στρατιωτικό επίπεδο».

«Άμυνα» / «επίθεση» και στρατηγικό δόγμα

Όσοι ασχολήθηκαν, έστω και στοιχειωδώς, με την σύγχρονη στρατηγική, είναι γνωστό πως η ανάλυση για την στρατιωτική ικανότητα «πρώτου πλήγματος» εντάσσεται στην προβληματική άμυνα / επίθεση και αμυντικό / επιθετικό στρατηγικό  δόγμα.

Το ζήτημα άμυνα / επίθεση, δεν αναφέρεται, κατ’ ανάγκη, σε πολιτικές επιδιώξεις επιθετικού χαρακτήρα. Όταν αναφέρεται στο στρατηγικό δόγμα ενός αμυνόμενου κράτους, σχετίζεται με την ανάγκη εξορθολογισμού των αμυντικών επιλογών με τρόπο που να καθιστά πιο αξιόπιστη, πιο εύρωστη και γι’ αυτό πιο αποτρεπτική την εθνική στρατηγική.

Η ανάπτυξη αμυντικών ή επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων καθώς και του ανάλογου στρατηγικού δόγματος, μεταξύ άλλων,  σχετίζεται με

       την μορφή της απειλής, δηλαδή τις πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις του επιτιθεμένου,

       την διάταξη, δομή και ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου,

       το στρατηγικό δόγμα του αντιπάλου,

       τις στρατιωτικές ανάγκες στην περίπτωση κάλυψης στόχων εκτός κρατικών συνόρων (προεκτεταμένη αποτροπή),

       τις τεχνολογικές ικανότητες του αποτρέποντος και του αποτρεπομένου και

       την ποσότητα / ποιότητα των οπλικών συστημάτων σ’ όλο το φάσμα της αντιπαράθεσης.

Στην αποτροπή, έχουμε επιθετική (ή, ορθότερα, αντεπιθετική) στρατηγική, όταν το αμυντικό δόγμα και η διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αποσκοπεί, κατά κύριο λόγο, στην όσο το δυνατό πιο έγκαιρη (αμέσως πριν ή αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών ή κατά την διάρκεια μιας ενδεχομένης κλιμάκωσης) καταστροφή του κυρίως σώματος των ενόπλων δυνάμεων ή άλλων ζωτικών στόχων του αντιπάλου.

Επίσης, ακόμη και εάν το αμυνόμενο κράτος ουδόλως  αποσκοπεί στην προσάρτηση εδαφών, ένα στρατηγικό δόγμα αντεπιθετικού χαρακτήρα, για διαπραγματευτικούς και μόνον λόγους, σχεδιάζει την κατάληψη εχθρικού εδάφους και την καταστροφή κάθε στόχου που θα αποδυναμώσει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του επιτιθεμένου.

Ουσιαστικά, οποιοσδήποτε στόχος που αποδυναμώνει δραστικά την στρατιωτική ικανότητα του αντιπάλου και / ή πλήττει σημαντικούς στόχους εις βάθος εντός της επικράτειάς του θεωρείται επιθετικού ή αντεπιθετικού χαρακτήρα. Αντίστοιχα, «αμυντική» στρατηγική ή στρατηγική απόκρουσης έχουμε όταν, με δεδομένους τους περιορισμένους στρατιωτικούς στόχους του αντιπάλου, σκοπός είναι περισσότερο η προστασία της εδαφικής επικράτειας και λιγότερο η προέλαση ή η καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου και η κατάληψη εχθρικού εδάφους.

Συναφώς, είναι ένα πράγμα να αμυνθείς όταν δεχθείς επίθεση και άλλο πράγμα όταν οι αποτρεπτικοί σου στόχοι σε συνάρτηση με τους επιθετικούς στόχους του αντιπάλου δημιουργούν ανάγκη αποτρεπτικών ικανοτήτων αντεπίθεσης και ανταπόδωσης (ή ακόμη και «έγκαιρου» πρώτου κτυπήματος) εις βάθος εντός της επικράτειας του επιτιθεμένου καθώς και κατά στόχων που πλήττουν καίρια την στρατιωτική του ικανότητα.

Το δίλημμα ανακύπτει επειδή, ακριβώς, είναι γνωστό πως η αποτροπή είναι τόσο ισχυρότερη όσο ο αποτρέπων είναι ικανός όχι μόνον να αμυνθεί στο έδαφός του αλλά και να αντεπιτεθεί ανταποδίδοντας καίριο κτύπημα κατά των ζωτικών ικανοτήτων του επιτιθέμενου. Δηλαδή, σ’ αυτή την περίπτωση – και μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση οδηγεί το στρατιωτικό ανισοζύγιο Ελλάδας / Τουρκίας – το πιθανό κόστος του επιτιθέμενου πρέπει να είναι όχι μόνον η αποτυχία των επεκτατικών του επιδιώξεων αλλά επίσης, η αξιόπιστη ικανότητα αντεπιθετικών κτυπημάτων με βαρύτατες γι’ αυτόν συνέπειες. Βεβαίως, για τον αμυνόμενο / αποτρέποντα, το ιδανικό θα ήταν να είχε τόσο αμυντικές όσο και επιθετικές στρατιωτικές ικανότητες.

Όμως, εάν για διάφορους λόγους – όπως στην περίπτωσή μας όπου η άγνοια και ο εφησυχασμός οδηγεί σε τρομακτικό ανισοζύγιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας– η αποτροπή δίνει πλέον το προβάδισμα στις επιθετικού χαρακτήρα στρατιωτικές ικανότητες. Επιβάλλεται να τονισθεί η ευθύνη αυτών που στο παρελθόν υποστήριξαν την αποδυνάμωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Το αποτέλεσμα των θέσεων και ενεργειών τους μας οδήγησε στην σημερινή κατάσταση, όπου, ενδεχομένως, επιβάλλεται να καταφύγουμε στην λύση εσχάτης ανάγκης, δηλαδή στην ανάπτυξη επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων στο πλαίσιο των αμυντικών πολιτικών μας στόχων.

Για ευθύνες, κάποιος δεν έχει παρά να ανατρέξει στις συζητήσεις για τον αμυντικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα στην συζήτηση στην Βουλή τον Δεκέμβριο 1995, αλλά και σε μπουρδολογίες με μανδύα σοβαροφανών αναλύσεων που ρυπαίνουν τον δημόσιο διάλογο, κυρίως σε ορισμένα κυριακάτικα φύλλα.

Σε κάθε περίπτωση, εάν η Ελλάδα δεν ακολουθούσε τον ολισθηρό δρόμο του κατευνασμού και του σχεδόν μονομερούς αφοπλισμού που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων που υπήρχε την δεκαετία του 1980, η Τουρκία, ουδόλως θα αποτολμούσε επιθετικά ατοπήματα και η σταθερότητα / ειρήνη θα ήταν σχεδόν δεδομένη.

Σήμερα, με δεδομένο και αυξανόμενο το ανισοζύγιο, ενώ η ανάπτυξη αποτρεπτικών επιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων εκ μέρους μας είναι ίσως αναπόφευκτη, αυτό δημιουργεί μερικούς σοβαρούς κινδύνους. Δηλαδή, η εξισορρόπηση της δεδομένης πλέον Τουρκικής ικανότητας πρώτου κτυπήματος με ανάπτυξη Ελληνικών αντεπιθετικών στρατιωτικών ικανοτήτων, ενώ θα βελτιώνει την αποτρεπτική μας ικανότητα συνολικά θα αυξάνει ταυτόχρονα την αστάθεια σε περιπτώσεις κρίσεων.

Στην τελευταία περίπτωση, τα κίνητρα των δύο πλευρών να κτυπήσουν πρώτοι θα αυξηθούν. Όμως, όπως θα εξηγηθεί στην συνέχεια, αυτή είναι μια παρωχημένη συζήτηση: H Τουρκική ικανότητα πρώτου κτυπήματος είναι ήδη γεγονός και η αστάθεια σε περίπτωση κρίσεως είναι δεδομένη, επειδή, ακριβώς, η Τουρκική υπεροχή σ’ όλα τα οπλικά συστήματα καθιστά δελεαστικό ένα Τουρκικό καταστροφικό πρώτο πλήγμα.

Τα πάμπολλα casus belli των τελευταίων ετών είναι μια σημαντική επιβεβαίωση αυτής της θέσης που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοούμε. Ασφαλώς, δεν θα είχαμε εισέλθει σ’ αυτά τα διλήμματα, εάν εισακούονταν οι «ανησυχούντες», οι οποίοι, επί σειράν ετών προειδοποιούσαν για την ανάγκη ισορροπίας ως προϋπόθεσης ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.

Αμυνόμενος / αποτρέπων και επιτιθέμενος / αποτρεπόμενος

Τα πιο πάνω οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Τουρκίας – Ελλάδας, ο αμυνόμενος / αποτρέπων είναι η Ελλάδα και ο επιτιθέμενος / αποτρεπόμενος είναι η Τουρκία.

Αυτό επειδή η τελευταία είναι η χώρα η οποία αδιαμφισβήτητα επιδιώκει δραστική αλλαγή του εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος. Εάν δεχθούμε ως ορθή την θέση πως ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας – Τουρκίας επιδεινώνεται και πως η Τουρκία είναι αναθεωρητικό κράτος, η Ελλάδα, ως αμυνόμενο κράτος, θα μπορούσε να εξακολουθήσει να έχει αμυντικούς πολιτικούς στόχους (δηλαδή να μην επιδιώκει αλλαγή του ισχύοντος εδαφικού και κυριαρχικού καθεστώτος) χωρίς όμως αυτό να την εμποδίζει να αναπτύξει επιθετικές ικανότητες στον στρατιωτικό τομέα εάν αυτό επιβάλλεται από τις ανάγκες της εθνικής στρατηγικής όπως αυτές αναφύονται λόγω των προαναφερθέντων παραγόντων (μορφή της απειλής, γεωπολιτικά δεδομένα, κτλ).

Οι αντεπιθετικές απειλές μιας τέτοιας αποτρεπτικής στρατηγικής, εάν είναι αξιόπιστες, δημιουργούν συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων το πρώτο κτύπημα θα επικρέμαται ως «δαμόκλειος σπάθη» κατά αποσταθεροποιητικών κινήσεων του αντιπάλου. Συνολικά, ο στόχος της αποτροπής του πολέμου εξυπηρετείται τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η αντεπιθετική απειλή, επειδή προκαλεί ανησυχία και φόβο στο πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας για μεγάλο κόστος εάν συνεχίσουν τις επιθετικές του στάσεις ή εάν αποτολμήσουν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό.

Με κάθε κριτήριο αποτρεπτικής στρατηγικής, όσο πιο καταστροφική είναι η αποτρεπτική / αντεπιθετική απειλή, τόσο περισσότερο ενισχύεται η αμυνόμενη χώρα, στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα η οποία υπεραμύνεται του status quo,

Κάποιοι, αφελώς, με δέος και φόβο, ανταπαντούν πως αντεπιθετικές Ελληνικές ικανότητες και στρατηγικό δόγμα που θα επισείει ή υπονοεί αποτρεπτικό πρώτο κτύπημα εκ μέρους της Ελλάδας θα προκαλέσει ανάλογη Τουρκική αντίδραση.

Όμως, πρώτο, εάν η Ελληνική αμυντική στρατιωτική ικανότητα δεν είχε αποδυναμωθεί λόγω πληθώρας ανόητων δήθεν «ειρηνιστικών» αναλύσεων υπέρ ουσιαστικά ενός μονομερούς ελληνικού αφοπλισμού, το ζήτημα θα ετίθετο διαφορετικά. Το πρόβλημα, επαναλαμβάνεται, ανακύπτει λόγω αποδυνάμωσής μας την τελευταία δεκαετία. Η αποδυνάμωση αυτή, για την οποία υπάρχουν πολιτικές ευθύνες, αγγίζει σχεδόν κάθε διάσταση της εθνικής μας στρατηγικής, και κυρίως, την στρατιωτική μας ικανότητα, την διπλωματική μας αξιοπιστία (λόγω μειωμένης αποτρεπτικής αξιοπιστίας) και το πατριωτικό φρόνημα του λαού λόγω αντιπατριωτικού μακαρθισμού που συστηματικά παρατηρείται στον Ελληνικό δημόσιο διάλογο.

Δεύτερο, η συζήτηση περί πιθανής Τουρκικής ανταπάντησης είναι καθυστερημένη. Αυτό επειδή ήδη η Τουρκία όχι μόνον αναπτύσσει δυνάμεις που προκαλούν μια επικίνδυνη για την Ελλάδα ανισορροπία δυνάμεων, αλλά επιπλέον, όπως εξόχως θεμελιώνεται από τον Παναγιώτη Κονδύλη στο επίμετρο του βιβλίου του, επειδή η προβολή των τάσεων οδηγεί σε συνολικό γεωπολιτικό ανισοζύγιο που συνοδεύεται με πασίδηλη ηγεμονική Τουρκική στρατηγική και – αναπόφευκτα – από επιθυμία των μεγάλων δυνάμεων να αναπτύξουν πελατειακές σχέσεις με την Τουρκία στην βάση αυτού του ηγεμονισμού (ως προς τον οποίο η Ελλάδα καλείται να προσαρμοσθεί, κάλεσμα στο οποίο ανταποκρίνονται πολλοί πολιτικοί όλων των Ελληνικών παρατάξεων).

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να τονισθεί ότι –και η ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη φωτίζει πλήρως αυτή την πτυχή– το στρατηγικό μας δόγμα επιβάλλεται να προσαρμοστεί στις ανάγκες της απειλής και των συσχετισμών δυνάμεων που δημιουργούν οι τάσεις όπως αυτές προβάλλονται στο ορατό μέλλον.

Όπως υποστηρίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, αυτή η προσαρμογή του στρατηγικού δόγματος πρέπει να διέπεται από την αμείλικτη πραγματικότητα: Δηλαδή, από το γεγονός ότι, μετά τις δικές μας πολιτικές αμυντικές και διπλωματικές επιλογές, ιδιαίτερα της τελευταίας δεκαετίας «το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται» (σελ. 398).

Σ’ αυτό το πλαίσιο, «ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία. Καμιά άμυνα δεν είναι τελεσφόρα, αν δεν εμπεριέχει μια δραστική τιμωρία του επιτιθέμενου, όμως η τιμωρία αυτή δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε πράξεις, οι οποίες, αν ιδωθούν μεμονωμένα, χαρακτηρίζονται από την ισχυρή παρουσία επιθετικών στοιχείων: ο αμυνόμενος πυροβολεί με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό όπως και ο επιτιθέμενος» (σελ. 398).

Αυτή η θέση μας φέρνει στην τρίτη επισήμανση για την σχέση άμυνας / επίθεσης και την πιθανή αντίδραση της Τουρκίας. Δηλαδή, η επιθετική διάταξη των ενόπλων δυνάμεων αλλά και κάθε γνωστή μελλοντική ανάπτυξη των τουρκικών στρατιωτικών ικανοτήτων οδηγούν στον συμπέρασμα πως ήδη υπάρχει τόσο τουρκική πολιτική θέληση πρώτης καταστροφικής επίθεσης κατά της Ελλάδας όσο και στρατιωτικές ικανότητες που στηρίζουν τους πολιτικούς στόχους. Τα πολλά casus belli κατά της Ελλάδας, επαναλαμβάνεται, είναι σαφής απόδειξη αυτής της πραγματικότητας.

Επομένως, το πρόβλημά μας δεν είναι μια πιθανή αποσταθεροποίηση που ενδεχομένως θα οδηγήσει η δραστική αναπροσαρμογή  του στρατηγικού μας δόγματος αλλά η αναπροσαρμογή με τρόπο που θα βελτιώνει τις πιθανότητες αποτροπής του πολέμου επειδή θα καθιστά ατελέσφορη την Τουρκική επίθεση (η οποία με κάθε κριτήριο βρίσκεται σε εξέλιξη και αναμενόμενη ευκαιρίας δοθείσης).

Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο αναφέρεται όχι στην αποτροπή του πολέμου αλλά στην έκβασή του, εάν και όταν δυστυχώς η δική μας αποτροπή αποτύχει. Εάν για οποιαδήποτε αιτία – και η εξέλιξη των συσχετισμών δημιουργεί κίνητρα στην Τουρκία για εκτέλεση απειλών χαμηλής έντασης που αυξάνουν τις πιθανότητες έναρξης στρατιωτικών συγκρούσεων- αρχίσουν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι αντεπιθετικές μας ικανότητες είναι καθοριστικό στοιχείο τόσο για τον υπέρ της Ελλάδας έλεγχο της κλιμακώσεως με ενδοπολεμική αποτροπή όσο και την στρατηγική νίκη εάν παραταύτα ο πόλεμος γενικευθεί.

Συμπερασματικά, υπάρχει ανάγκη ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, γεγονός που πολλοί από καιρό υποστηρίζουν και άλλοι αντικρούουν με ψευτοδιεθνιστικά και ψευτοειρηνιστικά ρητορικά επιχειρήματα. Η ανισορροπία είναι ήδη γεγονός και η περαιτέρω επιδείνωση των συσχετισμών περισσότερο από βεβαία. Η ανάγκη προσπαθειών εγκαθίδρυσης ισορροπίας είναι προϋπόθεση ειρήνης και σταθερότητας. Η προσαρμογή του στρατηγικού μας δόγματος, επίσης, είναι

       προϋπόθεση αποτροπής των απειλών μικρής έντασης που η προαναφερθείσα ανισορροπία δημιουργεί,

       προϋπόθεση αποτροπής ενός Τουρκικού πρώτου κτυπήματος σε περιόδους έντασης και

       προϋπόθεση ελέγχου της κλιμάκωσης εάν μολαταύτα η Τουρκία «ανοίξει την πόρτα του φρενοκομείου».

Η κατάθεση του Παναγιώτη Κονδύλη αποτελεί μια από τις σοβαρότερες αναλύσεις στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού και θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα σοβαρού διαλόγου για τις πιο πάνω πτυχές.

Π. ΗΦΑΙΣΤΟΣ, Η «Θεωρία του Πολέμου» του Παναγιώτη Κονδύλη και το «πρώτο πλήγμα», (Το ΒΗΜΑ, 15/02/1998 , σελ.: B10 Κωδικός άρθρου: B12468B102, ID: 64929)

Η έκδοση του βιβλίου «Θεωρία του Πολέμου» του Παναγιώτη Κονδύλη θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για μια σοβαρή συζήτηση των κεντρικών ζητημάτων της εθνικής στρατηγικής της Ελλάδας: μορφή και χαρακτήρας της τουρκικής απειλής, συσχετισμός ισχύος μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, η θέση αμφοτέρων των χωρών στο πλέγμα των διακρατικών σχέσεων της περιφέρειάς μας, προβολή των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών στο ορατό μέλλον και η ανάπτυξη μιας εύρωστης ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής. Στις γραμμές που ακολουθούν και με αφορμή ορισμένες αναφορές τού Π.Κ. θα αναφερθώ σε δύο ζητήματα.

Πρώτον, στις κοινές ρίζες του νεοφιλελεύθερου και του μαρξιστικού διεθνισμού, γεγονός που πιθανώς ερμηνεύει ορισμένες διαπαραταξικές συγκλίσεις στο ελληνικό πολιτικό πεδίο την τρέχουσα δεκαετία· και, δεύτερον, σε ορισμένες πτυχές για τη φύση και τον ρόλο του πολέμου στις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις.
«Ο ουσιώδης κοινός παρονομαστής του αρχικού μαρξισμού και του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού» παρατηρεί ο Π.Κ. (σελ. 15) «έγκειται στη βεβαιότητα κατάργησης των πολέμων μέσω της απορρόφησης του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό».

Όπως είναι γνωστό, αυτή η κοινή προσδοκία των δύο ιδεολογικών ρευμάτων, με πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις διεθνιστικών θέσεων και απόψεων, οδηγεί στη θέση ότι η εξάλειψη των εθνικών διαφορών είναι η άλλη προϋπόθεση τερματισμού των πολεμικών συγκρούσεων. Στον βαθμό που οι ιστορικοί παράγοντες και οι πνευματικές αξίες ιεραρχούνται με οικονομιστικά κριτήρια, οι ρίζες τόσο της μαρξιστικής όσο και της νεοφιλελεύθερης εσχατολογίας είναι ουσιαστικά κοινές.

Όπως εύστοχα έγραψε ο Edward Η. Carr, «ο διεθνισμός / κοσμοπολιτισμός κάθε απόχρωσης αποτελούσε πάντοτε το ιδεολογικό εργαλείο προώθησης των δυνάμεων που βρίσκονται σε ισχυρή θέση». Στο πλαίσιο αυτής της θεμελιώδους και ιστορικά θεμελιωμένης παρατήρησης, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, είτε αναφερόμαστε στον μαρξιστικό διεθνισμό είτε στον νεοφιλελεύθερο διεθνισμό, στη σύγχρονη διεθνή πολιτική εκδηλώνονται διεθνισμοί δύο μορφών. Πρώτον, ο διεθνισμός των ηγετών (και μερικών στρατευμένων διανοουμένων) των εκάστοτε ηγεμονικών χωρών (ο οποίος ευνοεί τα συμφέροντα διείσδυσης των χωρών τους)· δεύτερον, οι εισαγόμενες διεθνιστικές ιδεολογίες ποικίλων αποχρώσεων στις μικρές χώρες, οι οποίες υποστηρίζουν την εξάλειψη ή αποδυνάμωση του κράτους έθνους και της κρατικής κυριαρχίας. Δηλαδή το ίδιο ακριβώς διεθνιστικό επιχείρημα έχει συγκεκριμένη έννοια (και διαφορετικές επιπτώσεις) όταν προβάλλεται από την πλευρά ενός ισχυρού κράτους (π.χ. των ΗΠΑ ή της τέως ΕΣΣΔ) και άλλη όταν ­ συχνότατα λόγω αφελείας ­ προβάλλεται από την πλευρά ενός μικρού και αδύναμου κράτους.

Εφόσον δεν υπάρχει δημοκρατική και κοινώς αποδεκτή διεθνής εξουσία πέραν και υπεράνω του κράτους έθνους, τέτοιες ιδέες, αν κυριαρχήσουν στα μικρότερα κράτη, αναπόφευκτα, καθιστούν τους φορείς τους νεροκουβαλητές των συμφερόντων των εκάστοτε ηγεμονικών δυνάμεων.
Συναφής με τα πιο πάνω ζητήματα είναι η θέση του πολέμου και της άσκησης βίας στον διεθνή χώρο, θέμα θεωρητικά απέραντο, γεγονός που καθιστά αδύνατη είτε εξάντλησή του σε λίγες γραμμές είτε ανάλυση των θεωρητικών καταδύσεων του Π.Κ. (έργο το οποίο, δικαίως, θεωρήθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα στη διεθνή βιβλιογραφία).

Πάντως, ελλείψει χώρου για εκτενή εξέταση του θέματος, είναι ίσως σκόπιμο να τονισθεί ότι η ευρωστία ορισμένων θέσεων του Π.Κ. οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στην Ελλάδα (και των οποίων η στρατηγική λογική ελάχιστα έγινε αντιληπτή) βρίσκεται ακριβώς στη μεγάλου βαθμού θεωρητική θεμελίωσή τους στο κυρίως μέρος της ανάλυσης, δηλαδή στα θεωρητικά κεφάλαια του βιβλίου. Στο πρώτο κεφάλαιο, π.χ., αναλύεται εκτενώς η σχέση «πολέμου» και «πολιτικής» για να τονισθεί η συνάφειά τους με την «κοινωνική κατάσταση» τόσο εντός όσο και μεταξύ των κρατών.

Ο πόλεμος, στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί παρά να εκτιμηθεί ως μέρος του πλέγματος της «πολιτικής επικοινωνίας» μεταξύ των κρατών, «ως σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων η οποία λύνεται αιματηρά, και μόνον ως προς τούτο διαφέρει από τις άλλες συγκρούσεις». Στο ίδιο πλαίσιο, το δίλημμα άμυνα / επίθεση (στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί και η προβληματική του «πρώτου κτυπήματος» που, ίσως φυσιολογικά, τρομάζει τους μη εξοικειωμένους με τη στρατηγική ανάλυση και τους προσανατολισμούς των επιτελείων όλων των στρατών) εμπερικλείει ζητήματα που «υπαγορεύονται από λόγους, εν τέλει πολιτικούς».

Σε μια εποχή που εκτοξεύονται κατά της χώρας μας «casus belli» (δηλαδή, ουσιαστικά, απειλές «πρώτου κτυπήματος» στην περίπτωση που ασκήσουμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα), αριθμητικά ίσως όσα ποτέ άλλοτε στην ιστορία των διακρατικών σχέσεων, ο στρατηγικός προβληματισμός της επιστημονικής εμβέλειας του Π.Κ. καθίσταται επίκαιρος και κρίσιμος για την «εθνική στρατηγική». «Εθνική στρατηγική» βεβαίως είναι μια έννοια η οποία, ενώ συχνά αναφέρεται στον ελληνικό πολιτικό διάλογο, τα θεμελιώδη διλήμματα και προβλήματα που εμπερικλείει ελάχιστα έχουν κατανοηθεί.

Μερικές συναφείς αναρτήσεις

  • Τουρκικός αναθεωρητισμός, Ελληνικός κατευνασμός και οι Συμπληγάδες της ηγεμονικής αντιμαχίας στις περιφέρειες του πλανήτη. https://wp.me/p3OqMa-1Hq
  • Αποτρεπτική στρατηγική, απειλές «χαμηλής έντασης», έλεγχος κλιμάκωσης και γενικευμένος πόλεμος https://wp.me/p3OlPy-2iz
  • ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥ https://wp.me/p3OlPy-1WW
  • Ελληνική αποτρεπτική στρατηγική: Μια ιδιόμορφη εύθραυστη και επικίνδυνα έωλη «ενδιάμεση κατάσταση» https://wp.me/p3OlPy-1Va – https://wp.me/p3OqMa-1tx
  • ΠΟΛΕΜΟΣ: ΑΝΙΑΤΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ, ΑΣΤΑΘΕΙΑΣ, ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ https://wp.me/p3OlPy-1UY
  • Αχμέτ Νταβούτογλου, «Το Στρατηγικό Βάθος της Τουρκίας». Αποσπάσματα https://wp.me/p3OlPy-1UQ
  • Η αποτυχία της Ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής και “το γκριζάρισμα των νεοελλήνων” https://wp.me/p3OqMa-1t4
  • Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΩΣ ΘΕΣΜΟΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ https://wp.me/p3OqMa-1dx

Π. Ήφαιστος – P. Ifestos

www.ifestos.edu.grinfo@ifestos.edu.gr  www.ifestosedu.grinfo@ifestosedu.gr

 Twitter https://twitter.com/ifestosedu

Linkedin https://www.linkedin.com/in/panayiotis-ifestos-0b9382131/

Instagram https://www.instagram.com/p.ifestos/

Στρατηγική Θεωρία–Κρατική Θεωρία https://www.facebook.com/groups/StrategyStateTheory/

Προσωπική σελίδα https://www.facebook.com/p.ifestos

Προσωπικό προφίλ https://www.facebook.com/panayiotis.ifestos

Πολιτισμός, Περιβάλλον, Φύση, Ψάρεμα https://www.facebook.com/Ifestos.DimotisBBB

Διεθνής πολιτική 21ος  αιώνας https://www.facebook.com/groups/InternationalPolitics21century/

ΗΠΑ: Ιστορία, Διπλωματία, Στρατηγική https://www.facebook.com/groups/USAHistDiplStrat/

Ελλάδα-Τουρκία-Κύπρος: Ανισόρροπο τρίγωνο https://www.facebook.com/groups/GreeceTurkeyCyprusImbalance/

Διαχρονική Ελληνικότητα https://www.facebook.com/groups/Ellinikotita/

Φιλοπατρία, Δημοκρατία, Ελευθερία https://www.facebook.com/groups/philopatria/

Άνθρωπος, Κράτος, Κόσμος–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/Ifestos.political.thought/

Κονδύλης Παναγιώτης https://www.facebook.com/groups/Kondylis.Panagiotis/

Θολό βασίλειο της ΕΕ https://www.facebook.com/groups/TholoVasileioEU/

Θουκυδίδης–Πολιτικός Στοχασμός https://www.facebook.com/groups/thucydides.politikos.stoxasmos/

Μέγας Αλέξανδρος–Ιδιοφυής Στρατηγός και Στρατηλάτης https://www.facebook.com/groups/M.Alexandros/

Εκλεκτά βιβλία που αξίζουν να διαβαστούν https://www.facebook.com/groups/eklektavivlia/

Ειρηνική πολιτική επανάσταση https://www.facebook.com/groups/PolitPeacefulRevolution/

«Κοσμοθεωρία των Εθνών» https://www.facebook.com/kosmothewria.ifestos

Τίτλοι-σύνδεσμοι δοκιμίων και άρθρων αναρτημένων στο διαδίκτυο (520 θα συμπληρώνεται διαρκώς) https://wp.me/p3OqMa-26x

Πίνακες διαλέξεων και σημειώσεις διαλέξεων – πίνακες συντομογραφικής απεικόνισης πτυχών του διεθνούς συστήματος https://wp.me/p3OqMa-1GG

Τίτλοι-σύνδεσμοι δοκιμίων και άρθρων αναρτημένων στο διαδίκτυο https://wp.me/p3OqMa-26x



Κατηγορίες:πόλεμος, πολιτική θεωρία του διεθνούς συστήματος, στρατηγική ανάλυση, στρατηγική θεωρία, Ήφαιστος, Διεθνής πολιτική, Ελληνική στρατηγική, Κονδύλης, Στρατηγική

Ετικέτες: , , , ,